Υπήρξε κάποτε μια «ουτοπική,
εύθυμη και συμπαθής Αγγλία» (Κ. Ιορδανίδης, Το λυκόφως των ελίτ, Καθημερινή 26.6.2015). Υπήρξε,
όχι μόνον ως η εικόνα της και το πολιτισμικό της κλίμα, που τόσο αγαπήσαμε στη «Μαίρη Πόππινς» ή στις «Γάτες του γερο-Πόσουμ» (ο ποιητής από το Μιζούρι Τόμας Έλιοτ έδωσε πολλά στη θετή δεύτερη πατρίδα του Βρετανία),
αλλά ως λαϊκός πολιτισμός και ως πραγματικότητα με σάρκα και οστά. Μεταπολεμικά και μετα-αποικιακά, εκτός από τόσα άλλα θαυμαστά και τραγουδισμένα, ήταν η χώρα με το
καλύτερο δημόσιο σύστημα υγείας και το καλύτερο δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα στον κόσμο.
Ήταν. Δεν είναι.
Εκείνη τη συμπαθή, όμορφη μετα-αποικιακή Αγγλία, σιγά-σιγά την καταβρόχθισε μετά το 1980 μια άλλη Αγγλία: η κυνική, άπληστη, επηρμένη, σνομπ, αντικοινωνική, βίαιη και μοχθηρή, η κακιά και άσχημη αδελφή της όμορφης και καλής. Μπροστά στην κακιά Βρετανίδα αδελφή, η «γραφειοκρατική και γερμανοκρατούμενη Ευρώπη με τις ιδιοτελείς μικρότητες του πρωσικού επαρχιωτισμού» (βλ. το ίδιο άρθρο της Καθημερινής) θυμίζει σκηνές από εύθυμη νυχτερινή περιπλάνηση των φίλων Σίλλερ και Γκαίτε στις μπυραρίες της Βαϊμάρης και της Ιένας του 1800.