του Άλμπρεχτ φον Λούκε
© Blätter für deutsche und internationale Politik (τεύχος 12/2016) - Albrecht von Lucke: Trump und die Folgen, Demokratie am Scheideweg, Δεκέμβριος 2015 → To B' Μέρος ←
© Blätter für deutsche und internationale Politik (τεύχος 12/2016) - Albrecht von Lucke: Trump und die Folgen, Demokratie am Scheideweg, Δεκέμβριος 2015 → To B' Μέρος ←
Η 8η Νοεμβρίου 2016, η νίκη του Ντόναλντ Τραμπ στις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ, σηματοδοτεί μια ιστορική τομή, το μέγεθος της οποίας δεν μπορούμε ακόμη να διακρίνουμε σήμερα ούτε κατά προσέγγιση. Όμως ένα είναι ήδη σαφές: Επίσης, και η ήττα της Χίλαρι Κλίντον σηματοδοτεί μια κρίσιμη τομή - δηλαδή, το τέλος και την αποτυχία ενός μακρού κύκλου φιλελεύθερης πολιτικής.
Αυτός ο κύκλος άρχισε πριν από ένα τέταρτο του αιώνα, δηλαδή λίγο μετά την ιστορική καμπή του 1989/1990 και αμέσως μετά την κοσμοϊστορικής σημασίας Παγκόσμια Διάσκεψη για την Κλιματική Αλλαγή στο Ρίο - και μάλιστα με τη νίκη του Μπιλ Κλίντον στις προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου 1992. Συνέχισε με την κυβέρνηση του Τόνι Μπλερ στη Βρετανία (1997-2007) και με την κυβερνητική θητεία του Γκέρχαρντ Σρέντερ στη Γερμανία από το 1998 έως το 2005. Και, τέλος, περιλαμβάνει, σαν ένα είδος όψιμου παρακλαδιού, την κυβερνητική θητεία του Φρανσουά Ολάντ, ο οποίος προφανώς έχει ήδη αποτύχει. Το κοινό χαρακτηριστικό όλων αυτών των πολιτικών είναι μια προσπάθεια φιλελευθεροποίησης με διπλή όψη - τόσο από πολιτισμική όσο και από οικονομική άποψη, δηλαδή φιλελευθεροποίησης της κοινωνίας αλλά και της οικονομίας, ιδιαίτερα των χρηματοπιστωτικών αγορών. Ωστόσο, ενώ η κοινωνική φιλελευθεροποίηση, η οποία έλαβε τη μορφή εκτεταμένων δικαιωμάτων των μειονοτήτων έχει προχωρήσει, η οικονομική φιλελευθεροποίηση απέτυχε απολύτως. Οι νόμοι του Κλίντον για τις τράπεζες, μέσω των οποίων τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα απελευθερώθηκαν από τα ενοχλητικά δεσμά των ρυθμιστικών κανόνων, η πολιτική των Νέων Εργατικών του Μπλερ και η Ατζέντα 2010 των Σρέντερ και Στάινμάγιερ, συμπεριλαμβανομένης της νομοθεσίας [υποβαθμισμένης] κοινωνικής πρόνοιας Hartz IV, καταλήγουν πάντα στο τέλος στον ίδιο παρονομαστή: Στην επέκταση του χρηματοπιστωτικού τομέα και στην απορρύθμιση των αγορών εργασίας. Στο τελευταίο περιλαμβάνεται και η δημιουργία ενός τεράστιου τομέα χαμηλών μισθών.
Έτσι, για όλο και μεγαλύτερες μερίδες της κοινωνίας, το μοντέλο ενός «φροντισμένου και εξημερωμένου» καπιταλισμού, δηλαδή, μιλώντας για την Ευρώπη, η κοινωνική οικονομία της αγοράς ή ο «καπιταλισμός του Ρήνου», ανήκει στο παρελθόν. Αυτό που κάποτε ήταν η κοινωνία σε ανοδική τροχιά (Aufstiegsgesellschaft) της μεταπολεμικής εποχής, στην εποχή της «Σοσιαλδημοκρατίας των αγορών» μεταμορφώθηκε σε μια «κοινωνία σε τροχιά καθοδική» [“Abstiegsgesellschaft„ - 1]. Το αποτέλεσμα είναι μια όλο και βαθύτερη διαίρεση της κοινωνίας, η οποία διασπάται σε μια φιλελεύθερη-ανοιχτή στον κόσμο ελίτ των μητροπολιτικών κέντρων και στα όλο και πιο υποβαθμιζόμενα ασθενέστερα κοινωνικά στρώματα. Τα τελευταία, «ακτινοβολούν» όλους τους φόβους τους του υποβιβασμού και τους διαδίδουν προς ανώτερα στρώματα της κοινωνίας, με αποτέλεσμα τον όλο και μεγαλύτερο «πανικό της μεσαίας τάξης» (Theodor Geiger).
Έτσι, για όλο και μεγαλύτερες μερίδες της κοινωνίας, το μοντέλο ενός «φροντισμένου και εξημερωμένου» καπιταλισμού, δηλαδή, μιλώντας για την Ευρώπη, η κοινωνική οικονομία της αγοράς ή ο «καπιταλισμός του Ρήνου», ανήκει στο παρελθόν. Αυτό που κάποτε ήταν η κοινωνία σε ανοδική τροχιά (Aufstiegsgesellschaft) της μεταπολεμικής εποχής, στην εποχή της «Σοσιαλδημοκρατίας των αγορών» μεταμορφώθηκε σε μια «κοινωνία σε τροχιά καθοδική» [“Abstiegsgesellschaft„ - 1]. Το αποτέλεσμα είναι μια όλο και βαθύτερη διαίρεση της κοινωνίας, η οποία διασπάται σε μια φιλελεύθερη-ανοιχτή στον κόσμο ελίτ των μητροπολιτικών κέντρων και στα όλο και πιο υποβαθμιζόμενα ασθενέστερα κοινωνικά στρώματα. Τα τελευταία, «ακτινοβολούν» όλους τους φόβους τους του υποβιβασμού και τους διαδίδουν προς ανώτερα στρώματα της κοινωνίας, με αποτέλεσμα τον όλο και μεγαλύτερο «πανικό της μεσαίας τάξης» (Theodor Geiger).
Αυτή η αποτυχία της Σοσιαλδημοκρατικής εκδοχής της Αριστεράς να πραγματοποιήσει τους δικούς της στόχους, εκδηλώνεται εμφανώς με απώλειες όμοιες με κατάρρευση προς τα αριστερά, πράγμα που σημαίνει εκτός των άλλων και μια νέα διαίρεση της Αριστεράς, και εξίσου προς τα δεξιά, προς τους ανερχόμενους δεξιούς λαϊκιστές. Άς θυμηθούμε ότι το 1998, σε
δώδεκα από τα τότε 15 κράτη-μέλη της ΕΕ (μεταξύ των οποίων τα πιο
σημαντικά, η Γαλλία, η Γερμανία, η Μεγάλη Βρετανία και η Ιταλία), κυβερνούσαν πολιτικοί τοποθετημένοι αριστερά του κέντρου. Σήμερα, αν λάβουμε υπόψη μόνον τις μεγάλες χώρες, τέτοιοι πολιτικοί κυβερνούν μόνον την Ιταλία και τη Γαλλία, και στην τελευταία βρίσκονται σε φανερή διαδικασία απόσυρσης.
Μια νίκη της Χίλαρι Κλίντον θα μπορούσε να δώσει πρόσθετο χρόνο (ίσως τον τελευταίο) για τη συνέχιση αυτή της εποχής, η οποία αντιπροσωπεύει, εκτός των άλλων, και την κυριαρχία της γενιάς του 1968. Αλλά ο Ντόναλντ Τραμπ έσβησε αυτές τις ελπίδες, τράβηξε μια παχιά γραμμή στο χαρτί του λογαριασμού και έγραψε το τελικό άθροισμα.
Μια νίκη της Χίλαρι Κλίντον θα μπορούσε να δώσει πρόσθετο χρόνο (ίσως τον τελευταίο) για τη συνέχιση αυτή της εποχής, η οποία αντιπροσωπεύει, εκτός των άλλων, και την κυριαρχία της γενιάς του 1968. Αλλά ο Ντόναλντ Τραμπ έσβησε αυτές τις ελπίδες, τράβηξε μια παχιά γραμμή στο χαρτί του λογαριασμού και έγραψε το τελικό άθροισμα.
Ο Τραμπ και οι οπαδοί του, εντελώς σκόπιμα - και κάνοντας έξυπνο υπολογισμό - αυτο-ορίζονται όχι ως κόμμα, αλλά ως κίνημα. Στην πραγματικότητα βρισκόμαστε μπροστά σε μια αυθεντική «αντεπίθεση», σε μια πολιτισμική και πολιτική αντι-επανάσταση από τα δεξιά, σε μια νέα «σύγκρουση των πολιτισμών». Αντίπαλα μέρη αυτής της σύγκρουσης θα είναι αφενός οι πολιτικοί εκπρόσωποι ενός ανοικτού στον κόσμο, δεκτικού σε αλλαγές τμήματος της κοινωνίας και αφετέρου οι πρωταγωνιστές ενός ριζοσπαστικού πολιτισμικού ρεύματος οριοθέτησης και αποκλεισμού, το οποίο επαγγέλεται ως τελικό στόχο την επιστροφή σε μια ομοιογενή κοινωνία.
Ο Τραμπ προετοιμάζεται να γίνει ο παγκόσμιος πρωτοπόρος και ηγέτης αυτού του ρεύματος. Με τη ρατσιστική προεκλογική εκστρατεία του εναντίον της πολυπολιτισμικής νεωτερικότητας αντιπολιτεύεται τις αριστερο-φιλελεύθερες ιδέες των δεκαετιών του 1960 και του 1970. Ακριβώς όπως η Μαρίν Λε Πεν (Marine Le Pen), ο Βίκτορ Ορμπάν (Viktor Orbán), ο Χάιντς-Κρίστιαν Στράχε στην Αυστρία (Heinz-Christian Strache) και οι Εναλλακτικοί (AfD) στη Γερμανία, πολεμά την κληρονομιά της «βρώμικης γενιάς του 1968» (κατά την έκφραση του Γεργκ Μόιτεν [Jörg Meuthen], ηγετικού στελέχους της AfD).
Μολονότι δεν είναι ακόμη γνωστές ούτε καν οι γενικές γραμμές του μελλοντικού κυβερνητικού πραγράμματος του Τραμπ, πιθανότατα είναι ήδη βέβαιες τρεις κεντρικές κατευθύνσεις του, αν λάβουμε υπόψη τις πιο σημαντικές προεκλογικές του επαγγελίες.
Πρώτον, άν δώσουμε πίστη στο βασικό σύνθημα του Τραμπ «να κάνουμε την Αμερική και πάλι μεγάλη», η πολιτική των ΗΠΑ θα γίνει πολύ πιο εθνικιστική και συνακόλουθα (ακόμη) πιο εγωκεντρική. Πρωταρχικός στόχος όλων των μέτρων που θα λάβει, θα είναι η υπεράσπιση των εθνικών συμφερόντων. Τα λοιπά θα ακολουθούν σε μεγάλη απόσταση.
Αυτός ο ριζοσπαστικός εθνικισμός μπορεί να συμβαδίζει με έντονο νεο-απομονωτισμό. Όμως αυτό θα θέσει ένα τέλος στον αμερικανικό 20ό αιώνα. Ο αιώνας αυτός, παρά τα πολυάριθμα εγκλήματα των ΗΠΑ (από το Ιράν το 1953, το Βιετνάμ στην περίοδο 1964-1975 και την Χιλή το 1973, μέχρι το Ιράκ το 2003), χαρακτηριζόταν κυρίως από προσπάθειες για την οικοδόμηση μιας βιώσιμης παγκόσμιας κοινότητας, ασφαλώς καθοδηγούμενες και από λόγους συμφέροντος και προωθούμενες προπαντός από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Αυτές οι προσπάθειες άρχισαν το 1917 με την Κοινωνία των Εθνών, μια ιδέα του Αμερικανού προέδρου Wilson, συνεχίστηκαν με τα Ηνωμένα Έθνη μετά το 1945, μέχρι και την ιδέα μιας «νέας παγκόσμιας τάξης» υπό τον Τζορτζ Μπους τον Πρεσβύτερο, μετά 1989.
Αυτός ο ριζοσπαστικός εθνικισμός μπορεί να συμβαδίζει με έντονο νεο-απομονωτισμό. Όμως αυτό θα θέσει ένα τέλος στον αμερικανικό 20ό αιώνα. Ο αιώνας αυτός, παρά τα πολυάριθμα εγκλήματα των ΗΠΑ (από το Ιράν το 1953, το Βιετνάμ στην περίοδο 1964-1975 και την Χιλή το 1973, μέχρι το Ιράκ το 2003), χαρακτηριζόταν κυρίως από προσπάθειες για την οικοδόμηση μιας βιώσιμης παγκόσμιας κοινότητας, ασφαλώς καθοδηγούμενες και από λόγους συμφέροντος και προωθούμενες προπαντός από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Αυτές οι προσπάθειες άρχισαν το 1917 με την Κοινωνία των Εθνών, μια ιδέα του Αμερικανού προέδρου Wilson, συνεχίστηκαν με τα Ηνωμένα Έθνη μετά το 1945, μέχρι και την ιδέα μιας «νέας παγκόσμιας τάξης» υπό τον Τζορτζ Μπους τον Πρεσβύτερο, μετά 1989.
Ήδη ο Τζορτζ Μπους ο Νεώτερος ακύρωσε αυτή την ιδέα με μια πολεμική πράξη, όταν ξεκίνησε τον πόλεμο στο Ιράκ παραβιάζοντας το διεθνές δίκαιο, πράγμα που βύθισε τα Ηνωμένα Έθνη στη χειρότερη κρίση της ιστορίας τους (και η οποία συνεχίζεται μέχρι σήμερα). Τώρα ο Τραμπ ίσως στηρίξει και ιδεολογικά - προγραμματικά αυτή την ακύρωση, λόγου χάρη ανακαλώντας την υπογραφή των ΗΠΑ στις Συνθήκες των Παρισίων για το Κλίμα του πλανήτη.
Η πολιτική που διέπεται από οικουμενικές αξίες δεν έχει μέλλον;
Δεύτερον, αυτό θα σηματοδοτεί μια απόρριψη εκ θεμελίων των αξιών καθολικής ισχύος και των παραδόσεων των Ηνωμένων Πολιτειών. Οι διεθνείς δεσμεύσεις, δηλαδή «η σαλάτα με τα αρχικά γράμματα του αλφαβήτου» (ΟΗΕ, ΝΑΤΟ, ΕΕ), για την Αμερική του Τραμπ σημαίνουν από ελάχιστα έως τίποτε.
Όμως, μ' αυτό τον τρόπο, ο Τραμπισμός θα σηματοδοτεί και το τέλος του εγχειρήματος της Δύσης όπως το ξέρουμε - της Δύσης που στηρίζεται στο όραμα μιας κοινότητας αξιών οικουμενικά προσανατολισμένης και με τις Ηνωμένες Πολιτείες ως ηγέτη της. Η «διάσπαση της Δύσης» (Γιούργκεν Χάμπερμας) ακτινοβολεί σήμερα με μια ακτινοβολία πιο επικίνδυνη από κάθε άλλη φορά. Σε τέτοιο πλαίσιο, υπό απόλυτη έλλειψη αξιακών προσανατολισμών, το κίνημα του Τραμπ με την αδιαφάνεια ενός «μαύρου κουτιού» («blackbox»), θα έχει τη δυνατότητα να αναπτύξει την πολιτική του εντελώς εκ του μηδενός. Είναι προφανώς βαθειά διχασμένο ανάμεσα σε ένα κλασικό συντηρητικό ρεύμα, το οποίο εκπροσωπείται από τον Reince Priebus, τον επιλεγμένο από τον Τραμπ ως μελλοντικό προσωπάρχη του Λευκού Οίκου, το καλύτερα δικτυωμένο ηγετικό στέλεχος των Ρεπουμπλικάνων, και σε μια ριζικά ρατσιστική, αντισημιτική και αντι-δημοκρατική πτέρυγα, που ενσαρκώνεται από τον μέλλοντα επικεφαλής προεδρικό σύμβουλο Στηβ Μπάνον (Steve Bannon), ο οποίος ως επικεφαλής της προεκλογικής εκστρατείας ήταν σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνος για τη ριζοσπαστική ιδεολογία της με βάση το σχήμα «φίλου-εχθρού» και τη δυσφήμηση ολόκληρων ομάδων πολιτών.
Τρίτον, αυτός ο ριζοσπαστικός προσανατολισμός σε θέματα εσωτερικής πολιτικής οδηγεί στο πρόβλημα που έχει ίσως τις βαθύτερες επιπτώσεις. Ο Τραμπ θα μπορούσε να γίνει η αιχμή του δόρατος μιας δημοκρατίας νέου τύπου, η οποία δεν θα κατανοεί πια τον εαυτό της ως πλουραλιστική και δεκτική της ποικιλότητας, αλλά ως εθνικο-λαϊκά ομοιογενή. Σίγουρα ο Βίκτορ Ορμπάν έχει μετρήσει καλά τι πραγματική σημασία έχει το αποτέλεσμα των εκλογών στις ΗΠΑ γι' αυτά που ο ίδιος έχει στο μυαλό του· γι' αυτό το λόγο θριαμβολόγησε για μία νίκη της «πραγματικής δημοκρατίας».
Αυτό που προβάλλει εδώ είναι μια άλλη μορφή δημοκρατίας, χωρίς κράτος δικαίου και χωρίς αντιπολίτευση. Μια δημοκρατία της ταυτότητας (identitäre) υπό την μορφή χυδαίου Ρουσσωισμού, στην οποία η λαϊκή βούληση, που ενσαρκώνεται στο πρόσωπο ενός χαρισματικού ηγέτη, κατευθύνεται συνειδητά και σκόπιμα εναντίον της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, και μάλιστα στο πνεύμα της παλιάς λύσης του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος: «ένας λαός, ένα κράτος, ένας ηγέτης».
Albrecht von Lucke στον εκδοτικό οίκο Klaus Wagenbach
Παλιά και νέα διακινδύνευση της δημοκρατίας και ο ρόλος των πολιτών
Όμως, μ' αυτό τον τρόπο, ο Τραμπισμός θα σηματοδοτεί και το τέλος του εγχειρήματος της Δύσης όπως το ξέρουμε - της Δύσης που στηρίζεται στο όραμα μιας κοινότητας αξιών οικουμενικά προσανατολισμένης και με τις Ηνωμένες Πολιτείες ως ηγέτη της. Η «διάσπαση της Δύσης» (Γιούργκεν Χάμπερμας) ακτινοβολεί σήμερα με μια ακτινοβολία πιο επικίνδυνη από κάθε άλλη φορά. Σε τέτοιο πλαίσιο, υπό απόλυτη έλλειψη αξιακών προσανατολισμών, το κίνημα του Τραμπ με την αδιαφάνεια ενός «μαύρου κουτιού» («blackbox»), θα έχει τη δυνατότητα να αναπτύξει την πολιτική του εντελώς εκ του μηδενός. Είναι προφανώς βαθειά διχασμένο ανάμεσα σε ένα κλασικό συντηρητικό ρεύμα, το οποίο εκπροσωπείται από τον Reince Priebus, τον επιλεγμένο από τον Τραμπ ως μελλοντικό προσωπάρχη του Λευκού Οίκου, το καλύτερα δικτυωμένο ηγετικό στέλεχος των Ρεπουμπλικάνων, και σε μια ριζικά ρατσιστική, αντισημιτική και αντι-δημοκρατική πτέρυγα, που ενσαρκώνεται από τον μέλλοντα επικεφαλής προεδρικό σύμβουλο Στηβ Μπάνον (Steve Bannon), ο οποίος ως επικεφαλής της προεκλογικής εκστρατείας ήταν σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνος για τη ριζοσπαστική ιδεολογία της με βάση το σχήμα «φίλου-εχθρού» και τη δυσφήμηση ολόκληρων ομάδων πολιτών.
Τρίτον, αυτός ο ριζοσπαστικός προσανατολισμός σε θέματα εσωτερικής πολιτικής οδηγεί στο πρόβλημα που έχει ίσως τις βαθύτερες επιπτώσεις. Ο Τραμπ θα μπορούσε να γίνει η αιχμή του δόρατος μιας δημοκρατίας νέου τύπου, η οποία δεν θα κατανοεί πια τον εαυτό της ως πλουραλιστική και δεκτική της ποικιλότητας, αλλά ως εθνικο-λαϊκά ομοιογενή. Σίγουρα ο Βίκτορ Ορμπάν έχει μετρήσει καλά τι πραγματική σημασία έχει το αποτέλεσμα των εκλογών στις ΗΠΑ γι' αυτά που ο ίδιος έχει στο μυαλό του· γι' αυτό το λόγο θριαμβολόγησε για μία νίκη της «πραγματικής δημοκρατίας».
Αυτό που προβάλλει εδώ είναι μια άλλη μορφή δημοκρατίας, χωρίς κράτος δικαίου και χωρίς αντιπολίτευση. Μια δημοκρατία της ταυτότητας (identitäre) υπό την μορφή χυδαίου Ρουσσωισμού, στην οποία η λαϊκή βούληση, που ενσαρκώνεται στο πρόσωπο ενός χαρισματικού ηγέτη, κατευθύνεται συνειδητά και σκόπιμα εναντίον της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, και μάλιστα στο πνεύμα της παλιάς λύσης του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος: «ένας λαός, ένα κράτος, ένας ηγέτης».
Σημείωση :
[1] Oliver Nachtwey, Marktsozialdemokratie. Die Transformation von SPD und
Labour Party, Βερολίνο 2009. >Του ίδιου, Die Abstiegsgesellschaft, Φρανκφούρτη/M. 2016.
Tο πρωτότυπο άρθρο από το περιοδικό «Blätter», τεύχος 12/2016, σελ. 5-9.
→ To B' Μέρος του άρθρου στον ιστότοπο Μετά την Κρίση: Η ΕΕ γεωπολιτικό μαλακό υπογάστριο, η δυνατότητα της δημοκρατικής πόλωσης ←
Ο Albrecht von Lucke (1967), με σπουδές νομικής και πολιτικής επιστήμης στα πανεπιστήμια του Βύρτσμπουργκ και του Βερολίνου, από το 1999 εργάζεται ως δημοσιογράφος, (μεταξύ των άλλων εργάστηκε για την εβδομαδιαία εφημερίδα Freitag, για την ημερήσια tageszeitung και για το επίσημο έντυπο του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος Vorwärts καθώς επίσης και ως πολιτικός συντάκτης στην τηλεόραση και στη ραδιοφωνία, π.χ. στα κανάλια ARD, Bayern 2, WDR 5 Politikum, NDR Kultur und SWR2 Forum).
Από το 2003 είναι αρχισυντάκτης του περιοδικού Blätter für deutsche und Internationale Politik. Κάτοχος του Βραβείου Lessing για την Κριτική, έτους 2014. Βιβλία του:
Die Erfindung der Generation aus den Trümmern des Politischen – die „68er-Generation“: zur Genealogie eines Kampfbegriffs; 1998 (διπλωματική εργασία)
68 oder neues Biedermeier: Der Kampf um die Deutungsmacht. Wagenbach, Βερολίνο 2008
Die gefährdete Republik: Von Bonn nach Berlin. 1949 – 1989 – 2009. Wagenbach, Βερολίνο 2009
Die schwarze Republik und das Versagen der deutschen Linken. Droemer, Μόναχο 2015
Αρθρογραφία του Albrecht von Lucke στο περιοδικό Blätter für deutsche und Internationale PolitikΑπό το 2003 είναι αρχισυντάκτης του περιοδικού Blätter für deutsche und Internationale Politik. Κάτοχος του Βραβείου Lessing για την Κριτική, έτους 2014. Βιβλία του:
Die Erfindung der Generation aus den Trümmern des Politischen – die „68er-Generation“: zur Genealogie eines Kampfbegriffs; 1998 (διπλωματική εργασία)
68 oder neues Biedermeier: Der Kampf um die Deutungsmacht. Wagenbach, Βερολίνο 2008
Die gefährdete Republik: Von Bonn nach Berlin. 1949 – 1989 – 2009. Wagenbach, Βερολίνο 2009
Die schwarze Republik und das Versagen der deutschen Linken. Droemer, Μόναχο 2015
Albrecht von Lucke στον εκδοτικό οίκο Klaus Wagenbach
Παλιά και νέα διακινδύνευση της δημοκρατίας και ο ρόλος των πολιτών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου