της Νάνσυ Φρέιζερ
© Dissent Magazine - Nancy Fraser: The End of “Progressive” Neoliberalism, 2.1.2017
Οι επικριτές του φιλελευθερισμού, νέου ή και παραδοσιακού, από την σκοπιά της δημοκρατίας και της ισότητας, δεν ήταν (και δεν είναι) λίγοι στη χώρα όπου θριάμβευσε ο φιλελευθερισμός. Αρκεί να αναφέρουμε τους Αμερικανούς κοινωνιστές (communitarians), λόγου χάρη τους Michael Sandel, Alasdair McIntyre, Michael Walzer, ή τον Christopher Lasch, τον μεγαλύτερο ίσως κοινωνιολόγο-ιστορικό του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα σε παγκόσμιο επίπεδο. Όλοι αυτοί, παράλληλα, άσκησαν κριτική και στα λεγόμενα νέα κοινωνικά κινήματα που αναδύθηκαν στη δεκαετία του 1960, αλλά η συνέχειά τους μετά το 1980 κατέληξε να «γυαλίζει τα άστρα» του νεοφιλελευθερισμού, χαρίζοντάς του και την προοδευτική, επιφανειακή λάμψη της «χειραφέτησης». Η καθηγήτρια της πολιτικής φιλοσοφίας Νάνσυ Φρέιζερ, που προέρχεται από το φεμινιστικό κίνημα, ασκεί κριτική «από μέσα» (που είναι συχνά η δριμύτερη) σ' αυτή την παράδοξη, de facto συμπόρευση. «Το τραύμα της αποβιομηχάνισης το κάνει να πονά ακόμη περισσότερο το αλάτι που ρίχνει στην πληγή η προσβλητική προοδευτική ρητορική, η οποία διαρκώς απορρίπτει ως πολιτισμικά οπισθοδρομικούς» τους πληθυσμούς του ζημιωμένους από την ακυβέρνητη παγκοσμιοποίηση νεοφιλελεύθερης κοπής, λέει η Φρέιζερ.
Γ. Ρ.
Η εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ αποτελεί ένα επεισόδιο από μια σειρά δραματικών πολιτικών εξεγέρσεων, οι οποίες, ως σύνολο, σηματοδοτούν την κατάρρευση της νεοφιλελεύθερης ηγεμονίας. Σ' αυτές τις εξεγέρσεις περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, η ψήφος υπέρ της Brexit στο Ηνωμένο Βασίλειο, η απόρριψη των μεταρρυθμίσεων του Ρέντσι στην Ιταλία, η εκστρατεία του Μπέρνι Σάντερς για την προεδρική υποψηφιότητα του Δημοκρατικού Κόμματος στις Ηνωμένες Πολιτείες και η αυξανόμενη υποστήριξη προς το Εθνικό Μέτωπο στη Γαλλία. Μολονότι διαφέρουν ως προς την ιδεολογία και τους στόχους, αυτές οι εκλογικές ανταρσίες συμμερίζονται ένα κοινό στόχο: Όλες απορρίπτουν την καθοδηγούμενη από τις μεγάλες επιχειρήσεις παγκοσμιοποίηση, τον νεοφιλελευθερισμό και τους πολιτικούς θεσμούς που τα προωθούν. Σε όλες τις περιπτώσεις οι ψηφοφόροι λένε «Όχι!» στον καταστροφικό συνδυασμό των πολιτικών της λιτότητας, του ελεύθερου εμπορίου, της αρπακτικής υπερχρέωσης των πολιτών και της επισφαλούς, κακοπληρωμένης εργασίας, ο οποίος χαρακτηρίζει τον σημερινό καπιταλισμό τον επικεντρωμένο στον χρηματοπιστωτικό τομέα. Η ψήφος τους είναι μια απάντηση στη διαρθρωτική κρίση αυτής της μορφής καπιταλισμού, την πλήρη εικόνα της οποίας είδαμε για πρώτη φορά το 2008, όταν παραλίγο να καταρρεύσει η παγκόσμια χρηματοπιστωτική τάξη πραγμάτων.
Ωστόσο,
μέχρι πρόσφατα, η κυριότερη απάντηση στην κρίση ήταν η κοινωνική
διαμαρτυρία: ασφαλώς δραματική και ζωντανή, αλλά πολύ εφήμερη. Αντίθετα,
τα πολιτικά συστήματα φαινόταν σχετικά «μονωμένα», εξακολουθούσαν να
ελέγχονται από τα στελέχη των κομμάτων και τις από τις κατεστημένες
ελίτ, τουλάχιστον στα κράτη με ισχυρό καπιταλισμό, όπως είναι οι
Ηνωμένες Πολιτείες, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γερμανία. Όμως τώρα τα
εκλογικά ωστικά κύματα αντηχούν σε όλο τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένων
των οχυρών του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού τομέα. Εκείνοι που ψήφισαν
υπέρ του Τραμπ, όπως και εκείνοι που ψήφισαν υπέρ της Brexit και κατά
των μεταρρυθμίσεων στην Ιταλία, έχουν ξεσηκωθεί εναντίον των [μέχρι
τώρα] πολιτικών τους «αφεντικών». Απορρίπτοντας με βδελυγμία τα
κομματικά κατεστημένα, αποκηρύσσουν το σύστημα που έχει διαβρώσει τις
συνθήκες διαβίωσής τους τα τελευταία τριάντα χρόνια. Δεν πρέπει να
εκπλήττει το γεγονός ότι το κάνουν, αλλά ότι άργησαν τόσο πολύ.
Όμως η νίκη του Τραμπ δεν είναι απλά μια εξέγερση κατά του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού τομέα. Αυτό που απορρίφθηκε από τους ψηφοφόρους δεν είναι ο νεοφιλελευθερισμός γενικά, αλλά ο προοδευτικός νεοφιλελευθερισμός. Αυτό μπορεί για κάποιους να ακούγεται ως οξύμωρο σχήμα, είναι όμως μια πραγματική, αν και διεστραμμένη, πολιτική κατεύθυνση που αποτελεί κλειδί για την κατανόηση των εκλογικών αποτελεσμάτων στις ΗΠΑ, ίσως και κάποιων άλλων εξελίξεων αλλού. Στη αμερικανική του παραλλαγή, ο προοδευτικός νεοφιλελευθερισμός είναι μια συμμαχία καθιερωμένων ρευμάτων εντός των νέων κοινωνικών κινημάτων (φεμινισμός, αντιρατσισμός, πολυπολιτισμικότητα και δικαιώματα των ομοφυλόφιλων) αφενός, και των πιό εκλεπτυσμένων επιχειρηματικών τομέων που δραστηριοποιούνται στο «συμβολικό» πεδίο και στο πεδίο των υπηρεσιών (Γουώλ Στρήτ, Σίλικον Βάλλευ και Χόλιγουντ) αφετέρου. Σ' αυτή τη συμμαχία, προοδευτικές δυνάμεις ενώθηκαν με τις δυνάμεις του «καπιταλισμού της γνώσης», ιδιαίτερα με τον επικυρίαρχο χρηματοπιστωτικό τομέα, με τρόπο αμοιβαία επωφελή. Ωστόσο άθελά τους, οι προοδευτικές δυνάμεις δάνεισαν το χάρισμα τους στον κοινωνικο-πολιτικό εταίρο τους. Ιδεώδη όπως πολυμορφία και απόκτηση εξουσίας, τα οποία, κατ' αρχήν, θα μπορούσαν να εξυπηρετούν διαφορετικούς σκοπούς, τώρα προσδίδουν λάμψη σε πολιτικές που έχουν καταστρέψει την βιομηχανία και αυτό που ήταν κάποτε ο τρόπος ζωής των μεσαίων κοινωνικών τάξεων.
Ο προοδευτικός νεοφιλελευθερισμός αναπτύχθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες κατά τις τρείς τελευταίες δεκαετίες και επικυρώθηκε με την εκλογή του Μπιλ Κλίντον το 1992. Ο Κλίντον ήταν ο κύριος σχεδιασής και σημαιοφόρος των «Νέων Δημοκρατικών», του αμερικανικού ισοδύναμου των «Νέων Εργατικών» του Τόνι Μπλερ. Στο θέση του συνασπισμού που οικοδομήθηκε με το New Deal του Φραγκλίνου Ρούσβελτ, ενός συνασπισμού των συνδικαλισμένων εργαζομένων στη βιομηχανία, των Αφροαμερικανών και των μεσαίων κοινωνικών τάξεων των πόλεων, σφυρηλατήθηκε τώρα μια νέα συμμαχία των επιχειρηματιών, των εύπορων κατοίκων των «καλών» προαστίων, των νέων κοινωνικών κινημάτων και της νεολαίας· όλοι αυτοί εκδήλωναν την μοντέρνα, προοδευτική αυθεντικότητά τους με το να υποστηρίζουν τη διαφορετικότητα, την πολυπολιτισμικότητα και τα δικαιώματα των γυναικών. Μολονότι προωθούσε τέτοιες προοδευτικές ιδέες, η μεγάλη αγάπη της κυβέρνησης Κλίντον ήταν η Wall Street. Παραχωρώντας στην Goldman Sachs το «ελεύθερο» για τα θέματα της οικονομίας, απορρύθμισε το τραπεζικό σύστημα και διαπραγματεύτηκε τις συμφωνίες ελεύθερων συναλλαγών, με τις οποίες επιταχύνθηκε η αποβιομηχάνιση. Η παράπλευρη απώλεια ήταν η Ζώνη των Πολιτειών της Σκουριάς, στον Βορρά των ΗΠΑ, που κάποτε ήταν το προπύργιο της σοσιαλδημοκρατικής πολιτικής του New Deal και τώρα είναι αυτή που έγειρε την πλάστιγγα και έδωσε την πλειοψηφία τον προεδρικών εκλεκτόρων στον Ντόναλντ Τραμπ. Αυτή η περιοχή, μαζί με νεότερα βιομηχανικά κέντρα στο Νότο, δέχτηκε μεγάλα πλήγματα κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων δεκαετιών, όταν γενικεύτηκε η στροφή προς τον αδέσποτο χρηματοπιστωτικό καπιταλισμό. Οι πολιτικές του Κλίντον, τις συνέχισαν οι διάδοχοί του συμπεριλαμβανομένου του Μπαράκ Ομπάμα, υποβάθμισαν τις συνθήκες διαβίωσης όλων των εργαζομένων ανθρώπων, αλλά κυρίως εκείνων που απασχολούνται στη βιομηχανική παραγωγή. Εν ολίγοις, ο Κλιντονισμός φέρει βαρύ μερίδιο της ευθύνης για την αποδυνάμωση των συνδικάτων, για τη μείωση των πραγματικών μισθών, για την αύξηση της επισφαλούς εργασίας καθώς επίσης για την επικράτηση του τύπου οικογένειας με δύο μισθωτούς εργαζόμενους, στη θέση του νεκρού πιά τύπου οικογένειας με έναν μισθό, ο οποίος επαρκεί για να συντηρεί μια οικογένεια («family wage»).
Όπως υποδηλώνει το τελευταίο αυτό σημείο, η επίθεση εναντίον της κοινωνικής ασφάλειας είχε καμουφλαριστεί με ένα λαμπερό, χαρισματικό επικάλυμμα χειραφέτησης, δανεισμένο από τα νέα κοινωνικά κινήματα. Καθ' όλη τη διάρκεια των χρόνων που η βιομηχανία κατέρρεε, η χώρα ήταν απασχολημένη με τη θορυβώδη συζήτηση περί «διαφορετικότητας», «απόκτησης εξουσίας» και «μη-διάκρισης». Ταυτίζοντας την «πρόοδο» με την κοινωνική ιδέα που επικεντρώνεται στο να ανταμείβει μόνον όσους έχουν περισσότερα προσόντα [meritocracy, «προσοντοκρατία», δηλαδή μια κολοβωμένη, μη συμπεριληπτική εκοχή της αξιοκρατίας, η οποία επικράτησε πρώτα στους φιλελεύθερους του αγγλοσαξωνικού κόσμου και στη συνέχεια διαδόθηκε παντού, αφότου, μετά την εποχή του Ραλφ Ντάρεντορφ, μεταλλάχθηκε ο κλασικός φιλελευθερισμός] και όχι στην ισότητα, οι όροι αυτοί εξισώνουν την «χειραφέτηση» με την αναρρίχηση μιας μικρής ελίτ αποτελούμενης από «ταλαντούχες» γυναίκες, άτομα προερχόμενα από μειονότητες και ομοφυλόφιλους στην εταιρική ιεραρχία με τους «νικητές που τα παίρνουν όλα», αντί να αποσκοπούν στην κατάργηση αυτής τών των νικητών. Τέτοιες φιλελεύθερες-ατομικιστικές αντιλήψεις περί «προόδου» αντικατέστησαν σταδιακά τις πιο περιεκτικές, αντι-ιεραρχικές, προσανατολισμένες στην ισότητα, ευαίσθητες στις ταξικές διαιρέσεις, αντι-καπιταλιστικές αντιλήψεις περί χειραφέτησης που είχαν ανθίσει στις δεκαετίες του 1960 και του 1970. Καθώς έφθινε η Νέα Αριστερά, ξεθώριασε και η δομική κριτική της έναντι της καπιταλιστικής κοινωνίας και επανακατοχυρώθηκε η χαρακτηριστική φιλελεύθερη-ατομικιστική νοοτροπία της αμερικανικής κοινωνίας· σιγά-σιγά και χωρίς αυτό να συνειδητοποιείται, οι προσδοκίες των «προοδευτικών», και των αυτοαποκαλούμενων αριστερών συρρικνώθηκαν. Ωστόσο, αυτό που επισφράγισε τη συμφωνία ήταν η χρονική σύμπτωση αυτής της εξέλιξης με την άνοδο του νεοφιλελευθερισμού. Η μερίδα που είχε στραφεί προς την απελευθέρωση της καπιταλιστικής οικονομίας βρήκε το τέλειο ταίρι του σε έναν «αξιοκρατικό» εταιρικό φεμινισμό, επικεντρωμένο στην «ανάπτυξη των φιλοδοξιών σταδιοδρόμησης» [«leaning in» - o τίτλος του βιβλίου της Sheryl Sandberg Leaning in - Women, Work and the will to lead] και στο «σπάσιμο της γυάλινης οροφής».
Το
αποτέλεσμα ήταν ένας «προοδευτικός νεοφιλελευθερισμός», ο οποίος ανέμειξε στο ίδιο κράμα κολοβωμένα ιδανικά της χειραφέτησης και καταστροφικές μορφές της επικυριαρχίας του χρηματοπιστωτικού τομέα. Αυτό ακριβώς το μείγμα απορρίφθηκε ως όλον από τους ψηφοφόρους του Τραμπ. Εξέχουσα
θέση μεταξύ εκείνων που εγκατέλειψε στη μοίρα τους αυτός ο γενναίος νέος
κοσμοπολίτικος κόσμος ήταν ασφαλώς οι βιομηχανικοί εργάτες, αλλά
και κάποια διευθυντικά στελέχη, μικροεπιχειρηματίες και όλοι όσοι στηριζόταν στη βιομηχανία της Ζώνης της Σκουριάς και του Νότου, καθώς και αγροτικοί πληθυσμοί που επλήγησαν από την ανεργία και τη διάδοση των ναρκωτικών. Γι'
αυτούς τους πληθυσμούς, το τραύμα της αποβιομηχάνισης το κάνει να πονά ακόμη περισσότερο το αλάτι που ρίχνει στην πληγή η προσβλητική προοδευτική ηθικολογία, η οποία διαρκώς τους απορρίπτει ως
πολιτισμικά οπισθοδρομικούς. Μαζί με την απόρριψη της παγκοσμιοποίησης, οι ψηφοφόροι του Τραμπ αποκήρυξαν και τον φιλελεύθερο κοσμοπολιτισμό, τον οποίο ταυτίζουν με την παγκοσμιοποίηση. Για
κάποιους (αν και σε καμία περίπτωση για όλους), ήταν ένας εύκολος τρόπος για να φορτώσουν την ευθύνη για την επιδείνωση των όρων διαβίωσής τους στην πολιτική ορθότητα, στους έγχρωμους, στους μετανάστες και στους μουσουλμάνους. Στα μάτια τους, οι φεμινίστριες και η Γουώλ Στρητ ήταν μια παρέα με ταιριαστά μυαλά, τέλεια ενωμένοι στο πρόσωπο της Χίλαρι Κλίντον.
Αυτό που έδωσε τη δυνατότητα να γίνεται μια τέτοια ταύτιση ήταν το γεγονός ότι απουσιάζει οποιαδήποτε αυθεντική Αριστερά. Παρά
τις περιοδικές εκρήξεις, όπως το κίνημα Occupy Wall Street, το οποίο αποδείχθηκε
βραχύβιο, στις
Ηνωμένες Πολιτείες, εδώ και αρκετές δεκαετίες, δεν είδαμε καμία βιώσιμη παρουσία της Αριστεράς. Ούτε ήταν διαθέσιμη οποιαδήποτε ολοκληρωμένη αριστερή αφήγηση που θα μπορούσε
να συνδέσει τα εύλογα παράπονα των υποστηρικτών του Τραμπ με μια εφ' όλης της ύλης κριτική της κυριαρχίας του χρηματοπιστωτικού τομέα αφενός, και με ένα όραμα της
χειραφέτησης αντι-ρατσιστικό, αντι-ιεραρχικό και εναντίον της ανισότιμης αντιμετώπισης των δύο φύλων αφετέρου. Με εξίσου καταστροφικό τρόπο, οι πιθανές συνδέσεις μεταξύ του κόσμου της εργασίας και του κόσμου των νέων κοινωνικών κινημάτων αφέθηκαν αναξιοποίητες. Αποκομμένοι και απομονωμένοι ένας από τον άλλο, αυτοί οι δύο απαραίτητοι πόλοι μιας βιώσιμης Αριστεράς, είχαν τεράστια απόσταση μεταξύ τους και το μόνο που απέμεινε ήταν να αντιμετωπίζονται ως αντιπαρατιθέμενοι και
αντιθετικοί.
Το μόνο που άξιζε ήταν η αξιοσημείωτη εκστρατεία του Μπέρνι Σάντερς (Bernie Sanders) για το προεδρικό χρίσμα του Δημοκρατικού Κόμματος, ο
οποίος αγωνίστηκε για να ενώσει αυτούς τους δύο πόλους, μετά και από λίγο κέντρισμα από το κίνημα εναντίον του ρατσισμού και της βίας Black Lives Matter. Η εξέγερση του Σάντερς, η οποία ανατίναζε την επικρατούσα νεοφιλελεύθερη κοινή λογική, ήταν, στην πλευρά του Δημοκρατικού Κόμματος, παράλληλο φαινόμενο με εκείνο που συνεβη στους Ρεπουμπλικανούς με τον Τραμπ. Όπως ο Τραμπ ανέτρεψε το Ρεπουμπλικανικό κατεστημένο, ο Μπέρνι βρέθηκε σε απόσταση αναπνοής από την χρισμένη διάδοχο του Ομπάμα και παρολίγο να την νικήσει, μολονότι δικοί της άνθρωποι του μηχανισμού έλεγχαν κάθε μοχλό εξουσίας στο Δημοκρατικό Κόμμα. Μια τεράστια πλειοψηφία των Αμερικανών ψηφοφόρων «ηλεκτρίσθηκε» από τους Σάντερς και Τραμπ. Όμως επιβίωσε μόνον η αντιδραστική δημαγωγία του Τραμπ. Αυτός εύκολα πέταξε έξω από το παιχνίδι τους Ρεπουμπλικανούς αντιπάλους του,
συμπεριλαμβανομένων εκείνων που ευνοούσαν οι μεγάλοι δωρητές και
τα μεγάλα αφεντικά του κόμματος, ενώ η εξέγερση του Σάντερς τέθηκε αποτελεσματικά υπό έλεγχο από ένα
πολύ λιγότερο δημοκρατικό Δημοκρατικό Κόμμα. Όταν ήρθε η ώρα των γενικών εκλογών, η αριστερή εναλλακτική λύση είχε κατασταλεί. Αυτό που απόμεινε ήταν η «επιλογή του Hobson» μεταξύ αντιδραστικού λαϊκισμού και προοδευτικού νεοφιλελευθερισμού. Όταν η λεγόμενη Αριστερά προσχώρησε στις τάξεις των υποστηρικτών της Χίλαρι Κλίντον, ο κύβος είχε ριφθεί.
Σε κάθε περίπτωση, από τούδε και στο εξής, η Αριστερά πρέπει να αποφεύγει μια τέτοια επιλογή. Αντί
να αποδέχεται τους όρους που θέτουν οι πολιτικές τάξεις, οι οποίοι αντιπαραθέτουν την χειραφέτηση με την κοινωνική προστασία, θα πρέπει να εργάζεται για να
τους επαναπροσδιορίσει, αντλώντας από το τεράστιο και
αυξανόμενο απόθεμα κοινωνικής αποστροφής εναντίον της σημερινής τάξης πραγμάτων. Αντί
να ευθυγραμμίζεται με την σύμπραξη χρηματοπιστωτικού τομέα συν χειραφέτηση εναντίον της
κοινωνικής προστασίας, πρέπει να οικοδομήσει μια νέα
συμμαχίας της χειραφέτησης και της κοινωνικής προστασίας εναντίον της επικυριαρχίας του χρηματοπιστωτικού τομέα. Σ'
αυτό το εγχείρημα, το οποίο έχει ως βάση και συνεχίζει το εγχείρημα του Σάντερς, χειραφέτηση δεν
σημαίνει περισσότερη διαφορετικότητα στην εταιρική ιεραρχία, αλλά μάλλον ακύρωσή της. Και
ευημερία δεν σημαίνει αύξηση της αξίας των μετοχών ή των εταιρικών
κερδών, αλλά υλικές προϋποθέσεις για μια καλή ζωή για όλους. Αυτός ο συνδυασμός παραμένει η μόνη ηθική και νικηφόρα απάντηση στην σημερινή συγκυρία.
Λόγου χάρη, για ό,τι με αφορά, δεν δάκρυσα για την ήττα του προοδευτικού νεοφιλελευθερισμού. Ασφαλώς, πολλά πράγματα είναι να τα φοβάσαι, εν όψει μιας ρατσιστικής, αντι-μεταναστευτικής, αντι-οικολογικής διοίκησης Τραμπ. Όμως δεν πρέπει να θρηνούμε ούτε για την κατάρρευση της νεοφιλελεύθερης
ηγεμονίας, ούτε για τον θρυμματισμό της σιδερένιας πυγμής του Κλιντονισμού που έλεγχε το
Δημοκρατικό Κόμμα. Η εκλογική νίκη του Τραμπ σηματοδότησε μια ήττα για τη συμμαχία της χειραφέτησης και της επικέντρωσης στον χρηματοπιστωτικό τομέα. Αλλά η προεδρία του δεν θα προσφέρει καμία λύση στην σημερινή κρίση και καμία υπόσχεση για μια νέα τάξη πραγμάτων, καμμιά βέβαιη ηγεμονία. Αυτό
που έχουμε μπροστά μας, είναι μάλλον μια μεσοβασιλεία, μια ανοικτή και
ασταθής κατάσταση, στην οποία οι καρδιές και τα μυαλά είναι σε χαοτική κατάσταση και διαθέσιμες για την κάθε επιρροή. Σε τέτοιες συνθήκες, δεν υπάρχουν μόνον κίνδυνοι αλλά και ευκαιρίες: η ευκαιρία να οικοδομηθεί μια νέα Νέα Αριστερά.
Το
αν αυτό συμβεί, θα εξαρτηθεί και από το άν κάνουν κάποια σοβαρή ενδοσκόπηση οι προοδευτικοί που συσπειρώθηκαν στην εκστρατεία υπέρ της Κλίντον. Θα
πρέπει να εγκαταλείψουν τον παρήγορο αλλά ψεύτικο μύθο ότι ηττήθηκαν από έναν
«εσμό αθλίων» (ρατσιστών, μισογύνηδων, ισλαμόφοβων και
ομοφοβικών), με την αρωγή του Βλαντίμιρ Πούτιν και του FBI. Πρέπει να αναγνωρίσουν το δικό τους μερίδιο ευθύνης για το γεγονός ότι η υπόθεση της κοινωνικής προστασίας, της υλικής ευημερίας και της αξιοπρέπειας της
εργατικής τάξης θυσιάστηκε για χάρη μιμητικών και ψευδών αντιλήψεων περί χειραφέτησης, ειδωμένης υπό το πρίσμα της «προσοντοκρατίας» (meritocracy), της ποικιλομορφίας και της απόκτησης εξουσίας. Πρέπει να σκεφτούν σοβαρά για το πώς μπορεί να μετατραπεί η
πολιτική οικονομία του επικεντρωμένου στον χρηματοπιστωτικό τομέα καπιταλισμού, αναβιώνοντας το σύνθημα του Σάντερς για έναν «δημοκρατικό σοσιαλισμό» και λύνοντας το παζλ του τι μπορεί να
σημαίνει αυτό στον 21ο αιώνα. Πάνω απ' όλα, πρέπει να προσεγγίσουν το μεγάλο πλήθος των ψηφοφόρων του Τραμπ, που
δεν είναι ούτε ρατσιστές ούτε πιστοί ιδεολόγοι δεξιοί, αλλά είναι και οι ίδιοι θύματα
ενός «χειραγωγημένου συστήματος» και οι οποίοι μπορεί και πρέπει να συμπεριληφθούν στο
αντι-νεοφιλελεύθερο εγχείρημα μιας αναζωογονημένης Αριστεράς.
Αυτό δεν σημαίνει να κατασιγασθεί η έντονη ανησυχία για τον ρατσισμό ή τον σεξισμό. Σημαίνει όμως να καταδειχθεί πώς αυτές οι μακροχρόνιες ιστορικές μορφές
καταπίεσης βρίσκουν νέες εκφράσεις και νέο ευνοϊκό έδαφος σήμερα, στην εποχή του επικεντρωμένου στον χρηματοπιστωτικό τομέα καπιταλισμού. Αντικρούοντας
τον ψευδή, μηδενικού αθροίσματος τρόπο σκέψης που κυριάρχησε στην προεκλογική
εκστρατεία, θα πρέπει όσα υφίστανται οι γυναίκες
και οι έχρωμοι να συνδεθούν με τις τραυματικές εμπειρίες των περισσότερων από εκείνους που ψήφισαν υπέρ του Τραμπ. Με
αυτόν τον τρόπο, μια αναζωογονημένη Αριστερά θα μπορούσε να θεμελιώσει έναν ισχυρό νέο κοινωνικό συνασπισμό, δεσμευμένο να αγωνίζεται για
όλους.
Η Nancy Fraser διδάσκει πολιτική φιλοσοφία στην New School for Social Research της Νέας Υόρκης. Τελευταίο της βιβλίο: Fortunes of Feminism: From State-Managed Capitalism to Neoliberal Crisis (Verso, 2013). Επίσης:
Scales of justice: reimagining political space in a globalizing world (2009), Redistribution or recognition?: A political-philosophical exchange (μαζί με τον Axel Honneth, 2003),Justice interruptus: critical reflections on the «postsocialist» condition (1997), Transnationalizing the Public Sphere (συλλογικό έργο, επιμ. Kate Nash, 2014).
Η Νάνσυ Φρέιζερ στο Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς: Δέκατη ετήσια διάλεξη στη μνήμη του Νίκου Πουλαντζά (2016): Κρίση της φροντίδας; Οι αντιφάσεις της κοινωνικής αναπαραγωγής στην εποχή του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού
Εκδήλωση στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών: Ο Τραμπ πρόεδρος των ΗΠΑ. Πέσαμε από τα σύννεφα;
Greek News Agenda - Rethinking Greece: Nancy Fraser on the Left project and the crisis of neoliberal hegemon. Συνέντευξη στην Ιουλία Λειβαδίτη (αγγλ.)
H κοινοτιστική (communitarian) οπτική γωνία, στον ιστοχώρο Μετά την Κρίση:
Μάικλ Γουώλτσερ: Οι φιλελεύθεροι και τα κινήματα επιμέρους «ταυτότητας» φέρουν ευθύνη για την κοινωνική ανισότητα
Μάϊκλ Σαντέλ: Το χρήμα δεν τα αγοράζει όλα
Μάικλ Γουώλτσερ: Διαφθείρει η ελεύθερη αγορά τον ηθικό χαρακτήρα;
Μάικλ Γουώλτσερ: Οι φιλελεύθεροι και τα κινήματα επιμέρους «ταυτότητας» φέρουν ευθύνη για την κοινωνική ανισότητα
Μάϊκλ Σαντέλ: Το χρήμα δεν τα αγοράζει όλα
Μάικλ Γουώλτσερ: Διαφθείρει η ελεύθερη αγορά τον ηθικό χαρακτήρα;
Μετά την Κρίση: Κρίστοφερ Λας, ο Φρανκφουρτιανός από τη Νεμπράσκα
Κρίστοφερ Λας: Πρόοδος, η τελευταία δεισιδαιμονία
Ρότζερ Κίμπαλλ: Ο Christopher Lasch εναντίον των κοινωνικών ελίτ
Ρότζερ Κίμπαλλ: Ο Christopher Lasch εναντίον των κοινωνικών ελίτ
Το φοιτητικό κίνημα της δεκαετίας του '60 αντιμέτωπο με τη Σχολή της Φρανκφούρτης: Ριζοσπαστικές πολιτικές μορφές και κοινωνική οπισθοδρόμηση
Ν. Αλιβιζάτος: Η γενιά του ’68 και οι κληρονόμοι της
Ν. Αλιβιζάτος: Η γενιά του ’68 και οι κληρονόμοι της
Ζίγκμουντ Μπάουμαν: «Τριάντα χρόνια νεοφιλελεύθερης πολιτικής τούς έστρωσαν το δρόμο» - Το «κατεστημένο» είναι τώρα ιδανικός εχθρός για επίδοξους ισχυρούς ηγέτες
Για την κακοήθη μετάλλαξη του κλασικού φιλελευθερισμού στον «νέο»
Άλμπρεχτ φον Λούκε: Η φιλελεύθερη Σοσιαλδημοκρατία και η πολιτισμική Αριστερά της γενιάς του '68 απέτυχαν
Για την κακοήθη μετάλλαξη του κλασικού φιλελευθερισμού στον «νέο»
Άλμπρεχτ φον Λούκε: Η φιλελεύθερη Σοσιαλδημοκρατία και η πολιτισμική Αριστερά της γενιάς του '68 απέτυχαν
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου