του Μίχα Μπρούμλικ
© Blätter für deutsche und internationale Politik - Micha Brumlik: Vom Proletariat zum Pöbel: Das neue reaktionäre Subjekt («Blätter» τ. 1/2017)
Φιλελεύθεροι κάθε είδους, μαζί και «σοσιαλφιλελεύθερα» υβρίδια, με σκέψεις που προσκολλώνται τεμπέλικα στον κόσμο του χθες και με μηδενική πολιτική ευαισθησία, φαντάζονται ότι, τελικά, όλα στον κόσμο θα πάνε καλά για την υπόθεσή τους· ακόμη και με συν-πλανητάρχη Τραμπ, με «σκληρό» Brexit και με το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας να αναλαμβάνει τον ρόλο του πρωτοπόρου της παγκοσμιοποίησης που δείχνουν να εγκαταλείπουν οι ΗΠΑ. Στηρίζουν και τώρα ελπίδες σε επιτυχημένους πολιτικούς της δεκαετίας του 2000, όπως η Άνγκελα Μέρκελ, ανεπανόρθωτα φθαρμένους πιά, ή στους γαλλικής προέλευσης εκτός χρόνου και τόπου μεταλλαγμένους σε Θατσερικούς, από τον καθαρόαιμο δεξιό Φρανσουά Φιγιόν μέχρι τον «χρηματοπιστωτικό κεντρώο» Εμμανουέλ Μακρόν. Θεωρούν τον Μπενουά Αμόν ακραίο. Ακραίο θεωρούσαν και τον Μπέρνι Σάντερς - και άς έχουμε υπομονή, διαφαίνεται ήδη με τι κοσμητικά επίθετα θα στολίσουν και τον μετριοπαθέστατο Μάρτιν Σουλτς οι εκ του «ενδιάμεσου χώρου» αρνητές της κλασικής Σοσιαλδημοκρατίας. Εξίσου αιθεροβάμονες πολλοί της αυτοαποκαλούμενης ριζοσπαστικής Αριστεράς (στην πραγματικότητα της αποτυχημένης πολιτισμικής Αριστεράς) ψάχνουν ως συνήθως για το νέο επαναστατικό τους υποκείμενο· αυτή τη φορά, εκτός απο μικρές κοινωνικές μειοψηφίες, φαντάζονται ως εργαλείο της ιστορίας τα εκατομμύρια ξεριζωμένων, σπαταλημένων ζωών (Zygmunt Bauman) των προσφύγων και μεταναστών.
Αντίθετα, οι ρεαλιστές και πολιτικά ευαίσθητοι βλέπουν τώρα καθαρά, έστω και καθυστημένα και παρά τα δικά τους σφάλματα, «ταραγμένους καιρούς» να έρχονται μετά το 2016, καθώς «τέλειωσε πιά οριστικά ο παλιός κόσμος του 20ού αιώνα» (Frank-Walter Steinmaier), ή αποχαιρετούν τη Δύση - όχι την πολιτισμική «Εσπερία» της μακράς διάρκειας της ιστορίας αλλά το παγκόσμιο πολιτικό στρατόπεδο που αναδύθηκε μετά το 1945 και με τον Ψυχρό πόλεμο - βέβαιοι ότι δεν υπάρχει πιά (Joschka Fischer).
Στην εκτενή ιστορική και θεωρητική αναδρομή του, ο Ελβετός παιδαγωγός και κοινωνιολόγος Micha Brumlik μετά από σκοτεινά απαισιόδοξες διαπιστώσεις για την εργατική τάξη και τις σημερινές κοινωνίες στη Δύση, τελικά ενισχύει την πλευρά των ρεαλιστών με ένα όπλο αισιοδοξίας: Παρόλα αυτά, λέει, «έργο της εργατικής τάξης», μολονότι «στηριγμένο σε μια καπιταλιστική οικονομία», ήταν και κάτι πολύ μεγάλο στην παγκόσμια ιστορία: «Το (ευρωπαϊκό) δημοκρατικό κοινωνικό κράτος», το κράτος πρόνοιας το οικοδομημένο στη διάρκεια της λαμπρής τριακονταετίας (Trente Glorieuses) 1945-1975, σε αντίθεση με αποδόμησή του στη διάρκεια της κατά Tony Judt χαμένης τριακονταετίας 1980-2008. «Η απάντηση μιας φωτισμένης, φιλελεύθερης αλλά χωρίς ψευδαισθήσεις και αυταπάτες Αριστεράς», λέει ο Μπρούμλικ, πρέπει λοιπόν να είναι η εξής: «να διατηρεί ακέραια την κριτική της στάση εναντίον του καπιταλισμού», ξέροντας όμως ποιό είναι «το βέλτιστο που μπορεί γενικά να επιτύχει ο αγώνας των εργαζομένων».
Γ. Ρ.
Ασφαλώς, οι ψηφοφόροι που έφεραν στην εξουσία τον Ντόναλντ Τραμπ δεν ήταν αποκλειστικά και μόνον μέλη της αμερικανικής λευκής εργατικής τάξης. Ωστόσο, ανάμεσα σε αυτούς τους ψηφοφόρους υπήρχαν, εκτός των άλλων, εργαζόμενοι και άνεργοι, και μάλιστα το βάρος τους δεν ήταν μικρό· αυτό ακριβώς το γεγονός είναι που προκαλεί πραγματική φρίκη στην Αριστερά. Μετά την ιστορική επιτυχία του Τραμπ και εν όψει της όχι χωρίς ελπίδες προσπάθειας της Μαρίν Λε Πεν (Marine Le Pen) να εκλεγεί και αυτή Πρόεδρος της Γαλλίας, είναι σαφές ότι σημαντικά μέρη του κόσμου των βιομηχανικών εργατών, και όχι μόνον αυτών, αναζητούν σήμερα τη σωτηρία τους όχι σε Σοσιαλιστικά ή Σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, αλλά σε δεξιά. Που σημαίνει σε κλειστά εθνικά κράτη, στην ξενοφοβία και στον οικονομικό προστατευτισμό.
Λουδοβίκος Τραμπ (κολλάζ, © Picture Alliance / IPG - Friedrich Ebert Stiftung) |
Έτσι, η νίκη του Τραμπ
σηματοδοτεί, αυτή τη φορά με πραγματικά αμετάκλητο τρόπο, το τέλος
μιας πολιτικής ουτοπίας, την οποία είχε εξαγγείλει πριν από 150 χρόνια ο ίδιος ο Καρλ Μαρξ. Μαζί με την χωρίς ψευδαισθήσεις και αυταπάτες, σχεδόν περιχαρή αξιολόγησή του για τη νίκη της
αστικής τάξης, ο Μαρξ είχε βάλει τότε τα θεμέλια μιας πολιτικής ελπίδας, η οποία ανέθετε στους κομμουνιστές - ως
πρωτοπορία της εργατικής τάξης - τον ρόλο της τελικής άρσης (Aufhebung) όλων των
αδικιών: «Σκιαγραφώντας τις πιό γενικές φάσεις της εξέλιξης τον προλεταριάτου, παρακολουθήσαμε τον λίγο ή πολύ συγκαλυμμένο εμφύλιο πόλεμο μέσα στην υπάρχουσα κοινωνία, μέχρι το σημείο που o πόλεμος αυτός ξεσπάει με τη μορφή ανοιχτής επανάστασης και το προλεταριάτο θεμελιώνει την κυριαρχία του με τη βίαιη ανατροπή της αστικής τάξης», γράφουν ο Καρλ Μαρξ και ο φίλος και συναγωνιστής του Φρίντριχ
Ένγκελς στο «Κομμουνιστικό μανιφέστο».
«Η πρόοδος της βιομηχανίας», συνεχίζουν οι δύο συντάκτες του Μανιφέστου, «της οποίας ο άβουλος και παθητικός της φορέας είναι η αστική τάξη, στη θέση της απομόνωσης των εργατών μέσω του ανταγωνισμού τους, βάζει την επαναστατική τους συνένωση μέσω της οργανωτικής τους σύνδεσης. Με την ανάπτυξη της μεγάλης βιομηχανίας, αφαιρείται λοιπόν κάτω από τα πόδια της αστικής τάξης το ίδιο το έδαφος, πάνω στη βάση του οποίου παράγει και ιδιοποιείται τα προϊόντα. Προπαντός, η αστική τάξη παράγει τους ίδιους τους νεκροθάφτες της. Η πτώση της και η νίκη του προλεταριάτου είναι εξίσου αναπόφευκτες»[1]
Αυτή ήταν η αισιόδοξη πρόβλεψη του Μαρξ και του Ένγκελς, ωστόσο το παρόν την διαψεύδει. Σήμερα βλέπουμε ότι η κοινωνική τάξη στην οποία είχε αποδοθεί η υποθετική ικανότητα να κάνει πράξη την κοινωνική επανάσταση, δηλαδή η εργατική τάξη, έχει γίνει η ίδια ένας από τους πυρήνες εκείνων των πολιτικών δυνάμεων που ο Μαρξ και ο Ένγκελς αποκαλούσαν στο Μανιφέστο τους «αντιδραστικούς». Και
δεν το δείχνουν μόνον τα εκλογικά αποτελέσματα διεθνώς, από τις ΗΠΑ και τη
Γαλλία μέχρι την Ουγγαρία και την Πολωνία, αλλά ακόμη και εντός της Γερμανίας, όπως στην ομόσπονη χώρα της
Βάδης-Βυρτεμβέργης, όπου μια άνω του μέσου όρου αναλογία των μελών των συνδικαλιστικών ενώσεων έχει ψηφίσει την ακροδεξιά Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD). Επίσης,
σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, σε άλλη ομόσπονδη χώρα, στο «Ελεύθερο Κράτος της Σαξονίας», το 25 % του εκλογικού σώματος δηλώνει τώρα ότι θα ψηφίσει την AfD - σ' αυτούς περιλαμβάνονται βεβαίως όχι λίγοι εργαζόμενοι και άνεργοι.
Οι λαϊκιστές της Δεξιάς ως νέο κόμμα εργατών
Στη Γαλλία, στην Ολλανδία, στην Αυστρία ή και στην Ανατολική
Γερμανία, σήμερα παντού βλέπουμε τους λαϊκιστές της Δεξιάς να γίνονται το
πραγματικό κόμμα του κόσμου της εργασίας. Άν αναρωτηθούμε για τα αίτια, μια απάντηση μπορούμε να βρούμε στην συγκινητική αλλά και αναλυτικά διαυγή αυτοβιογραφία του Γάλλου διανοούμενου Ντιντιέ Εριμπόν (Didier Eribon) υπό τον τίτλο «Επιστροφή στην Reims». Παρουσιάζει
τη ζωή ενός ανθρώπου που γύρισε την πλάτη στην δική του οικογένεια, η οποία ανήκε στην γαλλική εργατική τάξη και υποστήριζε το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα, και βρέθηκε στη λαμπερή πρωτεύουσα Παρίσι όπου έγινε ένας
διανοούμενος. Όταν
είκοσι χρόνια αργότερα, μετά το θάνατο του πατέρα του, ήρθε και πάλι σε
επαφή με τη μητέρα του και τα αδέλφια του, αυτή η rencontre του προκάλεσε
σοκ: Όλοι όσοι προηγουμένως αισθανόταν δεσμευμένοι στην υποστήριξη του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος, δήλωναν τώρα ότι δίνουν την ψήφο τους στο ακροδεξιό «Εθνικό Μέτωπο» [2].
Η άνοδος του Εθνικού Μετώπου σηματοδοτεί λοιπόν και την τελική κατάληξη του κομματικού κομμουνισμού, o οποίος στηριζόταν στον κόσμο της εργασίας. Ωστόσο, πρόκειται για μια εξέλιξη που ήδη διαφαινόταν εδώ και πολύ καιρό, δηλαδή εδώ και σχεδόν εκατό χρόνια.
Για
να κατανοήσουν αυτή την εκτροπή, πολλοί μαρξιστές διανοούμενοι και φιλόσοφοι έκαναν κάθε δυνατή προσπάθεια στη διάρκεια του περασμένου «Αιώνα των Άκρων» (Eric Hobsbawm). Ο Γκέοργκ Λούκατς (Georg Lukács) [3] στη μελέτη του «Ιστορία και ταξική συνείδηση», η οποία πρωτοδημοσιεύτηκε σε γερμανική γλώσσα το 1923, τη χρονιά του [πρώτου και αποτυχημένου] πραξικοπήματος του Χίτλερ, προσπαθούσε ακόμη, με μέσα που τρεφόταν από την ιδεαλιστική φιλοσοφία, να συναγάγει και στηρίξει θεωρητικά την ελεύθερη δράση του «προλεταριάτου» ως υποκειμένου της ιστορίας· ωστόσο, ο Τέοντορ Αντόρνο (Theodor W. Adorno), περίπου είκοσι
χρόνια αργότερα, δηλαδή ευρισκόμενος ακόμη στην αναγκαστική αυτοεξορία του στις ΗΠΑ, δήλωνε το εξής στα
«Minima
Moralia», στον αφορισμό Νο 124, ο οποίος επιγράφεται «Vexierbild» (Μαγική Εικόνα): «Ωστόσο, βλέποντας το ζοφερό αίνιγμα, οι κοινωνιολόγοι αναρωτιούνται:
Πού είναι το προλεταριάτο;» Σε κάθε περίπτωση, ο Λούκατς το 1923 μπορούσε ακόμη να γράφει: «Εάν ήδη βρισκόμαστε στην αρχή της τελειωτικής οικονομικής κρίσης του
καπιταλισμού, τότε η μοίρα της επανάστασης (και μαζί της η μοίρα της
ανθρωπότητας) εξαρτάται από την ιδεολογική ωριμότητα του προλεταριάτου, από την
ταξική του συνείδηση»[4]. Αντίθετα, ο Αντόρνο [το 1944] θέτει το κρίσιμο
ερώτημα: Ποιoί είναι το προλεταριάτο - και πού βρίσκονται;
Σήμερα, δεν χρειάζεται πολλή προσπάθεια για να δοθεί απάντηση: Η προλεταριακή
κληρονομιά μπορεί να βρεθεί στα σχήματα του κοινωνικού κράτους πρόνοιας,
όπως μεταξύ άλλων - για να αναφέρουμε μόνον τις ακραίες και αντίθετες περιπτώσεις - αφενός στο κοινωνικό κράτος που επιχείρησε να οικοδομήσει η Εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία με βάση τον ρατσιστικό αποκλεισμό των ανεπιθύμητων και τη δολοφονική πολιτική, αφετέρου σ' αυτό που ξεκίνησε πρώτα στις ΗΠΑ υπό την
προεδρία του Φραγκλίνου Ρούσβελτ (Franklin D. Roosevelt), με μέσα και τρόπους δημοκρατικά και Κεϋνσιανά. Αυτό
το δεύτερο, το δημοκρατικό κοινωνικό μοντέλο στο τελευταίο μισό του 20ου αιώνα,
είχε ως αποτέλεσμα, τουλάχιστον στις λεγόμενες Δυτικές βιομηχανικές χώρες, ευημερία
και κοινωνική ειρήνη· και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό, ώστε πολλοί αριστεροί
διανοούμενοι είδαν το δικό τους εγχείρημα, την πρόταση μιας χειραφέτησης εκ θεμελίων με κατεύθυνση μια εντελώς διαφορετική κοινωνία, να εκτίθεται σε μεγάλο κίνδυνο εξαιτίας αυτής της επιτυχίας. Συνακόλουθα, άρχισαν λοιπόν τώρα να ψάχνουν για αντικαταστάτη, για ένα υποκατάστατο του χαμένου επαναστατικού υποκειμένου, δηλαδή του προλεταριάτου.
O Herbert Marcuse και η αναζήτηση ενός νέου επαναστατικού υποκειμένου
Πρωτοπόρος
αυτού του κινήματος ήταν ένας άλλος Δυτικός διανοούμενος, ο οποίος εμπνεόταν από τον Μαρξ και
από την ψυχανάλυση, ο Χέρμπερτ Μαρκούζε (Herbert Marcuse). Είκοσι χρόνια μετά τον Αντόρνο, το 1964, στις μελέτες του με θέμα την ιδεολογία των
προηγμένων βιομηχανικών κοινωνιών, που δημοσιεύτηκαν υπό τον τίτλο Ο Μονοδιάστατος Άνθρωπος, περιέγραψε
την κατάσταση του προλεταριάτου
ως εξής: «Ωστόσο, εκεί όπου η τάξη
αυτή έχει γίνει στήριγμα του επικρατούντος τρόπου ζωής,
το μόνο που θα καταφέρει η ενδυνάμωσή της θα είναι να τον παρατείνει» [τον έλεγχο από τις κυρίαρχες κοινωνικές δυνάμεις, M.B.][5] Συνακόλουθα, ο Μαρκούζε ήταν απόλυτα πεπεισμένος ότι η ενσωμάτωση της εργατικής
τάξης στο κράτος πρόνοιας, εν τέλει την έχει αδρανοποιήσει ως επαναστατικό υποκείμενο· και το 1969, στο γραπτό του το δημοσιευμένο υπό τον τίτλο «Δοκίμιο για την Απελευθέρωση» [6], πρότεινε
ευθέως μια εξέγερση όλων των μη ενσωματωμένων, με βάση την αυξημένη κοινωνική ευαισθησία· δηλαδή ακριβώς αυτό που αργότερα δοκιμάστηκε στην πράξη και απέτυχε παταγωδώς ως «στρατηγική της εξέγερσης των περιθωριακών ομάδων», ώσπου τελικά κατέληξε σε αιματηρό τέλος, στις ΗΠΑ με τους «Weathermen», στην Ιταλία
με τις Ερυθρές Ταξιαρχίες και στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας με την RAF.
Το μόνο που απέμεινε για την «Νέα Αριστερά», η οποία στηρίχτηκε
κυρίως (αλλά σε καμμιά περίπτωση αποκλειστικά και μόνον) στους φοιτητές, ήταν να συνειδητοποιήσει σύντομα ότι δεν μπορούσε μόνη της να πραγματοποιήσει με επιτυχία μια
επανάσταση. Συνεπώς, το βραχυπρόθεσμα επιτυχημένο στη Δυτική Γερμανία και στη Γαλλία κίνημα διαμαρτυρίας ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ και ενάντια στην αυταρχική διακυβέρνηση, σύντομα επέλεξε τον δρόμο της συλλογικής, συντεταγμένης υποχώρησης και προσπάθησε να οικοδομήσει
πραγματικά εργατικά κόμματα, όπως είχε συμβεί και στην Ευρώπη του Μεσοπολέμου· είχε μάλιστα στις ιδεολογικές αποσκευές του το έργο του Γκέοργκ Λούκατς του 1923 [Ιστορία και Ταξική Συνείδηση], όπως και άλλα γραπτά των επιγόνων [του Μαρξ] από εκείνη την περίοδο. Αλλά και ως προς το θέμα αυτό, θα έπρεπε
μόνον να είχαν θυμηθεί τί είχε γράψει ο Καρλ Μαρξ στο βιβλίο του για τον Λουδοβίκο Βοναπάρτη: Ότι όλα τα ιστορικά γεγονότα συμβαίνουν δύο φορές· την πρώτη φορά ως τραγωδία και τη δεύτερη ως φάρσα. Έτσι συνέβη και με τα «Εργατικά Κόμματα» της Νέας Αριστεράς. Έστρεψαν τα βλέμματά τους μακριά, στην γιγαντιαία ολοκληρωτική αυτοκρατορία του Κινέζου
επαναστάτη Μάο Τσε Τουνγκ, πράγμα που ήταν μια ακόμη προσπάθεια, από πολιτική και
πολιτισμική άποψη καθόλου ευαίσθητη - για να το πούμε ευγενικά -, να «προσδεθούν» με την κυριολεκτική σημασία της λέξης σε ένα νέο παγκόσμιο επαναστατικό υποκείμενο.
Τελικά, μετά
την προβλέψιμη αποτυχία και αυτών των πειραμάτων, ο Αντρέ Γκορζ (André
Gorz), το 1980, στο γραπτό πολεμικής Αντίο Προλεταριάτο, άσκησε κριτική στην ιστορική
και φιλοσοφική αισιοδοξία των μαρξιστών. Όμως, ακόμη και
αυτός, στο βιβλίο του Οι Δρόμοι του Παραδείσου (1983) - όχι εντελώς διαφορετικά από τον Μαρκούζε - αναζήτησε το νέο επαναστατικό υποκείμενο αλλού, και μάλιστα στον κόσμο των μη εργαζομένων:
«Από την άλλη πλευρά, το πλήθος που τηρεί αδιάφορη στάση απέναντι στην εργασία, είναι το δυνητικό κοινωνικό υποκείμενο του αγώνα για το μοίρασμα της εργασίας σε περισσότερους ανθρώπους, για τη γενικευμένη μείωση του χρόνου εργασίας, για την βαθμιαία κατάργηση της εξάρτησης από τη μισθωτή σχέση με επέκταση της παραγωγής για λογαριασμό των εργαζόμενων, καθώς και για ένα εισόδημα επαρκές για τη διαβίωση εγγυημένο για όλους»[7]
Σήμερα είμαστε αναγκασμένοι να διαπιστώσουμε, ότι ο κόσμος των εργαζομένων που αποχαιρέτησε ο Γκορζ, δεν έχει γίνει μόνον ένα κομμάτι της κοινωνίας που λειτουργεί σταθεροποιητικά για το μονοδιάστατο κράτος της ευημερίας - όπως κατήγγειλε τότε ο Μαρκούζε -, αλλά ότι ένα μέρος αυτού του κόσμου αναζητά και πάλι τη σωτηρία
του σε φασιστικές δομές. Όμως ποιοί είναι οι λόγοι γι' αυτή την «αντίδραση», η οποία μόνον σε πρώτη ματιά πρέπει να μας προκαλεί έκπληξη;
Ο André Gorz και η ισόβια σύντροφός του Dorine |
Οπισθοδρόμηση υπό συνθήκες παγκοσμιοποίησης
Είναι φανερό ότι η παγκοσμιοποίηση, όπως την περιέγραψαν ο Μαρξ και ο Ένγκελς, δεν οδηγεί καθόλου στον διαφωτισμό της ήδη συρρικνούμενης εργατικής τάξης, αλλά στην αντιδραστική οπισθοδρόμησή της. Ο Μαρξ και ο Ένγκελς δεν μπορούσαν να προβλέψουν ότι η δική τους βαθειά, οξυδερκής επίγνωση εκείνης της τότε αρχόμενης διαδικασίας που σήμερα ονομάζουμε παγκοσμιοποίηση,
θα επισφράγιζε το τέλος της πολιτικής τους ουτοπίας.
Διότι όντως, για πολλοστή φορά, έγραφαν ήδη στο Κομμουνιστικό
Μανιφέστο:
«Η ανάγκη να επεκτείνει διαρκώς όλο και περισσότερο την αγορά στην οποία πουλά τα προϊόντα της, αναγκάζει την αστική τάξη να απλώνεται σε όλη την γήινη σφαίρα. Είναι υποχρεωμένη να φωλιάζει παντού, να εγκαθίσταται παντού, να δημιουργεί παντού διασυνδέσεις. Με την εκμετάλλευση της παγκόσμιας αγοράς, η αστική τάξη έδωσε κοσμοπολιτική μορφή στην παραγωγή και στην κατανάλωση όλων των χωρών. Προς μεγάλη λύπη των αντιδραστικών, απομάκρυνε το εθνικό έδαφος της βιομηχανίας κάτω από τα πόδια της. Εκμηδενίστηκαν παμπάλαιες εθνικές βιομηχανίες και συνεχίζουν ακόμη και τώρα να εκμηδενίζονται καθημερινά. Εκτοπίζονται από νέες βιομηχανίες, η εισαγωγή των οποίων γίνεται για όλα τα πολιτισμένα έθνη ζήτημα ζωής και θανάτου· εκτοπίζονται από βιομηχανίες που δεν επεξεργάζονται πια ντόπιες πρώτες ύλες, αλλά πρώτες ύλες που έρχονται από τις πιο απομακρυσμένες ζώνες του κόσμου, ενώ τα προϊόντα τους δεν καταναλώνονται μονάχα στην ίδια τη χώρα όπου βρίσκονται οι βιομηχανίες, αλλά και σε κάθε μέρος του κόσμου. Στη θέση των παλιών καταναλωτικών αναγκών, που ικανοποιούνταν από τα εθνικά προϊόντα, εμφανίζονται καινούργιες ανάγκες, οι οποίες, για να ικανοποιηθούν, απαιτούν προϊόντα των πιο απομακρυσμένων χωρών και των πιο διαφορετικών κλιμάτων. Στη θέση της παλιάς τοπικής και εθνικής αυτάρκειας και κλειστής οικονομίας, εμφανίζεται μια κυκλοφορία εμπορευμάτων στην οποία συναλλάσσονται όλοι με όλους, μια καθολική αλληλοεξάρτηση όλων των εθνών» [8].
Ο Μαρξ
και ο Ένγκελς κατανοούσαν λοιπόν ακόμη τότε την παγκοσμιοποίηση με πολύ θετικό τρόπο, ως μια πραγματικά επαναστατική διαδικασία. Φυσικά, δεν μπορούσαν να προβλέψουν την επαναστατική αλλαγή των παραγωγικών δυνάμεων που συνέβη όταν εισήχθησαν στην παραγωγική διαδικασία ευφυείς μηχανές και η οποία συνεχίζεται τώρα ως ψηφιοποίηση. Συνολικά, ούτε ο Μαρξ ούτε ο Ένγκελς υπολόγισαν ότι θα υπάρξει τόσο τεράστια
διαφοροποίηση της καπιταλιστικής οικονομίας και της εργασιακής δύναμης που δραστηριοποιείται μέσα στους κόλπους της - λόγου χάρη την εμφάνιση μιας κατηγορίας μισθωτών υπαλλήλων, στην οποία έμελλε να αφιερώσει το 1930 ο Ζίγκφριντ Κρακάουερ (Siegfried Kracauer) μια πρωτοποριακή μελέτη
[9].
Όλα
αυτά αποδεικνύουν για άλλη μια φορά, ότι ο θεωρητικός της δομής του συστήματος Μαρξ αποδείχτηκε περισσότερο οξυδερκής από τον θεωρητικό της επανάστασης Μαρξ, μολονότι ο ίδιος θα προτιμούσε το αντίστροφο. Σε κάθε περίπτωση, η βαθειά του επίγνωση για την αναπτυσσόμενη δομική αντίφαση
μεταξύ παραγωγικών σχέσεων και παραγωγικών δυνάμεων παραμένει αδιαμφισβήτητη. Αν
κατανοήσουμε την παγκοσμιοποίηση ως μέρος των σχέσεων παραγωγής και την ψηφιοποίηση ως μέρος των
παραγωγικών δυνάμεων, αυτό που οδηγεί αναγκαστικά στο αγωνιώδες τέλος της βιομηχανικής εργατικής τάξης - άν όχι σε παγκόσμια κλίμακα, τουλάχιστον στη Δύση - είναι ακριβώς η ένταση μεταξύ παγκοσμιοποίησης και ψηφιοποίησης· έχουμε μπροστά μας μια εργατική τάξη, η οποία προς το παρόν αναζητεί τη σωτηρία της σε έναν ημι-φασιστικό βοναπαρτισμό.
Από τον συνδυασμό των των επαναλαμβανόμενων σε τακτά χρονικά διαστήματα κρίσεων του χρηματοπιστωτικού
καπιταλισμού αφενός και μιας αξιοποίησης [Wertschöpfung, «δημιουργία αξίας»] που βασίζεται όλο και λιγότερο στην
ιδιοποίηση της υπεραξίας [την οποία παράγει η εργασία] αλλά όλο και περισσότερο στα κέρδη από συναλλαγές και μεταβιβάσεις, καθώς και του
«καπιταλισμού της μετα-ανάπτυξης» που έχει γεννηθεί από αυτό, αφετέρου, ανέκυψε αυτό που ο
κοινωνιολόγος Oliver Nachtwey ονομάζει «κοινωνία σε κάθοδο» («Abstiegsgesellschaft») και
το περιγράφει εποπτικά με μεταφορικό τρόπο ως μια κυλιόμενη σκάλα που κινείται προς τα κάτω. Βλέπουμε μια αντίθεση με την πιο αισιόδοξη μεταφορική έκφραση του Ούλριχ Μπεκ (Ulrich Beck), ο οποίος είχε περιγράψει τις κοινωνίες της Δύσης που ρυθμίζονται από το κράτος πρόνοιας ως
ανελκυστήρες, οι οποίοι, μολονότι μεταφέρουν πολύ διαφορετικούς επιβαίνοντες, ωστόσο τους μεταφέρουν όλους προς τα επάνω. Όμως, στις «κοινωνίες σε κάθοδο», μπορεί μερικοί να παραμένουν απαθείς και να αφήνονται στην καθοδική πορεία τους, ενώ
άλλοι, πανικοβλημένοι, και με τη σκέψη «ο σώζων εαυτόν σωθήτω», προσπαθούν να τρέξουν προς τα επάνω, αλλά παρ' όλα αυτά καταλήγουν ανεπιστρεπτί προς τα κάτω.
Επιστροφή στο «κράτος κλειστού εμπορίου»
Όμως τί απαντήσεις βλέπουμε να δίνονται σ' αυτή την καταστροφή της εργατικής τάξης;
Έχουν κάτι θανάσιμα μοιραίο: Σήμερα, οι αντιδράσεις των δεξιών και πολλών (παραδοσιακών) αριστερών μοιάζουν όλο και περισσότερο μεταξύ τους. Σε πολλές περιπτώσεις, οι απαντήσεις τους είναι δομικά αντίστοιχες με εκείνα τα
οικονομικά προγράμματα, με τα οποία, ογδόντα χρόνια πριν, ήθελαν τα φασιστικά κινήματα να επιλύσουν τις
κοινωνικές κρίσεις στις χώρες τους. Ήταν ο ίδιος ο μετέπειτα κορυφαίος Γερμανός κοινωνιολόγος της
μεταπολεμικής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, ο Χέλμουτ Σέλσκυ (Helmut Schelsky), εκείνος που - ως νεαρός
επιστήμονας και πεπεισμένος Εθνικοσοσιαλιστής -
προώθησε ένα πολιτικό σχέδιο, απολύτως υπό το πνεύμα του Φίχτε (Johann Gottlieb Fichte), εναντίον της ισοπεδωτικής, υποτίθεται, παγκοσμιοποίησης: Ένα «κράτος κλειστού εμπορίου», με ομοιογενή πληθυσμό και πολιτισμό, δηλαδή μια αποκομμένη πολιτική οντότητα «νησιωτικού» τύπου, οικονομικά αυτάρκη, με κοινωνικές δομές νομοταξικού τύπου [ständische - δηλαδή με οιονεί κληρονομικές «κοινωνικές τάξεις» - κατά τα «φεουδαρχικά», προκαπιταλιστικά πρότυπα].
Όμως αυτό είναι ακόμη και τώρα - ή έγινε και πάλι - το εγχείρημα του κινήματος των «ταυτοτιστών», ως της νεότερης εκδοχής της Δεξιάς. Το εγχείρημά τους, το οποίο μέχρι τώρα έχει ως βάση τις θεωρίες του Μάρτιν Χάιντεγκερ και του Αλεξάντερ Ντούγκιν για μια αυταρχική μορφή κράτους [10] - σε σύγκρουση
με την πολυπολιτισμικότητα, το Ισλάμ και τη μετανάστευση - βρίσκει τώρα
υποστήριξη από μια «Νέα Δεξιά» στις Ηνωμένες Πολιτείες, μια
εναλλακτική Δεξιά. Ο
επικεφαλής σύμβουλος του μελλοντικού Προέδρου των ΗΠΑ, ο ακροδεξιός διανοοούμενος με την εμπρηστική ρητορική Στηβ Μπάνον (Steve Bannon), γόνος ο ίδιος μιας καθολικής, κοινωνικά υποβαθμισμένης εργατικής οικογένειας, έχει ήδη καταγγείλει ότι η
κυβέρνηση Ομπάμα καταστρέφει τις θέσεις εργασίας των Αμερικανών
προκειμένου να βοηθήσει την άνοδο των νεοεμφανιζόμενων μεσαίων κοινωνικών τάξεων στην Ασία. Είναι μια
διάγνωση, η οποία - αν εξαιρεθεί η συνωμοσιολογική μορφή της που επικεντρώνεται σε μια υποτιθέμενη «εσκεμμένη» πρόθεση του Ομπάμα -, πρέπει δυστυχώς να θεωρηθεί ορθή για ό,τι αφορά το «αντικειμενικό» αποτέλεσμα της πολιτικής που καταγγέλει η
εναλλακτική Δεξιά. Ο Μπάνον θέλει τώρα «να απελευθερώσει την αμερικανική εργατική τάξη και τη μεσαία τάξη των ΗΠΑ, τις οποίες
[...] βασανίζουν, εκμεταλλεύονται και προδίδουν άπληστοι τραπεζίτες, αδίστακτα αφεντικά επιχειρήσεων και
διεφθαρμένοι πολιτικοί, όλοι ενωμένοι σε κοινό σκοπό» [11].
Δυστυχώς λοιπόν, αυτό που ισχυρίζεται η «Νέα Δεξιά» δεν είναι εντελώς
λάθος. Έτσι, ο ερευνητής της
ανισότητας Μπράνκο Μιλάνοβιτς, για τον οποίο σε καμμιά περίπτωση δεν υπάρχει η παραμικρή υποψία ακροδεξιάς ιδεολογίας, αποδεικνύει στην πρόσφατα δημοσιευμένη μελέτη του Die ungleiche Welt. Migration, das eine Prozent und die Zukunft der Mittelschicht [«Ο άνισος κόσμος. Μετανάστευση, το ένα τοις εκατό και το μέλλον των μεσαίων τάξεων»], ότι η αυξανόμενη φτώχεια και ανισότητα στις
(βιομηχανικές) χώρες της Δύσης συμβαδίζει με τη βαθμιαία ανάδυση μιας - ως προς με τα μέτρα των δικών τους χωρών - σχετικά εύπορης εργατικής
και μεσαίας τάξης στις νεο-αναπτυσσόμενες χώρες.
Έτσι, τα κοινωνικά στρώματα των εργαζομένων (για «εργατική τάξη» ίσως δεν μπορεί πιά να γίνεται λόγος σήμερα), κατά κανένα τρόπο δεν είναι τα μόνα αντιδραστικά, ούτε είναι τα πιό αντιδραστικά· και άλλα στρώματα και κοινωνικές ομάδες συμμετέχουν στη διαδικασία αυτή - άν δεν την οδηγούν κιόλας - και αυτό το φαινόμενο το περιέγραψαν ο Μαρξ και ο Ένγκελς στο «Μανιφέστο»:
«Οι μικρομεσαίες τάξεις (Mittelstände), οι μικροβιομήχανοι, οι μικρέμποροι, ο βιοτέχνες, οι αγρότες, όλοι αυτοί πολεμούν την αστική τάξη για να προστατεύσουν την ύπαρξή τους ως μικρομεσαίες τάξεις από την καταστροφή. Δεν είναι λοιπόν επαναστατικές, αλλά συντηρητικές. Και κάτι παραπάνω, είναι αντιδραστικές, γιατί επιζητούν να στρέψουν προς τα πίσω τον τροχό της ιστορίας»[12].
Η σημερινή πραγματικότητα, τουλάχιστον στις Δυτικές χώρες - και αυτό ενσπείρει τρόμο στην Αριστερά - χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι τα στρώματα των εργαζομένων παίρνουν θέση στο πλευρό αυτών των αντιδραστικών κοινωνικών ομάδων και στρωμάτων: Αυτό που στηρίζει τον σημερινό δεξιό λαϊκισμό και τον εξτρεμισμό της δεξιάς δεν είναι τίποτε άλλο, παρά μια ισχυρή συμμαχία όλων αυτών των κοινωνικών
στρωμάτων. Έτσι,
η εργατική τάξη ξαναγίνεται πάλι αυτό που είχε περιγράψει εκείνος ο φιλόσοφος, τον οποίο ήθελε να ξεπεράσει ο Μαρξ - αίροντάς τον, αναιρώντας τον αλλά και ανυψώνοντάς τον [ihn aufhebend] - μέσω της πράξης: ξαναγίνεται όχλος [13]. Στην παράγραφο 244 της Φιλοσοφίας του Δικαίου, έγραφε ο Χέγκελ:
«Η πτώση ενός μεγάλου πλήθους ανθρώπων κάτω από το επίπεδο ενός ορισμένου τρόπου διαβίωσης, το οποίο αυτοεπιβάλλεται ως κάτι το απαραίτητο για ένα μέλος της κοινωνίας - πτώση που συνακόλουθα οδηγεί στην απώλεια του αισθήματος της δικαιοσύνης, της νομιμότητας και της τιμής του να βιοπορίζεσαι με τη δική σου δραστηριότητα και εργασία - παράγει ως προϊόν τον όχλο· και αυτό, με τη σειρά του, οδηγεί σε ακόμη μεγαλύτερη ευκολία το να συγκεντρώνονται δυσανάλογα πλούτη σε λίγα χέρια»[14].
Από εδώ
ο όχλος, από εκεί ο παρακμιακός πλούτος που ξεχειλίζει: Αυτή ακριβώς είναι η
κατάσταση στην οποία βρίσκονται σήμερα οι Δυτικές, μετα-βιομηχανικές κοινωνίες· και μάλιστα έχει πάρει τέτοιο οξυμένο σχήμα, ώστε ακόμη και μια νέα μορφή φασισμού δεν
φαίνεται πλέον αδύνατη. Όμως, κινητήρας που σπρώχνει
τις κοινωνίες στον εκτροχιασμό προς μια σύγχρονη μορφή φασισμού, είναι εκείνα τα στρώματα εργαζομένων, τα οποία εξαιτίας της ψηφιοποίησης και της
παγκοσμιοποίησης έχουν γίνει «αντικειμενικά» περιττά· αυτά έφεραν στην εξουσία της ηγετικής δύναμης του Δυτικού κόσμου έναν τυχοδιώκτη όπως ο Ντόναλντ Τραμπ, έναν τύπο, για τον οποίο και πάλι ο Μαρξ έγραψε το 1852 όλα όσα πρέπει να λέγονται. Στο τέλος της «18ης Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη», ο Μαρξ λέει:
«Κυνηγημένος από τις γεμάτες αντιφάσεις απαιτήσεις της κατάστασής του και, ταυτόχρονα, αναγκασμένος σαν ταχυδακτυλουργός να κρατά τα μάτια του κοινού καρφωμένα επάνω του με αδιάκοπες εκπλήξεις [...], κάνοντας δηλαδή κάθε μέρα και ένα coup d' état en miniature (πραξικόπημα σε μικρογραφία), ο Βοναπάρτης αναστατώνει όλη την αστική οικονομία, βάζει χέρι σε όλα όσα στην επανάσταση του 1848 φαίνονταν απαραβίαστα, κάνει άλλους να υπομένουν την επανάσταση και άλλους να επιθυμούν την επανάσταση, δημιουργεί την ίδια την αναρχία στο όνομα της τάξης, ενώ ταυτόχρονα αφαιρεί από όλη την κυβερνητική μηχανή το φωτοστέφανο· την βεβηλώνει και την κάνει απαίσια και ταυτόχρονα γελοία»[15 - ελλ. μτφ. Φ. Φωτίου, με μικροτροποποιήσεις].
Απλά αντικαταστήστε το όνομα «Βοναπάρτης» με το όνομα «Τραμπ» και μπορείτε να πάρετε μια ιδέα για το τι βρίσκεται μπροστά μας.
Έτσι όμως, φαίνεται αδιαμφισβήτητη η επίγνωση, ότι το (ευρωπαϊκό) δημοκρατικό κοινωνικό κράτος, το στηριγμένο σε μια καπιταλιστική
οικονομία, ήταν ό,τι καλύτερο μπόρεσε να πραγματοποιήσει στην παγκόσμια ιστορία η εργατική τάξη, αυτή που επέλεξαν και αναγόρευσαν ως επαναστατικό υποκείμενο στοχαστές από τον Μαρξ μέχρι τον Λένιν και τον
Λούκατς· και ίσως αυτό είναι το καλύτερο που μπορεί γενικά να επιτύχει. Η απάντηση μιας φωτισμένης, φιλελεύθερης αλλά χωρίς ψευδαισθήσεις και αυταπάτες Αριστεράς
μπορεί λοιπόν να συνίσταται μόνον στο εξής: Να διατηρεί ακέραια την κριτική της στάση εναντίον του
καπιταλισμού, αν και εμπλουτισμένη με την επίγνωση «ότι ο μη καπιταλισμός δεν αποτελεί εύλογη απάντηση» (Ulrike Hermann). Κατά τα άλλα,
πυξίδα μιας φωτισμένης Αριστεράς πρέπει να είναι ακόμη πιό πολύ η αρχή της ανθρώπινης
αξιοπρέπειας με πολιτική ελευθερία, κοινωνική δικαιοσύνη και η συμφιλίωση με την ποικιλομορφία - και μάλιστα σε παγκόσμιο επίπεδο.
Σημειώσεις:
[1] Karl Marx και Friedrich Engels, Manifest der Kommunistischen Partei (1848), στο: Karl Marx, Die Frühschriften, Στουτγκάρδη 2004, σ. 608 [ελλ. έκδοση μτφ. Κώστας Κουτσουρέλης]
[2] Didier Eribon, Wie aus Linken Rechte werden, Μέρος I: Der vermeidbare Aufstieg des Front National, στο: „Blätter“, 8/2016, σ. 55-63. Του ιδίου, Wie aus Linken Rechte werden, Μέρος II: Der rassistische Reflex und das Ende der Solidarität, στο: „Blätter“, 9/2016, σ. 85-92.
[3] Theodor W. Adorno, Minima Moralia, σ. 370 [ελλ. έκδοση]
[4] George Lukács, Geschichte und Klassenbewusstsein, Βερολίνο 1923, σ. 82. [ελλ. έκδοση]
[5] Herbert Marcuse, Der eindimensionale Mensch, Neuwied και Βερολίνο 1967, σ. 26. [ελλ. έκδοση]
[6] Του ιδίου, Versuch über die Befreiung, Φρανκφούρτη/M. 1969 [ελλ. έκδοση]
[7] André Gorz, Wege ins Paradies. Thesen zur Krise, Automation und Zukunft der Arbeit, Βερολίνο 1983, σ. 58. [ελλ. έκδοση]
[8] Karl Marx, ό.π. σ. 598 κ.ε.
[9] Siegfried Kracauer, Die Angestellten, Aus dem neuesten Deutschland, Φρανκφούρτη/M. 1930.
[10] Micha Brumlik, Das alte Denken der neuen Rechten. Mit Heidegger und Evola gegen die offene Gesellschaft, στο: „Blätter“, 3/2016, σ. 81-92. [ελλ. μτφρ, στον ιστοχώρο Μετά την Κρίση, Micha Brumlik: Νέα Δεξιά, παλιοί στοχαστές, εκκρεμότητες της Αριστεράς]
[11] „Süddeutsche Zeitung“, 1.12.2016.
[12] Karl Marx, ό.π. σ. 602.
[13] Ευχαριστώ την Rahel Jaeggi για την επισήμανση του βιβλίου Hegels Pöbel [«Ο όχλος στον Χέγκελ»], βλ. Frank Ruda, Hegels Pöbel, Kονστάντς 2011.
[14] Georg Wilhelm Friedrich Hegel, Rechtsphilosophie, Werke 7, Φρανκφούρτη/M 1970, σ. 389 κ.ε. [ελλ. έκδοση: G.W.F. Hegel, Φιλοσοφία του Δικαίου, μτφ. Σταμ. Γιακουμής, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη]
[15] Karl Marx, Der achtzehnte Brumaire des Louis Bonaparte (1852), στο: Karl Marx και Friedrich Engels, Geschichte und Politik 2, Βερολίνο 2004, σ. 128 [ελλ. μτφ. Φ. Φωτίου, εκδ. Θεμέλιο, 1986, σ. 171-172]
Ο Micha Brumlik (1947), Ελβετός ομότιμος καθηγητής της παιδαγωγικής του Πανεπιστημίου Γκαίτε στη Φρανκφούρτη, κατάγεται από οικογένεια Εβραίων προσφύγων στην Ελβετία στην περίοδο του Ναζισμού. Δίδαξε επίσης στα πανεπιστήμια του Γκέτινγκεν, του Μάιντς, της Χαιδελβέργης και του Αμβούργου. Ως εκλεγμένος με το κόμμα των Πρασίνων ασχολήθηκε με την τοπική αυτοδιοίκηση στη Φρανκφούρτη, διετέλεσε πρόεδρος της Κοινότητας Έρευνας Χριστιανών και Εβραίων της Γερμανικής Ευαγγελικής Εκκλησίας και διετέλεσε μέλος του Σοσιαλιστικού Γραφείου. Σήμερα είναι συνεκδότης των περιοδικών Blätter für deutsche und internationale Politik και Babylon. Μεταξύ των πολλών βιβλίων του στα πεδία της Παιδαγωγικής, της Ιστορίας, της Ηθικής, της Κοινωνιολογίας, της Θρησκειολογίας και της διεθνούς Πολιτικής, διακρίνονται:
Die Gewalt des einen Gottes. Die Monotheismusdebatte (2014), Kindliche Sexualität (2012), Kritik des Zionismus (2007), Vom Missbrauch der Disziplin (2007), Sigmund Freud. Der Denker des 20. Jahrhunderts (2006), Aus Katastrophen lernen? Grundlagen zeitgeschichtlicher Bildung in menschenrechtlicher Absicht (2004), Advokatorische Ethik. Zur Legitimation pädagogischer Eingriffe (2004), Bildung und Glück. Versuch einer Theorie der Tugenden (2002), Gerechtigkeit zwischen den Generationen (1997), Die Gnostiker. Der Traum von der Selbsterlösung des Menschen (1992, 2004), Weltrisiko Naher Osten – Moralische und politische Perspektiven in einem Konflikt ohne Ende (1991).
Στα Ελληνικά κυκλοφορεί το βιβλίο του Οι Γνωστικοί - Το όνειρο της αυτολύτρωσης του ανθρώπου, Νήσος, 2006
Στον ιστοχώρο Μετά την Κρίση - Μίχα Μπρούμλικ: Νέα Δεξιά, παλιοί στοχαστές, εκκρεμότητες της Αριστεράς]
Στον ιστοχώρο Μετά την Κρίση:
Τόνι Τζαντ: Τα κρίσιμα χρόνια τα έφαγαν οι ακρίδες - Για τη Σοσιαλδημοκρατία, την Ευρώπη και τη Δύση
Μάρτιν Γουλφ: «Πλουτο-λαϊκισμός», ο γάμος της πλουτοκρατίας με τον δεξιό λαϊκισμό - Οικονομικές συνέπειες της εκλογής Τραμπ
Γιούργκεν Χάμπερμας: Στην ιστορία, εποχές στις οποίες καπιταλισμός και δημοκρατία ισορροπούσαν ήταν η εξαίρεση, όχι ο κανόνας
Λόρεν Γκόλντνερ: Πολιτισμικά ρεύματα της αποδόμησης και η αποβιομηχάνιση στη Δύση μετά το 1968
Άλμπρεχτ φον Λούκε: Η φιλελεύθερη Σοσιαλδημοκρατία και η «πολιτισμική» Αριστερά της γενιάς του '68 απέτυχαν - Η εκλογή Τραμπ ορόσημο αλλαγής εποχής
Γιαν-Βέρνερ Μύλλερ: Πώς τρέφουν τον λαϊκισμό οι μή λαϊκιστές πολιτικοί και η τεχνοκρατική πολιτική
Τόνι Τζαντ: Τα κρίσιμα χρόνια τα έφαγαν οι ακρίδες - Για τη Σοσιαλδημοκρατία, την Ευρώπη και τη Δύση
Μάρτιν Γουλφ: «Πλουτο-λαϊκισμός», ο γάμος της πλουτοκρατίας με τον δεξιό λαϊκισμό - Οικονομικές συνέπειες της εκλογής Τραμπ
Γιούργκεν Χάμπερμας: Στην ιστορία, εποχές στις οποίες καπιταλισμός και δημοκρατία ισορροπούσαν ήταν η εξαίρεση, όχι ο κανόνας
Λόρεν Γκόλντνερ: Πολιτισμικά ρεύματα της αποδόμησης και η αποβιομηχάνιση στη Δύση μετά το 1968
Άλμπρεχτ φον Λούκε: Η φιλελεύθερη Σοσιαλδημοκρατία και η «πολιτισμική» Αριστερά της γενιάς του '68 απέτυχαν - Η εκλογή Τραμπ ορόσημο αλλαγής εποχής
Γιαν-Βέρνερ Μύλλερ: Πώς τρέφουν τον λαϊκισμό οι μή λαϊκιστές πολιτικοί και η τεχνοκρατική πολιτική
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου