Ο πολιτικός επιστήμονας Γεράσιμος Μοσχονάς μίλησε στον αγγλόγλωσσο ιστότοπο της Γενικής Γραμματείας Μέσων Ενημέρωσης και Επικοινωνίας Rethinking Greece / Greek News Agenda για την δημοκρατία στην ΕΕ, για τις προοπτικές της Αριστεράς στην Ευρώπη, για τη δομή του ελληνικού κράτους και την πολιτική νεωτερικότητα. Στο τέλος αναφέρθηκε στο ερώτημα, άν ο ΣΥΡΙΖΑ είναι σε θέση να προωθήσει προοδευτικές μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα.
Σε ελληνική μετάφραση, το Α' μέρος της συνέντευξης του Γεράσιμου Μοσχονά. → Το Β' μέρος. Θα ακολουθήσει το Γ' και τελευταίο.
Σε ελληνική μετάφραση, το Α' μέρος της συνέντευξης του Γεράσιμου Μοσχονά. → Το Β' μέρος. Θα ακολουθήσει το Γ' και τελευταίο.
© Greek News Agenda / Rethinking Greece: Gerassimos Moschonas on European Democracy, the Radical Left, Greek history and SYRIZA (συνέντευξή στην Ιουλία Λειβαδίτη και στον Νικόλαο Νενεδάκη), 27.9.2016 - download the interview in pdf format (English)
Ένα από τα βασικά συμπεράσματα μιας έρευνας σε εθνική κλίμακα, που πραγματοποιήθηκε πρόσφατα υπό την επίβλεψή σας από το ίδρυμα diaNEOsis, είναι η εδραίωση ενός νέου είδους ευρωσκεπτικισμού στην Ελλάδα. Πώς σχετίζεται η τάση αυτή με παρόμοιες τάσεις στην υπόλοιπη Ευρώπη;
Μέχρι και την κρίση του 2009, η Ελλάδα ήταν χώρα που επιδείκνυε αξιοσημείωτα φιλική διάθεση προς την ΕΕ. Ωστόσο, από την έναρξη της κρίσης το 2009, μια σημαντική αλλαγή τεκμηριώνεται
στα πορίσματα του Ευρωβαρομέτρου και έχει διερευνηθεί σε μεγαλύτερο
βάθος στην έρευνα του Dianeosis και στις ομάδες όπου εστίασε το Dianeosis. Η Ελλάδα, μια χώρα που ήταν στην πρώτη γραμμή του φιλο-ευρωπαϊσμού, είναι πλέον ουραγός. Ενώ υπάρχει ακόμη πλειοψηφική στήριξη για την παραμονή στην ΕΕ και στη ζώνη του ευρώ, σχεδόν όλοι οι άλλοι δείκτες (έγκριση ή μη από τους πολίτες στις πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εμπιστοσύνη στα θεσμικά όργανα της ΕΕ, το πως αντιλαμβάνονται τα οφέλη από τη συμμετοχή της Ελλάδας στην ΕΕ κλπ), είτε έχουν μειωθεί δραματικά ή κατέρρευσαν εντελώς. Στην παραδοσιακό άξονα που αρχίζει από τον φιλο-ευρωπαϊσμό και καταλήγει στον ευρωσκεπτικισμό, η Ελλάδα είναι σήμερα μιά από τις πιό ευρωσκεπτικιστικές χώρες της ΕΕ. Τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα και οι πολιτικές τους αποδοκιμάζονται περισσότερο ακόμη και σε σύγκριση με την αποδοκιμασία τους στη Μεγάλη Βρετανία, μια χώρα που συχνά θεωρείται το υπόδειγμα του ευρωσκεπτικισμού και πρόσφατα ψήφισε υπέρ της Brexit.
Η κρίσιμη και αποφασιστική διαφορά ανάμεσα στην Ελλάδα και στις παραδοσιακά ευρωσκεπτικιστικές χώρες είναι η ακόλουθη: Η μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων απορρίπτουν τις πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης και δεν εμπιστεύονται τα θεσμικά όργανά της, ωστόσο, η συντριπτική πλειοψηφία τους αποβλέπει στην Ευρώπη και επιθυμεί να παραμείνει εντός της ΕΕ και εντός της ζώνης του ευρώ, με την αξιοσημείωτη εξαίρεση ενός 20 % του πληθυσμού περίπου, που επιθυμεί την αποχώρηση από τη ζώνη του ευρώ. Το φιλο-ευρωπαϊκό ρεύμα, για πολλούς ιστορικούς λόγους, είναι βαθιά ριζωμένο στην Ελλάδα.
[Όχι ευρωσκεπτικιστές, αλλά αντι-ΕΕ: Το πολιτικά και ιδεολογικά σύνθετο 1/4 των Ελλήνων πολιτών]
Έτσι, πρώτον, σε σύγκριση με τη δεκαετία του 1990 και του 2000, υπήρξε μια τεράστια αύξηση του ευρωσκεπτικισμού στην Ελλάδα και, δεύτερον, και πιο σημαντικό, έχουμε τώρα στην ελληνική κοινωνία, την εδραίωση μιας πληθυσμιακής ομάδας, η οποία δεν είναι ακριβώς ευρωσκεπτικιστική, αλλά στην πραγματικότητα είναι εναντίον της ΕΕ. Στη δύναμη αυτής της ομάδας περιλαμβάνεται ένα 20 % έως 25 % του πληθυσμού της χώρας. Η μεγάλη αντίφαση στην ελληνική κοινωνία είναι η εξής: Ενώ η πλειοψηφία παραμένει κατηγορηματικά υπέρ της ΕΕ, ο φεντεραλισμός [ως υποστήριξη της μετατροπής της ΕΕ σε ομοσπονδιακού τύπου μόρφωμα] είναι περισσότερο από κάθε άλλη εποχή μια άποψη μειοψηφική. Και οι ίδιοι πολίτες που θέλουν η χώρα τους να παραμείνει στη ζώνη του ευρώ, έχουν μια πολύ αρνητική άποψη για τις πολιτικές που ασκούνται στη ζώνη του ευρώ.
Ποιά χαρακτηριστικά έχει ο ευρωσκπτικισμός στην Ελλάδα; Ποιές οι πολιτικές προτιμήσεις των πολιτών που συναποτελούν αυτή την ομάδα;
Η κρίσιμη και αποφασιστική διαφορά ανάμεσα στην Ελλάδα και στις παραδοσιακά ευρωσκεπτικιστικές χώρες είναι η ακόλουθη: Η μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων απορρίπτουν τις πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης και δεν εμπιστεύονται τα θεσμικά όργανά της, ωστόσο, η συντριπτική πλειοψηφία τους αποβλέπει στην Ευρώπη και επιθυμεί να παραμείνει εντός της ΕΕ και εντός της ζώνης του ευρώ, με την αξιοσημείωτη εξαίρεση ενός 20 % του πληθυσμού περίπου, που επιθυμεί την αποχώρηση από τη ζώνη του ευρώ. Το φιλο-ευρωπαϊκό ρεύμα, για πολλούς ιστορικούς λόγους, είναι βαθιά ριζωμένο στην Ελλάδα.
Πίνακας του Κωνσταντίνου Ξενάκη (από το Rethinking Greece) |
Έτσι, πρώτον, σε σύγκριση με τη δεκαετία του 1990 και του 2000, υπήρξε μια τεράστια αύξηση του ευρωσκεπτικισμού στην Ελλάδα και, δεύτερον, και πιο σημαντικό, έχουμε τώρα στην ελληνική κοινωνία, την εδραίωση μιας πληθυσμιακής ομάδας, η οποία δεν είναι ακριβώς ευρωσκεπτικιστική, αλλά στην πραγματικότητα είναι εναντίον της ΕΕ. Στη δύναμη αυτής της ομάδας περιλαμβάνεται ένα 20 % έως 25 % του πληθυσμού της χώρας. Η μεγάλη αντίφαση στην ελληνική κοινωνία είναι η εξής: Ενώ η πλειοψηφία παραμένει κατηγορηματικά υπέρ της ΕΕ, ο φεντεραλισμός [ως υποστήριξη της μετατροπής της ΕΕ σε ομοσπονδιακού τύπου μόρφωμα] είναι περισσότερο από κάθε άλλη εποχή μια άποψη μειοψηφική. Και οι ίδιοι πολίτες που θέλουν η χώρα τους να παραμείνει στη ζώνη του ευρώ, έχουν μια πολύ αρνητική άποψη για τις πολιτικές που ασκούνται στη ζώνη του ευρώ.
Ποιά χαρακτηριστικά έχει ο ευρωσκπτικισμός στην Ελλάδα; Ποιές οι πολιτικές προτιμήσεις των πολιτών που συναποτελούν αυτή την ομάδα;
Στην Ελλάδα υπήρχε ανέκαθεν μια μερίδα του πληθυσμού που έβλεπε με σκεπτικισμό την ΕΕ. Το νέο φαινόμενο που παρατηρούμε εδώ, είναι ότι αυτή η μερίδα τώρα είναι πολύ μεγαλύτερη και, προπαντός, εμφανίζει μια ξεχωριστή, ολοκληρωμένη ταυτότητα με εσωτερική συνοχή. Πρόκειται για μια ομάδα ανθρώπων που έχουν κοινή άποψη για την ΕΕ και τη θέση της Ελλάδας μέσα σε αυτήν, αλλά και τις ίδιες ή παρόμοιες απόψεις για την οικονομία, για το πολιτικό σύστημα και για τα κύρια θεσμικά του όργανα καθώς και για την πολιτική. Η ομάδα έχει έντονα αντιπολιτευτικά χαρακτηριστικά και είναι «ριζοσπαστική», με την έννοια ότι έχει την τάση να απορρίπτει ο,τιδήποτε θεωρείται «επικρατούν» ή «καθιερωμένο» (mainstream). Στην πραγματικότητα, θα προτιμούσα να ορίσω αυτή την ομάδα αυτό ως τον αντι-ΕΕ «πόλο» της κοινής γνώμης, δεδομένου ότι η εν λόγω μερίδα του πληθυσμού εμφανίζει μια εκπληκτική συνέπεια στις προτιμήσεις της, που πηγαίνει πέρα από το ευρωπαϊκό ζήτημα και επεκτείνεται στις προτιμήσεις της ομάδας για τα οικονομικά θέματα, καθώς και στις απόψεις της για τους πολιτικούς θεσμούς και την πολιτική συνολικά.
Ενδεικτικά, όσον αφορά τον πολιτικό προσανατολισμό, η σύνθεση αυτής της ομάδας, η οποία βασίζεται στην αυτο-τοποθέτηση των ατόμων πάνω στον άξονα Αριστερά/Δεξιά έχει ως εξής: Ακροαριστερά: 7%, Αριστερά: 37%, Κεντρο-Αριστερά: 14%, Κέντρο: 12%, Κεντρο-Δεξιά: 5%, Δεξιά: 5%, Ακροδεξιά: 10%. Άν και το κέντρο βάρους αυτού του αντι-ευρωπαϊκού ρεύματος είναι στην Αριστερά, ένα μεγάλο μέρος αυτής της ομάδας, περίπου 30%, προέρχεται από ψηφοφόρους οι οποίοι αυτοπροσδιορίζονται ως κεντρο-αριστεροί, κεντρώοι και κεντροδεξιοί. Συνεπώς, είναι μια πάρα πολύ σύνθετη ομάδα, με ισχυρή παρουσία της Αριστεράς και της ριζοσπαστικής Δεξιάς. Όμως η ομάδα αυτή καταφέρνει να διεισδύει και στο κεντρικό τμήμα του άξονα Αριστεράς/Δεξιάς, δηλαδή σε ένα πολιτικό πεδίο που παραδοσιακά είναι πολύ πιο μετριοπαθές και φιλο -ευρωπαϊκό.
Υπάρχει μια απλή εξήγηση για την εμφάνιση και άνοδο αυτής της ομάδας: οφείλεται στο ξέσπασμα της κρίσης, στις πολιτικές της λιτότητας που ακολούθησαν και στην αυστηρή εποπτεία μέσω των μνημονίων. Αυτοί οι δύο παράγοντες (λιτότητα + εποπτεία), αλληλένδετοι αλλά όχι ταυτόσημοι, παράγουν έναν αντι-ευρωπαϊσμό, ο οποίος, για πρώτη φορά στην πρόσφατη ελληνική ιστορία, είναι παγιωμένος και έχει ισχυρά θεμέλια. Βέβαια, υπάρχει πάντα το ζήτημα του πώς ερμηνεύει κανείς τα δεδομένα της έρευνας. Βλέποντάς τα υπό το πρίσμα της σύγκρισης με το παρελθόν, η εμφάνιση αυτής της ομάδας είναι σημαντική νέα εξέλιξη και μεγάλης σημασίας φαινόμενο. Βλέποντας τα δεδομένα υπό το πρίσμα της παρατεταμένης πολιτικής της λιτότητας και των επαναλαμβανόμενων φάσεων σύγκρουσης ανάμεσα στην Ελλάδα και στα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα, ίσως το γεγονός που εκπλήττει είναι ότι η αντι-ευρωπαϊκή μερίδα του πληθυσμού έχει παραμείνει περιορισμένη σε ένα μέγεθος περίπου 20 % έως 25 %.
Μπορεί αυτή η ομάδα να αποτελέσει τη βάση για περαιτέρω μετασχηματισμό του ελληνικού κομματικού συστήματος;
Αυτό που μπορούμε να παρατηρήσουμε είναι η ύπαρξη ενός εδάφους στο εκλογικό σώμα ευνοϊκού για την εμφάνιση ενός αντι-ΕΕ κόμματος. Θα μπορέσει μια πολιτική δύναμη, παλιά ή νέα, να απευθυνθεί με επιτυχία σ' αυτή τη μερίδα του εκλογικού σώματος; Μέχρι στιγμής, κανένα κόμμα δεν μπόρεσε να το κάνει: Ούτε η Χρυσή Αυγή, ούτε το Κομμουνιστικό Κόμμα, και φυσικά ούτε τα μικρότερα κόμματα της Αριστεράς. Έτσι, αυτό το ρεύμα δεν διαθέτει μια κεντρική και ενιαία πολιτική εκπροσώπηση. Εκλογικά είναι κατακερματισμένο, ψηφίζει διαφορετικά κόμματα την ημέρα των εκλογών, δημιουργώντας έτσι ένα κενό πολιτικής αντιπροσώπευσης.
[Τρία διαφορετικά ελλείμματα δημοκρατίας: Το παγκόσμιο, της ΕΕ και του εθνικού κράτους]
Ο Γερμανός πολιτικός επιστήμονας Βόλφγκανγκ Στρέεκ (Wolfgang Streeck) προβάλλει την εξής άποψη (Social Democracy´s Last Rounds, στο Jacobin, 25.2.2016 - βλ. ελληνική μετάφραση στα Ενθέματα της Αυγής): Ο καπιταλισμός συνθλίβει τη δημοκρατία στην Ευρώπη, η Σοσιαλδημοκρατία έχει χάσει την ορμή της και είναι παράδοξο που ο ΣΥΡΙΖΑ τρέφει ακόμη ψευδαισθήσεις για την «ευρωπαϊκή ιδέα». Θα θέλατε να σχολιάσετε;
Σήμερα υπάρχουν τρεις πηγές του ελλείμματος δημοκρατίας, ή, για να το πούμε πιο απλά, τρία διαφορετικά ελλείμματα δημοκρατίας:
Ωστόσο, δεν είναι αλήθεια ότι η ΕΕ συμβάλλει στην κρίση της δημοκρατίας;
Η ΕΕ μεγεθύνει ένα φαινόμενο που σχετίζεται με ευρύτερους μετασχηματισμούς του Πολιτικού. Κατ' αρχήν, η ΕΕ, λόγω του μεγέθους της και μέσω της διαδικασίας της ολοκλήρωσής της, θα μπορούσε και θα έπρεπε να συμβάλει αποφασιστικά στον περιορισμό του πρώτου και πιο σημαντικού ελλείμματος δημοκρατίας, αυτού που προκαλεί η επικυριαρχία των αγορών επί της πολιτικής. Αυτή θα ήταν η μεγαλύτερη και η πιο θετική συνεισφορά της ΕΕ στη δημοκρατία. Υπήρχαν τέτοιες προσδοκίες και φιλοδοξίες στο παρελθόν, ιδιαίτερα κατά την περίοδο πριν από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ. Αλλά αυτό δεν έγινε πράξη, επειδή η Ευρώπη επέλεξε μια πολύ διαφορετική πορεία για ό,τι αφορά τη σχέση της με τις αγορές. Ως αποτέλεσμα, έχει αναπτυχθεί έντονα μεταξύ των πολιτών η αντίληψη ότι εντός της ΕΕ υπάρχει έλλειμμα δημοκρατίας. Ταυτόχρονα, η ευρύτερη διαρθρωτική κρίση πολιτικής αντιπροσώπευσης επιδεινώνεται από τα κενά δημοκρατικής λειτουργίας, που είναι ένα παράπλευρο προϊόν του ευρωπαϊκού πλαισίου λήψης αποφάσεων. Η πανουργία της ιστορίας επανέφερε εκ νέου στο προσκήνιο το «πρόβλημα δημοκρατίας», το οποίο φαινόταν να έχει επιλυθεί μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.
Πώς αξιολογείτε αυτά τα «κενά δημοκρατίας» εντός της ΕΕ;
Υποτίθεται ότι μια ένωση κρατών και λαών συνδυάζει την αρχή των ίσων δικαιωμάτων για τους πολίτες με την αρχή της πολιτικής ισότητας μεταξύ των κρατών-μελών, όπως τεκμηριώνεται στις Συνθήκες της. Όμως τα κράτη-μέλη από τη φύση τους είναι άνισα και συνεχίζουν να είναι πάντα παράγοντες που επιδιώκουν να αποκτήσουν μεγαλύτερη ισχύ για τον εαυτό τους και για τους πολίτες-ψηφοφόρους που εκπροσωπούν. Με το δεδομένο ότι η διακυβερνητική μέθοδος επικρατεί στη διαδικασία λήψης αποφάσεων εντός της ΕΕ, η ισότητα των πολιτών της ΕΕ διαμεσολαβείται από τα κράτη-μέλη της ΕΕ, συνεπώς και από την ανισότητα της ισχύος αυτών των κρατών. Έτσι, υπάρχει εξαρχής μια εγγενής κατάσταση έντασης μεταξύ της πολιτικής ισότητας (δηλαδή της ανισότητας) των μελών αφενός και της πολιτικής ισότητας των πολιτών αφετέρου. Και αυτό παρά τις ρητορικές διαβεβαιώσεις του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων των πολιτών της ΕΕ.
Επιτρέψτε μου να επισημάνω, ότι δεν πρέπει να επιρρίπτουμε εύκολα και με ελαφρότητα όλη την ευθύνη για την έλλειψη μιας αποτελεσματικά δημοκρατικής και υπεύθυνης ΕΕ στις «αλαζονικές ελίτ» της ΕΕ. Η πολυπλοκότητα των θεσμικών οργάνων της ΕΕ, η πολλαπλότητα των πολιτικών κέντρων εντός της και η μεγάλη ποικιλία των συμφερόντων, καθιστούν τη λειτουργία της ευρωπαϊκής δημοκρατίας εξαιρετικά δύσκολη ούτως ή άλλως. Στην πραγματικότητα, το ευρωπαϊκό έλλειμμα δημοκρατίας δεν είναι μόνο, ή αποκλειστικά, θεσμικής φύσης. Ούτε μπορεί να επιλυθεί μέσω θεσμικών καινοτομιών και διορθώσεων μόνον. Το έλλειμμα δημοκρατίας είναι διαρθρωτικό, δηλαδή έχει βαθειά θεμέλια και σχετίζεται έντονα με τις εμμένουσες ταυτότητες των κρατών που αποτελούν την Ευρώπη. Αυτές οι ισχυρές ταυτότητες, οι οποίες δεν είναι απλώς πολιτισμικές, αλλά περιλαμβάνουν τις μακρόβιες και πλήρως διαμορφωμένες κρατικές δομές, τους εξελιγμένους δημοκρατικούς θεσμούς, τις ισχυρές πολιτικές κληρονομιές και τις περίπλοκες κοινότητες συμφερόντων [στα κράτη-μέλη], πρέπει ταυτόχρονα να προστατεύονται και να ενσωματώνονται σε ένα νέο σύστημα, το οποίο, για να λειτουργήσει αποτελεσματικά, πρέπει να αποκτήσει δική του ταυτότητα, συνοχή και δημοκρατική διάρθρωση. Αυτό ήταν, και συνεχίζει να είναι, ένα γιγαντιαίο εγχείρημα. Αν μια γνήσια οικονομική και νομισματική ένωση για να αναπτυχθεί πλήρως χρειάζεται δεκαετίες (όπως υποδεικνύεται από την αμερικανική εμπειρία), μια γνήσια δημοκρατική και υπεύθυνη Ένωση θα χρειαστεί ακόμη περισσότερο χρόνο. Μπορεί να γίνουν μικρές προσαρμογές, αλλά το έλλειμμα δημοκρατίας της ΕΕ ως όλον, δεν είναι πρόβλημα που μπορεί να επιλυθεί στο κοντινό ή στο όχι και τόσο κοντινό μέλλον. Οι εμπειρογνώμονες και οι πολιτικοί της ΕΕ που πιστεύουν, ότι η ΕΕ μπορεί να εκδημοκρατιστεί βραχυπρόθεσμα ή μεσοπρόθεσμα, υποτιμούν σοβαρά την πολυπλοκότητα του ευρωπαϊκού «προβλήματος δημοκρατίας». Όσο ευγενείς και να είναι οι προθέσεις τους, οι προβλέψεις και οι σχεδιασμοί τους ισοδυναμούν με μια κλασική, ακραία περίπτωση ευσεβών πόθων.
Τι συμπεράσματα βγάζουμε για την δημοκρατία στην Ευρώπη από τα πρόσφατα δημοψηφίσματα [στην Ελλάδα, στη Βρετανία, στην Ουγγαρία];
Πρώτα απ' όλα, μας λένε αυτό που ήδη γνωρίζαμε· δηλαδή ότι στην ΕΕ λειτουργούν συχνά εξισορροπήσεις και συμβιβασμοί μεταξύ της δημοκρατίας και της αποτελεσματικότητας. Στην περίπτωση της Brexit, για παράδειγμα, η δημοκρατία αποδυνάμωσε την αποτελεσματικότητα της ΕΕ, μείωσε την ισχύ και την επιρροή της. Η εμπειρία από τα δημοψηφίσματα δείχνει επίσης ότι μπορεί να υπάρχει αντίφαση - μερικές φορές ακόμη και μετωπική σύγκρουση - ανάμεσα στη δημοκρατική έκφραση σε ένα κράτος-μέλος και της δημοκρατίας σε ένα άλλο ή άλλα. Αυτό συνέβη άλλωστε με το δημοψήφισμα στην Ελλάδα τον Ιούλιο του 2015. Σε πολιτικό επίπεδο, το γεγονός ότι η ΕΕ αγνόησε το αποτέλεσμα αυτού του δημοψηφίσματος ήταν μια κεντρική - και κυνική - στρατηγική απόφαση. Αλλά τι σημαίνει αυτό, άν το δούμε μέσα απο το πρίσμα της θεωρίας της δημοκρατίας;
Στην περίπτωση της Ελλάδας, το hashtag στο twitter “this is a coup”, σε μεγάλο βαθμό αντιστοιχούσε στην πραγματικότητα. Αλλά δεν ήταν ένα πραξικόπημα, με την έννοια μιας δεσποτικής δύναμης που παραβιάζει τη βούληση ενός λαού. Οι δημοκρατικά εκλεγμένοι εκπρόσωποι των πιο ισχυρών κρατών - μέσα στο πλαίσιο της επικρατούσας διακυβερνητικής μεθόδου - δεν σεβάστηκαν τη δημοκρατική απόφαση ενός πιο αδύναμου εθνικού κράτους. Η μια δημοκρατική νομιμότητα δεν σεβάστηκε την άλλη. Οι αποφάσεις που λήφθηκαν εις βάρος της δημοκρατίας στην Ελλάδα (δηλαδή εις βάρος της βούλησης των Ελλήνων πολιτών), ελήφθησαν ακριβώς στο όνομα της δημοκρατίας σε άλλα ισχυρότερα κράτη. Επομένως, μέσα στο ισχύον θεσμικό πλαίσιο της ΕΕ, μπορεί εύκολα να προκύψει σύγκρουση μεταξύ διαφορετικών δημοκρατικών νομιμοποιήσεων και μεταξύ διαφορετικών λαϊκών εντολών, αλλά δεν μπορεί εύκολα να επιλυθεί.
Στην προκειμένη περίπτωση, αντί να προκύψει ένας πολιτικός συμβιβασμός που θα οδηγούσε σε κάποιου είδους «από κοινού διαχείρισης του ζητήματος», είχαμε μια κλασική «κατά πλειοψηφίαν» (“majoritarian”) απόφαση. Ήταν ένα παράδειγμα «δημοκρατικού» εξαναγκασμού, ή και δημοκρατικής ωμότητας. Αυτός ο εξαναγκασμός - ο όρος «εξαναγκασμός» (“coercion”) είναι του Φιλίπ Πετίτ (Philip Pettit) είναι εύλογος «όταν κάποιος αναγκάζεται να κάνει ή να δεχτεί κάτι διότι απειλείται με κάτι χειρότερο» - δεν παραβίαζε τους κανόνες. Ωστόσο, παραβίασε την παράδοση του σεβασμού των ασθενέστερων κρατών-μελών που προέρχονταν απο το acquis communautaire [κοινοτικό κεκτημένο] των προηγούμενων δεκαετιών. Έτσι, αυτό που συνέβη ήταν συνδυασμός των κανόνων (δηλαδή μια απόφαση κατά πλειοψηφίαν) με απίστευτη αλαζονεία. Κατά μία έννοια, ο χειρισμός της ελληνικής υπόθεσης έδειξε ότι, σε αντίθεση με την κλασική ανάλυση του Arend Lijphart [Patterns of democracy, 1999], τα συναινετικά συστήματα δεν είναι πάντα «ευγενικές και ήπιες» μορφές διακυβέρνησης. Μπορούν να γίνουν πολύ άγρια και σκληρά εναντίον παικτών που αντιτίθενται στην επικρατούσα τάση αλλά είναι αδύναμοι. Γίνονται σκληρά, ακριβώς επειδή είναι πολύ σύνθετα συστήματα με ελέγχους και ισορροπίες (checks-and-balances) και όχι παραβιάζοντας τον σύνθετο και «ισορροπιστικό» χαρακτήρα τους. Όμως αυτό δεν μπορεί να αποτελέσει θέμα συζήτησης στον περιορισμένο χώρο μιας συνέντευξης.
[Σο ατελές οικοδόμημα της ΕΕ ταιριάζουν ατελείς μορφές δημοκρατίας - Η απώλεια εμπιστοσύνης των πολιτών σχετίζεται πιο πολύ με το έλλειμμα αποτελεσματικότητας της Ένωσης, παρά με το έλειμμα δημοκρατίας]
Εάν μεταξύ δημοκρατίας και αποτελεσματικότητας συμβαίνουν εξισορροπήσεις και συμβιβασμοί, πώς αυτό επηρεάζει τη δυναμική της δημοκρατίας στο επίπεδο της ΕΕ;
Στο κατακερματισμένο σύμπαν των ευρωπαϊκών χωρών, πολιτισμών και, πάνω απ' όλα, των ισχυρών και πλήρως ανεπτυγμένων δομών των εθνικών κρατών, η δημοκρατία θα σκοτώσει την ΕΕ. Ζυγίζω τα λόγια μου προσεκτικά: Η πραγματική δημοκρατία θα διαλύσει την ΕΕ. Ο πραγματικός, πλήρης εκδημοκρατισμός θα οδηγήσει στο τέλος της ΕΕ, γιατί άν γίνει πράξη, οι εξισορροπήσεις και συμβιβασμοί μεταξύ της δημοκρατίας και της αποτελεσματικότητας αναπόφευκτα θα γίνονται εις βάρος της αποτελεσματικότητας - και μάλιστα με καταστροφικό τρόπο.
Οι μεσοβέζικες και συνεπώς ατελείς μορφές δημοκρατίας είναι οι μόνες που μπορούν να ταιριάξουν με το ατελές μοντέλο του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Ωστόσο, το γεγονός ότι είναι ατελείς σημαίνει ότι παράγουν όλα αυτά που παρατηρούμε: ένα σημαντικό διπλό έλλειμμα - τόσο από την άποψη της δημοκρατίας, όσο και της αποτελεσματικότητας, πράγμα που οδηγεί σε ένα αυξανόμενο κύμα δυσαρέσκειας και μη ικανοποίησης των πολιτών με την ΕΕ.
Όλα αυτά μας επιτρέπουν να κατανοήσουμε το μεγάλο αδιέξοδο της Ευρώπης: στην παρούσα φάση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης (και όχι εκείνη της δεκαετίας του 1960 ή του 1970), η ΕΕ δεν μπορεί να προχωρήσει χωρίς περισσότερη δημοκρατία. Αλλά είναι εξίσου αλήθεια, ότι η ΕΕ δεν μπορεί να προχωρήσει αν γίνει πραγματικά δημοκρατική. Είναι ένα δίλημμα χωρίς λύση. Η ΕΕ έχει παγιδευτεί σε ένα τεράστιο πρόβλημα που μοιάζει άλυτο.
Σ' αυτό το πλαίσιο, βλέποντας από ρεαλιστική και όχι ιδεολογική οπτική γωνία, η στρατηγική εκείνων που ισχυρίζονται ότι θα επιλύσει το πρόβλημα της Ευρώπης ένα μεγάλο άλμα προς την ομοσπονδοποίηση ή μια πιο προχωρημένη δημοκρατία, πάσχει από μεγάλη έλλειψη ρεαλισμού. Μεγάλα άλματα που δεν μπορούν να εγκριθούν από τις κοινωνίες των εθνικών κρατών, είναι μόνον άλματα στα χαρτιά.
Όλα αυτά, δεν επηρεάζουν τη συμπεριφορά των πολιτών;
Όταν ένα σημαντικό ποσοστό του εκλογικού σώματος είναι πεπεισμένο ότι έχει αποδυναμωθεί από μία ελίτ και από ένα σύστημα υπερβολικά ξένο, μακρινό και αδιαφανές στη λειτουργία του, η δυσαρέσκεια θα βρει τρόπους να εκφρασθεί. Παρ' όλα αυτά, είναι καλύτερο να αποφεύγουμε τις ιμπρεσιονιστικές περιγραφές. Σύμφωνα με τους κορυφαίους εμπειρογνώμονες, η σοβαρή απώλεια εμπιστοσύνης των πολιτών στην ΕΕ εξηγείται καλύτερα με την υπόθεση του ελλείμματος ως προς τις επιδόσεις και την αποτελεσματικότητα (σε επίπεδο ΕΕ αλλά και σε εθνικό επίπεδο) και όχι με την υπόθεση του ελλείμματος ως προς τη δημοκρατία.
Ενδεικτικά, όσον αφορά τον πολιτικό προσανατολισμό, η σύνθεση αυτής της ομάδας, η οποία βασίζεται στην αυτο-τοποθέτηση των ατόμων πάνω στον άξονα Αριστερά/Δεξιά έχει ως εξής: Ακροαριστερά: 7%, Αριστερά: 37%, Κεντρο-Αριστερά: 14%, Κέντρο: 12%, Κεντρο-Δεξιά: 5%, Δεξιά: 5%, Ακροδεξιά: 10%. Άν και το κέντρο βάρους αυτού του αντι-ευρωπαϊκού ρεύματος είναι στην Αριστερά, ένα μεγάλο μέρος αυτής της ομάδας, περίπου 30%, προέρχεται από ψηφοφόρους οι οποίοι αυτοπροσδιορίζονται ως κεντρο-αριστεροί, κεντρώοι και κεντροδεξιοί. Συνεπώς, είναι μια πάρα πολύ σύνθετη ομάδα, με ισχυρή παρουσία της Αριστεράς και της ριζοσπαστικής Δεξιάς. Όμως η ομάδα αυτή καταφέρνει να διεισδύει και στο κεντρικό τμήμα του άξονα Αριστεράς/Δεξιάς, δηλαδή σε ένα πολιτικό πεδίο που παραδοσιακά είναι πολύ πιο μετριοπαθές και φιλο -ευρωπαϊκό.
Υπάρχει μια απλή εξήγηση για την εμφάνιση και άνοδο αυτής της ομάδας: οφείλεται στο ξέσπασμα της κρίσης, στις πολιτικές της λιτότητας που ακολούθησαν και στην αυστηρή εποπτεία μέσω των μνημονίων. Αυτοί οι δύο παράγοντες (λιτότητα + εποπτεία), αλληλένδετοι αλλά όχι ταυτόσημοι, παράγουν έναν αντι-ευρωπαϊσμό, ο οποίος, για πρώτη φορά στην πρόσφατη ελληνική ιστορία, είναι παγιωμένος και έχει ισχυρά θεμέλια. Βέβαια, υπάρχει πάντα το ζήτημα του πώς ερμηνεύει κανείς τα δεδομένα της έρευνας. Βλέποντάς τα υπό το πρίσμα της σύγκρισης με το παρελθόν, η εμφάνιση αυτής της ομάδας είναι σημαντική νέα εξέλιξη και μεγάλης σημασίας φαινόμενο. Βλέποντας τα δεδομένα υπό το πρίσμα της παρατεταμένης πολιτικής της λιτότητας και των επαναλαμβανόμενων φάσεων σύγκρουσης ανάμεσα στην Ελλάδα και στα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα, ίσως το γεγονός που εκπλήττει είναι ότι η αντι-ευρωπαϊκή μερίδα του πληθυσμού έχει παραμείνει περιορισμένη σε ένα μέγεθος περίπου 20 % έως 25 %.
Μπορεί αυτή η ομάδα να αποτελέσει τη βάση για περαιτέρω μετασχηματισμό του ελληνικού κομματικού συστήματος;
Αυτό που μπορούμε να παρατηρήσουμε είναι η ύπαρξη ενός εδάφους στο εκλογικό σώμα ευνοϊκού για την εμφάνιση ενός αντι-ΕΕ κόμματος. Θα μπορέσει μια πολιτική δύναμη, παλιά ή νέα, να απευθυνθεί με επιτυχία σ' αυτή τη μερίδα του εκλογικού σώματος; Μέχρι στιγμής, κανένα κόμμα δεν μπόρεσε να το κάνει: Ούτε η Χρυσή Αυγή, ούτε το Κομμουνιστικό Κόμμα, και φυσικά ούτε τα μικρότερα κόμματα της Αριστεράς. Έτσι, αυτό το ρεύμα δεν διαθέτει μια κεντρική και ενιαία πολιτική εκπροσώπηση. Εκλογικά είναι κατακερματισμένο, ψηφίζει διαφορετικά κόμματα την ημέρα των εκλογών, δημιουργώντας έτσι ένα κενό πολιτικής αντιπροσώπευσης.
Ο Γερμανός πολιτικός επιστήμονας Βόλφγκανγκ Στρέεκ (Wolfgang Streeck) προβάλλει την εξής άποψη (Social Democracy´s Last Rounds, στο Jacobin, 25.2.2016 - βλ. ελληνική μετάφραση στα Ενθέματα της Αυγής): Ο καπιταλισμός συνθλίβει τη δημοκρατία στην Ευρώπη, η Σοσιαλδημοκρατία έχει χάσει την ορμή της και είναι παράδοξο που ο ΣΥΡΙΖΑ τρέφει ακόμη ψευδαισθήσεις για την «ευρωπαϊκή ιδέα». Θα θέλατε να σχολιάσετε;
Σήμερα υπάρχουν τρεις πηγές του ελλείμματος δημοκρατίας, ή, για να το πούμε πιο απλά, τρία διαφορετικά ελλείμματα δημοκρατίας:
α) ένα έλλειμμα δημοκρατίας (ή, μάλλον, ένα έλλειμμα διακυβέρνησης), που οφείλεται στην ισχυρή επικυριαρχία των αγορών επί της πολιτικής. Το έλλειμμα αυτό σχετίζεται με τη φιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση και την υπερανάπτυξη ενός τοξικού χρηματοπιστωτικού τομέα. Και αυτό είναι, κατά τη γνώμη μου, το πιο σημαντικό από τα τρία ελλείμματαΑυτά τα τρία ελλείμματα δημοκρατίας αλληλοενισχύονται. Είναι ο καπιταλισμός Συνθλίβει τη δημοκρατία ο καπιταλισμός; Σε μεγάλο βαθμό ναι, αλλά όχι μόνον - και όχι ειδικά - στην Ευρώπη, ή στην ΕΕ, ούτε εξαιτίας της Ε.Ε. Οι περισσότερες ανεπτυγμένες χώρες έχουν εισέλθει σε μια δομική, μακροχρόνια κρίση πολιτικής αντιπροσώπευσης.
β) ένα έλλειμμα δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (που συνδέεται με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ανάπτυξης και εξέλιξης της ΕΕ), και
γ) ένα έλλειμμα δημοκρατίας σε εθνικό επίπεδο, λόγω της αποδυνάμωσης των πολιτικών κομμάτων ως ιστορικής διαδικασίας και της κρίσης των παραδοσιακών διαύλων πολιτικής αντιπροσώπευσης.
Ωστόσο, δεν είναι αλήθεια ότι η ΕΕ συμβάλλει στην κρίση της δημοκρατίας;
Η ΕΕ μεγεθύνει ένα φαινόμενο που σχετίζεται με ευρύτερους μετασχηματισμούς του Πολιτικού. Κατ' αρχήν, η ΕΕ, λόγω του μεγέθους της και μέσω της διαδικασίας της ολοκλήρωσής της, θα μπορούσε και θα έπρεπε να συμβάλει αποφασιστικά στον περιορισμό του πρώτου και πιο σημαντικού ελλείμματος δημοκρατίας, αυτού που προκαλεί η επικυριαρχία των αγορών επί της πολιτικής. Αυτή θα ήταν η μεγαλύτερη και η πιο θετική συνεισφορά της ΕΕ στη δημοκρατία. Υπήρχαν τέτοιες προσδοκίες και φιλοδοξίες στο παρελθόν, ιδιαίτερα κατά την περίοδο πριν από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ. Αλλά αυτό δεν έγινε πράξη, επειδή η Ευρώπη επέλεξε μια πολύ διαφορετική πορεία για ό,τι αφορά τη σχέση της με τις αγορές. Ως αποτέλεσμα, έχει αναπτυχθεί έντονα μεταξύ των πολιτών η αντίληψη ότι εντός της ΕΕ υπάρχει έλλειμμα δημοκρατίας. Ταυτόχρονα, η ευρύτερη διαρθρωτική κρίση πολιτικής αντιπροσώπευσης επιδεινώνεται από τα κενά δημοκρατικής λειτουργίας, που είναι ένα παράπλευρο προϊόν του ευρωπαϊκού πλαισίου λήψης αποφάσεων. Η πανουργία της ιστορίας επανέφερε εκ νέου στο προσκήνιο το «πρόβλημα δημοκρατίας», το οποίο φαινόταν να έχει επιλυθεί μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.
Πώς αξιολογείτε αυτά τα «κενά δημοκρατίας» εντός της ΕΕ;
Υποτίθεται ότι μια ένωση κρατών και λαών συνδυάζει την αρχή των ίσων δικαιωμάτων για τους πολίτες με την αρχή της πολιτικής ισότητας μεταξύ των κρατών-μελών, όπως τεκμηριώνεται στις Συνθήκες της. Όμως τα κράτη-μέλη από τη φύση τους είναι άνισα και συνεχίζουν να είναι πάντα παράγοντες που επιδιώκουν να αποκτήσουν μεγαλύτερη ισχύ για τον εαυτό τους και για τους πολίτες-ψηφοφόρους που εκπροσωπούν. Με το δεδομένο ότι η διακυβερνητική μέθοδος επικρατεί στη διαδικασία λήψης αποφάσεων εντός της ΕΕ, η ισότητα των πολιτών της ΕΕ διαμεσολαβείται από τα κράτη-μέλη της ΕΕ, συνεπώς και από την ανισότητα της ισχύος αυτών των κρατών. Έτσι, υπάρχει εξαρχής μια εγγενής κατάσταση έντασης μεταξύ της πολιτικής ισότητας (δηλαδή της ανισότητας) των μελών αφενός και της πολιτικής ισότητας των πολιτών αφετέρου. Και αυτό παρά τις ρητορικές διαβεβαιώσεις του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων των πολιτών της ΕΕ.
[Στην ΕΕ λειτουργεί η δημοκρατική αντιπροσώπευση - Το Ενωσιακό έλλειμμα δημοκρατίας είναι εγγενές και διαρθρωτικό, δεν είναι μόνον πρόβλημα θεσμικής φύσης]
Αναμφίβολα, οι ευρωπαίοι πολίτες αντιπροσωπεύονται δημοκρατικά στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (μάλιστα, οι ψηφοφόροι των μικρότερων κρατών-μελών υπερεκπροσωπούνται, λόγω της εφαρμογής της αρχής της φθίνουσας αναλογικότητας) και κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών, μία από τις πιο σημαντικές θεσμικές εξελίξεις στην ΕΕ ήταν η αύξηση των εξουσιών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (παρόλο που η θέση του ΕΚ μέσα στην ευρωπαϊκή δομή των αρμοδιοτήτων είναι ακόμη αδύναμη). Επίσης, οι ευρωπαίοι πολίτες εκπροσωπούνται δημοκρατικά και μέσω των εθνικών κυβερνήσεών τους στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και, επιπλέον, το ευρωπαϊκό οικοδόμημα βασίζεται στο κράτος δικαίου. Με αυτή την έννοια, και μόνο με αυτή την έννοια, η ΕΕ δεν είναι ένα «μη δημοκρατικό σύστημα που αποτελείται από δημοκρατίες». Ωστόσο, στην πράξη, ο συνδυασμός της δημοκρατικής εντολής και της υποχρέωσης λογοδοσίας τόσο στο εθνικό όσο και στο ευρωπαϊκό επίπεδο, απλά δεν είναι εφικτός βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα.Επιτρέψτε μου να επισημάνω, ότι δεν πρέπει να επιρρίπτουμε εύκολα και με ελαφρότητα όλη την ευθύνη για την έλλειψη μιας αποτελεσματικά δημοκρατικής και υπεύθυνης ΕΕ στις «αλαζονικές ελίτ» της ΕΕ. Η πολυπλοκότητα των θεσμικών οργάνων της ΕΕ, η πολλαπλότητα των πολιτικών κέντρων εντός της και η μεγάλη ποικιλία των συμφερόντων, καθιστούν τη λειτουργία της ευρωπαϊκής δημοκρατίας εξαιρετικά δύσκολη ούτως ή άλλως. Στην πραγματικότητα, το ευρωπαϊκό έλλειμμα δημοκρατίας δεν είναι μόνο, ή αποκλειστικά, θεσμικής φύσης. Ούτε μπορεί να επιλυθεί μέσω θεσμικών καινοτομιών και διορθώσεων μόνον. Το έλλειμμα δημοκρατίας είναι διαρθρωτικό, δηλαδή έχει βαθειά θεμέλια και σχετίζεται έντονα με τις εμμένουσες ταυτότητες των κρατών που αποτελούν την Ευρώπη. Αυτές οι ισχυρές ταυτότητες, οι οποίες δεν είναι απλώς πολιτισμικές, αλλά περιλαμβάνουν τις μακρόβιες και πλήρως διαμορφωμένες κρατικές δομές, τους εξελιγμένους δημοκρατικούς θεσμούς, τις ισχυρές πολιτικές κληρονομιές και τις περίπλοκες κοινότητες συμφερόντων [στα κράτη-μέλη], πρέπει ταυτόχρονα να προστατεύονται και να ενσωματώνονται σε ένα νέο σύστημα, το οποίο, για να λειτουργήσει αποτελεσματικά, πρέπει να αποκτήσει δική του ταυτότητα, συνοχή και δημοκρατική διάρθρωση. Αυτό ήταν, και συνεχίζει να είναι, ένα γιγαντιαίο εγχείρημα. Αν μια γνήσια οικονομική και νομισματική ένωση για να αναπτυχθεί πλήρως χρειάζεται δεκαετίες (όπως υποδεικνύεται από την αμερικανική εμπειρία), μια γνήσια δημοκρατική και υπεύθυνη Ένωση θα χρειαστεί ακόμη περισσότερο χρόνο. Μπορεί να γίνουν μικρές προσαρμογές, αλλά το έλλειμμα δημοκρατίας της ΕΕ ως όλον, δεν είναι πρόβλημα που μπορεί να επιλυθεί στο κοντινό ή στο όχι και τόσο κοντινό μέλλον. Οι εμπειρογνώμονες και οι πολιτικοί της ΕΕ που πιστεύουν, ότι η ΕΕ μπορεί να εκδημοκρατιστεί βραχυπρόθεσμα ή μεσοπρόθεσμα, υποτιμούν σοβαρά την πολυπλοκότητα του ευρωπαϊκού «προβλήματος δημοκρατίας». Όσο ευγενείς και να είναι οι προθέσεις τους, οι προβλέψεις και οι σχεδιασμοί τους ισοδυναμούν με μια κλασική, ακραία περίπτωση ευσεβών πόθων.
Τι συμπεράσματα βγάζουμε για την δημοκρατία στην Ευρώπη από τα πρόσφατα δημοψηφίσματα [στην Ελλάδα, στη Βρετανία, στην Ουγγαρία];
Πρώτα απ' όλα, μας λένε αυτό που ήδη γνωρίζαμε· δηλαδή ότι στην ΕΕ λειτουργούν συχνά εξισορροπήσεις και συμβιβασμοί μεταξύ της δημοκρατίας και της αποτελεσματικότητας. Στην περίπτωση της Brexit, για παράδειγμα, η δημοκρατία αποδυνάμωσε την αποτελεσματικότητα της ΕΕ, μείωσε την ισχύ και την επιρροή της. Η εμπειρία από τα δημοψηφίσματα δείχνει επίσης ότι μπορεί να υπάρχει αντίφαση - μερικές φορές ακόμη και μετωπική σύγκρουση - ανάμεσα στη δημοκρατική έκφραση σε ένα κράτος-μέλος και της δημοκρατίας σε ένα άλλο ή άλλα. Αυτό συνέβη άλλωστε με το δημοψήφισμα στην Ελλάδα τον Ιούλιο του 2015. Σε πολιτικό επίπεδο, το γεγονός ότι η ΕΕ αγνόησε το αποτέλεσμα αυτού του δημοψηφίσματος ήταν μια κεντρική - και κυνική - στρατηγική απόφαση. Αλλά τι σημαίνει αυτό, άν το δούμε μέσα απο το πρίσμα της θεωρίας της δημοκρατίας;
Στην περίπτωση της Ελλάδας, το hashtag στο twitter “this is a coup”, σε μεγάλο βαθμό αντιστοιχούσε στην πραγματικότητα. Αλλά δεν ήταν ένα πραξικόπημα, με την έννοια μιας δεσποτικής δύναμης που παραβιάζει τη βούληση ενός λαού. Οι δημοκρατικά εκλεγμένοι εκπρόσωποι των πιο ισχυρών κρατών - μέσα στο πλαίσιο της επικρατούσας διακυβερνητικής μεθόδου - δεν σεβάστηκαν τη δημοκρατική απόφαση ενός πιο αδύναμου εθνικού κράτους. Η μια δημοκρατική νομιμότητα δεν σεβάστηκε την άλλη. Οι αποφάσεις που λήφθηκαν εις βάρος της δημοκρατίας στην Ελλάδα (δηλαδή εις βάρος της βούλησης των Ελλήνων πολιτών), ελήφθησαν ακριβώς στο όνομα της δημοκρατίας σε άλλα ισχυρότερα κράτη. Επομένως, μέσα στο ισχύον θεσμικό πλαίσιο της ΕΕ, μπορεί εύκολα να προκύψει σύγκρουση μεταξύ διαφορετικών δημοκρατικών νομιμοποιήσεων και μεταξύ διαφορετικών λαϊκών εντολών, αλλά δεν μπορεί εύκολα να επιλυθεί.
Στην προκειμένη περίπτωση, αντί να προκύψει ένας πολιτικός συμβιβασμός που θα οδηγούσε σε κάποιου είδους «από κοινού διαχείρισης του ζητήματος», είχαμε μια κλασική «κατά πλειοψηφίαν» (“majoritarian”) απόφαση. Ήταν ένα παράδειγμα «δημοκρατικού» εξαναγκασμού, ή και δημοκρατικής ωμότητας. Αυτός ο εξαναγκασμός - ο όρος «εξαναγκασμός» (“coercion”) είναι του Φιλίπ Πετίτ (Philip Pettit) είναι εύλογος «όταν κάποιος αναγκάζεται να κάνει ή να δεχτεί κάτι διότι απειλείται με κάτι χειρότερο» - δεν παραβίαζε τους κανόνες. Ωστόσο, παραβίασε την παράδοση του σεβασμού των ασθενέστερων κρατών-μελών που προέρχονταν απο το acquis communautaire [κοινοτικό κεκτημένο] των προηγούμενων δεκαετιών. Έτσι, αυτό που συνέβη ήταν συνδυασμός των κανόνων (δηλαδή μια απόφαση κατά πλειοψηφίαν) με απίστευτη αλαζονεία. Κατά μία έννοια, ο χειρισμός της ελληνικής υπόθεσης έδειξε ότι, σε αντίθεση με την κλασική ανάλυση του Arend Lijphart [Patterns of democracy, 1999], τα συναινετικά συστήματα δεν είναι πάντα «ευγενικές και ήπιες» μορφές διακυβέρνησης. Μπορούν να γίνουν πολύ άγρια και σκληρά εναντίον παικτών που αντιτίθενται στην επικρατούσα τάση αλλά είναι αδύναμοι. Γίνονται σκληρά, ακριβώς επειδή είναι πολύ σύνθετα συστήματα με ελέγχους και ισορροπίες (checks-and-balances) και όχι παραβιάζοντας τον σύνθετο και «ισορροπιστικό» χαρακτήρα τους. Όμως αυτό δεν μπορεί να αποτελέσει θέμα συζήτησης στον περιορισμένο χώρο μιας συνέντευξης.
[Σο ατελές οικοδόμημα της ΕΕ ταιριάζουν ατελείς μορφές δημοκρατίας - Η απώλεια εμπιστοσύνης των πολιτών σχετίζεται πιο πολύ με το έλλειμμα αποτελεσματικότητας της Ένωσης, παρά με το έλειμμα δημοκρατίας]
Εάν μεταξύ δημοκρατίας και αποτελεσματικότητας συμβαίνουν εξισορροπήσεις και συμβιβασμοί, πώς αυτό επηρεάζει τη δυναμική της δημοκρατίας στο επίπεδο της ΕΕ;
Στο κατακερματισμένο σύμπαν των ευρωπαϊκών χωρών, πολιτισμών και, πάνω απ' όλα, των ισχυρών και πλήρως ανεπτυγμένων δομών των εθνικών κρατών, η δημοκρατία θα σκοτώσει την ΕΕ. Ζυγίζω τα λόγια μου προσεκτικά: Η πραγματική δημοκρατία θα διαλύσει την ΕΕ. Ο πραγματικός, πλήρης εκδημοκρατισμός θα οδηγήσει στο τέλος της ΕΕ, γιατί άν γίνει πράξη, οι εξισορροπήσεις και συμβιβασμοί μεταξύ της δημοκρατίας και της αποτελεσματικότητας αναπόφευκτα θα γίνονται εις βάρος της αποτελεσματικότητας - και μάλιστα με καταστροφικό τρόπο.
Οι μεσοβέζικες και συνεπώς ατελείς μορφές δημοκρατίας είναι οι μόνες που μπορούν να ταιριάξουν με το ατελές μοντέλο του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Ωστόσο, το γεγονός ότι είναι ατελείς σημαίνει ότι παράγουν όλα αυτά που παρατηρούμε: ένα σημαντικό διπλό έλλειμμα - τόσο από την άποψη της δημοκρατίας, όσο και της αποτελεσματικότητας, πράγμα που οδηγεί σε ένα αυξανόμενο κύμα δυσαρέσκειας και μη ικανοποίησης των πολιτών με την ΕΕ.
Όλα αυτά μας επιτρέπουν να κατανοήσουμε το μεγάλο αδιέξοδο της Ευρώπης: στην παρούσα φάση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης (και όχι εκείνη της δεκαετίας του 1960 ή του 1970), η ΕΕ δεν μπορεί να προχωρήσει χωρίς περισσότερη δημοκρατία. Αλλά είναι εξίσου αλήθεια, ότι η ΕΕ δεν μπορεί να προχωρήσει αν γίνει πραγματικά δημοκρατική. Είναι ένα δίλημμα χωρίς λύση. Η ΕΕ έχει παγιδευτεί σε ένα τεράστιο πρόβλημα που μοιάζει άλυτο.
Σ' αυτό το πλαίσιο, βλέποντας από ρεαλιστική και όχι ιδεολογική οπτική γωνία, η στρατηγική εκείνων που ισχυρίζονται ότι θα επιλύσει το πρόβλημα της Ευρώπης ένα μεγάλο άλμα προς την ομοσπονδοποίηση ή μια πιο προχωρημένη δημοκρατία, πάσχει από μεγάλη έλλειψη ρεαλισμού. Μεγάλα άλματα που δεν μπορούν να εγκριθούν από τις κοινωνίες των εθνικών κρατών, είναι μόνον άλματα στα χαρτιά.
Όλα αυτά, δεν επηρεάζουν τη συμπεριφορά των πολιτών;
Όταν ένα σημαντικό ποσοστό του εκλογικού σώματος είναι πεπεισμένο ότι έχει αποδυναμωθεί από μία ελίτ και από ένα σύστημα υπερβολικά ξένο, μακρινό και αδιαφανές στη λειτουργία του, η δυσαρέσκεια θα βρει τρόπους να εκφρασθεί. Παρ' όλα αυτά, είναι καλύτερο να αποφεύγουμε τις ιμπρεσιονιστικές περιγραφές. Σύμφωνα με τους κορυφαίους εμπειρογνώμονες, η σοβαρή απώλεια εμπιστοσύνης των πολιτών στην ΕΕ εξηγείται καλύτερα με την υπόθεση του ελλείμματος ως προς τις επιδόσεις και την αποτελεσματικότητα (σε επίπεδο ΕΕ αλλά και σε εθνικό επίπεδο) και όχι με την υπόθεση του ελλείμματος ως προς τη δημοκρατία.
[Οι μεσότιτλοι με έντονους χαρακτήρες είναι του αγγλικού κειμένου του Rethinking Greece - Οι άλλοι μεσότιτλοι προστέθηκαν στον ιστότοπο Μετά την Κρίση] → Το Β' μέρος
Ο Γεράσιμος Μοσχονάς (διδάκτορας του Πανεπιστημίου Paris II) είναι αναπληρωτής καθηγητής Συγκριτικής Πολιτικής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου. Υπήρξε Eπισκέπτης Eρευνητής στα Πανεπιστήμια Paris II, Yale και Princeton. Εδίδαξε ως Επισκέπτης Καθηγητής στο
Ινστιτούτο Ευρωπαϊκών Σπουδών του Ελεύθερου Πανεπιστήμιου Βρυξελλών, στο Ινστιτούτο Ευρωπαϊκών Σπουδών του
Πανεπιστημίου Paris-8, στο
Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Montpellier 1 και υπήρξε προσκεκλημένος στο πλαίσιο της Έδρας Marcel Liebman (Ελεύθερο
Πανεπιστήμιο Βρυξελλών).
Εχει δημοσιεύσει δύο βιβλία: In the Name of Social Democracy, The Great Transformation: 1945 to the Present, Verso, Λονδίνο-Νέα Υόρκη, 2002 και La Social-démocratie, de 1945 à nos jours, Montchrestien, Παρίσι, 1994. Η τρέχουσα έρευνα του αφορά την ιστορία της ευρωπαϊκής Αριστεράς, την Ευρωπαϊκή Ενωση και τα πολιτικά κόμματα, με έμφαση στα κόμματα της σοσιαλδημοκρατικής και ριζοσπαστικής Αριστεράς, την θεωρία του κομματικού φαινομένου όπως και την ελληνική κρίση χρέους.
Εχει δημοσιεύσει δύο βιβλία: In the Name of Social Democracy, The Great Transformation: 1945 to the Present, Verso, Λονδίνο-Νέα Υόρκη, 2002 και La Social-démocratie, de 1945 à nos jours, Montchrestien, Παρίσι, 1994. Η τρέχουσα έρευνα του αφορά την ιστορία της ευρωπαϊκής Αριστεράς, την Ευρωπαϊκή Ενωση και τα πολιτικά κόμματα, με έμφαση στα κόμματα της σοσιαλδημοκρατικής και ριζοσπαστικής Αριστεράς, την θεωρία του κομματικού φαινομένου όπως και την ελληνική κρίση χρέους.
Του Γεράσιμου Μοσχονά στον ιστότοπο Μετά την Κρίση:
Ευρωσκεπτικισμός στην Ελλάδα και πολιτική νεωτερικότητα
Ο αριστερός ριζοσπαστισμός, ο ΣΥΡΙΖΑ και η Ευρώπη
Μια ανάγνωση - ερμηνεία του δημοψηφίσματος και του «Όχι»: Κουλτούρα υπερηφάνειας και απόρριψης
Παγιδευμένες διαδρομές: Συμφέροντα της ιδιωτικής σφαίρας και το «καθεστωτικό μπλοκ» της μεσαίας τάξης, εμποδίζουν κάθε μεταρρύθμιση
Η «κενή» πόλωση: ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ Ο νέος ΣΥΡΙΖΑ σε τεντωμένο σχοινί
Η προδοσία των ιδεών - Το ΠαΣοΚ έβαλε τη χώρα σε «κοινωνική παγίδα
Ο αριστερός ριζοσπαστισμός, ο ΣΥΡΙΖΑ και η Ευρώπη
Μια ανάγνωση - ερμηνεία του δημοψηφίσματος και του «Όχι»: Κουλτούρα υπερηφάνειας και απόρριψης
Παγιδευμένες διαδρομές: Συμφέροντα της ιδιωτικής σφαίρας και το «καθεστωτικό μπλοκ» της μεσαίας τάξης, εμποδίζουν κάθε μεταρρύθμιση
Η «κενή» πόλωση: ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ Ο νέος ΣΥΡΙΖΑ σε τεντωμένο σχοινί
Η προδοσία των ιδεών - Το ΠαΣοΚ έβαλε τη χώρα σε «κοινωνική παγίδα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου