Η δραματική πτώση των πωλήσεων
στις εφημερίδες τα τελευταία χρόνια είναι απλά το σύμπτωμα και όχι η
ασθένεια. Σύμπτωμα μιας κοινωνίας που, για διάφορους λόγους, επιλέγει το
«εύκολο» και το «εύπεπτο» και απορρίπτει ό,τι μπορεί να φαντάζει στα
μάτια της «δύσκολο» και «περίπλοκο». Η κουλτούρα της ανάγνωσης, ύστερα
από τουλάχιστον πεντέμισι αιώνες Ιστορίας, δείχνει να βρίσκεται βαθιά σε
περίοδο παρακμής.
Φυσικά θα θεωρήσω δεδομένο ότι σημαντικό μέρος αυτού του προβλήματος είναι η κρίση αξιοπιστίας των ίδιων των εφημερίδων, εξαιτίας όλων των φαινομένων διαπλοκής. Ομως, δεν θα μείνω εκεί, αλλά θα συνδέσω αυτή την παρακμή με ευρύτερες πολιτιστικές εξελίξεις, κυρίως εκείνες που αφορούν τις δραματικές αλλαγές στη γνωσιακή διαδικασία κατάκτησης του περιβάλλοντος κόσμου.
Από την «εποχή των εικόνων» έχουμε περάσει στην εποχή του «εικονικού ζάπινγκ» και στην ψευδαίσθηση της υπερπληροφόρησης, τη στιγμή ακριβώς που η πνευματική σύγχυση και η διανοητική νωθρότητα χτυπάνε κόκκινο.
«Ζούμε την επικράτηση της οπτικοακουστικής φόρμας, μιας φόρμας εχθρικής προς οτιδήποτε βρίσκεται εκτός της “δικτυωμένης”, on line, οπτικοακουστικής πραγματικότητάς της», αναφέρει ο ψυχολόγος Μιχάλης Μεντίνης στο έξοχο συλλογικό βιβλίο «Επανορίζοντας το ψυχοκοινωνικό» (εκδόσεις Επίκεντρο). Και σ’ αυτό προσθέτει:
Φυσικά θα θεωρήσω δεδομένο ότι σημαντικό μέρος αυτού του προβλήματος είναι η κρίση αξιοπιστίας των ίδιων των εφημερίδων, εξαιτίας όλων των φαινομένων διαπλοκής. Ομως, δεν θα μείνω εκεί, αλλά θα συνδέσω αυτή την παρακμή με ευρύτερες πολιτιστικές εξελίξεις, κυρίως εκείνες που αφορούν τις δραματικές αλλαγές στη γνωσιακή διαδικασία κατάκτησης του περιβάλλοντος κόσμου.
Από την «εποχή των εικόνων» έχουμε περάσει στην εποχή του «εικονικού ζάπινγκ» και στην ψευδαίσθηση της υπερπληροφόρησης, τη στιγμή ακριβώς που η πνευματική σύγχυση και η διανοητική νωθρότητα χτυπάνε κόκκινο.
«Ζούμε την επικράτηση της οπτικοακουστικής φόρμας, μιας φόρμας εχθρικής προς οτιδήποτε βρίσκεται εκτός της “δικτυωμένης”, on line, οπτικοακουστικής πραγματικότητάς της», αναφέρει ο ψυχολόγος Μιχάλης Μεντίνης στο έξοχο συλλογικό βιβλίο «Επανορίζοντας το ψυχοκοινωνικό» (εκδόσεις Επίκεντρο). Και σ’ αυτό προσθέτει:
«Ζούμε σ’ έναν κόσμο που χαρακτηρίζεται από πρόβλημα στην ικανότητα προσοχής, από ελλειμματική προσοχή, έναν “δυσ-λεκτικό” κόσμο που αρέσκεται στις εικόνες και τους ήχους, αλλά είναι εχθρικός προς το διάβασμα και το γράψιμο»
Με δεδομένη αυτή την πραγματικότητα μπορούμε να αντιληφθούμε ότι οι προσπάθειες μεταρρύθμισης της Παιδείας τα τελευταία χρόνια δεν είναι παρά προσχηματικές, αφού στηρίζονται σ’ ένα μοντέλο προσέγγισης της γνώσης που ήδη αποτελεί παρελθόν. Βασικός όρος για να μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα (εάν αντιμετωπίζεται) είναι να το αναγνωρίσουμε ως τέτοιο.
«Χωρίς να έχουν γνώση για ό,τι προηγήθηκε, οι περισσότεροι νέοι δέχονται τα δεδομένα της εποχής τους σαν αυταπόδεικτα και δεν κρατούν καμία κριτική απόσταση από τις δικές της αξίες»,
γράφει η Γαλλίδα
δημοσιογράφος Νατάσα Πολονί στο βιβλίο της «Τα χαμένα παιδιά μας»
(εκδόσεις Πόλις).
Σημειώνει δε ότι «οι νέοι που μεγάλωσαν σ’ έναν κόσμο που κυβερνάται
από τους νόμους της επικοινωνίας» (την οποία χαρακτηρίζει “όπλο μαζικής
καταστροφής”) «έχουν εγκέφαλο φορμαρισμένο από τις αντίστοιχες
πνευματικές δομές».
Οποιος έχει παιδιά γνωρίζει τον αγώνα που πρέπει να δώσει για να υπερασπιστεί το γραπτό κείμενο και το βιβλίο απέναντι στη «διαδραστική εικόνα» του τάμπλετ, του υπολογιστή ή του κινητού.
Οι δάσκαλοι στα σχολεία, όπως σωστά λέει ο Μεντίνης, αναγκάζονται να γίνουν διασκεδαστές ή περφόρμερ, με οπτικοακουστικό υλικό ή βίντεο από το youTube, προκειμένου να κερδίσουν λίγη από την προσοχή των μαθητών τους. Το ίδιο, οι εφημερίδες πρέπει να «γαργαλίσουν» ροζ ή κίτρινες χορδές των αναγνωστών, να «ελαφρύνουν» το περιεχόμενό τους, προκειμένου να γίνει πιο «προσβάσιμο».
Αρα το θέμα της παρακμής των εφημερίδων συσχετίζεται άμεσα με το πρόβλημα της αναγνωσιμότητας και πάει χέρι χέρι με την ενίσχυση του διαδικτύου, την απέχθεια προς το γραπτό κείμενο και την έκρηξη στην κουλτούρα του δωρεάν και της πειρατείας. Και αυτό σημαίνει ανάγκη για πολύ πιο μακροπρόθεσμες πολιτικές στην Παιδεία, στον Πολιτισμό και φυσικά στην Πολιτική. Ομως αυτές, προφανώς, δεν φέρνουν ψήφους.
Οποιος έχει παιδιά γνωρίζει τον αγώνα που πρέπει να δώσει για να υπερασπιστεί το γραπτό κείμενο και το βιβλίο απέναντι στη «διαδραστική εικόνα» του τάμπλετ, του υπολογιστή ή του κινητού.
Οι δάσκαλοι στα σχολεία, όπως σωστά λέει ο Μεντίνης, αναγκάζονται να γίνουν διασκεδαστές ή περφόρμερ, με οπτικοακουστικό υλικό ή βίντεο από το youTube, προκειμένου να κερδίσουν λίγη από την προσοχή των μαθητών τους. Το ίδιο, οι εφημερίδες πρέπει να «γαργαλίσουν» ροζ ή κίτρινες χορδές των αναγνωστών, να «ελαφρύνουν» το περιεχόμενό τους, προκειμένου να γίνει πιο «προσβάσιμο».
Αρα το θέμα της παρακμής των εφημερίδων συσχετίζεται άμεσα με το πρόβλημα της αναγνωσιμότητας και πάει χέρι χέρι με την ενίσχυση του διαδικτύου, την απέχθεια προς το γραπτό κείμενο και την έκρηξη στην κουλτούρα του δωρεάν και της πειρατείας. Και αυτό σημαίνει ανάγκη για πολύ πιο μακροπρόθεσμες πολιτικές στην Παιδεία, στον Πολιτισμό και φυσικά στην Πολιτική. Ομως αυτές, προφανώς, δεν φέρνουν ψήφους.
Ο Τάσος Τσακίρογλου (1963) σπούδασε Πολιτική Επιστήμη και Διεθνείς Σπουδές στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Δημοσιογραφεί από το 1994. Έχει εργαστεί για δεκαπέντε χρόνια στον τομέα ειδήσεων του Flash 96, ενώ τα τελευταία δέκα χρόνια ασχολείται με το πολιτικό και διπλωματικό ρεπορτάζ, αρχικά στην Ελευθεροτυπία και σήμερα στην Εφημερίδα των Συντακτών, όπου και αρθρογραφεί. Υπήρξε, επίσης, ιδρυτικό μέλος στο συνεταιριστικό περιοδικό ΜΟΝΟ.
Το πολύ μέσα στο λίγο - κριτικά σημειώματα για τα εκτός της επικαιρότητας και τον «επικοινωνιακό θόρυβο» (2016, εκδ. Οκτώ)
Πρόσωπα της απομάγευσης - 38 συνεντεύξεις για την κρίση και το μέλλον (2014, εκδ. Οκτώ)
Νατάσα Πολονί: Τα χαμένα παιδιά μας (μετάφραση: Ξένια Σκούρα, επιμέλεια: Δήμητρα Τουλάτου, εκδ. Πόλις, 2006). Ένα εξαιρετικό βιβλίο για την παιδαγωγική και τις κρατούσες αντιλήψεις της.
H Γαλλίδα εκπαιδευτικός και δημοσιογράφος Νατάσα Πολονύ (βιογραφικό, γαλλ.) ξεκινά από μια
διαπίστωση: Στις μέρες μας πολλοί προοδευτικοί αριστεροί και
φιλελεύθεροι δεξιοί έχουν ταυτόσημες απόψεις για την εκπαίδευση, οι
οποίες συνιστούν πλέον τη βάση της εκπαιδευτικής πολιτικής των
περισσοτέρων κυβερνήσεων τόσο της Δεξιάς όσο και της Αριστεράς. Οι
απόψεις αυτές, θαυμάζοντας τους νέους, διακηρύσσοντας την πίστη τους στο
καινούργιο και το μοντέρνο, προπαγανδίζοντας την κινητικότητα και
λατρεύοντας το εφήμερο, υπηρετούν μια χρησιμοθηρική και οικονομικίστικη
ιδεολογία.
Η ιδεολογία αυτή στερεί τους νέους από την πολύτιμη κληρονομιά που συγκροτούσαν τα κλασικά γράμματα, η μέριμνα για τη λογική και τη γλώσσα, η επαφή με τα σημαντικά λογοτεχνικά κείμενα, αλλά και οι αφηγήσεις, οι αξίες, οι κώδικες που δημιούργησαν τον πολιτισμό μας και που μεταδίδονταν από τις παλιότερες γενιές.
Το αποτέλεσμα είναι, ότι ενώ δεν θίγονται οι ελίτ, τα πιο αδύναμα κοινωνικά στρώματα καταδικάζονται σε πολιτιστική υστέρηση η οποία αποδυναμώνει τη δημοκρατία, παραβιάζει την αρχή της ισότητας, απειλεί την κοινωνική και οικονομική συνοχή και περιορίζει την ανέλιξή τους.
Η ιδεολογία αυτή στερεί τους νέους από την πολύτιμη κληρονομιά που συγκροτούσαν τα κλασικά γράμματα, η μέριμνα για τη λογική και τη γλώσσα, η επαφή με τα σημαντικά λογοτεχνικά κείμενα, αλλά και οι αφηγήσεις, οι αξίες, οι κώδικες που δημιούργησαν τον πολιτισμό μας και που μεταδίδονταν από τις παλιότερες γενιές.
Το αποτέλεσμα είναι, ότι ενώ δεν θίγονται οι ελίτ, τα πιο αδύναμα κοινωνικά στρώματα καταδικάζονται σε πολιτιστική υστέρηση η οποία αποδυναμώνει τη δημοκρατία, παραβιάζει την αρχή της ισότητας, απειλεί την κοινωνική και οικονομική συνοχή και περιορίζει την ανέλιξή τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου