Το Β΄ μέρος της συνέντευξης του πολιτικού επιστήμονα Γεράσιμου Μοσχονά στον αγγλόγλωσσο ιστότοπο Rethinking Greece / Greek News Agenda για την δημοκρατία στην ΕΕ, τις προοπτικές της Αριστεράς στην Ευρώπη, τη δομή του ελληνικού κράτους, την πολιτική νεωτερικότητα και τις δυνατότητες του ΣΥΡΙΖΑ για διακυβέρνηση και προοδευτικές μεταρρυθμίσεις.
Σε ελληνική μετάφραση το Α' μέρος της συνέντευξης ← Θα ακολουθήσει το Γ' και τελευταίο μέρος.
© Greek News Agenda / Rethinking Greece: Gerassimos Moschonas on European Democracy, the Radical Left, Greek history and SYRIZA (συνέντευξη στην Ιουλία Λειβαδίτη και στον Νικόλαο Νενεδάκη), 27.9.2016 - download the interview in pdf format (English)
Ποια η γνώμη σας για τη Σοσιαλδημοκρατία και για τον ΣΥΡΙΖΑ; Έχουν αυταπάτες για τις δυνατότητες να υπάρξει μια διαφορετική πολιτική στο εσωτερικό της ΕΕ;
Εδώ υπάρχουν τρία πράγματα που πρέπει να κατανοήσουμε: το θεσμικό ζήτημα, η κεντρομόλος δυναμική της ευρωπαϊκής διακυβέρνησης και το πώς είναι προσανατολισμένες οι οικονομικές πολιτικές.
Η ΕΕ είναι ένα από τα πιο πρωτότυπα και αριστοτεχνικά δημιουργήματα της θεσμικής και πολιτικής κατασκευαστικής τέχνης, με εκλεπτυσμένους και στερεούς θεσμικούς μηχανισμούς, τόσο ώστε είναι στο όριο του εκκεντρικού. Οι αποφάσεις σ' αυτή τη «μη κρατική Πολιτεία» λαμβάνονται μέσω διαπραγματεύσεων μεταξύ των τριών πόλων του θεσμικού τριγώνου (Επιτροπή, Συμβούλιο, Κοινοβούλιο) αφενός, και από τις διαπραγματεύσεις μεταξύ των 28 - που θα είναι σύντομα 27 - κρατών-μελών αφετέρου. Παρά το γεγονός ότι στην πορεία, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο έχει γίνει το κεντρικό όργανο και ο κρίσιμος κινητήρας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, η πολλαπλότητα των κέντρων εξουσίας και η αμοιβαία επικάλυψη των επιπέδων λήψης αποφάσεων έχουν δώσει στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων τη δυνατότητα να αναλάβει έναν σημαντικό ρόλο στον καθορισμό της πορείας της ολοκλήρωσης (πράγμα που για ότι αφορά τις οικονομικές πολιτικές, ενίσχυσε το νεοφιλελεύθερο χαρακτήρα τους, σε βαθμό που υπερβαίνει τη θέληση των εθνικών κυβερνήσεων). Ως όλον, η ΕΕ είναι ένα σύστημα που εγγενώς βασίζεται στους συμβιβασμούς: Στους συμβιβασμούς μεταξύ των διαφόρων θεσμικών κέντρων, μεταξύ των κρατών-μελών, μεταξύ των κομματικών οικογενειών. Επομένως, το ευρωπαϊκό πολιτικό σύστημα είναι ένα σύστημα συντηρητικό, όχι με την έννοια της διαίρεσης Αριστεράς-Δεξιάς, αλλά με την έννοια ότι δεν αλλάζει με ευκολία τις ήδη ειλημμένες αποφάσεις και είναι αλλεργικό σε καινοφανείς πολιτικές, όποιου είδους και να είναι αυτές. Αυτός ο «συντηρητικός» χαρακτήρας του τρόπου που λειτουργεί η Ευρώπη, δεν έχει συσταθεί δυνάμει μιας φιλελεύθερης διαστροφής ή με βάση αυτήν, και δεν θα αλλάξει εύκολα: Αντλεί τον λόγο ύπαρξής του από την πολυεθνική και πολυκρατική φύση του Ενωσιακου συστήματος. Η ευρωπαϊκή μηχανή δεν μπορεί να λειτουργήσει με διαφορετικό τρόπο. Ως αποτέλεσμα, η ΕΕ εμφανίζει, όπως έχει επισημάνει ο Γιώργος Τσεμπελής, ένα πολύ υψηλό βαθμό σταθερότητας στις πολιτικές της.
Του Κωνσταντίνου Ξενάκη (από το Rethinking Greece) |
Συνεπώς, πρόκειται για ένα σύστημα που, ακριβώς επειδή βασίζεται στους
συμβιβασμούς, τείνει προς το πολιτικό κέντρο. Η Ευρώπη λειτουργεί με βάση μια άχρωμη, «ανιαρή» κεντρώα πολιτική. Ως εκ τούτου, τείνει να κυβερνάται από παραλλαγές «μεγάλων συνασπισμών» [των δύο μεγαλύτερων πολιτικών οικογενειών της]. Η πολιτική, ως σύγκρουση μεταξύ
πολιτικών εναλλακτικών λύσεων με ουσιαστικές διαφορές μεταξύ τους, έχει σε μεγάλο βαθμό υποχωρήσει
- ιδιαίτερα όσον αφορά τις οικονομικές πολιτικές. Τα όρια του
«πολιτικά εφικτού» έχουν στενέψει σε μεγάλο βαθμό. Μπορείτε να
φανταστείτε ένα πολιτικό σύστημα εθνικού κράτους που να κυβερνάται σχεδόν διαρκώς (στην πράξη) από έναν «μεγάλο συνασπισμό» των πιο ισχυρών σε ψήφους κομμάτων; Με τα ίδια πάντοτε μεγάλα κόμματα να συγκυβερνούν
σε σχεδόν μόνιμη βάση; [ΣτΜτφ - υπάρχει, επακριβώς έτσι: της Αυστρίας] Στην πραγματικότητα,
αυτό συμβαίνει στην ΕΕ. Αυτό το μοντέλο διακυβέρνησης, αν και δεν είναι κάτι εντελώς καινοφανές (έχει
ομοιότητες με το χαρακτηριστικό του καταμερισμού της εξουσίας, που ισχύει στις δημοκρατίες
συναινετικού τύπου [είναι το αντίθετο του majoritarian τύπου, στον οποίο κυριαρχεί ως χαρακτηριστικό η λήψη αποφάσεων με τον κανόνα της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας βλ. π.χ. Βρετανία, Γαλλία], αποτελεί ένα δραματικό εξελικτικό ρήγμα στην
ιστορία της Δύσης και στην ιστορία του φαινομένου των κομμάτων. Είναι
σχεδόν έξω από την ευρωπαϊκή παράδοση. Αυτή είναι η πραγματικότητα, έστω
και αν αυτό το μοντέλο λειτουργίας έρχεται σε αντίθεση προς τα εκλογικά
συμφέροντα των ίδιων των μετριοπαθών κομμάτων, τόσο της κεντρο-αριστεράς όσο και της
κεντρο-δεξιάς. Όμως οι σταθεροί συμβιβασμοί και η σύγκλιση προς το πολιτικό
κέντρο αντιβαίνει στις συνήθειες τόσο του αριστερού όσο και του δεξιού
ριζοσπαστισμού, προκαλεί την δυσαρέσκεια των ριζοσπαστισμών κάθε είδους. Φυσικά, οι ριζοσπαστισμοί επιδιώκουν μεγάλες αλλαγές, αν είναι
δυνατόν εδώ και τώρα.
Εκτός από τις θεσμικές πτυχές και τις πτυχές που αφορούν τη διακυβέρνηση,
πρέπει να εξετάσουμε και έναν τρίτο παράγοντα, τις συγκεκριμένες πολιτικές που ασκούνται. Εδώ και αρκετές
δεκαετίες, οι οικονομικές πολιτικές που υιοθετήθηκαν από την
ΕΕ, βασικά (αν και όχι αποκλειστικά) είναι νεοφιλελεύθερης
έμπνευσης. Κατά συνέπεια - και με το δεδομένο ότι οι αποφάσεις δεν μπορούν να αλλάξουν εύκολα για τους λόγους που αναφέραμε προηγουμένως, η ΕΕ λειτουργεί στην πράξη ως στρατηγικός φραγμός που εμποδίζει να υιοθετηθούν εναλλακτικές λύσεις στις ασκούμενες πολιτικές, δηλαδή αυτές που υποστηρίζουν δυνάμεις έξω από τις καθιερωμένες και επικρατούσες.
Το ίδιο ισχύει και για τους Σοσιαλδημοκράτες, οι οποίοι δεν κατάφεραν να προωθήσουν ένα διαφορετικό μοντέλο οικονομικής πολιτικής εντός
της ΕΕ. Εκτός αυτού, η είσοδος των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης
στην ευρωπαϊκή οικογένεια έχει ενισχύσει ακόμη περισσότερο τον πολιτικό συντηρητισμό, τόσο στο
θεσμικό όσο και στο οικονομικό επίπεδο, στο σύνολο του Ενωσιακού συστήματος.
Ο θεσμικός
συντηρητισμός (1), η προσανατολισμένη προς το πολιτικό Κέντρο διακυβέρνηση (2) και το γεγονός ότι επικράτησαν οι
νεοφιλελεύθερες οικονομικές πολιτικές (3), είναι τρείς λόγοι που κατέστησαν την ΕΕ το επίκεντρο ενός νέου οικονομικού συντηρητισμού στη Δύση. Η Γερμανία και οι σύμμαχοί
της είναι η ηγετική ομάδα των χωρών που υποστηρίζουν αυτή την εξέλιξη
της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Επίσης, η Γαλλία, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το Ευρωπαϊκό
Δικαστήριο και η ΕΚΤ έχουν ζωτικούς ρόλους για να λειτουργεί το σύστημα
όπως λειτουργεί. Επομένως, οι μονομερείς επιθέσεις αποκλειστικά εναντίον της Γερμανίας εν μέρει μεγεθύνουν υπερβολικά και εξωπραγματικά τον αρνητικό ρόλο της. Οι επιθέσεις αυτές υποεκτιμούν το ρόλο της θεσμικής υποδομής που υποστηρίζει
την ΕΕ και υποβαθμίζουν το γεγονός, ότι τα πολύπλοκα συστήματα παράγουν επιπτώσεις που υπερβαίνουν τη βούληση των φορέων που τα συναποτελούν (κράτη-μέλη,
θεσμικά όργανα ή οικογένειες κομμάτων). Η ΕΕ θέτει περιορισμούς σε όλους,
συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας, συμπεριλαμβανομένων των ελίτ: σε
όλους, αλλά όχι στον ίδιο βαθμό. Για να συνοψίσω: η ΕΕ, τόσο θεσμικά, όσο και
με βάση τις ασκούμενες πολιτικές της, λειτουργεί περισσότερο ως παγίδα παρά ως πηγή
ελπίδας για την [όλη] Αριστερά. Αυτό ισχύει τόσο για την Σοσιαλδημοκρατία
όσο και για την ριζοσπαστική Αριστερά. Από αυτή την άποψη, καμμιά ρεαλιστική ανάγνωση της
κατάστασης δεν αφήνει περιθώρια για ψευδαισθήσεις.
Επομένως, νομίζετε ότι οι αξιώσεις της ριζοσπαστικής Αριστεράς για αλλαγές στις πολιτικές εντός της ΕΕ δεν είναι ρεαλιστικές...
Ο
μόνος τρόπος για να
εφαρμοστούν περισσότερο αριστερές πολιτικές στο πλαίσιο της υφιστάμενης ΕΕ, είναι μέσω μιας ταυτόχρονης αλλαγής της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής σε πολλές χώρες της ΕΕ, και προπαντός στις τρεις ή τέσσερις πιο σημαντικές (πρώτα απ' όλα στη Γερμανία
και στη Γαλλία, αλλά και στην Ιταλία, Ισπανία κ.τ.λ.). Μια τέτοια
ταυτόχρονη αλλαγή δεν είναι πολύ πιθανή, αλλά ακόμη και αν συμβεί, θα απαιτήσει μια πολύ ευρεία συμφωνία των θεσμικών οργάνων. Επομένως,
θα αντιμετωπίσει πολλές δυσκολίες και θα κινδυνεύσει να παγιδευτεί η εγκλωβιστεί σε κάποιο σημείο της
διαδικασίας. Το γενικό πλαίσιο (ο κατακερματισμός των δυνάμεων, τα υψηλά θεσμικά
εμπόδια για οποιονδήποτε αναπροσανατολισμό της ασκούμενης πολιτικής, τα νομικά
κεκτημένα [jurisdictional acquis], ο μικρός προϋπολογισμός της ΕΕ και, τελευταίο αλλά όχι
λιγότερο σημαντικό, οι ενδο-αριστερές διαμάχες) κάνει έναν σοσιαλδημοκρατικό
αναπροσανατολισμό της ΕΕ πολύ δύσκολο στην εφαρμογή του.
[Τα θεσμικά συστήματα και όργανα είναι ταυτόχρονα και εμπόδια και όπλα: δεν παράγουν πολιτικές από μόνα τους. Ο σημαντικός ρόλος των δρώντων παραγόντων]
Ταυτόχρονα ισχύει το εξής: Εκείνοι που θεωρούν ανέφικτη μια αλλαγή προσανατολισμού (επειδή η ΕΕ είναι «μια ακραία περίπτωση συστήματος πολλαπλών βέτο» [Fritz Schapf]), παρά το γεγονός ότι δεν κάνουν λάθος στη βασική επιχειρηματολογία τους, παραβλέπουν τη θεσμική μεταβολή και τη μετατόπιση στην ισορροπία των δυνάμεων που πράγματι έχει συμβεί εντός της ΕΕ. Σήμερα στην ΕΕ υπάρχει ένα κράτος που κατέχει δεσπόζουσα θέση, κάτι που δεν συνέβαινε στο παρελθόν. Ακόμη περισσότερο, το καθεστώς της ΕΕ έχει γίνει λιγότερο συναινετικό (ή περισσότερο majoritarian [δηλαδή οι αποφάσεις λαμβάνονται κυρίως κατά πλειοψηφίαν]), πράγμα που in abstracto [αφηρημένα και θεωρητικά] κάνει ευκολότερο έναν πολιτικό αναπροσανατολισμό. Επιτρέψτε μου, λοιπόν, να συζητήσουμε, με εντελώς θεωρητική υπόθεση εργασίας. Στο μέλλον, εάν μια σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση της Γερμανίας θελήσει πραγματικά και αποφασιστικά να αλλάξει η ευρωπαϊκή οικονομική πολιτική, τότε πολλά από τα επιμέρους βέτο αυτού του συστήματος πολλαπλών βέτο δεν θα μπορέσουν ποτέ να ενεργοποιηθούν. Η αλλαγή ή συνέχιση της σημερινής οικονομικής πολιτικής εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη Γερμανία και από την ισορροπία δυνάμεων μεταξύ των τριών ή τεσσάρων μεγάλων κρατών. Φυσικά, αυτό μας επαναφέρει πίσω, στην προηγούμενη συζήτηση για την ευρωπαϊκή δημοκρατία και για τη δομική ανισότητα μεταξύ των κρατών-μελών. Να περιμένουμε τους Γερμανούς; Είναι αυτό, μακροπρόθεσμα, μια αμοιβαία αποδεκτή σχέση μεταξύ εταίρων; Επίσης, μας επαναφέρει πίσω στον ρόλο του συντηρητισμού στην ιστορία της Γερμανίας, συμπεριλαμβανομένης της ιστορίας του μεγαλύτερου κόμματος της Γερμανικής Αριστεράς (το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, παρά τον μαρξισμό του και το ρητορικό ριζοσπαστισμό του, ήταν ένα προπύργιο του συντηρητισμού κατά την περίοδο της Δεύτερης Διεθνούς). Εισάγει όμως μια πτυχή σχετικισμού στη συζήτηση για το θεσμικό σύστημα της ΕΕ. Τα θεσμικά συστήματα δεν είναι παντοδύναμα. Ούτε η αλλαγή ούτε η στασιμότητα μπορούν να εξηγηθούν μέσω των θεσμικών συστημάτων, χωρίς καμία αναφορά στους δρώντες παράγοντες. Τα θεσμικά συστήματα και όργανα είναι ταυτόχρονα και εμπόδια και όπλα: δεν παράγουν πολιτικές από μόνα τους.
Ήταν λοιπόν από την αρχή καταδικασμένες να αποτύχουν οι πολιτικές του ΣΥΡΙΖΑ;
[Τα θεσμικά συστήματα και όργανα είναι ταυτόχρονα και εμπόδια και όπλα: δεν παράγουν πολιτικές από μόνα τους. Ο σημαντικός ρόλος των δρώντων παραγόντων]
Ταυτόχρονα ισχύει το εξής: Εκείνοι που θεωρούν ανέφικτη μια αλλαγή προσανατολισμού (επειδή η ΕΕ είναι «μια ακραία περίπτωση συστήματος πολλαπλών βέτο» [Fritz Schapf]), παρά το γεγονός ότι δεν κάνουν λάθος στη βασική επιχειρηματολογία τους, παραβλέπουν τη θεσμική μεταβολή και τη μετατόπιση στην ισορροπία των δυνάμεων που πράγματι έχει συμβεί εντός της ΕΕ. Σήμερα στην ΕΕ υπάρχει ένα κράτος που κατέχει δεσπόζουσα θέση, κάτι που δεν συνέβαινε στο παρελθόν. Ακόμη περισσότερο, το καθεστώς της ΕΕ έχει γίνει λιγότερο συναινετικό (ή περισσότερο majoritarian [δηλαδή οι αποφάσεις λαμβάνονται κυρίως κατά πλειοψηφίαν]), πράγμα που in abstracto [αφηρημένα και θεωρητικά] κάνει ευκολότερο έναν πολιτικό αναπροσανατολισμό. Επιτρέψτε μου, λοιπόν, να συζητήσουμε, με εντελώς θεωρητική υπόθεση εργασίας. Στο μέλλον, εάν μια σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση της Γερμανίας θελήσει πραγματικά και αποφασιστικά να αλλάξει η ευρωπαϊκή οικονομική πολιτική, τότε πολλά από τα επιμέρους βέτο αυτού του συστήματος πολλαπλών βέτο δεν θα μπορέσουν ποτέ να ενεργοποιηθούν. Η αλλαγή ή συνέχιση της σημερινής οικονομικής πολιτικής εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη Γερμανία και από την ισορροπία δυνάμεων μεταξύ των τριών ή τεσσάρων μεγάλων κρατών. Φυσικά, αυτό μας επαναφέρει πίσω, στην προηγούμενη συζήτηση για την ευρωπαϊκή δημοκρατία και για τη δομική ανισότητα μεταξύ των κρατών-μελών. Να περιμένουμε τους Γερμανούς; Είναι αυτό, μακροπρόθεσμα, μια αμοιβαία αποδεκτή σχέση μεταξύ εταίρων; Επίσης, μας επαναφέρει πίσω στον ρόλο του συντηρητισμού στην ιστορία της Γερμανίας, συμπεριλαμβανομένης της ιστορίας του μεγαλύτερου κόμματος της Γερμανικής Αριστεράς (το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, παρά τον μαρξισμό του και το ρητορικό ριζοσπαστισμό του, ήταν ένα προπύργιο του συντηρητισμού κατά την περίοδο της Δεύτερης Διεθνούς). Εισάγει όμως μια πτυχή σχετικισμού στη συζήτηση για το θεσμικό σύστημα της ΕΕ. Τα θεσμικά συστήματα δεν είναι παντοδύναμα. Ούτε η αλλαγή ούτε η στασιμότητα μπορούν να εξηγηθούν μέσω των θεσμικών συστημάτων, χωρίς καμία αναφορά στους δρώντες παράγοντες. Τα θεσμικά συστήματα και όργανα είναι ταυτόχρονα και εμπόδια και όπλα: δεν παράγουν πολιτικές από μόνα τους.
Ήταν λοιπόν από την αρχή καταδικασμένες να αποτύχουν οι πολιτικές του ΣΥΡΙΖΑ;
Σε
μεγάλο βαθμό ναι. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει κάμποσα λαϊκίστικα χαρακτηριστικά, ωστόσο η οικονομική πολιτική που είχε προτείνει πριν τις εκλογές του
Ιανουαρίου του 2015, το περίφημο «πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης», ήταν ένα τυπικό σοσιαλδημοκρατικό πρόγραμμα, και μάλιστα αρκετά
μετριοπαθές (μια ήπια επεκτατική πολιτική με ήπια χαλάρωση της
παρακολούθησης από τους θεσμούς και των προϋποθέσεων του προγράμματος).
Εν τέλει, αυτό που ζήτησε ο ΣΥΡΙΖΑ στις
αρχές του Φλεβάρη του 2015 ήταν μια πολύ σταδιακή και ελεγχόμενη
μετάβαση από το «καθεστώς της τρόικας» και της βάναυσης λιτότητας σε μια
μεγαλύτερη οικονομική αυτονομία και σε μια λογική πολιτική ανάπτυξης. Την εποχή που άρχισαν επίσημα οι διαπραγματεύσεις, οι στόχοι
που αφορούσαν την αναδιάρθρωση του χρέους (αλλά και ο στόχος της
διεθνούς διάσκεψης για το χρέος) είχαν ήδη
εγκαταλειφθεί, ίσως προσωρινά ή για λόγους τακτικής. Μετά από πέντε χρόνια βαθειάς ύφεσης, αυτό που προτάθηκε
ήταν μια πολύ συνετή οικονομική στροφή.
Αυτή δεν ήταν μια ριζοσπαστική πολιτική. Ο ριζοσπαστισμός της ήταν κυρίως λεκτικός. Όμως, μια τέτοια πολιτική ήταν έξω από το πλαίσιο της πολιτικής της ΕΕ και με βάση αυτό - και μόνον αυτό - το κριτήριο, θα μπορούσε να θεωρηθεί ριζοσπαστική. Τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα πράγματι αρνήθηκαν να αποδεχθούν ως βάση για μια νέα συμφωνία τις προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ (οι οποίες, να το επαναλάβω, στην τελική τους διατύπωση ήταν μια πολύ πιο μετριοπαθής εκδοχή του «προγράμματος της Θεσσαλονίκης»). Αυτή η ήπια απόκλιση από τις επικρατούσες πολιτικές στην Ευρώπη αποδείχθηκε μη εφαρμόσιμη και μη αποδεκτή. Φυσικά, η περιορισμένη διαπραγματευτική δύναμη μιας χρεωκοπημένης χώρας με μακροχρόνια κακή φήμη, αλλά και ο ερασιτεχνισμός του ΣΥΡΙΖΑ, η βαρύτατη έλλειψη κατανόησης των μηχανισμών της ΕΕ, η απουσία συγκεκριμένων και εύκολα επικοινωνήσιμων σημείων εστίασης της διαπραγμάτευσης, οι φανφάρες που ακούγονταν από υπουργούς του ΣΥΡΙΖΑ, όλα αυτά συνέβαλαν στο τελικό αποτέλεσμα. Αλλά ανεξάρτητα από τις αδυναμίες της ελληνικής πλευράς, εντυπωσιακά χαρακτηριστικά της διαπραγμάτευσης ήταν τόσο η ανικανότητα όσο και η έλλειψη βούλησης των ευρωπαϊκών τεχνικών και πολιτικών φορέων να καινοτομήσουν έστω και λίγο, καθώς βρέθηκαν αντιμέτωποι με ένα νέο φαινόμενο, όπως ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ. Η εν λόγω ακαμψία αποκάλυπτε ένα στυλ πολιτικής, μια εδραιωμένη συμπεριφορά, και όχι κάποια γνώση και ικανότητα ειδημόνων. Ήταν μέρος του «οικογενειακού» πολιτικού πολιτισμού της ΕΕ, ο οποίος μετατρέπει την Ένωση σε μια μηχανή που σε μεγάλο βαθμό είναι αιχμάλωτη των δικών της αυτοματισμών. Παρ' όλα αυτά, πρέπει να επαναλάβω, ότι αν στη θέση της ελληνικής αριστερής κυβέρνησης βρισκόταν μια αριστερή κυβέρνηση ενός ισχυρού ευρωπαϊκού κράτους, τότε, υποθέτω, τα ευρωπαϊκά τεχνικά και πολιτικά όργανα θα ήταν πιο ευέλικτα και θα αναζητούσαν έναν συμβιβασμό.
Εάν το συνολικό πλαίσιο είναι αρνητικό, τότε γιατί οι Σοσιαλδημοκράτες και η πλειοψηφία της ριζοσπαστικής Αριστεράς επιμένουν στην ευρωπαϊκή στρατηγική τους;
Δεν μετράει μόνον η οικονομία. Η ΕΕ είναι ισχυρή, ακριβώς επειδή προτείνει στα εθνικά κράτη ένα πολιτικό πλαίσιο που περιλαμβάνει και άλλα πράγματα, όχι μόνον την οικονομία. Η φιλο-ευρωπαϊκή Αριστερά δεν έγινε φιλοευρωπαϊκή κατά λάθος. Σημαντικά εθνικά συμφέροντα οδήγησαν πολλές χώρες να ενταχθούν πρώτα στην [αρχική] Ευρωπαϊκή Κοινότητα και στη συνέχεια στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Εκτός από την αρχική φιλοδοξία να αφήσουμε πίσω τις διαιρέσεις που οδήγησαν στον Πρώτο και στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, σ' αυτά που την παρακίνησαν περιλαμβάνονται εθνικά οικονομικά συμφέροντα, πολιτισμικές συγγένειες, σημαντικοί γεωπολιτικοί στόχοι, και, φυσικά, παράγοντες που συνδέονται με την παγκοσμιοποίηση. Το μέγεθος είναι σημαντικό, όταν τα εθνικά κράτη, και ιδιαίτερα τα μικρά, γίνονται πιο αδύναμα από κάθε άλλη φορά στην ιστορία. Μετρήστε πόσα μικρά κράτη ανήκουν στην ΕΕ.
[Η ένταξη στην ΕΕ είναι κάτι πιο σύνθετο από αυτό που δηλώνουν οι αναλύσεις των οικονομολόγων και οι πολίτες αυτό το καταλαβαίνουν]
Ας εξετάσουμε για παράδειγμα. Η μεγάλη ειρωνεία στην ευρωπαϊκή πολιτική της ριζοσπαστικής Αριστεράς είναι ότι αποδέχτηκε σταδιακά την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, ακριβώς την περίοδο που η δεύτερη αποκτούσε όλο και πιο νεοφιλελεύθερα χαρακτηριστικά. Η μεταμόρφωση της Ευρώπης μετά το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1980, σε μια ισχυρή, βαρέων βαρών, πολιτική μηχανή, έπεισε και καθοδήγησε τα εθνικά κράτη [π.χ. της πρώην ανατολικής Ευρώπης καί των Βαλκανίων] να επιδιώξουν την ένταξη στην ΕΕ, και τα κόμματα της Αριστεράς να δώσουν «κριτική υποστήριξη» στη διαδικασία αυτή, μεταξύ άλλων λόγων και για να αποφύγουν την πολιτική τους απομόνωση.
Η ΕΕ παρέχει στα εθνικά κράτη ένα είδος ασφάλειας και την δυνατότητα να ασκούν μεγαλύτερη πολιτική επιρροή, πραγματική ή φαντασιακή. Η ασφάλεια είναι μια πολυεπίπεδη έννοια: περιλαμβάνει τη γεωπολιτική ασφάλεια, την οικονομική ασφάλεια, και για ορισμένες χώρες την εξασφάλιση του δημοκρατικού πολιτεύματος. Πολιτικοί και γεωπολιτικοί παράγοντες έχουν οδηγήσει τα κράτη και τους πολίτες τους (από τη Γαλλία και τη Γερμανία μέχρι την Φινλανδία, την Ελλάδα, την Κύπρο και τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης) να επιθυμούν να γίνουν μέλη της ΕΕ ή να παραμείνουν στην ΕΕ. Ειδικότερα, για ό,τι αφορά τις οικονομικά αδύναμες χώρες-μέλη της ζώνης του ευρώ, το κόστος μιας εξόδου από την ευρωζώνη, ή, για να είμαστε πιο ακριβείς, το βραχυπρόθεσμο κόστος της μετάβασης σε ένα εθνικό νόμισμα, θα μπορούσε να αποδειχθεί βαρύ, επίσης. Αν βλέπουμε την ΕΕ υπό αυστηρά οικονομικό πρίσμα, δεν θα καταλάβουμε τίποτε για τη δύναμη και για τις αδυναμίες της. Οι πολίτες των εθνικών κρατών, ως φορείς της ιστορικής μνήμης, αντιλαμβάνονται την ένταξη στην ΕΕ ως κάτι πιο σύνθετο από αυτό που δηλώνεται στις αναλύσεις των οικονομολόγων, τόσο των υποστηρικτών της ΕΕ, όσο και αυτών που την απορρίπτουν. Για παράδειγμα, στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, η εμπιστοσύνη των πολιτών στην ΕΕ και η υποστήριξη της ένταξης σ' αυτήν στηρίζονται σε μια ισχυρή συνιστώσα που αφορά την ασφάλεια και την εθνική ταυτότητα.
Τίποτε από τα παραπάνω δεν αλλάζει το βασικό γεγονός ότι η ΕΕ αποσταθεροποιεί όλες τις στρατηγικές επιλογές που ήταν κυρίαρχες στην ιστορία της Αριστεράς, είτε της σοσιαλδημοκρατικής είτε της ριζοσπαστικής. Όσο σημαντικά και να είναι, ενδεχομένως, στις πολιτικές αρένες των επιμέρους εθνικών κρατών τα κόμματα της Αριστεράς, οι συνθήκες που ορίζουν τις πολιτικές τους δυνατότητες έχουν γίνει λόγω της ΕΕ πολύ περισσότερο δομικά δυσμενείς από ό,τι ήταν στο παρελθόν. Μακροπρόθεσμα, αυτό μπορεί μόνον να συντελέσει στην ενίσχυση του ευρωσκεπτικισμού και των τάσεων εναντίον του ευρώ εντός της Αριστεράς, ιδιαίτερα της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Σε κάθε περίπτωση, το δίλημμα «μέσα ή έξω», όποια πλευρά και να επιλέγει κάποιος, δεν αφορά βέλτιστες λύσεις, αλλά μόνον τις λιγότερο κακές. Εκτός αυτού, η «καλή» λύση μπορεί να είναι διαφορετική για κάθε χώρα.
[Οι μεσότιτλοι με έντονους χαρακτήρες είναι του αγγλικού κειμένου του Rethinking Greece - Οι άλλοι μεσότιτλοι προστέθηκαν στον ιστότοπο Μετά την Κρίση]
Αυτή δεν ήταν μια ριζοσπαστική πολιτική. Ο ριζοσπαστισμός της ήταν κυρίως λεκτικός. Όμως, μια τέτοια πολιτική ήταν έξω από το πλαίσιο της πολιτικής της ΕΕ και με βάση αυτό - και μόνον αυτό - το κριτήριο, θα μπορούσε να θεωρηθεί ριζοσπαστική. Τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα πράγματι αρνήθηκαν να αποδεχθούν ως βάση για μια νέα συμφωνία τις προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ (οι οποίες, να το επαναλάβω, στην τελική τους διατύπωση ήταν μια πολύ πιο μετριοπαθής εκδοχή του «προγράμματος της Θεσσαλονίκης»). Αυτή η ήπια απόκλιση από τις επικρατούσες πολιτικές στην Ευρώπη αποδείχθηκε μη εφαρμόσιμη και μη αποδεκτή. Φυσικά, η περιορισμένη διαπραγματευτική δύναμη μιας χρεωκοπημένης χώρας με μακροχρόνια κακή φήμη, αλλά και ο ερασιτεχνισμός του ΣΥΡΙΖΑ, η βαρύτατη έλλειψη κατανόησης των μηχανισμών της ΕΕ, η απουσία συγκεκριμένων και εύκολα επικοινωνήσιμων σημείων εστίασης της διαπραγμάτευσης, οι φανφάρες που ακούγονταν από υπουργούς του ΣΥΡΙΖΑ, όλα αυτά συνέβαλαν στο τελικό αποτέλεσμα. Αλλά ανεξάρτητα από τις αδυναμίες της ελληνικής πλευράς, εντυπωσιακά χαρακτηριστικά της διαπραγμάτευσης ήταν τόσο η ανικανότητα όσο και η έλλειψη βούλησης των ευρωπαϊκών τεχνικών και πολιτικών φορέων να καινοτομήσουν έστω και λίγο, καθώς βρέθηκαν αντιμέτωποι με ένα νέο φαινόμενο, όπως ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ. Η εν λόγω ακαμψία αποκάλυπτε ένα στυλ πολιτικής, μια εδραιωμένη συμπεριφορά, και όχι κάποια γνώση και ικανότητα ειδημόνων. Ήταν μέρος του «οικογενειακού» πολιτικού πολιτισμού της ΕΕ, ο οποίος μετατρέπει την Ένωση σε μια μηχανή που σε μεγάλο βαθμό είναι αιχμάλωτη των δικών της αυτοματισμών. Παρ' όλα αυτά, πρέπει να επαναλάβω, ότι αν στη θέση της ελληνικής αριστερής κυβέρνησης βρισκόταν μια αριστερή κυβέρνηση ενός ισχυρού ευρωπαϊκού κράτους, τότε, υποθέτω, τα ευρωπαϊκά τεχνικά και πολιτικά όργανα θα ήταν πιο ευέλικτα και θα αναζητούσαν έναν συμβιβασμό.
Εάν το συνολικό πλαίσιο είναι αρνητικό, τότε γιατί οι Σοσιαλδημοκράτες και η πλειοψηφία της ριζοσπαστικής Αριστεράς επιμένουν στην ευρωπαϊκή στρατηγική τους;
Δεν μετράει μόνον η οικονομία. Η ΕΕ είναι ισχυρή, ακριβώς επειδή προτείνει στα εθνικά κράτη ένα πολιτικό πλαίσιο που περιλαμβάνει και άλλα πράγματα, όχι μόνον την οικονομία. Η φιλο-ευρωπαϊκή Αριστερά δεν έγινε φιλοευρωπαϊκή κατά λάθος. Σημαντικά εθνικά συμφέροντα οδήγησαν πολλές χώρες να ενταχθούν πρώτα στην [αρχική] Ευρωπαϊκή Κοινότητα και στη συνέχεια στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Εκτός από την αρχική φιλοδοξία να αφήσουμε πίσω τις διαιρέσεις που οδήγησαν στον Πρώτο και στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, σ' αυτά που την παρακίνησαν περιλαμβάνονται εθνικά οικονομικά συμφέροντα, πολιτισμικές συγγένειες, σημαντικοί γεωπολιτικοί στόχοι, και, φυσικά, παράγοντες που συνδέονται με την παγκοσμιοποίηση. Το μέγεθος είναι σημαντικό, όταν τα εθνικά κράτη, και ιδιαίτερα τα μικρά, γίνονται πιο αδύναμα από κάθε άλλη φορά στην ιστορία. Μετρήστε πόσα μικρά κράτη ανήκουν στην ΕΕ.
του Κωνσταντίνου Ξενάκη (από το Rethinking Greece) |
Ας εξετάσουμε για παράδειγμα. Η μεγάλη ειρωνεία στην ευρωπαϊκή πολιτική της ριζοσπαστικής Αριστεράς είναι ότι αποδέχτηκε σταδιακά την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, ακριβώς την περίοδο που η δεύτερη αποκτούσε όλο και πιο νεοφιλελεύθερα χαρακτηριστικά. Η μεταμόρφωση της Ευρώπης μετά το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1980, σε μια ισχυρή, βαρέων βαρών, πολιτική μηχανή, έπεισε και καθοδήγησε τα εθνικά κράτη [π.χ. της πρώην ανατολικής Ευρώπης καί των Βαλκανίων] να επιδιώξουν την ένταξη στην ΕΕ, και τα κόμματα της Αριστεράς να δώσουν «κριτική υποστήριξη» στη διαδικασία αυτή, μεταξύ άλλων λόγων και για να αποφύγουν την πολιτική τους απομόνωση.
Η ΕΕ παρέχει στα εθνικά κράτη ένα είδος ασφάλειας και την δυνατότητα να ασκούν μεγαλύτερη πολιτική επιρροή, πραγματική ή φαντασιακή. Η ασφάλεια είναι μια πολυεπίπεδη έννοια: περιλαμβάνει τη γεωπολιτική ασφάλεια, την οικονομική ασφάλεια, και για ορισμένες χώρες την εξασφάλιση του δημοκρατικού πολιτεύματος. Πολιτικοί και γεωπολιτικοί παράγοντες έχουν οδηγήσει τα κράτη και τους πολίτες τους (από τη Γαλλία και τη Γερμανία μέχρι την Φινλανδία, την Ελλάδα, την Κύπρο και τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης) να επιθυμούν να γίνουν μέλη της ΕΕ ή να παραμείνουν στην ΕΕ. Ειδικότερα, για ό,τι αφορά τις οικονομικά αδύναμες χώρες-μέλη της ζώνης του ευρώ, το κόστος μιας εξόδου από την ευρωζώνη, ή, για να είμαστε πιο ακριβείς, το βραχυπρόθεσμο κόστος της μετάβασης σε ένα εθνικό νόμισμα, θα μπορούσε να αποδειχθεί βαρύ, επίσης. Αν βλέπουμε την ΕΕ υπό αυστηρά οικονομικό πρίσμα, δεν θα καταλάβουμε τίποτε για τη δύναμη και για τις αδυναμίες της. Οι πολίτες των εθνικών κρατών, ως φορείς της ιστορικής μνήμης, αντιλαμβάνονται την ένταξη στην ΕΕ ως κάτι πιο σύνθετο από αυτό που δηλώνεται στις αναλύσεις των οικονομολόγων, τόσο των υποστηρικτών της ΕΕ, όσο και αυτών που την απορρίπτουν. Για παράδειγμα, στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, η εμπιστοσύνη των πολιτών στην ΕΕ και η υποστήριξη της ένταξης σ' αυτήν στηρίζονται σε μια ισχυρή συνιστώσα που αφορά την ασφάλεια και την εθνική ταυτότητα.
Τίποτε από τα παραπάνω δεν αλλάζει το βασικό γεγονός ότι η ΕΕ αποσταθεροποιεί όλες τις στρατηγικές επιλογές που ήταν κυρίαρχες στην ιστορία της Αριστεράς, είτε της σοσιαλδημοκρατικής είτε της ριζοσπαστικής. Όσο σημαντικά και να είναι, ενδεχομένως, στις πολιτικές αρένες των επιμέρους εθνικών κρατών τα κόμματα της Αριστεράς, οι συνθήκες που ορίζουν τις πολιτικές τους δυνατότητες έχουν γίνει λόγω της ΕΕ πολύ περισσότερο δομικά δυσμενείς από ό,τι ήταν στο παρελθόν. Μακροπρόθεσμα, αυτό μπορεί μόνον να συντελέσει στην ενίσχυση του ευρωσκεπτικισμού και των τάσεων εναντίον του ευρώ εντός της Αριστεράς, ιδιαίτερα της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Σε κάθε περίπτωση, το δίλημμα «μέσα ή έξω», όποια πλευρά και να επιλέγει κάποιος, δεν αφορά βέλτιστες λύσεις, αλλά μόνον τις λιγότερο κακές. Εκτός αυτού, η «καλή» λύση μπορεί να είναι διαφορετική για κάθε χώρα.
[Οι μεσότιτλοι με έντονους χαρακτήρες είναι του αγγλικού κειμένου του Rethinking Greece - Οι άλλοι μεσότιτλοι προστέθηκαν στον ιστότοπο Μετά την Κρίση]
Ο Γεράσιμος Μοσχονάς (διδάκτορας του Πανεπιστημίου Paris II) είναι αναπληρωτής καθηγητής Συγκριτικής Πολιτικής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου. Υπήρξε Eπισκέπτης Eρευνητής στα Πανεπιστήμια Paris II, Yale και Princeton. Εδίδαξε ως Επισκέπτης Καθηγητής στο Ινστιτούτο Ευρωπαϊκών Σπουδών του Ελεύθερου Πανεπιστήμιου Βρυξελλών, στο Ινστιτούτο Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Paris-8, στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Montpellier 1 και υπήρξε προσκεκλημένος στο πλαίσιο της Έδρας Marcel Liebman (Ελεύθερο Πανεπιστήμιο Βρυξελλών).
Εχει δημοσιεύσει δύο βιβλία: In the Name of Social Democracy, The Great Transformation: 1945 to the Present, Verso, Λονδίνο-Νέα Υόρκη, 2002 και La Social-démocratie, de 1945 à nos jours, Montchrestien, Παρίσι, 1994. Η τρέχουσα έρευνα του αφορά την ιστορία της ευρωπαϊκής Αριστεράς, την Ευρωπαϊκή Ενωση και τα πολιτικά κόμματα, με έμφαση στα κόμματα της σοσιαλδημοκρατικής και ριζοσπαστικής Αριστεράς, την θεωρία του κομματικού φαινομένου όπως και την ελληνική κρίση χρέους.
Εχει δημοσιεύσει δύο βιβλία: In the Name of Social Democracy, The Great Transformation: 1945 to the Present, Verso, Λονδίνο-Νέα Υόρκη, 2002 και La Social-démocratie, de 1945 à nos jours, Montchrestien, Παρίσι, 1994. Η τρέχουσα έρευνα του αφορά την ιστορία της ευρωπαϊκής Αριστεράς, την Ευρωπαϊκή Ενωση και τα πολιτικά κόμματα, με έμφαση στα κόμματα της σοσιαλδημοκρατικής και ριζοσπαστικής Αριστεράς, την θεωρία του κομματικού φαινομένου όπως και την ελληνική κρίση χρέους.
Του Γεράσιμου Μοσχονά στον ιστότοπο Μετά την Κρίση:
Ατελές οικοδόμημα της ΕΕ, ατελής μορφή δημοκρατίας με έλλειμμα αποτελεσματικότητας, απώλεια εμπιστοσύνης πολιτών (το Α΄ μέρος της συνέντευξης)
Ευρωσκεπτικισμός στην Ελλάδα και πολιτική νεωτερικότητα
Ο αριστερός ριζοσπαστισμός, ο ΣΥΡΙΖΑ και η Ευρώπη
Μια ανάγνωση - ερμηνεία του δημοψηφίσματος και του «Όχι»: Κουλτούρα υπερηφάνειας και απόρριψης
Παγιδευμένες διαδρομές: Συμφέροντα της ιδιωτικής σφαίρας και το «καθεστωτικό μπλοκ» της μεσαίας τάξης, εμποδίζουν κάθε μεταρρύθμιση
Η «κενή» πόλωση: ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ Ο νέος ΣΥΡΙΖΑ σε τεντωμένο σχοινί
Η προδοσία των ιδεών. Το ΠΑΣΟΚ οδηγησε τη χώρα σε κοινωνική παγίδα
Ο αριστερός ριζοσπαστισμός, ο ΣΥΡΙΖΑ και η Ευρώπη
Μια ανάγνωση - ερμηνεία του δημοψηφίσματος και του «Όχι»: Κουλτούρα υπερηφάνειας και απόρριψης
Παγιδευμένες διαδρομές: Συμφέροντα της ιδιωτικής σφαίρας και το «καθεστωτικό μπλοκ» της μεσαίας τάξης, εμποδίζουν κάθε μεταρρύθμιση
Η «κενή» πόλωση: ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ Ο νέος ΣΥΡΙΖΑ σε τεντωμένο σχοινί
Η προδοσία των ιδεών. Το ΠΑΣΟΚ οδηγησε τη χώρα σε κοινωνική παγίδα
Γιώργος Τσεμπελής: Παίκτες αρνησικυρίας - Πως λειτουργούν οι πολιτικοί θεσμοί
[...] Η σταθερότητα πολιτικής επηρεάζει μια σειρά από άλλα βασικά χαρακτηριστικά των πολιτευμάτων, υποστηρίζει ο συγγραφέας. Π.χ., οδηγεί σε υψηλά επίπεδα ανεξαρτησίας του δικαστικού σώματος και της γραφειοκρατίας, καθώς και σε υψηλά επίπεδα κυβερνητικής αστάθειας (στα κοινοβουλευτικά συστήματα). Στο πρώτο μέρος του βιβλίου, ο Τσεμπελής αναπτύσσει το θεωρητικό πλαίσιο και συνάγει πορίσματα που ελέγχονται εμπειρικά στο δεύτερο μέρος με στοιχεία από αναπτυγμένες χώρες, καθώς και με στοιχεία που προέκυψαν από την ανάλυση της νομοθετικής διαδικασίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης [...]
Fritz W. Scharpf, Διευθυντής του Ινστιτούτου Κοινωνικών Ερευνών Max Plank, Κολωνία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου