Παρά τους μύθους υποστηρικτών και αντιπάλων, ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός δεν μείωσε τις κρατικές δαπάνες, άλλαξε μόνον την κατεύθυνση στην οποία διοχετεύονται. Η θεωρητική ανάλυση του Neil Davidson, εμπλουτισμένη με στοιχεία από την εμπειρία της Μ. Βρετανίας, εξετάζει τις παραδοσιακές και νέες ομάδες της μεσαίας τάξης και πως άλλαξαν στις δύο φάσεις της νεοφιλελεύθερης διαχείρισης. Ποιές ομάδες «μεσαίων» του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα έχασαν, ποιές κέρδισαν; Γιατί ο «φιλελεύθερος» πολιτισμικός αντικαπιταλισμός της δεκαετίας του 1960 έγινε lifestyle, υποστήριγμα της εγωιστικής απληστίας;
1
1
[Φάσεις του νεοφιλελευθερισμού: η επιθετική «εμπροσθοφυλακή» και η κοινωνική σταθεροποίησή του]
Μπορεί να γίνει χρήση του όρου «νεοφιλελευθερισμός» με τρεις νοηματικούς τρόπους. Νεοφιλελευθερισμός είναι μια ιδεολογία που εμφανίστηκε στην Κεντρική Ευρώπη στη δεκαετία του 1930 ως αντίθεση στον σοσιαλισμό (δηλαδή στον σχεδιασμό της οικονομίας από το κράτος και στην κρατική ιδιοκτησία μέσων παραγωγής), η οποία αργότερα μετανάστευσε στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου του Σικάγο.
Μπορεί να γίνει χρήση του όρου «νεοφιλελευθερισμός» με τρεις νοηματικούς τρόπους. Νεοφιλελευθερισμός είναι μια ιδεολογία που εμφανίστηκε στην Κεντρική Ευρώπη στη δεκαετία του 1930 ως αντίθεση στον σοσιαλισμό (δηλαδή στον σχεδιασμό της οικονομίας από το κράτος και στην κρατική ιδιοκτησία μέσων παραγωγής), η οποία αργότερα μετανάστευσε στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου του Σικάγο.
Νεοφιλελευθερισμός είναι και μια στρατηγική που υιοθετήθηκε από μια συμμαχία διευθυντικών στελεχών της δημόσιας διοίκησης, πολιτικών και εργοδοτών, η οποία, από τα μέσα έως τα τέλη της δεκαετίας του 1970, άρχισε να εμφανίζεται ως απάντηση στην επιστροφή των οικονομικών κρίσεων, πρώτα στο Ηνωμένο Βασίλειο, τις ΗΠΑ και τη Χιλή, επιδιώκοντας μεταφορά ισχύος στον εργασιακό χώρο από τις δυνάμεις της εργασίας στους κατόχους του κεφαλαίου, αρχίζοντας από μια αποδυνάμωση των συνδικάτων. Αυτή η στρατηγική δεν ήταν εφαρμογή στην πράξη ενός [ήδη υπάρχοντος] γενικού θεωρητικού σχεδίου που προέρχονταν από τον νεοφιλελευθερισμό-ως-ιδεολογία. Από τη στιγμή που ο Κεϋνσιανισμός και οι μορφές του καπιταλισμού υπό κρατική ρύθμιση απορρίφθηκαν ως ακατάλληλες, οι άρχουσες τάξεις είχαν στη διάθεσή τους περιορισμένο σύνολο επιλογών. Επομένως, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι οι περισσότεροι κατέληξαν στην ίδια απάντηση. Συνεπώς, ο Χάγιεκ δεν πρέπει να κατανοείται ως ένα είδος «αντι-Μαρξ» που τον εφάρμοσε στην πράξη η Θάτσερ ως «αντι-Λένιν».
Federico Fellini, E la nave va (1983) |
Τέλος, νεοφιλελευθερισμός είναι και μια ολόκληρη εποχή στην ιστορία του καπιταλισμού, αφότου η στρατηγική αυτή άρχισε να εφαρμόζεται. Δεν ήταν αναπόφευκτο να πάρει η μετά το 1973 εποχή αυτόν το χαρακτήρα: υπήρξαν στιγμές στις περισσότερες μεγάλες χώρες, όπως π.χ. η απεργία των ανθρακωρύχων το 1984-1985 στο Ηνωμένο Βασίλειο, που ήταν δυνατόν να προκύψουν διαφορετικά αποτελέσματα. Όμως, στα τέλη της δεκαετίας του 1980 ήταν ήδη σαφές ότι αυτό που συνέβαινε δεν ήταν μια βραχυπρόθεσμη μεταβολή στην ισορροπία δυνάμεων των κοινωνικών τάξεων, η οποία θα μπορούσε και να αντιστραφεί με την μια ή την άλλη επιμέρους νίκη των αντίπαλων δυνάμεων, αλλά εδραίωση μιας νέας κατάστασης με αλλαγή συσχετισμών υπέρ του κεφαλαίου.
Ωστόσο, την ίδια στιγμή που ο νεοφιλελευθερισμός θριάμβευε στα τέλη της δεκαετίας του 1980, υποβλήθηκε σε μια κρίσιμη μετάλλαξη. Η μετάλλαξη αυτή συνέβη μέσω της κυβερνητικής διαδοχής των Συντηρητικών κομμάτων από τα κόμματα της Σοσιαλδημοκρατίας και της Φιλελεύθερης Δημοκρατίας. Οι μετωπικές γενικές επιθέσεις εναντίον του εργατικού κινήματος και εναντίον των όρων διαβίωσης της εργατικής τάξης, οι χαρακτηριστικές του πρώτου σταδίου του νεοφιλελευθερισμού, σχεδόν έπαυσαν από τα τέλη της δεκαετίας του 1980. Σε ορισμένες περιπτώσεις αυτό συνέβη εν μέρει επειδή η άρχουσα τάξη, με τη γενική κοινωνική επίθεσή της, συμπεριλαμβανομένης της επιβολής κεφαλικού φόρου (poll tax) στο Ηνωμένο Βασίλειο, είχε ήδη υπερβεί τα όρια αυτού που ήταν εφικτό και ήταν ώρα να γίνει πιο προσεκτική. Κυρίως όμως, η προσοχή της κυρίαρχης τάξης μετατοπίσθηκε προς άλλους τομείς της κοινωνικής ζωής, επειδή η προηγούμενη επίθεση είχε ήδη επιτύχει τον βασικό της στόχο, δηλαδή την αποδυνάμωση του εργατικού κινήματος, και είχε ενσπείρει στη συνδικαλιστική γραφειοκρατία μια γενικευμένη απροθυμία να συμμετέχει και να δραστηριοποιείται επίσημα σε αγωνιστικές διεκδικήσεις, πράγμα που ίσως αποτελεί τη μεγαλύτερη υπηρεσία που έχει προσφέρει μέχρι σήμερα στο κεφάλαιο ο νεοφιλελευθερισμός.
[Από «πόλεμο ελιγμών» σε «πόλεμο θέσεων» και οι ευρύτερες κοινωνικές βάσεις]
Συνακόλουθα, η μετάβαση από αυτό που ονομάζω καθεστώς της επιθετικής εμπροσθοφυλακής του νεοφιλελευθερισμού προς ένα επαναπροσανατολισμένο καθεστώς νεοφιλελεύθερης κοινωνικής σταθεροποίησης, δηλαδή από τη Θάτσερ και τον Ρέηγκαν στον Μπλερ και στον Κλίντον, αποτελεί μετατόπιση από αυτό που ο Γκράμσι αποκαλούσε «πόλεμο ελιγμών» σε «πόλεμο θέσεων». Ο πρώτος περιλάμβανε τη μετωπική επίθεση εναντίον του κινήματος των εργαζομένων και τη διάλυση των παλιών σοσιαλδημοκρατικών θεσμών των ενσωματωμένων στο κράτος και στην κοινωνία («roll-back»: επαναφορά, απόσυρση [επιστροφή στο προ-Κευνσιανό μοντέλο]). Ο δεύτερος, μια πιο μοριακή διαδικασία, περιλάμβανε τη σταδιακή εμπορευματοποίηση τεράστιων νέων τομέων της κοινωνικής ζωής και τη δημιουργία νέων θεσμών, δομημένων ειδικά με βάση νεοφιλελεύθερες αρχές («roll-out»: φάση της εξάπλωσης). Παρά το γεγονός ότι αυτές οι εκδοχές του νεοφιλελευθερισμού εμφανίστηκαν σε δύο διαδοχικές φάσεις, είναι τώρα διαθέσιμες ως εναλλακτικές προσεγγίσεις για διακυβέρνηση και θέτουν τα όρια της συμβατικής πολιτικής στην εποχή μας.
[Από «πόλεμο ελιγμών» σε «πόλεμο θέσεων» και οι ευρύτερες κοινωνικές βάσεις]
Συνακόλουθα, η μετάβαση από αυτό που ονομάζω καθεστώς της επιθετικής εμπροσθοφυλακής του νεοφιλελευθερισμού προς ένα επαναπροσανατολισμένο καθεστώς νεοφιλελεύθερης κοινωνικής σταθεροποίησης, δηλαδή από τη Θάτσερ και τον Ρέηγκαν στον Μπλερ και στον Κλίντον, αποτελεί μετατόπιση από αυτό που ο Γκράμσι αποκαλούσε «πόλεμο ελιγμών» σε «πόλεμο θέσεων». Ο πρώτος περιλάμβανε τη μετωπική επίθεση εναντίον του κινήματος των εργαζομένων και τη διάλυση των παλιών σοσιαλδημοκρατικών θεσμών των ενσωματωμένων στο κράτος και στην κοινωνία («roll-back»: επαναφορά, απόσυρση [επιστροφή στο προ-Κευνσιανό μοντέλο]). Ο δεύτερος, μια πιο μοριακή διαδικασία, περιλάμβανε τη σταδιακή εμπορευματοποίηση τεράστιων νέων τομέων της κοινωνικής ζωής και τη δημιουργία νέων θεσμών, δομημένων ειδικά με βάση νεοφιλελεύθερες αρχές («roll-out»: φάση της εξάπλωσης). Παρά το γεγονός ότι αυτές οι εκδοχές του νεοφιλελευθερισμού εμφανίστηκαν σε δύο διαδοχικές φάσεις, είναι τώρα διαθέσιμες ως εναλλακτικές προσεγγίσεις για διακυβέρνηση και θέτουν τα όρια της συμβατικής πολιτικής στην εποχή μας.
Το ζήτημα που θέλω να πραγματευτώ εδώ είναι η μεταβαλλόμενη κοινωνική βάση του νεοφιλελευθερισμού, κατά την αρχική αυτή μετάβαση από τον «νεοφιλελευθερισμό της εμπροσθοφυλακής» στον «κοινωνικό νεοφιλελευθερισμό». Είναι σαφές ότι αυτή η κοινωνική βάση εκτείνεται πέρα από «το 1 % των πραγματικά πλούσιων», πράγμα που δείχνει, όπως και άλλα πράγματα, γιατί αυτό το σύνθημα είναι λανθασμένο: και σε αυτή την φάση του καπιταλισμού, όπως και σε κάθε άλλη, το επικρατούν μοντέλο συσσώρευσης, είναι υποχρεωμένο να δημιουργεί στηρίγματα έξω από την άρχουσα τάξη και αυτό κάνει. Ανέκαθεν, μια μειοψηφία εργαζομένων υποστήριζε ανοιχτά κόμματα της άρχουσας τάξης - μόνο βαθιά άγνοια θα μπορούσε να φανταστεί ότι αποτελεί καινοτομία η υποστήριξη Βρετανών εργαζομένων προς το UKIP. Ωστόσο, η πραγματικά ενεργή και όχι απλά παθητική εκλογική υποστήριξη προς το σύστημα, πάντα ερχόταν από διαφορετικές μεταξύ τους μερίδες ή στρώματα της κοινωνίας, οι οποίες δεν ανήκουν ούτε στην αστική τάξη, ούτε στην εργατική: ερχόταν από «μεσαίες τάξεις». Ποια ήταν αυτά τα κοινωνικά στρώματα στην περίπτωση του νεοφιλελευθερισμού;
2
[Οι δύο ομάδες της «παλαιάς» μεσαίας τάξης: παραδοσιακοί μικροαστοί και επιστήμονες ελευθεροεπαγγελματίες]
Ο όρος «μεσαίες τάξεις» από μόνος του ελάχιστα βοηθάει, αφού το μόνο που ορίζει είναι μια σχετική θέση μεταξύ των κυρίαρχων και των υποτελών τάξεων, των οποίων οι ταυτότητες, όπως και των στρωμάτων που τοποθετούνται στην ενδιάμεση αυτή θέση, αλλάζουν με την πάροδο του χρόνου. Υπό τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, στον οποίο η αστική τάξη είναι η άρχουσα και η πλειοψηφική τάξη η εργατική, οι μεσαίες τάξεις αποτελούνται από τρεις ευρείες ομάδες. Οι δύο από αυτές ανήκουν στην «παλαιά» μεσαία τάξη, η οποία προϋπήρχε του καπιταλισμού. Η μια από τις «παλαιές» είναι η παραδοσιακή μικροαστική τάξη, αποτελούμενη από άτομα που εκμεταλλεύονται τον εαυτό τους και τις οικογένειές τους, και της οποίας η συντριπτική πλειοψηφία στη σημερινή Βρετανία αποτελείται από τους αυτοαπασχολούμενους: ιδιοκτήτες καταστημάτων ή ταξί, αυτοαπασχολούμενοι τεχνίτες όπως υδραυλικοί κτλ. Η άλλη «παλαιά» μεσαία τάξη αποτελείται από «τα ελεύθερα επιστημονικά επαγγέλματα»: γιατροί, δικηγόροι, φοροτεχνικοί, τοπογράφοι κτλ. Πέρα από την «ενδιάμεση» κοινωνική θέση τους, αυτές οι δύο ομάδες έχουν ελάχιστα κοινά στοιχεία μεταξύ τους.
Ο όρος «μεσαίες τάξεις» από μόνος του ελάχιστα βοηθάει, αφού το μόνο που ορίζει είναι μια σχετική θέση μεταξύ των κυρίαρχων και των υποτελών τάξεων, των οποίων οι ταυτότητες, όπως και των στρωμάτων που τοποθετούνται στην ενδιάμεση αυτή θέση, αλλάζουν με την πάροδο του χρόνου. Υπό τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, στον οποίο η αστική τάξη είναι η άρχουσα και η πλειοψηφική τάξη η εργατική, οι μεσαίες τάξεις αποτελούνται από τρεις ευρείες ομάδες. Οι δύο από αυτές ανήκουν στην «παλαιά» μεσαία τάξη, η οποία προϋπήρχε του καπιταλισμού. Η μια από τις «παλαιές» είναι η παραδοσιακή μικροαστική τάξη, αποτελούμενη από άτομα που εκμεταλλεύονται τον εαυτό τους και τις οικογένειές τους, και της οποίας η συντριπτική πλειοψηφία στη σημερινή Βρετανία αποτελείται από τους αυτοαπασχολούμενους: ιδιοκτήτες καταστημάτων ή ταξί, αυτοαπασχολούμενοι τεχνίτες όπως υδραυλικοί κτλ. Η άλλη «παλαιά» μεσαία τάξη αποτελείται από «τα ελεύθερα επιστημονικά επαγγέλματα»: γιατροί, δικηγόροι, φοροτεχνικοί, τοπογράφοι κτλ. Πέρα από την «ενδιάμεση» κοινωνική θέση τους, αυτές οι δύο ομάδες έχουν ελάχιστα κοινά στοιχεία μεταξύ τους.
Λόγω της κοινωνικής της καταγωγής αλλά και λόγω ιδεολογικής συγγένειας, η Μάργκαρετ Θάτσερ συμπαθούσε την πρώτη ομάδα, την παραδοσιακή μικροαστική τάξη και προσπαθούσε να δείξει τη συμπαράστασή της: «Αχ, αυτοί οι φτωχοί και έρημοι καταστηματάρχες!», λέγεται ότι αναφώνησε μετά από τις ζημίες που προκλήθηκαν στις περιουσίες τους από τους ταραξίες του Toxteth στο Λίβερπουλ το 1981. Όμως τη δεύτερη παραδοσιακή ομάδα μεσοστρωμάτων η Θάτσερ την αντιμετώπιζε με καχυποψία, γιατί περιλάμβανε εντός της κατεστημένα συμφέροντα αντίθετα με τη λογική της αγοράς, ανεξάρτητα από το πόσο καθησυχαστικά συντηρητικοί μπορεί να είναι από άλλες απόψεις οι χειρουργοί και οι δικηγόροι.
Παρ' όλα αυτά, και οι δύο αυτές διαφορετικές ομάδες των «παλαιών» μεσαίων τάξεων χαιρέτισαν την νεοφιλελεύθερη εμμονή στη μείωση του πληθωρισμού, επειδή προστάτευε την αξία των μελλοντικών ιδιωτικών συντάξεων και των άλλων αποταμιεύσεών τους, το πραγματικό ύψος των οποίων αυξήθηκε χάρις στην πολιτική που διατηρούσε τα υψηλά επιτόκια. Επίσης υποστήριξαν την επίθεση εναντίον του εργατικού κινήματος. Το εργατικό κίνημα το έβλεπαν με αγανάκτηση, όχι μόνον λόγω της ανυποταξίας του, αλλά και επειδή η συνδικαλιστική δράση στα εργοστάσια θα μπορούσε να προστατεύσει [με κατάκτηση ονομαστικών μισθολογικών αυξήσεων] τους μισθούς της εργατικής τάξης από τις επιπτώσεις του πληθωρισμού. Στα μάτια της παραδοσιακής μικροαστικής τάξης, για την αύξηση του πληθωρισμού ευθύνονταν κατά κύριο λόγο οι εργαζόμενοι με τις μισθολογικές διεκδικήσεις τους [δεν μπορούσαν να δουν τις διεκδικήσεις αυτές αντίστροφα, ως άμυνα κατά του πληθωρισμού].
Όμως η Θάτσερ δεν έκανε σχεδόν τίποτε άλλο για να βοηθήσει αυτά τα «παλαιά» μεσαία και μικροαστικά στρώματα, ενώ τα υψηλά επιτόκια έκαναν απίστευτα ακριβό τον δανεισμό απο τις τράπεζες. Τελικά, και οι δύο διαφορετικές συνιστώσες της παραδοσιακής μικροαστικής τάξης είδαν τον σταθερό παλιό κόσμο τους να καταρρέει, καθώς προχωρούσε η νέα νεοφιλελεύθερη τάξη. Τα συμφέροντα των μικροεμπόρων εκτέθηκαν στον ανταγωνισμό των γιγαντιαίων αλυσίδων του λιανεμπορίου, πράγμα που ανάγκασε τη μεγάλη πλειοψηφία αυτών των φτωχών καταστηματαρχών να διακόψουν την επαγγελματική τους δραστηριότητα, εξαιτίας των σουπερμάρκετ βέβαια και όχι εξαιτίας των Liverpudlians, των ταραξιών και των χούλιγκανς στο Λίβερπουλ.
[Η «νέα μεσαία τάξη»: διευθυντικά-εποπτικά μισθωτά στελέχη και ημιαυτόνομοι απασχολούμενοι στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα]
Η αυθεντική, αρχική κοινωνική βάση του νεοφιλελευθερισμού προήλθε από ένα κλάσμα της τρίτης ομάδας μεσοστρωμάτων, της «νέας μεσαίας τάξης» (NMΤ). Το 1911, σε μια από τις πρώτες συζητήσεις για το θέμα αυτό εντός της κλασικής μαρξιστικής παράδοσης, ο Ρούντολφ Χίλφερντιγκ (Rudolf Hilferding) αποκάλεσε τον όρο αυτό «ατυχή». Ωστόσο είναι προτιμότερος από κάθε άλλη διαθέσιμη εναλλακτική λύση - «νέα μικροαστική τάξη», «τάξη των υπηρεσιών», «μισθωτή υπαλληλική τάξη», «διευθυντικά στρώματα των επιστημονικών επαγγελμάτων», γιατί καμία από αυτές δεν καλύπτει ολόκληρο το φάσμα των μελών αυτής της ομάδας.
[Η «νέα μεσαία τάξη»: διευθυντικά-εποπτικά μισθωτά στελέχη και ημιαυτόνομοι απασχολούμενοι στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα]
Η αυθεντική, αρχική κοινωνική βάση του νεοφιλελευθερισμού προήλθε από ένα κλάσμα της τρίτης ομάδας μεσοστρωμάτων, της «νέας μεσαίας τάξης» (NMΤ). Το 1911, σε μια από τις πρώτες συζητήσεις για το θέμα αυτό εντός της κλασικής μαρξιστικής παράδοσης, ο Ρούντολφ Χίλφερντιγκ (Rudolf Hilferding) αποκάλεσε τον όρο αυτό «ατυχή». Ωστόσο είναι προτιμότερος από κάθε άλλη διαθέσιμη εναλλακτική λύση - «νέα μικροαστική τάξη», «τάξη των υπηρεσιών», «μισθωτή υπαλληλική τάξη», «διευθυντικά στρώματα των επιστημονικών επαγγελμάτων», γιατί καμία από αυτές δεν καλύπτει ολόκληρο το φάσμα των μελών αυτής της ομάδας.
Σύμφωνα με ορισμένους συγγραφείς, η NMΤ δεν είναι καν ξεχωριστή κοινωνική τάξη ή ομάδα, αλλά ένα συμπλήρωμα της αστικής τάξης, πρωταρχικός ρόλος του οποίου, είτε στο ιδιωτικό είτε στο δημόσιο τομέα, είναι η εποπτεία, ο έλεγχος και η ιδεολογική επιρροή επί της εργατικής τάξης. Κατ' άλλους, μπορούν να θεωρούνται μερίδα ενσωματωμένη στην μικροαστική τάξη και να αντιμετωπίζονται ως μέρος της. Ούτε η μία ούτε η άλλη από αυτές τις δύο κατηγοριοποιήσεις και εντάξεις είναι επαρκής. Σε αντίθεση με την μικροαστική τάξη, η οποία βρίσκεται έξω από την κεντρική εκμεταλλευτική σχέση μεταξύ εργασίας και κεφαλαίου, η NMΤ ενσωματώνει χαρακτηριστικά και των δύο κύριων κοινωνικών τάξεων. Όπως οι «παλαιές» μεσαίες τάξεις, η NMΤ έχει και αυτή δύο συνιστώσες, αφενός μέλη που παίζουν διευθυντικούς και εποπτικούς ρόλους και αφετέρου μέλη που είναι ημι-αυτόνομοι απασχολούμενοι. Και οι δύο αυτές συνιστώσες καταλαμβάνουν αντιφατικές ταξικές θέσεις.
Στην περίπτωση των διευθυντικών και εποπτικών στελεχών, η θέση τους βρίσκεται ανάμεσα στην εργατική τάξη, με την οποία μοιράζονται την ίδια κατάσταση ως μισθωτοί εργαζόμενοι, και στην αστική τάξη, με την οποία σε κάθε περίπτωση μοιράζονται οικονομικά οφέλη που υπερβαίνουν κατά πολύ την πραγματική συνεισφορά τους στην παραγωγική διαδικασία. Με άλλα λόγια, αυτή η συνιστώσα της NMΤ όχι μόνον δεν γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης, αλλά και επωφελείται από την εκμετάλλευση της εργατικής τάξης. Η αστική τάξη ασκεί τον γενικό «αφ΄ υψηλού» στρατηγικό έλεγχο επί των μέσων παραγωγής. Τα διευθυντικά και εποπτικά στελέχη είναι επιφορτισμένα με τον καθημερινό επιχειρησιακό έλεγχο της διαδικασίας. Ο πλούτος και η εξουσία της αστικής τάξης συνίσταται στην κληρονομούμενη περιουσία, με τη μορφή των ακινήτων και κινητών περιουσιακών στοιχείων. Τα διευθυντικά και εποπτικά στρώματα καταλαμβάνουν τη θέση τους μέσω της κατοχής διαπιστευτηρίων εκπαιδευτικής φύσης, που τους επιτρέπουν να εισέρχονται στη θέση αυτή ατομικά και στη συνέχεια να προάγονται μέσα σε μια τυποποιημένη δομή σταδιοδρομιών, που είναι κοινή τόσο για τις εταιρικές-ιδιωτικές όσο και για τις κρατικές γραφειοκρατίες.
Στην περίπτωση των ημι-αυτόνομων απασχολουμένων, αυτοί ως άτομα που ανήκουν στην NMΤ έχουν την ίδια σχέση προς την εργατική τάξη όπως οι διευθυντές και επόπτες (συμπεριλαμβανομένων των επιπέδων των αμοιβών), όμως η θέση τους βρίσκεται ανάμεσα στην εργατική τάξη αφενός και στην παραδοσιακή μικροαστική τάξη (και όχι την ίδια την αστική τάξη) αφετέρου. Οι ημι-αυτόνομοι απασχολούμενοι, όπως δημοσιογράφοι στα μέσα ενημέρωσης, λέκτορες και άλλο μη μόνιμο εκπαιδευτικό προσωπικό στην τριτοβάθμια εκπαίδευση ή σχεδιαστές στη διαφήμιση, μοιράζονται με τους μικροαστούς έναν κάποιο έλεγχο τόσο της εργασιακής τους διαδικασίας, όσο και της φύσης του τελικού προϊόντος της (αν και το δεύτερο σε μικρότερο βαθμό).
Στην περίπτωση των ημι-αυτόνομων απασχολουμένων, αυτοί ως άτομα που ανήκουν στην NMΤ έχουν την ίδια σχέση προς την εργατική τάξη όπως οι διευθυντές και επόπτες (συμπεριλαμβανομένων των επιπέδων των αμοιβών), όμως η θέση τους βρίσκεται ανάμεσα στην εργατική τάξη αφενός και στην παραδοσιακή μικροαστική τάξη (και όχι την ίδια την αστική τάξη) αφετέρου. Οι ημι-αυτόνομοι απασχολούμενοι, όπως δημοσιογράφοι στα μέσα ενημέρωσης, λέκτορες και άλλο μη μόνιμο εκπαιδευτικό προσωπικό στην τριτοβάθμια εκπαίδευση ή σχεδιαστές στη διαφήμιση, μοιράζονται με τους μικροαστούς έναν κάποιο έλεγχο τόσο της εργασιακής τους διαδικασίας, όσο και της φύσης του τελικού προϊόντος της (αν και το δεύτερο σε μικρότερο βαθμό).
Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η ΝΜΤ αναπτύχθηκε σε τρία κύρια πεδία απασχόλησης. Στον ιδιωτικό τομέα, οι εταιρείες χρειάζονταν απασχολούμενους στά διαχειριστικά και εποπτικά τους επίπεδα, αναγκαίους για να επιβλέπουν το όλο προσωπικό τους, σε μια οικονομία που όλο και περισσότερο προσανατολιζόταν προς τον τομέα των υπηρεσιών. Στο δημόσιο τομέα, χρειάζονταν δημόσιοι υπάλληλοι για απασχόληση στις εργασίες κοινωνικής αναπαραγωγής των καπιταλιστικών σχέσεων μέσω της κοινωνικής πρόνοιας, της υγείας και της εκπαίδευσης. Επίσης, τόσο στον δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα, ήταν απαραίτητο το τεχνικά και επιστημονικά εξειδικευμένο εργασιακό δυναμικό για να λειτουργήσουν οι νέες τεχνολογίες και τα νέα συστήματα (όπως της επεξεργασίας δεδομένων), που προέκυψαν κατά τη διάρκεια της μεταπολεμικής εποχής οικονομικής ανόδου (Great Boom). Η επέκταση της NMΤ δεν σταμάτησε με την έλευση της εμπροσθοφυλακής του νεοφιλελευθερισμού. Σε ορισμένες περιπτώσεις η αυτοματοποίηση και προλεταριοποίηση εκτόπισε ή μετασχημάτισε παλιές θέσεις εργασίας της NMΤ, όμως με τον νεοφιλελευθερισμό δημιουργήθηκαν πολλές νέες, προπαντός στον χρηματοοικονομικό τομέα.
[Στη νεοφιλελεύθερη φάση δεν μειώθηκαν οι κρατικές δαπάνες. Άλλαξε μόνον κατεύθυνση η διοχέτευσή τους]
Επίσης, αντίθετα με έναν μύθο που τροφοδοτεί επιχειρήματα τόσο υποστηρικτών όσο και αντιπάλων του νεοφιλελευθερισμού, στη νεοφιλελεύθερη φάση δεν μειώθηκαν οι κρατικές δαπάνες, άλλαξε μόνον η κατεύθυνση αυτών των δαπανών. Εξίσου σημαντικό, υπό το νεοφιλελεύθερο καθεστώς, η ΝΜΤ που απασχολείται στον δημόσιο τομέα υποβλήθηκε σε μια επιτυχή μεταμόρφωση ώστε να μοιάζει πιο πολύ με εκείνη του ιδιωτικού τομέα. Η μεταμόρφωση αυτή αφορά δύο πεδία, που σχετίζονται και τα δύο με τη διαδικασία της εργασίας.
[Στη νεοφιλελεύθερη φάση δεν μειώθηκαν οι κρατικές δαπάνες. Άλλαξε μόνον κατεύθυνση η διοχέτευσή τους]
Επίσης, αντίθετα με έναν μύθο που τροφοδοτεί επιχειρήματα τόσο υποστηρικτών όσο και αντιπάλων του νεοφιλελευθερισμού, στη νεοφιλελεύθερη φάση δεν μειώθηκαν οι κρατικές δαπάνες, άλλαξε μόνον η κατεύθυνση αυτών των δαπανών. Εξίσου σημαντικό, υπό το νεοφιλελεύθερο καθεστώς, η ΝΜΤ που απασχολείται στον δημόσιο τομέα υποβλήθηκε σε μια επιτυχή μεταμόρφωση ώστε να μοιάζει πιο πολύ με εκείνη του ιδιωτικού τομέα. Η μεταμόρφωση αυτή αφορά δύο πεδία, που σχετίζονται και τα δύο με τη διαδικασία της εργασίας.
Το πρώτο ήταν η ενίσχυση του εποπτικού ρόλου, με την πρόσθεση σε αυτόν νέων λειτουργιών ή με τον τονισμό της σημασίας του, πράγμα που κατέστησε πιο σαφείς τις οριοθετήσεις μεταξύ των δημοσίων υπαλλήλων που ανήκουν στη μεσαία και στην εργατική τάξη. Αυτές οι οριοθετήσεις υπήρχαν πάντα, όμως είχαν επισκιαστεί από το πολύπλοκο σύνολο των ανώνυμων, τυπικών γραπτών ρυθμίσεων και διαδικασιών που διέπουν τη συμπεριφορά και την απόδοση του δημοσιοϋπαλληλικού προσωπικού. Για παράδειγμα, η δημιουργία του Benefits Agency στο Ηνωμένο Βασίλειο το 1991, είχε ως αποτέλεσμα την αναδόμηση σε τρία ιεραρχικά επίπεδα του τότε Τμήματος Κοινωνικής Ασφάλισης (Department of Social Security). Δημιουργήθηκε ένα συγκεντριωτικό ανώτερο διοικητικό συμβούλιο, αναδιαρθρώθηκαν και ομαδοποιήθηκαν εκ νέου τα τοπικά γραφεία σε Μονάδες Διαχείρισης Διαμερισμάτων (District
Management Units), καθεμιά με δικούς της ξεχωριστούς διαχειριστές, λειτουργίες υποστήριξης και κέντρα κοστολόγησης, και υιοθετήθηκε μιας νέα διαχειριστική ιδεολογία, η οποία τόνιζε την τοπική αυτονομία σε σχέση την οργάνωση της εργασίας, την αξιολόγηση των επιδόσεων και τον έλεγχο του προϋπολογισμού.
Ένα δεύτερο παράδειγμα αλλαγών μπορούμε να εντοπίσουμε σε δημοσίους λειτουργούς που ανήκουν στην NMΤ και απασχολούνται στις κοινωφελείς υπηρεσίες, οι οποίοι ήδη βρισκόταν πλησιέστερα προς την άρχουσα τάξη. Υποβαθμίστηκε ο παραδοσιακός τους ρόλος ως δημοσίων λειτουργών και αντ' αυτού δόθηκε έμφαση στην επιβολή αξιών και προσεγγίσεων που υποτίθεται ότι είναι χαρακτηριστικές του ιδιωτικού κεφαλαίου. Ολοένα και περισσότεροι δημόσιοι λειτουργοί αντικαθίστανται από εξωτερικούς αποσπασμένους συνεργάτες ή με προσωρινά απασχολούμενους. Επίσης, οι αμοιβές των δημοσίων υπαλλήλων και οι συνθήκες εργασίας εξομοιώνονται όλο και περισσότερο με τα ισχύοντα στον ιδιωτικό τομέα, όπου ευνοούνται όσοι εργάζονται σε «απομακρυσμένα απο το κοινό» εκτελεστικά όργανα. Αυτό γίνεται είτε για να δοθούν κίνητρα απόδοσης στα διευθυντικά στελέχη και να προσελκυσθούν τέτοια άτομα από τον ιδιωτικό τομέα, κυρίως όμως για να κάνουν ελκυστικό στους λοιπούς εργαζόμενους τον ιδιωτικό τομέα. Σε αντάλλαγμα για βελτιωμένες αμοιβές στα εκτελεστικά στελέχη, αυτά θα εφαρμόζουν την κυβερνητική πολιτική τυφλά και θα συμμορφώνονται με τις ιδεολογικές πεποιθήσεις των Υπουργών.
3
[Ευνοημένα μεσοστρώματα στον δημόσιο τομέα και στα χρηματοοικονομικά και πολιτιστικά επαγγέλματα του ιδιωτικού]
Η ομάδα της NMΤ που επωφελήθηκε πολύ περισσότερο από τις δύο μορφές του νεοφιλελευθερισμού και ως ανταπόδοση του πρόσφερε την πιο έντονη υποστήριξη, ήταν εκείνη που απασχολείται με ένα ορισμένο αντικείμενο του ιδιωτικού τομέα, τον κερδοσκοπικό κόσμο του χρηματοπιστωτικού συστήματος και των εταιρικών εξαγορών. Ο κόσμος αυτός απέκτησε σάρκα και οστά και πήρε τη μορφή του στη δεκαετία του 1980. Στη μερίδα αυτή της ΝΜΤ περιλαμβάνονται οι διαχειριστές των Hedge Funds, οι traders στις χρηματοοικονομικές αγορές, οι αξιολογητές των οργανισμών αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας, οι συντάκτες του οικονομικού τύπου.
Η πολιτική στάση αυτής της ομάδας είναι αυτονόητη και δεν πρέπει να αποτελεί έκπληξη. Όμως το πραγματικό επίτευγμα του «κοινωνικού» νεοφιλελευθερισμού της σταθεροποίησης για λογαριασμό του κεφαλαίου, ήταν που κέρδισε την υποστήριξη κάποιων άλλων ομάδων της NMΤ, εκείνων που είχαν προβάλει αντίσταση στις υπερβολές, αν όχι και στην ουσία, της νεοφιλελεύθερης «εμπροσθοφυλακής». Στο δημόσιο τομέα η ομάδα αυτή περιλάμβανε τους απασχολούμενους στην κοινωνική πρόνοια, ενώ στον ιδιωτικό τομέα εκείνους που απασχολούνται στα δημιουργικά και πολιτιστικά επαγγέλματα. Οι τελευταίοι είναι μια ομάδα η οποία στο Ηνωμένο Βασίλειο αυξήθηκε σε μέγεθος, από περίπου μισό εκατομμύριο το 1951 έφθασε το 1991 το 1.250.000, παρόλο που η ανάπτυξη της σταμάτησε κατά τη διάρκεια εκείνης της δεκαετίας.
Η μεταλλαγμένη ποικιλία νεοφιλελευθερισμού της σταθεροποίησης στη δεύτερη φάση, τους πρόσφερε τρεις μεγάλες οικονομικές υπηρεσίες. Πρώτον, διατήρησε εκείνες τις πτυχές του κράτους πρόνοιας που χρησιμοποιούνται πραγματικά από την NMΤ. Δεύτερον, ιδιωτικοποίησε ορισμένες πτυχές του δημόσιου τομέα, παρόλο που αυτές τυπικά παρέμειναν στην αρμοδιότητα του κράτους, πάνω απ' όλα στην National Health Service (NHS, το «Βρετανικό ΕΣΥ»), ανοίγοντας έτσι νέες ευκαιρίες απασχόλησης για υψηλόμισθους κρατικούς λειτουργούς· δηλαδή να διεκπεραιώνουν οικονομικές συναλλαγές που ψευδώς εμφανίζονταν ως συναλλαγές της ελεύθερης αγοράς, διατηρώντας όμως το καθεστώς δημόσιας εποπτείας και διασφαλίζοντας τη συμμόρφωση με τους κρατικούς κανονισμούς. Τρίτον, τους έδωσε τη δυνατότητα να έχουν μεγαλύτερο διαθέσιμο εισόδημα μέσω του δανεισμού. Ωστόσο, σε αντίθεση με τα περισσότερα μέλη της εργατικής τάξης, ο δανεισμός των μεσοστρωμάτων δεν κατευθύνονταν στο να αντισταθμίζουν τη μείωση των πραγματικών αποδοχών, αλλά στο να συμμετάσχουν σε πραγματικά επιδεικτική κατανάλωση, πάνω απ' όλα στον τομέα της στέγασης.
[Ο νεοφιλελευθερισμός οικειώθηκε και μετέτρεψε σε lifestyle τον «φιλελεύθερο» πολιτισμικό αντικαπιταλισμό της δεκαετίας του '60]
Ωστόσο, το μεταλλαγμένο καθεστώς σταθεροποίησης του νεοφιλελευθερισμού συνεισέφερε και ένα πρόσθετο, ακόμη πιο βελτιωτικό στοιχείο στο κατά τα άλλα απαγορευτικά ζοφερό ρεπερτόριο του νεοφιλελευθερισμού. Χάρις σ' αυτό, η αποπλάνηση της φιλελεύθερης NMΤ δεν στηρίχτηκε αποκλειστικά και μόνον στο οικονομικό συμφέρον, αλλά και με έναν άλλο τρόπο: στη δεύτερη αυτή φάση, ο κοινωνικός νεοφιλελευθερισμός της σταθεροποίησης κατάφερε να ισχυριστεί ότι ενσωματώνει στοιχεία κοινωνικής μέριμνας και ανοχής, με έναν τρόπο που ο νεοφιλελευθερισμός-«εμπροσθοφυλακή» δεν ήταν σε θέση να κάνει. Κατά κάποιο τρόπο, έδωσε την άδεια στα μεσοστρώματα αυτά να συμμετάσχουν στη γιορτή χωρίς ενοχές. Το γεγονός ότι το καθεστώς της νεοφιλελεύθερης σταθεροποίησης υιοθέτησε αυτές τις πολιτισμικές πολιτικές, έκανε με διπλό τρόπο τον νεοφιλελευθερισμό αποδεκτό και από όσους τον είχαν προηγουμένως απορρίψει.
Ο πρώτος τρόπος ήταν η αποσύνδεση της πολιτισμικής από την πολιτική κριτική του καπιταλισμού. Τα κινήματα του 1968 έβλεπαν, και όχι για πρώτη φορά, ότι οι δύο κριτικές του καπιταλισμού συγκλίνουν: η «αισθητική» και η κοινωνική κριτική, οι οποίες ασχολούνταν αντίστοιχα με την αλλοτρίωση και με την εκμετάλλευση. Όμως οι δύο αυτές κριτικές ήταν συνδεδεμένες με δύο διαφορετικές κοινωνικές ομάδες: η πρώτη με τους φοιτητές ή με εργαζόμενους σε υπαλληλικές θέσεις απασχόλησης («άσπρα κολλάρα») που είχαν αποφοιτήσει σχετικά πρόσφατα, η δεύτερη με την εργατική τάξη («μπλέ κολλάρα») στις παραδοσιακές βιομηχανίες. Και οι ανησυχίες τους ήταν διαφορετικές: όσοι ασκούσαν πολιτισμική-«αισθητική» κριτική ήθελαν, πάνω απ' όλα, την αυτονομία, την προσωπική ελευθερία. Όσοι ασκούσαν κοινωνική κριτική ήθελαν, πάνω απ' όλα, την ασφάλεια από τις αντιξοότητες της καπιταλιστικής οικονομίας, προστασία από τους κινδύνους που συνδέονται στην αναρχία του ανταγωνισμού. Οι δύο μπορούσαν να συνυπάρχουν και να επικαλύπτονται σε μια περίοδο όπου ο καπιταλισμός είχε τεθεί υπό αμφισβήτηση. Όμως σε περίοδο ήττας της εργατικής τάξης και υποχώρησης της Αριστεράς, η «αισθητική» κριτική πάρα πολύ εύκολα αφομοιώθηκε από τους νεοφιλελεύθερους ισχυρισμούς για κατάργηση της ιεραρχίας, ελευθερία του καταναλωτή και τα λοιπά.
Είναι βέβαια αλήθεια ότι, εφόσον μια κατά κράτος νίκη είναι αδύνατη, το κεφάλαιο θα βρίσκει πάντα τρόπους να κάνει τα μερικά επιτεύγματα κοινωνικής απελευθέρωσης συμβατά με τις εμπορευματοποιημένες σχέσεις, ή ακόμη και παραδειγματικές εκδηλώσεις τους. Πολύ κυκλοφορεί το κλισέ, ότι η Αριστερά «νίκησε» στο κοινωνικό και πολιτισμικό πεδίο, ενώ «έχασε» στο πολιτικό και στο οικονομικό· και ταυτόχρονα η ιδέα ότι ένας τέτοιος διαχωρισμός είναι δυνατός στο πλαίσιο ενός συστήματος με τόσο καθολικές συνέπειες όσο ο καπιταλισμός. Το κλισέ αυτό είναι ένα είδος ευσεβούς πόθου τυπικά χαρακτηριστικό για οικονομικά εξασφαλισμένους πρώην ριζοσπάστες, οι οποίοι μπορούν πλέον να συμμετέχουν ανοιχτά σε «επιλογές lifestyle» αδιανόητες πριν τη δεκαετία του 1960.
Όμως, αν και οι πρώτοι σημαιοφόροι του νεοφιλελευθερισμού έτειναν προς τον κοινωνικό συντηρητισμό, οι διάδοχοί τους - πολλοί από τους οποίους συμμετείχαν στα κινήματα «αντικουλτούρας» της δεκαετίας του 1960 - είχαν ακριβώς αντίθετες τάσεις, όπως εύκολα δείχνει μια σύγκριση του [ιδεατού τύπου] «Κλίντον» με τον [ιδεατό τύπο] «Θάτσερ».
[Η ελευθεριότητα, οι «αντικουλτούρες» της δεκαετίας του '60 ως απληστία και καύσιμο για την νεοφιλελεύθερη πυρκαϊά]
Ο δεύτερος τρόπος αποδοχής ήταν η έγκριση [εκ μέρους του νεοφιλελεθερισμού] των πολιτικών της προσωπικής ταυτότητας. Ενώ η ομογενοποίηση είναι αναμφίβολα μια από τις σημαντικές πτυχές της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, αυτή συνοδεύεται πάντοτε από την αναπόφευκτη άλλη πλευρά του νομίσματος, την διαφοροποίηση. Το κεφάλαιο δεν αντιμετωπίζει με κανένα απολύτως τρόπο τη διαφορά ως κάτι το προβληματικό, παρά μόνον τη θεωρεί ως πρόβλημα για ένα επιτυχές μάρκετινγκ. Και πράγματι, οι «πολιτικές της ταυτότητας» των δεκαετιών του 1980 και του 1990 σχεδόν προκάλεσαν την απάντηση αυτή του νεοφιλελευθερισμού, δεδομένου ότι αυτός είναι αντίθετος με την ανισότητα που προκύπτει από τις παράλογες προκαταλήψεις. Αυτό σημαίνει το εξής: το περιεχόμενο ορισμένων ειδών «πολιτικής της ταυτότητας» άλλαξε ριζικά μέσα στα πλαίσια του νεοφιλελευθερισμού. Πρόσφατα απομνημονεύματα από τη δεκαετία του 1960, αυτών που συμμετείχαν σε πειραματισμούς σεξουαλικούς ή «διεύρυνσης της συνείδησης» της εποχής εκείνης, περιέχουν αυτοκριτικές της αδυναμίας τους να διακρίνουν τη διαφορά μεταξύ απελευθέρωσης και ελευθεριότητας. Πρόκειται για μια διάκριση που έγινε εμφανής αργότερα, όταν τα σλόγκαν της «αντικουλτούρας» περί συλλογικής ελευθερίας, ανακυκλώθηκαν για να υπερασπιστούν την εγωιστική ατομική απληστία και την άμεση ή πρόσκαιρη ικανοποίηση. Σε ορισμένες περιπτώσεις αυτό δεν ήταν καν στρέβλωση, αλλά μια επέκταση αυτού που ήταν ήδη παρόν σε πτυχές της «αντικουλτούρας» του 1960.
4
3
[Ευνοημένα μεσοστρώματα στον δημόσιο τομέα και στα χρηματοοικονομικά και πολιτιστικά επαγγέλματα του ιδιωτικού]
Η ομάδα της NMΤ που επωφελήθηκε πολύ περισσότερο από τις δύο μορφές του νεοφιλελευθερισμού και ως ανταπόδοση του πρόσφερε την πιο έντονη υποστήριξη, ήταν εκείνη που απασχολείται με ένα ορισμένο αντικείμενο του ιδιωτικού τομέα, τον κερδοσκοπικό κόσμο του χρηματοπιστωτικού συστήματος και των εταιρικών εξαγορών. Ο κόσμος αυτός απέκτησε σάρκα και οστά και πήρε τη μορφή του στη δεκαετία του 1980. Στη μερίδα αυτή της ΝΜΤ περιλαμβάνονται οι διαχειριστές των Hedge Funds, οι traders στις χρηματοοικονομικές αγορές, οι αξιολογητές των οργανισμών αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας, οι συντάκτες του οικονομικού τύπου.
Η πολιτική στάση αυτής της ομάδας είναι αυτονόητη και δεν πρέπει να αποτελεί έκπληξη. Όμως το πραγματικό επίτευγμα του «κοινωνικού» νεοφιλελευθερισμού της σταθεροποίησης για λογαριασμό του κεφαλαίου, ήταν που κέρδισε την υποστήριξη κάποιων άλλων ομάδων της NMΤ, εκείνων που είχαν προβάλει αντίσταση στις υπερβολές, αν όχι και στην ουσία, της νεοφιλελεύθερης «εμπροσθοφυλακής». Στο δημόσιο τομέα η ομάδα αυτή περιλάμβανε τους απασχολούμενους στην κοινωνική πρόνοια, ενώ στον ιδιωτικό τομέα εκείνους που απασχολούνται στα δημιουργικά και πολιτιστικά επαγγέλματα. Οι τελευταίοι είναι μια ομάδα η οποία στο Ηνωμένο Βασίλειο αυξήθηκε σε μέγεθος, από περίπου μισό εκατομμύριο το 1951 έφθασε το 1991 το 1.250.000, παρόλο που η ανάπτυξη της σταμάτησε κατά τη διάρκεια εκείνης της δεκαετίας.
Η μεταλλαγμένη ποικιλία νεοφιλελευθερισμού της σταθεροποίησης στη δεύτερη φάση, τους πρόσφερε τρεις μεγάλες οικονομικές υπηρεσίες. Πρώτον, διατήρησε εκείνες τις πτυχές του κράτους πρόνοιας που χρησιμοποιούνται πραγματικά από την NMΤ. Δεύτερον, ιδιωτικοποίησε ορισμένες πτυχές του δημόσιου τομέα, παρόλο που αυτές τυπικά παρέμειναν στην αρμοδιότητα του κράτους, πάνω απ' όλα στην National Health Service (NHS, το «Βρετανικό ΕΣΥ»), ανοίγοντας έτσι νέες ευκαιρίες απασχόλησης για υψηλόμισθους κρατικούς λειτουργούς· δηλαδή να διεκπεραιώνουν οικονομικές συναλλαγές που ψευδώς εμφανίζονταν ως συναλλαγές της ελεύθερης αγοράς, διατηρώντας όμως το καθεστώς δημόσιας εποπτείας και διασφαλίζοντας τη συμμόρφωση με τους κρατικούς κανονισμούς. Τρίτον, τους έδωσε τη δυνατότητα να έχουν μεγαλύτερο διαθέσιμο εισόδημα μέσω του δανεισμού. Ωστόσο, σε αντίθεση με τα περισσότερα μέλη της εργατικής τάξης, ο δανεισμός των μεσοστρωμάτων δεν κατευθύνονταν στο να αντισταθμίζουν τη μείωση των πραγματικών αποδοχών, αλλά στο να συμμετάσχουν σε πραγματικά επιδεικτική κατανάλωση, πάνω απ' όλα στον τομέα της στέγασης.
[Ο νεοφιλελευθερισμός οικειώθηκε και μετέτρεψε σε lifestyle τον «φιλελεύθερο» πολιτισμικό αντικαπιταλισμό της δεκαετίας του '60]
Ωστόσο, το μεταλλαγμένο καθεστώς σταθεροποίησης του νεοφιλελευθερισμού συνεισέφερε και ένα πρόσθετο, ακόμη πιο βελτιωτικό στοιχείο στο κατά τα άλλα απαγορευτικά ζοφερό ρεπερτόριο του νεοφιλελευθερισμού. Χάρις σ' αυτό, η αποπλάνηση της φιλελεύθερης NMΤ δεν στηρίχτηκε αποκλειστικά και μόνον στο οικονομικό συμφέρον, αλλά και με έναν άλλο τρόπο: στη δεύτερη αυτή φάση, ο κοινωνικός νεοφιλελευθερισμός της σταθεροποίησης κατάφερε να ισχυριστεί ότι ενσωματώνει στοιχεία κοινωνικής μέριμνας και ανοχής, με έναν τρόπο που ο νεοφιλελευθερισμός-«εμπροσθοφυλακή» δεν ήταν σε θέση να κάνει. Κατά κάποιο τρόπο, έδωσε την άδεια στα μεσοστρώματα αυτά να συμμετάσχουν στη γιορτή χωρίς ενοχές. Το γεγονός ότι το καθεστώς της νεοφιλελεύθερης σταθεροποίησης υιοθέτησε αυτές τις πολιτισμικές πολιτικές, έκανε με διπλό τρόπο τον νεοφιλελευθερισμό αποδεκτό και από όσους τον είχαν προηγουμένως απορρίψει.
Ο πρώτος τρόπος ήταν η αποσύνδεση της πολιτισμικής από την πολιτική κριτική του καπιταλισμού. Τα κινήματα του 1968 έβλεπαν, και όχι για πρώτη φορά, ότι οι δύο κριτικές του καπιταλισμού συγκλίνουν: η «αισθητική» και η κοινωνική κριτική, οι οποίες ασχολούνταν αντίστοιχα με την αλλοτρίωση και με την εκμετάλλευση. Όμως οι δύο αυτές κριτικές ήταν συνδεδεμένες με δύο διαφορετικές κοινωνικές ομάδες: η πρώτη με τους φοιτητές ή με εργαζόμενους σε υπαλληλικές θέσεις απασχόλησης («άσπρα κολλάρα») που είχαν αποφοιτήσει σχετικά πρόσφατα, η δεύτερη με την εργατική τάξη («μπλέ κολλάρα») στις παραδοσιακές βιομηχανίες. Και οι ανησυχίες τους ήταν διαφορετικές: όσοι ασκούσαν πολιτισμική-«αισθητική» κριτική ήθελαν, πάνω απ' όλα, την αυτονομία, την προσωπική ελευθερία. Όσοι ασκούσαν κοινωνική κριτική ήθελαν, πάνω απ' όλα, την ασφάλεια από τις αντιξοότητες της καπιταλιστικής οικονομίας, προστασία από τους κινδύνους που συνδέονται στην αναρχία του ανταγωνισμού. Οι δύο μπορούσαν να συνυπάρχουν και να επικαλύπτονται σε μια περίοδο όπου ο καπιταλισμός είχε τεθεί υπό αμφισβήτηση. Όμως σε περίοδο ήττας της εργατικής τάξης και υποχώρησης της Αριστεράς, η «αισθητική» κριτική πάρα πολύ εύκολα αφομοιώθηκε από τους νεοφιλελεύθερους ισχυρισμούς για κατάργηση της ιεραρχίας, ελευθερία του καταναλωτή και τα λοιπά.
Είναι βέβαια αλήθεια ότι, εφόσον μια κατά κράτος νίκη είναι αδύνατη, το κεφάλαιο θα βρίσκει πάντα τρόπους να κάνει τα μερικά επιτεύγματα κοινωνικής απελευθέρωσης συμβατά με τις εμπορευματοποιημένες σχέσεις, ή ακόμη και παραδειγματικές εκδηλώσεις τους. Πολύ κυκλοφορεί το κλισέ, ότι η Αριστερά «νίκησε» στο κοινωνικό και πολιτισμικό πεδίο, ενώ «έχασε» στο πολιτικό και στο οικονομικό· και ταυτόχρονα η ιδέα ότι ένας τέτοιος διαχωρισμός είναι δυνατός στο πλαίσιο ενός συστήματος με τόσο καθολικές συνέπειες όσο ο καπιταλισμός. Το κλισέ αυτό είναι ένα είδος ευσεβούς πόθου τυπικά χαρακτηριστικό για οικονομικά εξασφαλισμένους πρώην ριζοσπάστες, οι οποίοι μπορούν πλέον να συμμετέχουν ανοιχτά σε «επιλογές lifestyle» αδιανόητες πριν τη δεκαετία του 1960.
Όμως, αν και οι πρώτοι σημαιοφόροι του νεοφιλελευθερισμού έτειναν προς τον κοινωνικό συντηρητισμό, οι διάδοχοί τους - πολλοί από τους οποίους συμμετείχαν στα κινήματα «αντικουλτούρας» της δεκαετίας του 1960 - είχαν ακριβώς αντίθετες τάσεις, όπως εύκολα δείχνει μια σύγκριση του [ιδεατού τύπου] «Κλίντον» με τον [ιδεατό τύπο] «Θάτσερ».
[Η ελευθεριότητα, οι «αντικουλτούρες» της δεκαετίας του '60 ως απληστία και καύσιμο για την νεοφιλελεύθερη πυρκαϊά]
Ο δεύτερος τρόπος αποδοχής ήταν η έγκριση [εκ μέρους του νεοφιλελεθερισμού] των πολιτικών της προσωπικής ταυτότητας. Ενώ η ομογενοποίηση είναι αναμφίβολα μια από τις σημαντικές πτυχές της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, αυτή συνοδεύεται πάντοτε από την αναπόφευκτη άλλη πλευρά του νομίσματος, την διαφοροποίηση. Το κεφάλαιο δεν αντιμετωπίζει με κανένα απολύτως τρόπο τη διαφορά ως κάτι το προβληματικό, παρά μόνον τη θεωρεί ως πρόβλημα για ένα επιτυχές μάρκετινγκ. Και πράγματι, οι «πολιτικές της ταυτότητας» των δεκαετιών του 1980 και του 1990 σχεδόν προκάλεσαν την απάντηση αυτή του νεοφιλελευθερισμού, δεδομένου ότι αυτός είναι αντίθετος με την ανισότητα που προκύπτει από τις παράλογες προκαταλήψεις. Αυτό σημαίνει το εξής: το περιεχόμενο ορισμένων ειδών «πολιτικής της ταυτότητας» άλλαξε ριζικά μέσα στα πλαίσια του νεοφιλελευθερισμού. Πρόσφατα απομνημονεύματα από τη δεκαετία του 1960, αυτών που συμμετείχαν σε πειραματισμούς σεξουαλικούς ή «διεύρυνσης της συνείδησης» της εποχής εκείνης, περιέχουν αυτοκριτικές της αδυναμίας τους να διακρίνουν τη διαφορά μεταξύ απελευθέρωσης και ελευθεριότητας. Πρόκειται για μια διάκριση που έγινε εμφανής αργότερα, όταν τα σλόγκαν της «αντικουλτούρας» περί συλλογικής ελευθερίας, ανακυκλώθηκαν για να υπερασπιστούν την εγωιστική ατομική απληστία και την άμεση ή πρόσκαιρη ικανοποίηση. Σε ορισμένες περιπτώσεις αυτό δεν ήταν καν στρέβλωση, αλλά μια επέκταση αυτού που ήταν ήδη παρόν σε πτυχές της «αντικουλτούρας» του 1960.
4
[Αυταπάτες της Νέας Μεσαίας Τάξης, η επανεμφάνιση των κρίσεων, η επισφάλεια]
Αναπόφευκτα, η υποκείμενη συνέχεια μεταξύ των δύο ποικιλιών του νεοφιλελευθερισμού σήμαινε και μια επανεξέταση της πρώτης ποικιλίας του. Τα πρώτα χρόνια της νεοφιλελεύθερης εμπροσθοφυλακής έγιναν και αυτά αντικείμενο ιστορικής μελέτης μάλλον, παρά σύγχρονης αξιολόγησης. Έτσι, ο τόνος του στοχασμού έγινε γενικά ελεγειακός: πενθούσε το τέλος μιας κοινωνίας η οποία, δυστυχώς, αλλά αναπόφευκτα, έπρεπε να σαρωθεί, προκειμένου η Νέα Μεσαία Τάξη να κληρονομήσει το βασίλειό της. Ο στοχασμός και η επανεξέταση κατέληγε περίπου στο εξής: χωρίς αμφιβολία, ήταν ένα ατυχές γεγονός ότι η αναγκαία, η ληξιπρόθεσμη κοινωνική μεταμόρφωση χρειάστηκε την ενεργή δράση κάποιων τόσο βάρβαρων όσο η Θάτσερ ή τόσο ανόητων όσο ο Ρέιγκαν. Ήταν επίσης λυπηρό, έλεγαν, ότι χρειάστηκε να σπάσουν τα κεφάλια τόσο πολλών συνδικαλισμένων εργατών και να καταστραφεί η ζωή τους, προκειμένου να επιβληθεί η νέα τάξη πραγμάτων. Όμως αυτές οι δυσάρεστες καταστάσεις ήταν τώρα πια παρελθόν και τελικά όλα πήγαν προς το καλύτερο. Αυτό ήταν τότε, το (προσωρινό) τελικό συμπερασμα.
Βέβαια η επανεμφάνιση της κρίσης το 2007-2008 απέδειξε ότι στο τέλος δεν πήγαν όλα προς το καλύτερο: τα αποτελέσματα της νέας αυτής καπιταλιστικής κρίσης άρχισαν να έχουν δυσμενείς επιπτώσεις και σε τμήματα της Νέας Μεσαίας Τάξης. Κατά ειρωνικό τρόπο, αυτό είναι ένας από τους λόγους για το σημερινό ενδιαφέρον περί την κατάσταση της επισφάλειας. Το ενδιαφέρον αυτό οδηγεί στην εφεύρεση μιας εντελώς νέας - άν και εξ ολοκλήρου φαντασιακής - κοινωνικής τάξης που ονομάζεται «το πρεκαριάτο».
Στο μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας του καπιταλισμού, η επισφάλεια ήταν η συνήθης κατάσταση του μεγαλύτερου μέρους της εργατικής τάξης. Η μόνη περίοδος στην οποία η σταθερή απασχόληση ήταν ο κανόνας, τουλάχιστον στον ανεπτυγμένο κόσμο, ήταν κατά τη διάρκεια της μεταπολεμικής μεγάλης οικονομικής ανόδου. Και παρά την ευρέως διαδεδομένη πεποίθηση περί του αντιθέτου, ο κανόνας της σταθερής απασχόλησης είναι μία από τις λίγες πτυχές εκείνης της κατά τα άλλα εντελώς εξαιρετικής περιόδου, που δεν έχει ακόμη αντιστραφεί στη νεοφιλελεύθερη εποχή μας. Αυτό που έχει αλλάξει είναι το εξής: ορισμένες κατηγορίες απασχόλησης σε χρηματοοικονομικές, διευθυντικές και διοικητικές θέσεις εργασίας, που προηγουμένως είχαν τη μεγαλύτερη ασφάλεια - με άλλα λόγια, εκείνες που ενδιαφέρουν την Νέα Μεσαία Τάξη - τώρα γίνονται πιο ευάλωτες. Αυτό συμβαίνει κυρίως εξαιτίας της έκτασης που παίρνει στον εταιρικό κόσμο ο εξορθολογισμός και η συρρίκωνση της απασχόλησης, ως επακόλουθο της έκρηξης των εξαγορών και συγχωνεύσεων στις δεκαετίες του 1990 και του 2000. Αλλά και επειδή γίνονται όλο και περισσότερο απλησίαστες οι θέσεις απασχόλησης στο δημόσιο τομέα, αυτές που προσδοκούσαν οι νέοι μεσοαστοί να καταλάβουν τα παιδιά τους με πανεπιστημιακή μόρφωση, αμέσως μετά την αποφοίτησή τους.
Όσον αφορά την αναζήτηση συμμάχων, το κίνημα της εργατικής τάξης είναι απίθανο να τους βρεί στα τμήματα εκείνα των ελεύθερων επαγγελμάτων και της Νέας Μεσαίας Τάξης του ιδιωτικού τομέα, που εξακολουθούν να έχουν ουσιαστικό συμφέρον για τη διατήρηση του καπιταλιστικού συστήματος. Υπάρχουν, ωστόσο, πολύ μεγαλύτερες δυνατότητες για συμμαχίες με ομάδες των παραδοσιακών μικροαστών, της Νέας Μεσαίας Τάξης του δημόσιου τομέα και της φιλελεύθερης ΝΜΤ. Όπως πάντα, η ίδια η απροσδιοριστία και η αστάθεια των μεσαίων τάξεων ως προς την πολιτική τους στάση, σημαίνει ότι η τελική κατεύθυνση που θα πάρουν, θα εξαρτηθεί από το άν τους προσφέρεται μια πειστική σοσιαλιστική εναλλακτική λύση.
Βέβαια η επανεμφάνιση της κρίσης το 2007-2008 απέδειξε ότι στο τέλος δεν πήγαν όλα προς το καλύτερο: τα αποτελέσματα της νέας αυτής καπιταλιστικής κρίσης άρχισαν να έχουν δυσμενείς επιπτώσεις και σε τμήματα της Νέας Μεσαίας Τάξης. Κατά ειρωνικό τρόπο, αυτό είναι ένας από τους λόγους για το σημερινό ενδιαφέρον περί την κατάσταση της επισφάλειας. Το ενδιαφέρον αυτό οδηγεί στην εφεύρεση μιας εντελώς νέας - άν και εξ ολοκλήρου φαντασιακής - κοινωνικής τάξης που ονομάζεται «το πρεκαριάτο».
Στο μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας του καπιταλισμού, η επισφάλεια ήταν η συνήθης κατάσταση του μεγαλύτερου μέρους της εργατικής τάξης. Η μόνη περίοδος στην οποία η σταθερή απασχόληση ήταν ο κανόνας, τουλάχιστον στον ανεπτυγμένο κόσμο, ήταν κατά τη διάρκεια της μεταπολεμικής μεγάλης οικονομικής ανόδου. Και παρά την ευρέως διαδεδομένη πεποίθηση περί του αντιθέτου, ο κανόνας της σταθερής απασχόλησης είναι μία από τις λίγες πτυχές εκείνης της κατά τα άλλα εντελώς εξαιρετικής περιόδου, που δεν έχει ακόμη αντιστραφεί στη νεοφιλελεύθερη εποχή μας. Αυτό που έχει αλλάξει είναι το εξής: ορισμένες κατηγορίες απασχόλησης σε χρηματοοικονομικές, διευθυντικές και διοικητικές θέσεις εργασίας, που προηγουμένως είχαν τη μεγαλύτερη ασφάλεια - με άλλα λόγια, εκείνες που ενδιαφέρουν την Νέα Μεσαία Τάξη - τώρα γίνονται πιο ευάλωτες. Αυτό συμβαίνει κυρίως εξαιτίας της έκτασης που παίρνει στον εταιρικό κόσμο ο εξορθολογισμός και η συρρίκωνση της απασχόλησης, ως επακόλουθο της έκρηξης των εξαγορών και συγχωνεύσεων στις δεκαετίες του 1990 και του 2000. Αλλά και επειδή γίνονται όλο και περισσότερο απλησίαστες οι θέσεις απασχόλησης στο δημόσιο τομέα, αυτές που προσδοκούσαν οι νέοι μεσοαστοί να καταλάβουν τα παιδιά τους με πανεπιστημιακή μόρφωση, αμέσως μετά την αποφοίτησή τους.
Όσον αφορά την αναζήτηση συμμάχων, το κίνημα της εργατικής τάξης είναι απίθανο να τους βρεί στα τμήματα εκείνα των ελεύθερων επαγγελμάτων και της Νέας Μεσαίας Τάξης του ιδιωτικού τομέα, που εξακολουθούν να έχουν ουσιαστικό συμφέρον για τη διατήρηση του καπιταλιστικού συστήματος. Υπάρχουν, ωστόσο, πολύ μεγαλύτερες δυνατότητες για συμμαχίες με ομάδες των παραδοσιακών μικροαστών, της Νέας Μεσαίας Τάξης του δημόσιου τομέα και της φιλελεύθερης ΝΜΤ. Όπως πάντα, η ίδια η απροσδιοριστία και η αστάθεια των μεσαίων τάξεων ως προς την πολιτική τους στάση, σημαίνει ότι η τελική κατεύθυνση που θα πάρουν, θα εξαρτηθεί από το άν τους προσφέρεται μια πειστική σοσιαλιστική εναλλακτική λύση.
©
Ο Neil Davidson διδάσκει κοινωνιολογία στο Πανεπιστήμιο της Γλασκώβης. Έχει λάβει το Βραβείο Deutscher για το βιβλίο Discovering the Scottish Revolution (2003). Άλλα σημαντικά βιβλία του: The Origins of Scottish Nationhood (2000), How Revolutionary Were the Bourgeois Revolutions? (2012) και τα πρόσφατα We Cannot Escape History: States and Revolutions (2015), Holding Fast to an Image of the Past: Essays on Marxism and History (2014). Τελευταία έργα: What Was Neoliberalism? Studies in the Latest Stage of Capitalism 1973-2007 (2016)
Nation-States: Consciousness and Competition (2016) και As Radical as Reality Itself: Marxism and Tradition (2016)
Guy Standing: Εργασιακή επισφάλεια και «πρεκαριάτο». Από τις βιομηχανικές κοινωνίες στον παγκόσμιο ταξικό κατακερματισμό
Τάσος Γιαννίτσης: Οι ελίτ της «μεσαίας τάξης» εναντίον των αδύναμων
Φραγκίσκα Μεγαλούδη: Η προδομένη Ελληνική μεσαία τάξη - Η ελίτ δεν έχει επηρεαστεί από την κρίση
Γ. Μηλιός, Γ. Οικονομάκης: Εργατική τάξη και μεσαίες κοινωνικές τάξεις κατά τον Ν. Πουλαντζά
Γ. Μηλιός, Γ. Οικονομάκης: Εργατική τάξη και μεσαίες κοινωνικές τάξεις κατά τον Ν. Πουλαντζά
Φράνσις Φουκουγιάμα: Το μέλλον της ιστορίας μετά την πτώση της μεσαίας τάξης. Θα επιβιώσει η φιλελεύθερη δημοκρατία;
Τόνυ Τζάντ: Σην εποχή της νέας ανασφάλειας, να υπερασπισθούμε μαχόμενοι την κοινωνική δημοκρατία. Να μην προδώσουμε τις προηγούμενες και επόμενες γενιές. Τα κρίσιμα χρόνια τα έφαγαν οι ακρίδες.Τι είναι ζωντανό και τι νεκρό στη Σοσιαλδημοκρατία;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου