Μια εύστοχη παρατήρηση - διαπίστωση που Ν. Μουζέλη με κρίσιμη πρακτική σημασία για όσους χαράζουν σήμερα πολιτική στρατηγική - ιδιαίτερα στις δυνάμεις της Αριστεράς ή και της λεγόμενης Κεντροαριστεράς - ήταν η εξής: «Ένας αποτελεσματικός πολιτικός έλεγχος των αγορών μπορεί σήμερα να επιτευχθεί μόνο σε μεταεθνικό επίπεδο». Πολιτικός έλεγχος όχι μόνον των αγορών στο πρωτογενές οικονομικό επίπεδο, αλλά και στο τι επιπτώσεις έχει η λειτουργία των αγορών και της όλης οικονομικής-συστημικής σφαίρας στον βιόκοσμο, τοπικά ή παγκόσμια. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, που εν μέσω της οικονομικής κρίσης ξεχνάμε: τι θα γίνει, τι κάνουμε, τι θα κάνουμε, ενόψει της μεγίστης των επιπτώσεων, η οποία μάλιστα δεν είναι κυκλικό φαινόμενο, αλλά ήρθε για να μείνει, της κλιματικής αλλαγής.
Μολονότι σε επίπεδο ανάλυσης και θεωρητικής πληρότητας η διαπίστωση του Μουζέλη είναι στερεά θεμελιωμένη, οι δρώντες πολιτικοί παράγοντες, σε επίπεδο κομμάτων και του προσωπικού που τα στελεχώνει - και στο βαθμό που πράγματι θεωρούν αναγκαίο ή χρήσιμο κάποιας μορφής πολιτικό έλεγχο των αγορών, δυστυχώς στη μεγάλη τους πλειοψηφία δεν την έχουν αφομοιώσει και δεν έχουν αντλήσει τα αναγκαία συμπεράσματα. Και αντίθετα από αυτό που ίσως πιστεύει ο Ν. Μουζέλης, το πρόβλημα και η χρονίζουσα αδράνεια αφορούν εξίσου τόσο τους λεγόμενους ριζοσπάστες αριστερούς όσο και τους σημερινούς σοσιαλδημοκράτες της Ευρώπης όλης.
Για τη θεωρητική θεμελίωση της μετατόπισης του κρίσιμου πολιτικού στίβου από το μεμονωμένο κράτος στο δι/υπερ-εθνικό επίπεδο και για την πολιτική μάχη περί το ευρώ και την ΕΕ, μπορεί κανείς να παραπέμψει σε πηγές που αρχίζουν από τις σταθερής αξίας αναλύσεις του Έλμαρ Άλτφάτερ και τον καινοτόμο Ούλριχ Μπεκ που έφυγε πρόωρα, τη νέα Κριτική Θεωρία (τον ίδιο τον Χάμπερμας αλλά και νεότερους κληρονόμους των «Φρανκφουρτιανών», όπως λόγου χάρη τον Ράινερ Φορστ ή τον Χάουκε Μπρούνκφορστ), συνεχίζουν με πολλούς σημαντικούς Γάλλους αναλυτές, όπως, λόγου χάρη, τον Πιέρ Ροζανβαλόν και τον μείζονα κληρονόμο των «αλτουσσεριανών» Ετιέν Μπαλιμπάρ και περνούν απέναντι, στην άλλη όχθη του Ατλαντικού. Πρέπει να προστεθούν σημαντικοί όμιλοι επιστημονικής σκέψης όχι παραταξιακά ενταγμένοι στην Δεξιά, στην Αριστερά, στο Κέντρο ή αλλού, όπως είναι οι Eiffel και Glieneke και δεξαμενές ιδεών με κύρος, όπως η Bruegel των Βρυξελλών.
Μολονότι σε επίπεδο ανάλυσης και θεωρητικής πληρότητας η διαπίστωση του Μουζέλη είναι στερεά θεμελιωμένη, οι δρώντες πολιτικοί παράγοντες, σε επίπεδο κομμάτων και του προσωπικού που τα στελεχώνει - και στο βαθμό που πράγματι θεωρούν αναγκαίο ή χρήσιμο κάποιας μορφής πολιτικό έλεγχο των αγορών, δυστυχώς στη μεγάλη τους πλειοψηφία δεν την έχουν αφομοιώσει και δεν έχουν αντλήσει τα αναγκαία συμπεράσματα. Και αντίθετα από αυτό που ίσως πιστεύει ο Ν. Μουζέλης, το πρόβλημα και η χρονίζουσα αδράνεια αφορούν εξίσου τόσο τους λεγόμενους ριζοσπάστες αριστερούς όσο και τους σημερινούς σοσιαλδημοκράτες της Ευρώπης όλης.
Για τη θεωρητική θεμελίωση της μετατόπισης του κρίσιμου πολιτικού στίβου από το μεμονωμένο κράτος στο δι/υπερ-εθνικό επίπεδο και για την πολιτική μάχη περί το ευρώ και την ΕΕ, μπορεί κανείς να παραπέμψει σε πηγές που αρχίζουν από τις σταθερής αξίας αναλύσεις του Έλμαρ Άλτφάτερ και τον καινοτόμο Ούλριχ Μπεκ που έφυγε πρόωρα, τη νέα Κριτική Θεωρία (τον ίδιο τον Χάμπερμας αλλά και νεότερους κληρονόμους των «Φρανκφουρτιανών», όπως λόγου χάρη τον Ράινερ Φορστ ή τον Χάουκε Μπρούνκφορστ), συνεχίζουν με πολλούς σημαντικούς Γάλλους αναλυτές, όπως, λόγου χάρη, τον Πιέρ Ροζανβαλόν και τον μείζονα κληρονόμο των «αλτουσσεριανών» Ετιέν Μπαλιμπάρ και περνούν απέναντι, στην άλλη όχθη του Ατλαντικού. Πρέπει να προστεθούν σημαντικοί όμιλοι επιστημονικής σκέψης όχι παραταξιακά ενταγμένοι στην Δεξιά, στην Αριστερά, στο Κέντρο ή αλλού, όπως είναι οι Eiffel και Glieneke και δεξαμενές ιδεών με κύρος, όπως η Bruegel των Βρυξελλών.
To «Μεγάλο μας Τσίρκο». Παιγμένο από το 2ο Γυμνάσιο Πάτρας |
Τι απομένει άξιο λόγου; Η σαφής και συμπαγής στάση ορισμένων Βόρειων Πράσινων κομμάτων (συγκριτικά μεγάλων και ισχυρών όπως το γερμανικό, το αυστριακό και τα δύο βελγικά, ή μικρών αλλά σθεναρών σε αντίξοες συνθήκες όπως το βρετανικό), μέρος της συνδικαλιστικής «Αριστεράς του ψηφιδωτού» στη Γερμανία, και ψηφίδες ή μεμονωμένα ηγετικά άτομα σε Σοσιαλδημοκρατικά ή «αριστερότερα» κόμματα. Ενδεικτικά και ανάκατα μπορούν να αναφερθούν οι εσωκομματικοί διαφωνούντες με τον Ολάντ, ο «παλιός που είναι αλλοιώς» Γκρέγκορ Γκίζι της Linke (σε αντίθεση με τους παράδοξους ακροβατισμούς του Όσκαρ Λαφονταίν και της Ζάρα Βάγκενκνεχτ στο ίδιο κόμμα), μερικοί σοβαρά προβληματισμένοι από το διακύβευμα των καιρών στο ισπανικό Ποδέμος (π.χ. ο Χόρχε Μορούνο, ενδεχομένως και ο Ινίγκο Ερρεχόν), μαζί με τον Πέδρο Σάντσεθ στο Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα. Τέλος πρέπει ξανά και ξανά να μνημονεύεται ο Ρέντσι, σαν το διαμάντι μέσα στις στάχτες της σημερινής ιταλικής πολιτικής, και όσοι κύκλοι στελεχών στους Γερμανούς Σοσιαλδημοκράτες διακρίνουν το πολιτικό κενό της μετά την Μέρκελ εποχής να χάσκει μπροστά στα μάτια τους.
Και όσο υπάρχουν αυτές οι πολιτικές ψηφίδες, υπάρχει ελπίδα επανόρθωσης όσων είναι εσφαλμένα. Αλλά εδώ στην Ελλάδα, για τι ψηφίδες μιλάμε;
Το ελληνικό πολιτικό προσωπικό - και αναφερόμαστε εδώ ιδίως στο «κεντροαριστερό» και αριστερό (πλην ΚΚΕ), μέσα στα σκοτεινά ερείπια της πάλαι ποτέ «ισχυρής Ελλάδας», έχει χάσει το νήμα των εξελίξεων που διαδραματίζονται στον πραγματικό έξω κόσμο. Το βασικό αρνητικό χαρακτηριστικό του είναι η μυωπική και ακατανόητα αυτοκαταστροφική εμμονή του να αρνείται να κάνει σοβαρή αυτοκριτική για τον μεταπολιτευτικό βίο και πολιτεία του. Σ΄ αυτό επιπροστίθενται ένας παράδοξος αυτοαναφορικός ελλαδοκεντρισμός, όχι δομικά διαφορετικός από τον ελλαδοκεντρισμό των λαϊκιστών ή των αριστεριστών και η αιώνια εμμονή με την (δήθεν) «επικοινωνιακή» πολιτική των συμβόλων και ιδεολογημάτων. Πολιτική δια το θεαθήναι μόνον. Η όλη συμπεριφορά τους στην πράξη αποκαλύπτει και απώθηση της κομβικής παρατήρησης του Μουζέλη: «ένας αποτελεσματικός πολιτικός έλεγχος των αγορών μπορεί σήμερα να επιτευχθεί μόνο σε μεταεθνικό επίπεδο». Αυτό, για ό,τι αφορά τις «μικρομεσαίες» ομάδες πολιτικοποιημένων Ελλήνων, πέρα από τους δεσμούς προσωπικών συμφερόντων και τρόπου ζωής, εξηγείται και με «ψυχαναλυτικούς» όρους, ως τοξικό φαινόμενο οπαδικής νοοτροπίας, πράγμα που εύστοχα έχει επισημάνει η Αγγελική Σπανού.
Και η μεν «κυβερνώσα Αριστερά» του ΣΥΡΙΖΑ, η οποία ήλπιζε σε χαρούμενες περιπέτειες σε μια ΕΕ-χώρα της θεωρίας παιγνίων, τελικά «έφθασε στο χείλος του βάραθρου, είδε το χάος και έκανε πίσω», όπως γράφει ο Γάλλος οικονομικός συντάκτης Γκυγιώμ Ντυβάλ. Τώρα, δυστυχώς, καίει άστοχα τα πολύτιμα πολιτικά καύσιμά της σε ατελέσφορες συγκρούσεις και αναδιαρρυθμίσεις εντός του βαθέος και αποτυχημένου κράτους (π.χ. δικαστική εξουσία) και του κύκλου των καλών πελατών του (ΜΜΕ) ή σε παράδοξες συνυπάρξεις με την Δεξιά της ολικής αποτυχίας των ετών 2004-2009. Αλλά οι άλλοι, το Κέντρο, η λεγόμενη Κεντροαριστερά, ή, ακριβέστερα, οι διεσπαρμένοι, πολιτικά ιριδίζοντες επίδοξοι Έλληνες Σοσιαλδημοκράτες (φορτωμένοι και με το πρόσθετο βάρος αυτής της ιδρυτικής επαγγελίας που αποδείχτηκε διαχρονικά ατελέσφορη), τί πολιτική πρόταση και τί προγραμματικές αρχές έχουν να προσφέρουν επί του διακυβεύματος που συζητάμε; Πώς θα συμβάλλει, στο μέτρο που της αναλογεί, μια ελληνική Πολιτεία με ανακτημένη αξιοπιστία και μια ελληνική κοινωνία λιγότερο δυσαρμονική από την ύστερη μεταπολιτευτική, στον «πολιτικό έλεγχο των αγορών» σε Ενωσιακό και μεταεθνικό επίπεδο;
«Προέχει να φύγει ο ΣΥΡΙΖΑ», θα απαντήσουν μερικοί βιαστικά. «Και τα βρίσκουμε μετά, τα υπόλοιπα».
Και η μεν «κυβερνώσα Αριστερά» του ΣΥΡΙΖΑ, η οποία ήλπιζε σε χαρούμενες περιπέτειες σε μια ΕΕ-χώρα της θεωρίας παιγνίων, τελικά «έφθασε στο χείλος του βάραθρου, είδε το χάος και έκανε πίσω», όπως γράφει ο Γάλλος οικονομικός συντάκτης Γκυγιώμ Ντυβάλ. Τώρα, δυστυχώς, καίει άστοχα τα πολύτιμα πολιτικά καύσιμά της σε ατελέσφορες συγκρούσεις και αναδιαρρυθμίσεις εντός του βαθέος και αποτυχημένου κράτους (π.χ. δικαστική εξουσία) και του κύκλου των καλών πελατών του (ΜΜΕ) ή σε παράδοξες συνυπάρξεις με την Δεξιά της ολικής αποτυχίας των ετών 2004-2009. Αλλά οι άλλοι, το Κέντρο, η λεγόμενη Κεντροαριστερά, ή, ακριβέστερα, οι διεσπαρμένοι, πολιτικά ιριδίζοντες επίδοξοι Έλληνες Σοσιαλδημοκράτες (φορτωμένοι και με το πρόσθετο βάρος αυτής της ιδρυτικής επαγγελίας που αποδείχτηκε διαχρονικά ατελέσφορη), τί πολιτική πρόταση και τί προγραμματικές αρχές έχουν να προσφέρουν επί του διακυβεύματος που συζητάμε; Πώς θα συμβάλλει, στο μέτρο που της αναλογεί, μια ελληνική Πολιτεία με ανακτημένη αξιοπιστία και μια ελληνική κοινωνία λιγότερο δυσαρμονική από την ύστερη μεταπολιτευτική, στον «πολιτικό έλεγχο των αγορών» σε Ενωσιακό και μεταεθνικό επίπεδο;
«Προέχει να φύγει ο ΣΥΡΙΖΑ», θα απαντήσουν μερικοί βιαστικά. «Και τα βρίσκουμε μετά, τα υπόλοιπα».
Ωραία, κάποια στιγμή θα φύγει· αύριο ή μεθαύριο. Και θα έλεγε κανείς, με αντιφατικά συναισθήματα μέσα του, αυτός όπως έστρωσε έτσι θα κοιμηθεί. Αλλά άς είμαστε ειλικρινείς: είναι αυτός το πρόβλημά μας; Και μετά τί;
Η ελληνική δημοκρατική Δεξιά ως όλον, όταν έρθει η σειρά της να γίνει κυβερνώσα, μάλλον δεν θα χρειαστεί μικρότερους συμμάχους. Αυτό δείχνει η σημερινή δυναμική των μετατοπίσεων στις προτιμήσεις και οι εμμονές στην πολιτική συμπεριφορά του εκλογικού σώματος. Άλλωστε, από προγραμματική άποψη, η ίδια η ελληνική Δεξιά μόνη της, ως φορέας εκπροσώπησης κοινωνικών δυνάμεων, ήταν, είναι και θα είναι μια συμμαχία πολυσυλλεκτική, ή μάλλον ετερόκλητη. Θα είναι η γνωστή Δεξιά που ξέρουμε μετά το 1981: Του Κυριάκου Μητσοτάκη αλλά και των λεγόμενων Καραμανλικών. Θα είναι η εξ αδιαιρέτου Δεξιά των σοφτ εθνικολαϊκιστών που υποδύονται τους εθνικοσυμφιλιωτικούς, τύπου Προέδρου Προκόπη Παυλόπουλου, και των χαρντ ιδεολόγων μαχητών τύπου Άδωνι Γεωργιάδη και Μάκη Βορίδη. Και ίσως θα είναι η Δεξιά του Αντώνη Σαμαρά αγκαλιά με την Δεξιά του Πάνου Καμμένου, παρόλο που ο δεύτερος «αποστάτησε» κατά του «αποστάτη» (μην έχουμε αυταπάτες, είναι ομοαίματος και σαρξ εκ της σαρκός).
Η ελληνική δημοκρατική Δεξιά ως όλον, όταν έρθει η σειρά της να γίνει κυβερνώσα, μάλλον δεν θα χρειαστεί μικρότερους συμμάχους. Αυτό δείχνει η σημερινή δυναμική των μετατοπίσεων στις προτιμήσεις και οι εμμονές στην πολιτική συμπεριφορά του εκλογικού σώματος. Άλλωστε, από προγραμματική άποψη, η ίδια η ελληνική Δεξιά μόνη της, ως φορέας εκπροσώπησης κοινωνικών δυνάμεων, ήταν, είναι και θα είναι μια συμμαχία πολυσυλλεκτική, ή μάλλον ετερόκλητη. Θα είναι η γνωστή Δεξιά που ξέρουμε μετά το 1981: Του Κυριάκου Μητσοτάκη αλλά και των λεγόμενων Καραμανλικών. Θα είναι η εξ αδιαιρέτου Δεξιά των σοφτ εθνικολαϊκιστών που υποδύονται τους εθνικοσυμφιλιωτικούς, τύπου Προέδρου Προκόπη Παυλόπουλου, και των χαρντ ιδεολόγων μαχητών τύπου Άδωνι Γεωργιάδη και Μάκη Βορίδη. Και ίσως θα είναι η Δεξιά του Αντώνη Σαμαρά αγκαλιά με την Δεξιά του Πάνου Καμμένου, παρόλο που ο δεύτερος «αποστάτησε» κατά του «αποστάτη» (μην έχουμε αυταπάτες, είναι ομοαίματος και σαρξ εκ της σαρκός).
Ας μιλήσουμε λοιπόν σοβαρά για ρεαλιστική πολιτική: Πιστεύει κανείς ότι αυτή «η Δεξιά που μας έλαχε», όταν επιστρέψει ως κυβερνώσα παράταξη, μπορεί να συμβάλλει, στο μέτρο που αναλογεί στην Ελλάδα, στον «πολιτικό έλεγχο των αγορών σε Ενωσιακό και μεταεθνικό επίπεδο»; Δηλαδή, ότι θα βοηθήσει την Ελλάδα να κάνει το καθήκον της στον σημερινό κόσμο, ώστε να βοηθηθεί και η ίδια η Ελλάδα ως χώρα; Πράγμα που σημαίνει, ότι, τότε, εκτός των άλλων, θα «βοηθηθεί» επιτέλους, με διατηρήσιμο τρόπο και η κυβερνώσα Δεξιά της - η μονίμως αυτοκαταστροφική και καταστροφική μετά το 1981; Και κάτι περισσότερο: Πιστεύει κανείς ότι το όλον ή ένα μέρος της ελληνικής Δεξιάς, ενδιαφέρεται γι' αυτό το διακύβευμα, του πολιτικού ελέγχου των αγορών σε διεθνικό ή εθνικό επίπεδο;
Δεν ξέρω άν υπάρχει πιά εναλλακτική λύση στο σενάριο αυτό της δεξιάς επιστροφής, και μάλιστα σε μέλλον ορατό. Το πιθανότερο, όχι. Και τα παραπάνω περί πολιτικής συνέχειας της μέλλουσας και της παρελθούσας ΝΔ δεν είναι πρόβλεψη, αλλά τα κάνει βάσιμες πιθανότητες, εκτός των άλλων, η τερατώδης δύναμη της πολιτικής αδράνειας που τη βλέπουμε για μια ακόμη φορά στην ιστορία του ελληνικού κράτους και μετά το 2009 την υφιστάμεθα βαρύτατη στις πλάτες μας, ανεξαρτήτως του ποιοί κυβερνούν.
Πάντως, το ελληνικό κομματικό σύστημα και το προσωπικό του συντηρούν τόσο πολύ την βολική για εκείνο αδιαφάνεια στρατηγικής, ώστε τα αυτονόητα πρέπει να υπενθυμίζονται διαρκώς: Είναι άλλο να βλέπεις ότι το επόμενο τσίρκο έρχεται και άλλο να το προσμένεις με ελπίδα και να το χειροκροτείς εκ των προτέρων, νομίζοντας ότι είναι το «Θέατρο Τέχνης» ή κάτι σαν θίασος του Ελισαβετιανού Θεάτρου.
Πάντως, το ελληνικό κομματικό σύστημα και το προσωπικό του συντηρούν τόσο πολύ την βολική για εκείνο αδιαφάνεια στρατηγικής, ώστε τα αυτονόητα πρέπει να υπενθυμίζονται διαρκώς: Είναι άλλο να βλέπεις ότι το επόμενο τσίρκο έρχεται και άλλο να το προσμένεις με ελπίδα και να το χειροκροτείς εκ των προτέρων, νομίζοντας ότι είναι το «Θέατρο Τέχνης» ή κάτι σαν θίασος του Ελισαβετιανού Θεάτρου.
Γιώργος Β. Ριτζούλης
Ρηχή υπερπολιτικοποίηση, ψευδαισθήσεις και οπαδισμός - Νίκος Μουζέλης για «την Αριστερά που μας έλαχε», Αγγελική Σπανού για τις ακρότητες στο Κέντρο
Άγγελος Ελεφάντης: Λόγος για την ερχόμενη, την πραγματικά μεγάλη κρίση (ξαναθυμίζοντας έναν διορατικό, μεγίστης εμβέλειας λόγο του Ρόμπερτ Κέννεντυ)
Ούλριχ Μπεκ: Ευρωπαίοι ξεσηκωθείτε !
Γιούργκεν Χάμπερμας: Χρειαζόμαστε δημοκρατική πόλωση. Πόλωση των δημοκρατικών κομμάτων μεταξύ τους
Ράινερ Φορστ, Μπερντ Ούλριχ: Δικαιοσύνη και αλληλεγγύη. Τα καθήκοντα της Αριστεράς, Σοσιαλδημοκρατικής ή άλλης
Χάουκε Μπρούνκχορστ: Ευρωπαϊκό δυαδικό κράτος & ελληνική κρίση 2015 -
Ετιέν Μπαλιμπάρ: Brexit, η αντίστροφη Grexit
Ετιέν Μπαλιμπάρ: Brexit, η αντίστροφη Grexit
Σίλβια Μέρλερ (Ινστιτούτο Bruegel): Μακροοικονομικές ανισορροπίες και χρηματοπιστωτική ενοποίηση στη ζώνη του ευρώ
Ενρίκο Μπερλινγκουέρ: Εναντίον του καταναλωτισμού (1977) - Η ηθική διάσταση στην κρίση της πολιτικής (1981)
Γκρέγκορ Γκίζι: Χρειαζόμαστε την Ε.Ε., Γερμανοί, Έλληνες και όλα τα μέλη της. Ως εθνικά κράτη δεν έχουμε ειδικό βάρος στον κόσμο, μαζί είμαστε δυνατοί
Γ. Β. Ριτζούλης: Κρυμμένα μυστικά και αυταπάτες - στη ριζοσπαστική Αριστερά και στους επίδοξους Έλληνες Σοσιαλδημοκράτες (συν ένα άρθρο του Νικ. Σεβαστάκη)
Ιμμάνιουελ Βαλλερστάιν: Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι πεδίο πολιτικής σύγκρουσης, εσωτερικής και πλανητικής, αλλά δεν κινδυνεύει να καταρρεύσει
Γκυγιώμ Ντυβάλ: Ο Τζόζεφ Στίγκλιτς κάνει λάθος: Η μόνη έξοδος από το ευρώ είναι αυτή που προτείνει η Μαρίν ΛεΠεν
Γυρίζοντας τον Κέυνς ανάποδα: Η κραιπάλη στην άνοδο και η λιτότητα στην πτώση - Το πολιτικό «κεφάλαιο» Καραμανλή του Νεότερου (άρθρα του Γιώργου Στρατόπουλου και του Γ. Β. Ριτζούλη
Γιώργος Β. Ριτζούλης: Σε εποχή μειωμένων προσδοκιών. Ελλάδα, Ευρώπη, πατριωτισμός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου