©Social Research - Jürgen Habermas: Hannah Arendt’s Communications Concept of Power (1/1977)
Τα 90ά γενέθλια του Γιούργκεν Χάμπερμας είναι καλή ευκαιρία για να δημοσιευθεί ένα μικρό δοκίμιό του, αμετάφραστο μέχρι τώρα στα ελληνικά, στο οποίο διερευνά τις απόψεις της Χάννα Άρεντ για την ισχύ, την εξουσία και γενικά για το Πολιτικόν.
To δοκίμιο αυτό, άν και παλιό, είναι διαρκώς επίκαιρο. Με αφορμή την κριτική εξέταση των απόψεων της Άρεντ και την αντιπαραβολή τους με το τελεολογικό μοντέλο του Μαξ Βέμπερ και με τη δομική-λειτουργιστική θεωρία των συστημάτων, ο Χάμπερμας δείχνει τα ισχυρά και τα αδύνατα σημεία της Άρεντ, αλλά επίσης του Βέμπερ και των λειτουργιστικών ή στρουκτουραλιστικών πολιτικών θεωριών (με εκπρόσωπο τον Τ. Πάρσονς). Ταυτόχρονα, αφήνει να φανεί το περίγραμμα της δικής του διαφορετικής αντίληψης για την πολιτική και για την επικοινωνιακή δράση, ως μέρους του όλου εγχειρήματός του για «ανακατασκευή του ιστορικού υλισμού»· η αντίληψη αυτή του Χάμπερμας μετέπειτα εξελίχθηκε, αλλά οι βάσεις της είχαν ήδη τεθεί από τότε.
Εν συντομία, λέει: Με την αμιγώς επικοινωνιακή - οιονεί αμεσοδημοκρατική - αντίληψη της για την πολιτική, η Άρεντ αντιπροτείνει στη σημερινή «μειωμένης ευαισθησίας» πολιτική επιστήμη πολύτιμες αναζωογονητικές ιδέες, καταπολεμά το «δέλεαρ της τεχνοκρατίας» (Χάμπερμας), ωστόσο «παραμένει δέσμια του ιστορικού πλαισίου και των εννοιολογικών εργαλείων της κλασικής φιλοσοφίας». Τα εργαλεία της ελληνορωμαϊκής δημοκρατικής-ρεπουμπλικανικής σκέψης, ιδίως της Αριστοτελικής αντίληψης για την πόλιν (με πολίτες μή εργαζόμενους και με δούλους μή πολίτες), εξακολουθούν να είναι πολύ χρήσιμα, όμως είναι αδύνατο να εφαρμοστούν αυτούσια σε νεωτερικές κοινωνίες και πολιτικούς πολιτισμούς, λέει ο Χάμπερμας. Με την κυριαρχία του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, με κοινωνίες νομικά ίσων πολιτών διαρθρωμένες σε κοινωνικές τάξεις, με τα πολιτικά κόμματα και το σύγχρονο κράτος και με τη γραφειοκρατική τους δομή, έγιναν ρευστά τα όρια μεταξύ πολιτικής και οικονομίας, «οίκου» και «δήμου», πολιτικής και διοίκησης. Πράγματα που οι στοχαστές της κλασικής εποχής θεωρούσαν εκτός της πολιτικής σφαίρας αυτής καθεαυτής, σήμερα βρίσκονται στο επίκεντρό της. Προπαντός τώρα, η πολιτική δεν είναι μόνον επικοινωνία μέσω της γλώσσας και συναπόφαση για κοινή πορεία ενεργειών· η πολιτική είναι και στρατηγική δράση, είναι και παρεμπόδιση των αντιπάλων να επιτυγχάνουν τους στόχους τους ή να υλοποιούν τα συμφέροντά τους, είναι σαφώς και αγώνες για την κατανομή του κοινωνικού προϊόντος, είναι και δημιουργία ιδεολογίας, δηλαδή ψευδαισθήσεων, με σκοπό την κυριάρχηση επί των αντιπάλων.
Το δοκίμιο δημοσιεύτηκε στην αγγλική γλώσσα στο περιοδικό Social Research (τομ. 44, τεύχος 1/1977, αφιέρωμα στην Χάννα Άρεντ). Το περιοδικό εκδίδεται από την New School for Social Research στη Νέα Υόρκη, το Πανεπιστήμιο στο οποίο δίδαξε η Χάννα Άρεντ μετά τη φυγή της από τη Ναζιστική Γερμανία. Μετάφραση από τα γερμανικά στα αγγλικά του Thomas A. McCarthy, μεταφραστή πολλών έργων του Habermas και κριτικού μελετητή του έργου του. Αναδημοσιεύτηκε στον συλλογικό τόμο Hannah Arendt - Critical Essays (επιμ. Lewis P. Hinchman και Sandra K. Hinchman), State University of New York Press, 1994. Το πρωτότυπο γερμανικό κείμενο είχε δημοσιευτεί στο περιοδικό Merkur («Hannah Arendts Begriff der Macht», τ. 341, αφιέρωμα στη μνήμη της Χ. Άρεντ, Οκτώβριος 1976, Στουτγκάρδη) και αναδημοσιεύτηκε στον τόμο Philosophisch-politische Profile - Erweiterte Ausgabe, με μικρά δοκίμια του Jürgen Habermas (Suhrkamp, Φρανκφούρτη/Μ, 1981, 1987).
Γ. Ρ.
Ο Max Weber όρισε ως ισχύ ή δύναμη (power, Macht) τη δυνατότητα κάποιου να επιβάλλει τη δική του βούληση στη συμπεριφορά άλλων. Αντιθέτως, η Hannah Arendt κατανοεί την ισχύ [την «εσωτερική» δύναμη ως ικανότητα παραγωγής έργου]* ως ικανότητα για συμφωνία που επιτυγχάνεται μέσω αβίαστης επικοινωνίας και αποσκοπεί σε μια κοινή πορεία δράσης. Και οι δύο παρουσιάζουν την ισχύ ή τη δύναμη εν γένει ως δυνατότητα που υλοποιείται σε δράσεις, ωστόσο οι δύο αυτές απόψεις έχουν ως βάσεις διαφορετικά μοντέλα δράσης.
Η “ισχύς” στον Max Weber, στον Talcott Parsons και στην Hannah Arendt
Σημείο εκκίνησης του Μαξ Βέμπερ είναι το τελεολογικό μοντέλο δράσης: Ένα άτομο (ή μια ομάδα, που μπορούμε να την θεωρήσουμε ως οιονεί άτομο) επιλέγει τα κατάλληλα μέσα για να πραγματοποιήσει έναν στόχο που έχει θέσει για τον εαυτό του. Η πραγματοποίηση του στόχου, η επιτυχία, συνίσταται στο να διαμορφώσει μια τέτοια κατάσταση στον εξωτερικό κόσμο, ώστε να μπορεί να φθάσει στον εν λόγω στόχο. Στο βαθμό που η επιτυχία του εξαρτάται και από τη συμπεριφορά άλλων ατόμων, το άτομο που δρα πρέπει να έχει στη διάθεσή του μέσα για να παρακινήσει ή οδηγήσει τα άλλα άτομα στο να συμπεριφερθούν με τρόπο επιθυμητό για το άτομο αυτό. Το να έχει κάποιος στη διάθεσή του μέσα που επηρεάζουν τη βούληση άλλων, ο Βέμπερ το αποκαλεί «ισχύ» («power», Macht).
Σημείο εκκίνησης του Μαξ Βέμπερ είναι το τελεολογικό μοντέλο δράσης: Ένα άτομο (ή μια ομάδα, που μπορούμε να την θεωρήσουμε ως οιονεί άτομο) επιλέγει τα κατάλληλα μέσα για να πραγματοποιήσει έναν στόχο που έχει θέσει για τον εαυτό του. Η πραγματοποίηση του στόχου, η επιτυχία, συνίσταται στο να διαμορφώσει μια τέτοια κατάσταση στον εξωτερικό κόσμο, ώστε να μπορεί να φθάσει στον εν λόγω στόχο. Στο βαθμό που η επιτυχία του εξαρτάται και από τη συμπεριφορά άλλων ατόμων, το άτομο που δρα πρέπει να έχει στη διάθεσή του μέσα για να παρακινήσει ή οδηγήσει τα άλλα άτομα στο να συμπεριφερθούν με τρόπο επιθυμητό για το άτομο αυτό. Το να έχει κάποιος στη διάθεσή του μέσα που επηρεάζουν τη βούληση άλλων, ο Βέμπερ το αποκαλεί «ισχύ» («power», Macht).
Γι' αυτή την ικανότητα, η Χάννα Άρεντ επιφυλάσσει τον όρο «βία» («force», «Gewalt»), δύναμη εξαναγκαστική [που αλλάξει τη συμπεριφορά ή την κατάσταση των ατόμων ή αντικειμένων στα οποία επιδρά «εκ των έξω»]. Ένας δρων παράγοντας που ενεργεί σύμφωνα με την ορθολογικότητα ως προς τον σκοπό (purposive-rational actor, γερμ. zweckrational Handelnde), δηλαδή όποιος ενδιαφέρεται απλά και μόνον για την επιτυχία της δράσης του, πρέπει να έχει στη διάθεσή του μέσα, με τα οποία μπορεί να αναγκάσει άλλα άτομα που έχουν τη δυνατότητα διαφορετικών επιλογών, είτε με την απειλή κυρώσεων, είτε με την πειθώ, είτε με έναν έξυπνο χειρισμό των επιλογών που διαθέτουν τούτα τα άλλα άτομα, να κάνουν αυτό που επιθυμεί ο ίδιος. Ο Βέμπερ το θέτει ως εξής:
«Ισχύς ή δύναμη [Macht - με το νόημα που δίνει στις λέξεις ο Weber] ονομάζεται κάθε δυνατότητα μέσα σε μια κοινωνική σχέση, με την οποία κάποιος μπορεί να επιβάλει τη βούλησή του, ακόμη και κάμπτοντας την αντίσταση άλλων».1
Η μόνη εναλλακτική λύση στον εξαναγκασμό (Zwang) που ασκεί μια πλευρά έναντι μιας άλλης, είναι η ελεύθερη συμφωνία μεταξύ των συμμετεχόντων. Όμως το τελεολογικό μοντέλο της δράσης είναι εφαρμόσιμο μόνον για δρώντες παράγοντες που αποσκοπούν στη δική τους επιτυχία και όχι στην επίτευξη συμφωνίας. Τις διαδικασίες με σκοπό τη συμφωνία, τις αποδέχεται μόνον στο βαθμό που τις βλέπουν οι συμμετέχοντες ως μέσα χρήσιμα για την επίτευξη των εκάστοτε στόχων τους. Όμως μια τέτοια συμφωνία, δηλαδή συμφωνία που προωθείται μονομερώς και υπό τον όρο να είναι κατάλληλο εργαλείο για την επιτυχία της μιας πλευράς, κανείς δεν την εννοεί σοβαρά. Δεν πληροί τις προϋποθέσεις μιας συναίνεσης που προκύπτει χωρίς εξαναγκασμό.
Η Χάννα Άρεντ εκκινεί από ένα άλλο μοντέλο δράσης, το επικοινωνιακό:
«Η ισχύς (power) ανταποκρίνεται στην ικανότητα του ανθρώπου όχι μόνον να δρα, αλλά να δρα από κοινού. Η ισχύς ποτέ δεν είναι ιδιοκτησία ενός ατόμου. Ανήκει σε μια ομάδα και εξακολουθεί να υπάρχει μόνον για όσο χρόνο η ομάδα διατηρείται ενωμένη. Όταν λέμε για κάποιον ότι αυτός “είναι σε θέση ισχύος” (he is “in power”) [ή “έχει εξουσία”], στην πραγματικότητα αναφερόμαστε στο γεγονός ότι είναι εξουσιοδοτημένος από έναν ορισμένο αριθμό άλλων ανθρώπων να δρα εν ονόματί τους».2