Το Γ΄ και τελευταίο μέρος της συνέντευξης του Γεράσιμου Μοσχονά στον αγγλόγλωσσο ιστότοπο Rethinking Greece / Greek News Agenda. Εδώ μιλά με θέμα τις δυνατότητες του ΣΥΡΙΖΑ για διακυβέρνηση και προοδευτικές μεταρρυθμίσεις, για την οικοδόμηση του ελληνικού κράτους και για τη σχέση της Ελλάδας με την πολιτική νεωτερικότητα.
→ Σε ελληνική μετάφραση το Α' μέρος της συνέντευξης (για την ΕΕ) και το Β' μέρος της ← (για την Αριστερά, την σοσιαλδημοκρατική και την ριζοσπαστική, στην Ευρώπη)
© Greek News Agenda / Rethinking Greece: Gerassimos Moschonas on European Democracy, the Radical Left, Greek history and SYRIZA (συνέντευξη στην Ιουλία Λειβαδίτη και στον Νικόλαο Νενεδάκη), 27.9.2016 - download the interview in pdf format (English)
Η απαίτηση για κοινωνική δικαιοσύνη και δημοκρατία είναι πολύ ισχυρή και πιο επίκαιρη από κάθε άλλη φορά. Όμως, οι αντιλήψεις και οι απόψεις που βασίζονται στις κεντρικές αξίες και ιδέες του νεοφιλελευθερισμού είναι εξίσου ισχυρές. Συχνά βλέπουμε ιδέες που προέρψονται από αντίπαλες ιδεολογίες να υιοθετούνται ταυτόχρονα από το ίδιο πρόσωπο, διαπερνώντας τα όρια κοινωνικών τάξεων και κοινωνικών θέσεων. Αυτή η συνύπαρξη αντιθετικών ιδεών έχει τις ρίζες της στην μεταμόρφωση του σύγχρονου καπιταλισμού. Ωστόσο, δύο σημαντικές εξελίξεις [μετά τη δεκαετία του 1970] - από τη μία πλευρά, η ταπεινωτική κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και, από την άλλη, η κρίση της Κεϋνσιανής οικονομικής πολιτικής - συνέβαλαν σε μια μεγάλη στρατηγική υποχώρηση της αριστερής ιδεολογίας. Αυτό κατέστη εμφανές στα τελευταία 25 χρόνια του 20ου αιώνα, μαζί με τη θριαμβευτική επικράτηση της απορρύθμισης των αγορών. Ως αποτέλεσμα, τόσο η «μεγάλη Ουτοπία» όσο και το μοντέλο της βελτίωσης και εξανθρωπισμού της καπιταλιστικής κοινωνίας έχουν ηττηθεί στις σύγχρονες κοινωνίες. Στην πραγματικότητα, σήμερα, ούτε η ριζοσπαστική εκδοχή της αριστερής αλλαγής, ούτε η μετριοπαθής σοσιαλδημοκρατική εκδοχή της, διατυπώνονται με σαφήνεια στο πολιτικό ή στο πολιτισμικό επίπεδο.
Παρ' όλο που οι πολίτες τείνουν να απορρίπτουν τις κυριαρχούσες πολιτικές, εν τούτοις παραμένουν
δύσπιστοι απέναντι στις εναλλακτικές πολιτικές προτάσεις. Νομίζω, ή μάλλον έχω την αίσθηση, ότι οι πολίτες φοβούνται την αβεβαιότητα που συνεπάγονται οι εναλλακτικές προτάσεις. Τα μεγάλα εμπόδια που θέτει η κυριαρχία των αγορών σε κάθε είδους εγχείρημα αλλαγής του οικονομικού παραδείγματος, προκαλούν φόβο για ανεξέλεγκτες συνέπειες. Οι στρατηγικές του κοινωνικού μετασχηματισμού, είτε ριζοσπαστικές είτε μεταρρυθμιστικές, δεν φαίνονται πειστικές, για να μη πούμε ότι φαίνονται επικίνδυνες. Προκαλούν αβεβαιότητα και ανασφάλεια σε όλους τους ευρωπαϊκούς πληθυσμούς.
Το παράδειγμα της Ελλάδα είναι, κατά την άποψή μου, αντιπροσωπευτικό για την «οικονομία» του φόβου στο εκλογικό σώμα. Η
πρόταση εξόδου από την ζώνη του ευρώ, ανεξάρτητα από το άν έχει ή όχι οικονομική
λογική, δεν είναι ελκυστική στο εκλογικό σώμα: ο μέσος ψηφοφόρος δεν επιλέγει εύκολα μια πτώση του βιοτικού επιπέδου του (παρόλο που η
Ελλάδα έχει ήδη χάσει περισσότερο από το 25% του ΑΕΠ της!), με αντάλλαγμα την προοπτική μιας βελτίωσης στο μεσοπρόθεσμο μέλλον. Πολλοί αναλυτές της Αριστεράς στην Ευρώπη δεν έχουν συνειδητοποιήσει
το μεγάλο φόβο των ανεξέλεγκτων συνεπειών και, από την άποψη αυτή, δεν βλέπουν τα
όρια της ριζοσπαστικοποίησης στους Έλληνες πολίτες.
[Είναι αδύνατο να αντιμετωπίσεις τους χρηματοοικονομικούς «παίκτες» με κόμματα ή κινήματα που δρουν στο εθνικό επίπεδο]
Η υπερ-παγκοσμιοποίηση στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και στο εμπόριο, και ιδίως η υπερανάπτυξη του χρηματοπιστωτικού τομέα σε συνθήκες ισχυρής οικονομικής διεθνοποίησης, συνιστούν μια κρίσιμη διαφορά σε σύγκριση με το παρελθόν. Οι χρηματοοικονομικοί «παίκτες» είναι ευέλικτοι, γρήγοροι και απρόσωποι. Δρουν σε υπερ-εθνικό και υπερ-τοπικό επίπεδο και επομένως δεν δεσμεύονται από κανένα εθνικό ή τοπικό πολιτισμικό πλαίσιο κοινωνικής συνοχής.
Σ' αυτό το νέο πλαίσιο, οι εκλογικές επιλογές των ψηφοφόρων που δεν είναι ευνοϊκές για τις στρατηγικές κερδοφορίας του χρηματοπιστωτικού τομέα, δεν είναι τόσο μεγάλα εμπόδια για τις στρετηγικές αυτές, όσο ήταν στο παρελθόν. Τα λόμπι των επενδύσεων στις τράπεζες και γενικά στον χρηματοοικονομικό τομέα, αναλαμβάνουν ό,τι οικονομικό κόστος συνεπάγονται αυτές οι εκλογικές επιλογές και γρήγορα μετακινούν τα κεφάλαιά τους αλλού. Οι διαμαρτυρίες, τα κοινωνικά κινήματα, ακόμη και οι εξεγέρσεις δεν τους κοστίζουν πολύ. Επίσης, ο βιομηχανικός τομέας, με δεδομένο τον εξαιρετικά ισχυρό ανταγωνισμό από τις ασιατικές χώρες, έχει τώρα μεγαλύτερη διαπραγματευτική ισχύ έναντι των κυβερνήσεων. Επομένως, η δύναμη της Αριστεράς τώρα δεν αντιπροσωπεύει κάποια μεγάλη απειλή εναντίον του κόσμου του κεφαλαίου, και ιδιαίτερα του χρηματοπιστωτικού συμπλέγματος, με τον τρόπο που τρομοκρατούσε τους καπιταλιστές στο παρελθόν. Ο χρηματοπιστωτικός τομέας έχει τώρα πολύ λιγότερη ανάγκη να διαπραγματεύεται με κυβερνήσεις μη φιλικά διακείμενες, σε σύγκριση με την ανάγκη που είχε κάποτε στα πλαίσια του εθνικού κράτους. Ως αποτέλεσμα, τόσο η «η άσκηση πολιτικής από το κανάλι των κομμάτων» όσο και «η άσκηση πολιτικής από το κανάλι των κινημάτων» - σύμφωνα με τις εκφράσεις του Λίο Πάνιτς (Leo Panitch) “partisan path to politics” και “movement path to politics” - έχουν και οι δύο αποδυναμωθεί ως εργαλεία δημοκρατικής κυριαρχίας. Σήμερα, η δυναμική των αγορών έναντι της πολιτικής είναι ισχυρότερη από τη δυναμική της πολιτικής έναντι των αγορών. Και οι δύο δυναμικές παραμένουν ενεργές, αλλά η πρώτη έχει επιβάλλει την κυριαρχία της επί της δεύτερης.
Στο πλαίσιο αυτό, η ισχύς των «παγκόσμιων δυνάμεων», όπως και να τις ορίσει κανείς, φαίνεται υπερμεγέθης και παράλογη. Έχουν τη δύναμη να τιμωρούν ολόκληρες κοινωνίες, τις εθνικές αστικές τάξεις, τις ελίτ, τις μεσαίες τάξεις, μαζί με τους φτωχούς και ταπεινούς του κάθε συγκεκριμένου κοινωνικού σχηματισμού. Οι πολίτες αυτό το αισθάνονται, άν και ατελώς. Γι' αυτό το λόγο, κόμματα όπως ο ΣΥΡΙΖΑ (πριν από τον συμβιβασμό του Ιουλίου 2015), το Podemos ή αριστερά λαϊκιστικά κόμματα στη Λατινική Αμερική, θεωρούνται προάγγελοι μεγάλης οικονομικής αβεβαιότητας, παρά το γεγονός ότι είναι πολύ πιο μετριοπαθή από τα κόμματα του ιστορικού κομμουνισμού. Η αβεβαιότητα - ή, ακριβέστερα, ο φόβος της αβεβαιότητας, ο φόβος για το άγνωστο, ο φόβος της τιμωρίας από τις αγορές - είναι η πραγματική δύναμη που βρίσκεται πίσω από την δύναμη του status quo.
Ίσως συνεχιστεί σε ορισμένες χώρες η εκλογική άνοδος της ριζοσπαστικής Αριστεράς που αναμένουν κάποιοι (η οποία, όμως, σε κάθε περίπτωση, δεν είναι γενικευμένη), έστω και μόνον επειδή η απογοήτευση των πολιτών από τις επικρατούσες πολιτικές δυνάμεις είναι εξαιρετικά υψηλή. Μεταξύ των ψηφοφόρων έχουν αυξηθεί αυτοί που είναι πρόθυμοι να ριψοκινδυνεύσουν, όπως είδαμε στην Ελλάδα, αλλά και στη Μεγάλη Βρετανία με την Brexit ή στην Ισπανία με το Podemos. Όμως το να έχεις άνοδο στις εκλογικές επιδόσεις είναι ένα πράγμα και το να εφαρμόζεις πολιτικές κοινωνικού μετασχηματισμού είναι κάτι εντελώς διαφορετικό.
[Το πολιτικό προσωπικό των παλιών κυβερνητικών κομμάτων είναι βαθειά απαξιωμένο - Στον ΣΥΡΙΖΑ επικρατεί τακτικισμός και βραχυπρόθεσμη πολιτική νοοτροπία]
Έχετε γράψει ότι «η σταθεροποίηση του ΣΥΡΙΖΑ ως ένα μεγάλο κεντρικό κόμμα στα αριστερά του πολιτικού φάσματος εξαρτάται από το άν θα διαμορφώσει ένα ισχυρό μεταρρυθμιστικό προφίλ και θα εφαρμόσει αποτελεσματικές πολιτικές». Πώς βλέπετε την μέχρι στιγμής πορεία του ΣΥΡΙΖΑ στον τομέα αυτό; Μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να προωθήσει αριστερές/προοδευτικές μεταρρυθμίσεις; Όσον αφορά την κοινωνική πολιτική, μπορεί να υπερασπιστεί τους φτωχούς / τους ζημιωμένους από την κρίση;
Το πλαίσιο του 3ου Μνημονίου που υπέγραψε ο ΣΥΡΙΖΑ είναι πολύ ασφυκτικά περιοριστικό, ακόμη και άν απλά θελήσει να εφαρμόσει πιό μετριοπαθείς πολιτικές λιτότητας. Ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί να διαχειριστεί κάτι, αν και όχι αδύνατο, ωστόσο, το λιγότερο, πολύ δύσκολο. Σε αυτό θα πρέπει να προστεθεί το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είχε προηγούμενη κυβερνητική εμπειρία και η ποιότητα του πολιτικού προσωπικού του ήταν και εξακολουθεί να είναι μέτρια, παρά τις ορισμένες εξαιρέσεις. Αυτή είναι η μία πτυχή. Η δεύτερη είναι η εξής: Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει κερδίσει περισσότερες από μια εκλογικές αναμετρήσεις. Είναι δεδομένη μια εκ βαθέων απόρριψη του παλιού πολιτικού προσωπικού, η οποία κορυφώθηκε με την ψήφο υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ. Ακόμη και σήμερα, που πολλοί άνθρωποι είναι εξαιρετικά απογοητευμένοι από την πολιτική στροφή του, την αναποτελεσματικότητα και τους τακτικισμούς της ηγεσίας του, ο ΣΥΡΙΖΑ εξακολουθεί να αντιπροσωπεύει το νέο έναντι του παλιού. Αυτό είναι το ενδιαφέρον παράδοξο. Η σταθεροποίηση του ΣΥΡΙΖΑ ως ένα μεγάλο κεντρικό (όχι κεντρώο) κόμμα της Αριστεράς, προϋποθέτει το να σχηματίσει ένα ισχυρό μεταρρυθμιστικό προφίλ και να εφαρμόσει μεταρρυθμίσεις αριστερόστροφες, πράγμα που είναι το μόνο μέσο με το οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε μακροπρόθεσμα να διατηρήσει τη συνοχή της ιδιαίτερα σύνθετης εκλογικής βάσης του. Συνεπώς, το σημαντικό για τον ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι να κερδίσει τις επόμενες εκλογές, αλλά να παραμείνει στο πέρασμα του χρόνου μια κεντρική πολιτική δύναμη στην ελληνική κοινωνία. Κανείς να μπορεί να είναι σίγουρος για κάτι τέτοιο, αλλά δεν είναι και κάτι πολύ δύσκολο. Ωστόσο, οι πνευματικοί και στρατηγικοί ορίζοντες της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ δεν φαίνεται να εκτείνονται χρονικά πολύ πέρα από τις επόμενες εκλογές. Αυτό που κυριαρχεί στο μυαλό τους είναι ο τακτικισμός. Αυτό είναι μια ατυχής εξέλιξη, ιδιαίτερα αν έχει κανείς στο μυαλό τα τεράστια προβλήματα της χώρας. Η βραχυπρόθεσμη προσέγγιση είναι αυτοκαταστροφική από ιδεολογική και πολιτική άποψη.
[Είναι αδύνατο να αντιμετωπίσεις τους χρηματοοικονομικούς «παίκτες» με κόμματα ή κινήματα που δρουν στο εθνικό επίπεδο]
Η υπερ-παγκοσμιοποίηση στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και στο εμπόριο, και ιδίως η υπερανάπτυξη του χρηματοπιστωτικού τομέα σε συνθήκες ισχυρής οικονομικής διεθνοποίησης, συνιστούν μια κρίσιμη διαφορά σε σύγκριση με το παρελθόν. Οι χρηματοοικονομικοί «παίκτες» είναι ευέλικτοι, γρήγοροι και απρόσωποι. Δρουν σε υπερ-εθνικό και υπερ-τοπικό επίπεδο και επομένως δεν δεσμεύονται από κανένα εθνικό ή τοπικό πολιτισμικό πλαίσιο κοινωνικής συνοχής.
Σ' αυτό το νέο πλαίσιο, οι εκλογικές επιλογές των ψηφοφόρων που δεν είναι ευνοϊκές για τις στρατηγικές κερδοφορίας του χρηματοπιστωτικού τομέα, δεν είναι τόσο μεγάλα εμπόδια για τις στρετηγικές αυτές, όσο ήταν στο παρελθόν. Τα λόμπι των επενδύσεων στις τράπεζες και γενικά στον χρηματοοικονομικό τομέα, αναλαμβάνουν ό,τι οικονομικό κόστος συνεπάγονται αυτές οι εκλογικές επιλογές και γρήγορα μετακινούν τα κεφάλαιά τους αλλού. Οι διαμαρτυρίες, τα κοινωνικά κινήματα, ακόμη και οι εξεγέρσεις δεν τους κοστίζουν πολύ. Επίσης, ο βιομηχανικός τομέας, με δεδομένο τον εξαιρετικά ισχυρό ανταγωνισμό από τις ασιατικές χώρες, έχει τώρα μεγαλύτερη διαπραγματευτική ισχύ έναντι των κυβερνήσεων. Επομένως, η δύναμη της Αριστεράς τώρα δεν αντιπροσωπεύει κάποια μεγάλη απειλή εναντίον του κόσμου του κεφαλαίου, και ιδιαίτερα του χρηματοπιστωτικού συμπλέγματος, με τον τρόπο που τρομοκρατούσε τους καπιταλιστές στο παρελθόν. Ο χρηματοπιστωτικός τομέας έχει τώρα πολύ λιγότερη ανάγκη να διαπραγματεύεται με κυβερνήσεις μη φιλικά διακείμενες, σε σύγκριση με την ανάγκη που είχε κάποτε στα πλαίσια του εθνικού κράτους. Ως αποτέλεσμα, τόσο η «η άσκηση πολιτικής από το κανάλι των κομμάτων» όσο και «η άσκηση πολιτικής από το κανάλι των κινημάτων» - σύμφωνα με τις εκφράσεις του Λίο Πάνιτς (Leo Panitch) “partisan path to politics” και “movement path to politics” - έχουν και οι δύο αποδυναμωθεί ως εργαλεία δημοκρατικής κυριαρχίας. Σήμερα, η δυναμική των αγορών έναντι της πολιτικής είναι ισχυρότερη από τη δυναμική της πολιτικής έναντι των αγορών. Και οι δύο δυναμικές παραμένουν ενεργές, αλλά η πρώτη έχει επιβάλλει την κυριαρχία της επί της δεύτερης.
Στο πλαίσιο αυτό, η ισχύς των «παγκόσμιων δυνάμεων», όπως και να τις ορίσει κανείς, φαίνεται υπερμεγέθης και παράλογη. Έχουν τη δύναμη να τιμωρούν ολόκληρες κοινωνίες, τις εθνικές αστικές τάξεις, τις ελίτ, τις μεσαίες τάξεις, μαζί με τους φτωχούς και ταπεινούς του κάθε συγκεκριμένου κοινωνικού σχηματισμού. Οι πολίτες αυτό το αισθάνονται, άν και ατελώς. Γι' αυτό το λόγο, κόμματα όπως ο ΣΥΡΙΖΑ (πριν από τον συμβιβασμό του Ιουλίου 2015), το Podemos ή αριστερά λαϊκιστικά κόμματα στη Λατινική Αμερική, θεωρούνται προάγγελοι μεγάλης οικονομικής αβεβαιότητας, παρά το γεγονός ότι είναι πολύ πιο μετριοπαθή από τα κόμματα του ιστορικού κομμουνισμού. Η αβεβαιότητα - ή, ακριβέστερα, ο φόβος της αβεβαιότητας, ο φόβος για το άγνωστο, ο φόβος της τιμωρίας από τις αγορές - είναι η πραγματική δύναμη που βρίσκεται πίσω από την δύναμη του status quo.
Ίσως συνεχιστεί σε ορισμένες χώρες η εκλογική άνοδος της ριζοσπαστικής Αριστεράς που αναμένουν κάποιοι (η οποία, όμως, σε κάθε περίπτωση, δεν είναι γενικευμένη), έστω και μόνον επειδή η απογοήτευση των πολιτών από τις επικρατούσες πολιτικές δυνάμεις είναι εξαιρετικά υψηλή. Μεταξύ των ψηφοφόρων έχουν αυξηθεί αυτοί που είναι πρόθυμοι να ριψοκινδυνεύσουν, όπως είδαμε στην Ελλάδα, αλλά και στη Μεγάλη Βρετανία με την Brexit ή στην Ισπανία με το Podemos. Όμως το να έχεις άνοδο στις εκλογικές επιδόσεις είναι ένα πράγμα και το να εφαρμόζεις πολιτικές κοινωνικού μετασχηματισμού είναι κάτι εντελώς διαφορετικό.
[Το πολιτικό προσωπικό των παλιών κυβερνητικών κομμάτων είναι βαθειά απαξιωμένο - Στον ΣΥΡΙΖΑ επικρατεί τακτικισμός και βραχυπρόθεσμη πολιτική νοοτροπία]
Έχετε γράψει ότι «η σταθεροποίηση του ΣΥΡΙΖΑ ως ένα μεγάλο κεντρικό κόμμα στα αριστερά του πολιτικού φάσματος εξαρτάται από το άν θα διαμορφώσει ένα ισχυρό μεταρρυθμιστικό προφίλ και θα εφαρμόσει αποτελεσματικές πολιτικές». Πώς βλέπετε την μέχρι στιγμής πορεία του ΣΥΡΙΖΑ στον τομέα αυτό; Μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να προωθήσει αριστερές/προοδευτικές μεταρρυθμίσεις; Όσον αφορά την κοινωνική πολιτική, μπορεί να υπερασπιστεί τους φτωχούς / τους ζημιωμένους από την κρίση;
Το πλαίσιο του 3ου Μνημονίου που υπέγραψε ο ΣΥΡΙΖΑ είναι πολύ ασφυκτικά περιοριστικό, ακόμη και άν απλά θελήσει να εφαρμόσει πιό μετριοπαθείς πολιτικές λιτότητας. Ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί να διαχειριστεί κάτι, αν και όχι αδύνατο, ωστόσο, το λιγότερο, πολύ δύσκολο. Σε αυτό θα πρέπει να προστεθεί το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είχε προηγούμενη κυβερνητική εμπειρία και η ποιότητα του πολιτικού προσωπικού του ήταν και εξακολουθεί να είναι μέτρια, παρά τις ορισμένες εξαιρέσεις. Αυτή είναι η μία πτυχή. Η δεύτερη είναι η εξής: Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει κερδίσει περισσότερες από μια εκλογικές αναμετρήσεις. Είναι δεδομένη μια εκ βαθέων απόρριψη του παλιού πολιτικού προσωπικού, η οποία κορυφώθηκε με την ψήφο υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ. Ακόμη και σήμερα, που πολλοί άνθρωποι είναι εξαιρετικά απογοητευμένοι από την πολιτική στροφή του, την αναποτελεσματικότητα και τους τακτικισμούς της ηγεσίας του, ο ΣΥΡΙΖΑ εξακολουθεί να αντιπροσωπεύει το νέο έναντι του παλιού. Αυτό είναι το ενδιαφέρον παράδοξο. Η σταθεροποίηση του ΣΥΡΙΖΑ ως ένα μεγάλο κεντρικό (όχι κεντρώο) κόμμα της Αριστεράς, προϋποθέτει το να σχηματίσει ένα ισχυρό μεταρρυθμιστικό προφίλ και να εφαρμόσει μεταρρυθμίσεις αριστερόστροφες, πράγμα που είναι το μόνο μέσο με το οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε μακροπρόθεσμα να διατηρήσει τη συνοχή της ιδιαίτερα σύνθετης εκλογικής βάσης του. Συνεπώς, το σημαντικό για τον ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι να κερδίσει τις επόμενες εκλογές, αλλά να παραμείνει στο πέρασμα του χρόνου μια κεντρική πολιτική δύναμη στην ελληνική κοινωνία. Κανείς να μπορεί να είναι σίγουρος για κάτι τέτοιο, αλλά δεν είναι και κάτι πολύ δύσκολο. Ωστόσο, οι πνευματικοί και στρατηγικοί ορίζοντες της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ δεν φαίνεται να εκτείνονται χρονικά πολύ πέρα από τις επόμενες εκλογές. Αυτό που κυριαρχεί στο μυαλό τους είναι ο τακτικισμός. Αυτό είναι μια ατυχής εξέλιξη, ιδιαίτερα αν έχει κανείς στο μυαλό τα τεράστια προβλήματα της χώρας. Η βραχυπρόθεσμη προσέγγιση είναι αυτοκαταστροφική από ιδεολογική και πολιτική άποψη.
[Η πιο σημαντική και επείγουσα αριστερή μεταρρύθμιση: Πιο δίκαιο και ορθολογικό φορολογικό σύστημα]
Ποιές θα μπορούσαν να είναι οι μεγάλες μεταρρυθμίσεις, οι οποίες θα σηματοδοτήσουν στην πράξη ότι από τη χώρα αυτή πέρασε μια κυβέρνηση της Αριστεράς που άφησε πίσω της τα σημάδια ενός αποτελεσματικού έργου;
Δεν είναι ο ρόλος μου να προτείνω πολιτικές ή να κάνω πολιτική συμβουλευτική. Όμως θα δώσω ένα παράδειγμα. Λαμβάνοντας υπόψη την έλλειψη οικονομικών πόρων, θα έλεγα με βεβαιότητα ότι οι δύο μεγάλες μεταρρυθμίσεις που πρέπει να υλοποιηθούν είναι να δημιουργηθεί ένα σύστημα περιουσιολογίου και να βελτιωθεί ριζικά η φορολογική διοίκηση και το φορολογικό σύστημα. Αυτές οι δύο μεταρρυθμίσεις καθυστερούν και έπρεπε να είχαν γίνει ήδη πράξη από το 19ο αιώνα. Μπορεί η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ να τις προωθήσει αποτελεσματικά; Η απάντησή μου είναι η εξής: αν ένα αριστερό κόμμα δεν κάνει πράξη αυτές τις μεταρρυθμίσεις, τότε ποιός θα τις κάνει; Και αν αυτό το αριστερό κόμμα δεν τις κάνει πράξη, τότε ποια δικαιολογία θα έχει για να προσδοκά και πάλι την ψήφο των πολιτών;
Με το ΠΑΣΟΚ είχαμε το ίδιο πρόβλημα: ήταν σκάνδαλο να έχουμε στην Ελλάδα την Αριστερά τόσο κυρίαρχη εκλογικά (την Αριστερά με μια ευρύτερη έννοια), ωστόσο όμως να έχουμε αυτόν το βαθμό φοροαποφυγής, φοροδιαφυγής και διαφυγής των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης. Ένα καλό φορολογικό σύστημα είναι μια πράξη εκσυγχρονισμού, δεδομένου ότι επιτρέπει στην οικονομία να λειτουργεί με σαφείς κανόνες και διευκολύνει την οικονομική ανάπτυξη. Είναι επίσης μια κρίσιμη δημοσιονομική μεταρρύθμιση, επειδή το ελληνικό χρέος ήταν το προϊόν τριάντα χρόνων ελλειμματικών προϋπολογισμών, γενεσιουργός αιτία των οποίων ήταν ένα αναλογικά χαμηλό επίπεδο φορολογικών εσόδων. Αυτό ήταν το «μοιραίο έλλειμμα». Ταυτόχρονα, η φορολογική μεταρρύθμιση είναι μεταρρύθμιση αριστερόστροφη, όχι μόνο διότι βρίσκεται σε συμφωνία με τις παραδόσεις της ευρωπαϊκής Αριστεράς και του εργατικού κινήματος, αλλά πάνω απ' όλα διότι αυτοί που θα ωφεληθούν θα είναι οι μισθωτοί στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα. Αυτές είναι οι ομάδες της κοινωνίας οι οποίες επί δεκαετίες φορτώνονται με το μεγαλύτερο μέρος της φορολογικής επιβάρυνσης. Φυσικά η Ελλάδα είναι μια χώρα πολλών μικρών επιχειρήσεων, με υψηλό ποσοστό αυτοαπασχολούμενων στο εργασιακό της δυναμικό. Είναι το κατ' εξοχήν πρόσφορο έδαφος για φοροδιαφυγή και φοροαποφυγή. Και η μετατροπή ενός μακρόχρονου φαύλου κύκλου σε έναν ενάρετο κύκλο, απαιτεί πολύ περισσότερα από ό,τι στις περιπτώσεις άλλων χωρών. Απαιτεί τεράστιους πόρους και μια μεγάλη κινητοποίηση εμπειρογνωμόνων - χωρίς άμεσα ορατά αποτελέσματα και χωρίς άμεσο πολιτικό όφελος.
Δεν είναι τυχαίο το γεγονός, ότι οι κυβερνήσεις στην Ελλάδα της κρίσης, όλες οι κυβερνήσεις της περιόδου 2010-2015, με τη συνενοχή των θεσμικών οργάνων και της τρόικας, αντί να επικεντρώνουν τις προσπάθειές τους σε μια αποφασιστική και οριστική μεταρρύθμιση της φορολογικής διοίκησης, άφησαν - όπως ο Grouchy στη μάχη του Βατερλώ (για να παραφράσω τον Στέφαν Τσβάιχ) - το μεγαλύτερο μέρος των διαθέσιμων δυνάμεων και πόρων «να περιπλανιέται άσκοπα μακριά από το πεδίο της μάχης».
Ποιές θα μπορούσαν να είναι οι μεγάλες μεταρρυθμίσεις, οι οποίες θα σηματοδοτήσουν στην πράξη ότι από τη χώρα αυτή πέρασε μια κυβέρνηση της Αριστεράς που άφησε πίσω της τα σημάδια ενός αποτελεσματικού έργου;
Δεν είναι ο ρόλος μου να προτείνω πολιτικές ή να κάνω πολιτική συμβουλευτική. Όμως θα δώσω ένα παράδειγμα. Λαμβάνοντας υπόψη την έλλειψη οικονομικών πόρων, θα έλεγα με βεβαιότητα ότι οι δύο μεγάλες μεταρρυθμίσεις που πρέπει να υλοποιηθούν είναι να δημιουργηθεί ένα σύστημα περιουσιολογίου και να βελτιωθεί ριζικά η φορολογική διοίκηση και το φορολογικό σύστημα. Αυτές οι δύο μεταρρυθμίσεις καθυστερούν και έπρεπε να είχαν γίνει ήδη πράξη από το 19ο αιώνα. Μπορεί η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ να τις προωθήσει αποτελεσματικά; Η απάντησή μου είναι η εξής: αν ένα αριστερό κόμμα δεν κάνει πράξη αυτές τις μεταρρυθμίσεις, τότε ποιός θα τις κάνει; Και αν αυτό το αριστερό κόμμα δεν τις κάνει πράξη, τότε ποια δικαιολογία θα έχει για να προσδοκά και πάλι την ψήφο των πολιτών;
Με το ΠΑΣΟΚ είχαμε το ίδιο πρόβλημα: ήταν σκάνδαλο να έχουμε στην Ελλάδα την Αριστερά τόσο κυρίαρχη εκλογικά (την Αριστερά με μια ευρύτερη έννοια), ωστόσο όμως να έχουμε αυτόν το βαθμό φοροαποφυγής, φοροδιαφυγής και διαφυγής των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης. Ένα καλό φορολογικό σύστημα είναι μια πράξη εκσυγχρονισμού, δεδομένου ότι επιτρέπει στην οικονομία να λειτουργεί με σαφείς κανόνες και διευκολύνει την οικονομική ανάπτυξη. Είναι επίσης μια κρίσιμη δημοσιονομική μεταρρύθμιση, επειδή το ελληνικό χρέος ήταν το προϊόν τριάντα χρόνων ελλειμματικών προϋπολογισμών, γενεσιουργός αιτία των οποίων ήταν ένα αναλογικά χαμηλό επίπεδο φορολογικών εσόδων. Αυτό ήταν το «μοιραίο έλλειμμα». Ταυτόχρονα, η φορολογική μεταρρύθμιση είναι μεταρρύθμιση αριστερόστροφη, όχι μόνο διότι βρίσκεται σε συμφωνία με τις παραδόσεις της ευρωπαϊκής Αριστεράς και του εργατικού κινήματος, αλλά πάνω απ' όλα διότι αυτοί που θα ωφεληθούν θα είναι οι μισθωτοί στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα. Αυτές είναι οι ομάδες της κοινωνίας οι οποίες επί δεκαετίες φορτώνονται με το μεγαλύτερο μέρος της φορολογικής επιβάρυνσης. Φυσικά η Ελλάδα είναι μια χώρα πολλών μικρών επιχειρήσεων, με υψηλό ποσοστό αυτοαπασχολούμενων στο εργασιακό της δυναμικό. Είναι το κατ' εξοχήν πρόσφορο έδαφος για φοροδιαφυγή και φοροαποφυγή. Και η μετατροπή ενός μακρόχρονου φαύλου κύκλου σε έναν ενάρετο κύκλο, απαιτεί πολύ περισσότερα από ό,τι στις περιπτώσεις άλλων χωρών. Απαιτεί τεράστιους πόρους και μια μεγάλη κινητοποίηση εμπειρογνωμόνων - χωρίς άμεσα ορατά αποτελέσματα και χωρίς άμεσο πολιτικό όφελος.
Δεν είναι τυχαίο το γεγονός, ότι οι κυβερνήσεις στην Ελλάδα της κρίσης, όλες οι κυβερνήσεις της περιόδου 2010-2015, με τη συνενοχή των θεσμικών οργάνων και της τρόικας, αντί να επικεντρώνουν τις προσπάθειές τους σε μια αποφασιστική και οριστική μεταρρύθμιση της φορολογικής διοίκησης, άφησαν - όπως ο Grouchy στη μάχη του Βατερλώ (για να παραφράσω τον Στέφαν Τσβάιχ) - το μεγαλύτερο μέρος των διαθέσιμων δυνάμεων και πόρων «να περιπλανιέται άσκοπα μακριά από το πεδίο της μάχης».
[Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ αντικατέστησε την παλιά φορολογική παράνοια με νέες χονδοειδείς αδικίες] Αντιμέτωπη
με την τεράστια δυσκολία να επιλυθεί αυτό το πρόβλημα, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ δείχνει να συμπεριφέρεται με αναποτελεσματικό τρόπο. Για να είμαστε δίκαιοι, προσπαθεί να διευρύνει τη φορολογική βάση. Έχει αυξήσει τη φορολογία για τους συνήθεις υπόπτους της
φοροδιαφυγής και της νόμιμης φοροαποφυγής (μεγάλες επιχειρήσεις,
μικρές επιχειρήσεις, ελευθέρια επαγγέλματα, αγρότες), αλλά το έπραξε
ερασιτεχνικά, χονδροειδώς, διαπράττοντας νέες πράξεις αδικίας.
Λυπάμαι που το λέω, αλλά θα πρέπει να κάνει κάτι πιο συστηματικό, πιο φιλόδοξο, πιο επιβλητικό, πιο σταθερό, πιο μακροπρόθεσμο. Ας μην ξεχνάμε και η Ελλάδα είναι ίσως η χειρότερη χώρα στη Δυτική Ευρώπη για τους μισθωτούς, οι οποίοι καλούνται, μέσω της φορολογίας, να κλείνουν τα κενά του προϋπολογισμού που αφήνει η εξωφρενική φοροδιαφυγή από τις περισσότερες επιχειρήσεις, μεγάλες και μικρές, και τους ελεύθερους επαγγελματίες.
[Στην ελληνική Αριστερά, σοσιαλδημοκρατική και ριζοσπαστική, έχουν παιδαριώδεις απόψεις για το τί είναι αξιόπιστο κράτος]
Και τι πιστεύετε για το Παράλληλο Πρόγραμμα;
Λυπάμαι που το λέω, αλλά θα πρέπει να κάνει κάτι πιο συστηματικό, πιο φιλόδοξο, πιο επιβλητικό, πιο σταθερό, πιο μακροπρόθεσμο. Ας μην ξεχνάμε και η Ελλάδα είναι ίσως η χειρότερη χώρα στη Δυτική Ευρώπη για τους μισθωτούς, οι οποίοι καλούνται, μέσω της φορολογίας, να κλείνουν τα κενά του προϋπολογισμού που αφήνει η εξωφρενική φοροδιαφυγή από τις περισσότερες επιχειρήσεις, μεγάλες και μικρές, και τους ελεύθερους επαγγελματίες.
[Στην ελληνική Αριστερά, σοσιαλδημοκρατική και ριζοσπαστική, έχουν παιδαριώδεις απόψεις για το τί είναι αξιόπιστο κράτος]
Και τι πιστεύετε για το Παράλληλο Πρόγραμμα;
Αυτό
που αποκαλεί η κυβέρνηση Παράλληλο Πρόγραμμα, δηλαδή οι πολιτικές
που θα μπορούσαν να προστατεύσουν το κοινωνικά και οικονομικά στρώματα που
έχουν πληγεί περισσότερο από την κρίση και έχουν βρεθεί έξω από το
οικονομικό σύστημα - π.χ. οι πολύ φτωχοί, οι αποκλεισμένοι, οι άνεργοι - είναι κοινωνική επιταγή. Ο ΣΥΡΙΖΑ είχε κάποιες μικρές αλλά σημαντικές επιτυχίες με αυτό το πρόγραμμα. Όμως
στερείται τους πόρους και την τεχνογνωσία που απαιτούνται για να
σχεδιασθεί με πληρότητα και να εφαρμοσθεί ένα τέτοιο πρόγραμμα. Και
ούτε το κράτος έχει τους κατάλληλους μηχανισμούς ή την τεχνογνωσία για
να εντοπίσει και προσδιορίσει ποιοί πραγματικά βρίσκονται σε ανάγκη. Θα
ήταν καλό για όσους υποτιμούν τη μεγάλη σημασία ενός επιτυχούς
κρατικού οικοδομήματος - και, ουσιαστικά, την υποτιμά όλη η ελληνική Αριστερά, τόσο η σοσιαλδημοκρατική όσο και η ριζοσπαστική - επανεξετάσουν τις θεωρίες τους και την απίστευτη ιδεολογική τους αφέλεια. Σε κάθε περίπτωση, αμφιβάλλω ότι το Παράλληλο Πρόγραμμα θα επιτύχει τους στόχους του.
[Ελλάδα: Ευρωπαϊκή και δυτική κοινωνία με «δυτικά» γεγονότα, αλλά με μεγάλες αντιφάσεις και υστέρηση στην οικοδόμηση λειτουργικού κράτους και οικονομίας]
Το σχήμα του πολιτισμικού δυϊσμού (όπως προτάθηκε από τον Νικηφόρο Διαμαντούρο στη δεκαετία του 1990), θεωρεί ως δεδομένη μιαν απόσταση ανάμεσα στην Ελλάδα και την ευρωπαϊκή/δυτική νεωτερικότητα. Είναι ώρα να επανεξετάσουμε την ελληνική κοινωνία και το ελληνικό κράτος υπό το φως της κρίσης;
Η
έρευνα του Dianeosis αναδεικνύει κάτι πολύ σημαντικό: οι πολιτικές και αξιακές διαιρέσεις στο εσωτερικό της ελληνικής κοινωνίας έχουν σαφή
ευρωπαϊκό χαρακτήρα, και συγκεκριμένα δυτικοευρωπαϊκό. Οι επικρατούσες διαιρέσεις (οικονομικός φιλελευθερισμός - οικονομικός
παρεμβατισμός, πολιτισμικός φιλελευθερισμός - πολιτισμικός συντηρητισμός,
φιλο-ευρωπαϊσμός - ευρωσκεπτικισμός), όπως προβάλλονται πάνω στο σχίσμα Αριστεράς / Δεξιάς που επικρατεί ακόμη ως υπόβαθρο, δείχνουν ότι η ελληνική κοινωνία ανήκει απολύτως σ' αυτό που αποκαλείται πολιτική νεωτερικότητα, με το δυτικοευρωπαϊκό νόημα του όρου. Αυτές οι διαιρέσεις είναι σαφέστερα διαρθρωμένες και πιο ανεπτυγμένες στην Ελλάδα,
παρά στις χώρες της
Ανατολικής Ευρώπης. Εκτός
αυτού, ο λόγος που η Ελλάδα βρίσκεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος
της διεθνούς κοινής γνώμης και της συζήτησης στα μέσα ενημέρωσης για
τόσα πολλά χρόνια (όπως έχει συμβεί πολλές φορές στο παρελθόν), δεν οφείλεται
φυσικά στο οικονομικό της μέγεθος, που είναι μικρό, ή τουλάχιστον δεν οφείλεται κατά πρώτο λόγο σε αυτό. Οφείλεται κατά κύριο λόγο στη γεωπολιτική της θέση, αλλά και σε έναν άλλο παράγοντα, ο οποίος συχνά παραβλέπεται: Η Ελλάδα όχι μόνον
συνδιαλεγόταν και συνδιαλέγεται διπλωματικά με τη Δύση, αλλά επίσης παρήγαγε και παράγει «Δυτικά»
γεγονότα.
Η Ελλάδα έχει ασκήσει επιρροή και έχει αφήσει ιδεολογικά (και συναισθηματικά) ίχνη στην Ευρώπη και τον κόσμο μέσω των γεγονότων που παρήγαγε: Από τον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας 1821-1830 (ήταν η πρώτη εξέγερση από αυτές που οδήγησαν στην κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας) μέχρι τον Εμφύλιο Πόλεμο των ετών 1946-1949 (ήταν η πρώτη μάχη του Ψυχρού Πολέμου) και τον εκδημοκρατισμό της το 1974, ο οποίος εγκαινίασε το τρίτο μεγάλο κύμα εκδημοκρατισμού στη Δύση, και ούτω καθεξής. Επιπλέον, τα πολιτικά σχίσματα που διαπερνούν την Ελλάδα είναι δυτικού τύπου, συνεπώς η κατανόηση τους είναι πολύ εύκολη για τον δυτικό παρατηρητή.
Για λόγους που δεν μπορούν να αναλυθούν εδώ, η Ελλάδα ιδρύθηκε ως κράτος από την crème de la crème, από τα πολύ καλύτερα, τα πιο «προχωρημένα» στοιχεία των Βαλκανικών ελίτ. Στο μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας του σύγχρονου ελληνικού κράτους (από τότε που ιδρύθηκε, στις αρχές της δεκαετίας του 1830), ο κοινοβουλευτισμός ήταν η κύρια μορφή πολιτεύματος. Ταυτόχρονα με τη Γαλλία και την Ελβετία, το ελληνικό κράτος πρωτοπόρησε στη θεσμοποίηση της καθολικής ψηφοφορίας για τους άνδρες. Η καλή λειτουργία των κοινοβουλευτικών θεσμών ήταν ήδη γεγονός από το 1875 (εκείνη την εποχή, αυτό ήταν μια πολιτική πρόοδος που ακόμη σπάνιζε στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης). Το σύνολο σχεδόν του ανδρικού πληθυσμού που σε συμμετείχε ενεργητικά στην εκλογική διαδικασία, ενώ από το 1880 και μετά εδραιώθηκε ένα δικομματικό σύστημα, πολύ λειτουργικό για την εποχή εκείνη. Σύμφωνα με τον Νίκο Αλιβιζάτο, καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου, η Ελλάδα στο γύρισμα του του 20ου αιώνα
Ωστόσο, άν και ο πολιτικός εκσυγχρονισμός, ο μικρός βαθμός ανισότητας για ιστορικούς λόγους και ο κάποιου βαθμού πολιτισμικός εκσυγχρονισμός είναι σημαντικά επιτεύγματα, η Ελλάδα πάντα υστερούσε χρονικά στον οικονομικό εκσυγχρονισμό και στην οικοδόμηση κράτους. Μέχρις ένα σημείο συμφωνώ με την ανάλυση του Στάθη Καλύβα, σύμφωνα με την οποία, βλέποντας από μια προοπτική της μακράς διάρκειας, η Ελλάδα είναι μια ιστορία επιτυχίας. Είναι μια ιστορία επιτυχίας, η οποία, βέβαια, συμβαδίζει και συνοδεύεται από μεγάλες κρίσεις, βαθιές αποτυχίες και έναν κοινωνικό πολιτισμό που έχει και πάρα πολλά απωθητικά χαρακτηριστικά. Ο ατομικισμός, ο οικογενειοκεντρικός αμοραλισμός, η πελατειακή νοοτροπία, οι ομάδες συμφερόντων που λειτουργούν με στενά συντεχνιακό πνεύμα και, πάνω απ' όλα, το μεγάλο χάσμα μεταξύ των «κανόνων που ισχύουν στους τύπους» και των «κανόνων που εφαρμόζονται στην πράξη», έχουν συμβάλει στη δημιουργία μιας κοινωνίας στην οποία, παρά την απουσία ακραίων ανισοτήτων, κυριαρχεί το αίσθημα της αδικίας. Η Ελλάδα ως όλον είναι μια χώρα με μεγάλες αντιθέσεις. Θα έλεγα, η Ελλάδα μοιάζει με μια παράξενη ευρωπαϊκή επαρχία που έχει όλα τα προβλήματα και τις αδυναμίες μιας επαρχίας, ενώ ταυτόχρονα έχει έναν πληθυσμό μορφωμένο και, πολλές φορές, έχει ελίτ με έντονο κοσμοπολιτισμό που της προσδίδουν έναν εμφανώς «μη-επαρχιακό» χαρακτήρα. Η Ελλάδα δυσκολεύεται πολύ να διαχειριστεί αυτή την εκρηκτική αντίφαση, η οποία συμβαδίζει με την αμφιλεγόμενη ταύτισή της με τη νεωτερικότητα. Εξ ου και οι τεράστιες επιτυχίες και οι τρομερές κρίσεις που χαρακτηρίζουν την ιστορία της Ελλάδας.
Τη συνέντευξη πήραν η Ιουλία Λειβαδίτη και ο Νικόλαος Νενεδάκης για το Rethinking Greece / Greek News Agenda, στις 27 Σεπτεμβρίου 2016.
[Οι μεσότιτλοι με έντονους χαρακτήρες είναι του αγγλικού κειμένου στο Rethinking Greece - Οι άλλοι μεσότιτλοι προστέθηκαν στον ιστότοπο Μετά την Κρίση]
Η Ελλάδα έχει ασκήσει επιρροή και έχει αφήσει ιδεολογικά (και συναισθηματικά) ίχνη στην Ευρώπη και τον κόσμο μέσω των γεγονότων που παρήγαγε: Από τον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας 1821-1830 (ήταν η πρώτη εξέγερση από αυτές που οδήγησαν στην κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας) μέχρι τον Εμφύλιο Πόλεμο των ετών 1946-1949 (ήταν η πρώτη μάχη του Ψυχρού Πολέμου) και τον εκδημοκρατισμό της το 1974, ο οποίος εγκαινίασε το τρίτο μεγάλο κύμα εκδημοκρατισμού στη Δύση, και ούτω καθεξής. Επιπλέον, τα πολιτικά σχίσματα που διαπερνούν την Ελλάδα είναι δυτικού τύπου, συνεπώς η κατανόηση τους είναι πολύ εύκολη για τον δυτικό παρατηρητή.
Για λόγους που δεν μπορούν να αναλυθούν εδώ, η Ελλάδα ιδρύθηκε ως κράτος από την crème de la crème, από τα πολύ καλύτερα, τα πιο «προχωρημένα» στοιχεία των Βαλκανικών ελίτ. Στο μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας του σύγχρονου ελληνικού κράτους (από τότε που ιδρύθηκε, στις αρχές της δεκαετίας του 1830), ο κοινοβουλευτισμός ήταν η κύρια μορφή πολιτεύματος. Ταυτόχρονα με τη Γαλλία και την Ελβετία, το ελληνικό κράτος πρωτοπόρησε στη θεσμοποίηση της καθολικής ψηφοφορίας για τους άνδρες. Η καλή λειτουργία των κοινοβουλευτικών θεσμών ήταν ήδη γεγονός από το 1875 (εκείνη την εποχή, αυτό ήταν μια πολιτική πρόοδος που ακόμη σπάνιζε στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης). Το σύνολο σχεδόν του ανδρικού πληθυσμού που σε συμμετείχε ενεργητικά στην εκλογική διαδικασία, ενώ από το 1880 και μετά εδραιώθηκε ένα δικομματικό σύστημα, πολύ λειτουργικό για την εποχή εκείνη. Σύμφωνα με τον Νίκο Αλιβιζάτο, καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου, η Ελλάδα στο γύρισμα του του 20ου αιώνα
«[...] συγκαταλέγονταν στον στενό κύκλο των συνταγματικά ανεπτυγμένων χωρών της Ευρώπης, και στο πεδίο αυτό ξεπερνούσε σε μεγάλο βαθμό τις άλλες Βαλκανικές χώρες. Αυτό δεν οφειλόταν αποκλειστικά και μόνον στην ποιότητα των εκλογικών διαδικασιών και στην ορθή λειτουργία του κοινοβουλευτισμού, αλλά επίσης, στον σεβασμό των ατομικών ελευθεριών».Το πολιτικό σύστημα είχε συμπεριλάβει τα φτωχότερα κοινωνικά στρώματα στον εκλογικό παιχνίδι και, ως τελευταίο αλλά όχι λιγότερο σημαντικό σημείο, οι κοινωνικές ανισότητες ήταν περιορισμένες.
Ωστόσο, άν και ο πολιτικός εκσυγχρονισμός, ο μικρός βαθμός ανισότητας για ιστορικούς λόγους και ο κάποιου βαθμού πολιτισμικός εκσυγχρονισμός είναι σημαντικά επιτεύγματα, η Ελλάδα πάντα υστερούσε χρονικά στον οικονομικό εκσυγχρονισμό και στην οικοδόμηση κράτους. Μέχρις ένα σημείο συμφωνώ με την ανάλυση του Στάθη Καλύβα, σύμφωνα με την οποία, βλέποντας από μια προοπτική της μακράς διάρκειας, η Ελλάδα είναι μια ιστορία επιτυχίας. Είναι μια ιστορία επιτυχίας, η οποία, βέβαια, συμβαδίζει και συνοδεύεται από μεγάλες κρίσεις, βαθιές αποτυχίες και έναν κοινωνικό πολιτισμό που έχει και πάρα πολλά απωθητικά χαρακτηριστικά. Ο ατομικισμός, ο οικογενειοκεντρικός αμοραλισμός, η πελατειακή νοοτροπία, οι ομάδες συμφερόντων που λειτουργούν με στενά συντεχνιακό πνεύμα και, πάνω απ' όλα, το μεγάλο χάσμα μεταξύ των «κανόνων που ισχύουν στους τύπους» και των «κανόνων που εφαρμόζονται στην πράξη», έχουν συμβάλει στη δημιουργία μιας κοινωνίας στην οποία, παρά την απουσία ακραίων ανισοτήτων, κυριαρχεί το αίσθημα της αδικίας. Η Ελλάδα ως όλον είναι μια χώρα με μεγάλες αντιθέσεις. Θα έλεγα, η Ελλάδα μοιάζει με μια παράξενη ευρωπαϊκή επαρχία που έχει όλα τα προβλήματα και τις αδυναμίες μιας επαρχίας, ενώ ταυτόχρονα έχει έναν πληθυσμό μορφωμένο και, πολλές φορές, έχει ελίτ με έντονο κοσμοπολιτισμό που της προσδίδουν έναν εμφανώς «μη-επαρχιακό» χαρακτήρα. Η Ελλάδα δυσκολεύεται πολύ να διαχειριστεί αυτή την εκρηκτική αντίφαση, η οποία συμβαδίζει με την αμφιλεγόμενη ταύτισή της με τη νεωτερικότητα. Εξ ου και οι τεράστιες επιτυχίες και οι τρομερές κρίσεις που χαρακτηρίζουν την ιστορία της Ελλάδας.
Τη συνέντευξη πήραν η Ιουλία Λειβαδίτη και ο Νικόλαος Νενεδάκης για το Rethinking Greece / Greek News Agenda, στις 27 Σεπτεμβρίου 2016.
[Οι μεσότιτλοι με έντονους χαρακτήρες είναι του αγγλικού κειμένου στο Rethinking Greece - Οι άλλοι μεσότιτλοι προστέθηκαν στον ιστότοπο Μετά την Κρίση]
Ο Γεράσιμος Μοσχονάς (διδάκτορας του Πανεπιστημίου Paris II) είναι αναπληρωτής καθηγητής Συγκριτικής Πολιτικής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου. Υπήρξε Eπισκέπτης Eρευνητής στα Πανεπιστήμια Paris II, Yale και Princeton. Εδίδαξε ως Επισκέπτης Καθηγητής στο Ινστιτούτο Ευρωπαϊκών Σπουδών του Ελεύθερου Πανεπιστήμιου Βρυξελλών, στο Ινστιτούτο Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Paris-8, στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Montpellier 1 και υπήρξε προσκεκλημένος στο πλαίσιο της Έδρας Marcel Liebman (Ελεύθερο Πανεπιστήμιο Βρυξελλών).
Εχει δημοσιεύσει δύο βιβλία: In the Name of Social Democracy, The Great Transformation: 1945 to the Present, Verso, Λονδίνο-Νέα Υόρκη, 2002 και La Social-démocratie, de 1945 à nos jours, Montchrestien, Παρίσι, 1994. Η τρέχουσα έρευνα του αφορά την ιστορία της ευρωπαϊκής Αριστεράς, την Ευρωπαϊκή Ενωση και τα πολιτικά κόμματα, με έμφαση στα κόμματα της σοσιαλδημοκρατικής και ριζοσπαστικής Αριστεράς, την θεωρία του κομματικού φαινομένου όπως και την ελληνική κρίση χρέους.
Εχει δημοσιεύσει δύο βιβλία: In the Name of Social Democracy, The Great Transformation: 1945 to the Present, Verso, Λονδίνο-Νέα Υόρκη, 2002 και La Social-démocratie, de 1945 à nos jours, Montchrestien, Παρίσι, 1994. Η τρέχουσα έρευνα του αφορά την ιστορία της ευρωπαϊκής Αριστεράς, την Ευρωπαϊκή Ενωση και τα πολιτικά κόμματα, με έμφαση στα κόμματα της σοσιαλδημοκρατικής και ριζοσπαστικής Αριστεράς, την θεωρία του κομματικού φαινομένου όπως και την ελληνική κρίση χρέους.
Του Γεράσιμου Μοσχονά στον ιστότοπο Μετά την Κρίση:
Ατελές οικοδόμημα της ΕΕ, ατελής μορφή δημοκρατίας με έλλειμμα αποτελεσματικότητας, απώλεια εμπιστοσύνης πολιτών (το Α΄ μέρος της συνέντευξης)
Η φιλο-ευρωπαϊκή Αριστερά, τόσο η Σοσιαλδημοκρατική όσο και η ριζοσπαστική, δεν έγινε φιλοευρωπαϊκή κατά λάθος (το Β΄ μέρος της συνέντευξης)
Ευρωσκεπτικισμός στην Ελλάδα και πολιτική νεωτερικότητα
Ο αριστερός ριζοσπαστισμός, ο ΣΥΡΙΖΑ και η Ευρώπη
Μια ανάγνωση - ερμηνεία του δημοψηφίσματος και του «Όχι»
Παγιδευμένες διαδρομές: Συμφέροντα της ιδιωτικής σφαίρας και το «καθεστωτικό μπλοκ» της μεσαίας τάξης, εμποδίζουν κάθε μεταρρύθμιση
Η «κενή» πόλωση: ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ Ο νέος ΣΥΡΙΖΑ σε τεντωμένο σχοινί
Η προδοσία των ιδεών. Το ΠΑΣΟΚ οδηγησε τη χώρα σε κοινωνική παγίδα
Ο αριστερός ριζοσπαστισμός, ο ΣΥΡΙΖΑ και η Ευρώπη
Μια ανάγνωση - ερμηνεία του δημοψηφίσματος και του «Όχι»
Παγιδευμένες διαδρομές: Συμφέροντα της ιδιωτικής σφαίρας και το «καθεστωτικό μπλοκ» της μεσαίας τάξης, εμποδίζουν κάθε μεταρρύθμιση
Η «κενή» πόλωση: ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ Ο νέος ΣΥΡΙΖΑ σε τεντωμένο σχοινί
Η προδοσία των ιδεών. Το ΠΑΣΟΚ οδηγησε τη χώρα σε κοινωνική παγίδα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου