του Άλμπρεχτ φον Λούκε
© Blätter für deutsche und internationale Politik (τεύχος 12/2016) - Albrecht von Lucke: Trump und die Folgen, Demokratie am Scheideweg, Δεκέμβριος 2015
→ Το Μέρος Α' στον ιστότοπο Μετά την Κρίση: Η φιλελεύθερη Σοσιαλδημοκρατία & η «πολιτισμική» Αριστερά της γενιάς του '68 απέτυχαν - Η εκλογή Τραμπ ορόσημο αλλαγής εποχής
Ειδικά για την Ευρώπη, o Τραμπ μπορεί ήδη να υπολογίζει στη μεγάλης έκτασης προετοιμασία του εδάφους που έχει ήδη γίνει. «Η πολιτική Αριστερά και το αλαζονικό διαπλεκόμενο κατεστημένο τιμωρείται από τους ψηφοφόρους στη μια χώρα μετά την άλλη και μέσω των εκλογικών διαδικασιών εκδιώκεται από τα διάφορα όργανα λήψης αποφάσεων. Είναι καλό πράγμα που η δικαιοσύνη αποδίδεται από τον λαό», δήλωσε στο Facebook μετά την επιτυχία του Τραμπ, περιχαρής και απολύτως μέσα στο πνεύμα αυτό, ο ηγέτης του αυστριακού ακροδεξιού κόμματος FPÖ Χάιντς-Κρίστιαν Στράχε (Heinz-Christian Strache) [2]. Εν τω μεταξύ, ο Πρόεδρος της Τουρκίας Ερντογάν έχει ήδη εγκαταλείψει τις συνταγματικές και κοινοβουλευτικές προδιαγραφές που ισχύουν στην Ευρώπη. Σχετικά με το θέμα της θανατικής ποινής, για τον Ερντογάν δεν έχει σημασία τι ισχύει στην ΕΕ. Αυτός, κάνει μόνον «ό,τι θέλει ο λαός». Αυτή η ιδέα μιας «εθνικολαϊκής» («völkisch»), αλλά, φυσικά, πάντα κατευθυνόμενης εκ των άνω δημοκρατίας, αντιστοιχεί ακριβώς στις αντιλήψεις του Βλαντίμιρ Πούτιν. Με την εκλογή Τραμπ, αυτές οι χαρισματικές - αντιδημοκρατικές ηγετικές προσωπικότητες έχουν έναν πνευματικό αδελφό, ο οποίος τώρα πια ενηλικιώθηκε.
Υπάρχουν λόγοι πραγματικοί για το γεγονός ότι ο Τραμπ, ήδη κατά τη διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας, πέρα
από τις εκδηλώσεις συμπάθειάς του για τον Πούτιν ως πρόσωπο, έδειξε σαφή προτίμηση για την μορφή «δημοκρατίας» που προωθεί εκείνος, ιδιαίτερα όταν απείλησε να μην αναγνωρίσει ενδεχόμενη ήττα του στις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ. Αυτή
η απόλυτη αδιαφορία του για τις βασικές απαιτήσεις της κοινοβουλευτικής
δημοκρατίας σηματοδοτεί, εκτός των άλλων, τον κίνδυνο ότι ο Tραμπ, σε περίπτωση μελλοντικών πολιτικών
προβλημάτων κατά την προεδρική του θητεία, θα κάνει ό,τι ακριβώς έκανε στην προεκλογική του εκστρατεία: Θα χειρίζεται αυτά τα προβλήματα με
εχθρικές δηλώσεις εναντίον της αντιπολίτευσης, δηλαδή με αυτό που αποκαλεί η Ναόμι Κλάιν (Naomi Klein) «othering», με αγώνα κατά των «άλλων» [μέθοδος τόσο γνωστή και διαχρονικά-διαπαραταξιακά εμμονική στον εγγενή λαϊκισμό του ελληνικού κομματικού συστήματος]. Υπάρχει ο κίνδυνος, να γίνεται διαρκώς επίκληση του
εσωτερικού και του εξωτερικού «εχθρού», ως πρόσχημα που θα παρέχει νομιμοποίηση για την αύξηση της
καταπίεσης, όπως συμβαίνει στα
αυταρχικά-δικτατορικά κράτη. Σε τέτοια περίπτωση, το να ασκείται πολιτική με επίκληση καταστάσεων έκτακτης ανάγκης θα γίνει, όπως είναι αλλού, μια κανονικότητα, ακόμη και στον Δυτικό κόσμο.
Όμως, ποιά πρέπει να είναι η αντίδραση της φιλελεύθερης Αριστεράς απέναντι σ' αυτή
την θεμελιακή κρίση της Δυτικής δημοκρατίας και των αξιών της;
Πρώτα απ' όλα, πρέπει να αναλύσει την κατάσταση, να αποκτήσει επίγνωση της δικής της ιστορικής αποτυχίας και να διερευνήσει τα αίτια της αποτυχίας αυτής.
Στην πραγματικότητα, η επιλογή της Χίλαρι Κλίντον ως υποψήφιας Προέδρου του Δημοκρατικού Κόμματος σηματοδοτούσε ήδη από μόνη της μια θεμελιώδη παραγνώριση της ιστορικής κατάστασης, δηλαδή του τεραστίων διαστάσεων διχασμού εντός της κοινωνίας των ΗΠΑ. Η Κλίντον ενσάρκωνε αφενός το κατεστημένο της Ουάσιγκτον, αλλά από την άλλη πλευρά, και μια «μοδάτη», «επιτηδευμένη» Αριστερά των μεγάλων μητροπόλεων, η οποία έχει χάσει από το οπτικό της πεδίο την αποπτώχευση των περιοχών που βρίσκονται έξω από αυτές τις μητροπόλεις. Ενώ η Κλίντον, απολύτως μέσα στο πνεύμα της «πολιτισμικής» Αριστεράς υποστήριζε τα δικαιώματα των μειονοτήτων, από την άλλη πλευρά - ειδικά μετά την αποχώρηση του Μπέρνι Σάντερς (Bernie Sanders) από την διεκδίκηση της προεδρικής υποψηφιότητας, κανείς δεν εκπροσωπούσε τους επισφαλείς λευκούς. Το αντίθετο: τόσο στη ρητορική της όσο και στην πολιτική ουσία, η Αριστερά αυτοαναγορεύτηκε ως κάτι ανώτερο από αυτούς που αποκαλούσε «λευκά σκουπίδια». Και επειδή αυτά τα υποτιθέμενα «λευκά σκουπίδια» δεν είχαν πια κανέναν εξ αριστερών εκπρόσωπο που να μιλά πολιτικά και με αξιοπιστία για τις δικές τους κοινωνικές ανησυχίες και αιτήματα, δηλαδή, ακριβολογώντας, για τα ταξικά συμφέροντά τους, ο ρατσισμός του Τραμπ κατά των Μεξικανών και των μουσουλμάνων έπεσε σε εύφορο έδαφος, όπως ακριβώς πέφτει στην Ευρώπη ο ρατσισμός εναντίον των προσφύγων και των μουσουλμάνων.
Γι' αυτό τον λόγο, η νίκη του Τραμπ είναι εκτός των άλλων και η «εκδίκηση των Πολιτειών που βρίσκονται μακριά από τις ακτές», ανάμεσα στις ακτές του Ατλαντικού και του Ειρηνικού («Fly-over-states», βλ. Volker Perthes), εναντίον της «πολιτισμικής» Αριστεράς της Ανατολικής Ακτής [του Ατλαντικού]. Η Αριστερά έχει ξεχάσει αυτό που έχει δηλώσει με έμφαση ο Ντιντιέ Εριμπόν (Didier Eribon) [3], για το πως μπορούν να αντιμετωπιστούν τα πραγματικά κοινωνικά προβλήματα, όχι μόνον στις ΗΠΑ αλλά και σε πολλά μέρη της Ευρώπης. Μολονότι εδώ στην Ευρώπη προς το παρόν πλειοψηφούν ακόμη δημοκρατικές δυνάμεις, είναι πιθανόν οι εκλογές την ερχόμενη άνοιξη στην Ολλανδία και στη Γαλλία να δώσουν ακόμη μεγαλύτερη ώθηση στους δεξιούς λαϊκιστές, για να μην αναφέρουμε τις προεδρικές εκλογές της Αυστρίας στις 4 Δεκεμβρίου, που ενδέχεται να κάνουν για πρώτη φορά ενώτατο άρχοντα της χώρας έναν πολιτικό του ακροδεξιού κόμματος FPÖ. Με λίγα λόγια, η Δεξιά συνεχίζει να είναι σε άνοδο και στην Ευρώπη και εύλογα είδε την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ ως ορμητικό νερό που τρέχει στον δικό της μύλο.
Αντίθετα, η δημοκρατική Αριστερά πρέπει επιτέλους να κατανοήσει τη σοβαρότητα της κατάστασης. Πολλά, σχεδόν τα πάντα διακινδυνεύονται - για την Αμερική, αλλά και για την Ευρώπη. Διότι, μαζί με τη φιλελεύθερη Αριστερά της Δύσης, όλο και περισσότερο υποχωρεί η ιδέα της κοινωνικής δημοκρατίας, η οποία έχει ως βάση την ισότητα όλων των ατόμων. Συνεπώς, το κεντρικό ζήτημα είναι αν οι δυτικές κοινωνίες έχουν πραγματικά σθένος και «δύναμη χαρακτήρα» για να υπεραπιστούν τη δημοκρατία τους.
Μετά την εκλογή Τραμπ, δυνάμεις με κρίση και αξιοπιστία στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπως λόγου χάρη ο David Remnick, ο αρχισυντάκτης του φιλελεύθερου περιοδικού «New Yorker» [4] φοβούνται ακόμη και την άνοδο ενός νέου φασισμού. Η ειρωνεία της ιστορίας είναι η εξής: σε τελευταία ανάλυση, υπάρχουν κάποιες ενδείξεις ότι στην Αμερική, ο νεο-φασιστικός πειρασμός υπάρχει πολύ λιγότερο ως τάση σε σύγκριση με την Ευρώπη. Τουλάχιστον στο παρελθόν, ο «Νέος Κόσμος» είχε επαρκή ανοσία έναντι του ολοκληρωτικού κινδύνου. Οι ΗΠΑ είχαν επίσης την ικανότητα να αντέχουν με επιτυχία ακόμη και περιόδους απομονωτισμού και στη συνέχεια να στρέφουν και πάλι την προσοχή τους στα παγκόσμια ζητήματα.
Αντίθετα, η Ευρώπη θεωρείται από γεωπολιτική άποψη το μαλακό υπογάστριο για κάθε αντιδημοκρατικό εγχείρημα. Ο «Παλαιός Κόσμος» γειτονεύει και έχει άμεση επαφή με την περιοχή των πιο θερμών συγκρούσεων, την Εγγύς και Μέση Ανατολή με τις εμπόλεμες ζώνες της (Συρία, Ιράκ, Αφγανιστάν), καθώς και με την αφρικανική ήπειρο, με τις τεράστιες κινήσεις φυγής των πληθυσμών της. Οι ΗΠΑ, ως «ημι-νησιωτική ήπειρος», ίσως μπορούν να εφαρμόσουν και να αντέξουν οικονομικά έναν απομονωτισμό, τουλάχιστον προσωρινά. Παρεμπιπτόντως τις βοηθά και η νέα μέθοδος εξόρυξης πετρελαίου και φυσικού αερίου από τα σχιστολιθικά πετρώματά της (Fracking). Αυτή η αντοχή σε πολιτικές απομονωτισμού είναι κάτι εντελώς αδιανόητο για την Ευρώπη.
Συνεπώς, η διαφαινόμενη απόσυρση της Αμερικής στις δικές της υποθέσεις σημαίνει για την Ευρώπη μια εντελώς νέα κατάσταση από γεωπολιτική σκοπιά. Τώρα αρχίζει πραγματικά εκείνος ο πολυπολικός κόσμος, ο οποίος συνεπάγεται, εκτός των άλλων, την τελική επίτευξη της κυριαρχίας και ανεξαρτησίας της Γερμανίας και της Ευρώπης. Αυτά, πολλοί στον χώρο της Αριστεράς (αλλά και της Δεξιάς) τα εύχονται και τα επιθυμούν εδώ και πολύ καιρό, ως αναγκαία χειραφέτηση της Ευρώπης από τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Ωστόσο, αυτή η νέα ανεξαρτησία δεν θα είναι καθόλου «άνετη» και «οικεία» για την Ευρώπη, αλλά αντίθετα θα την θέσει απέναντι σε μια θεμελιώδη πρόκληση. Η ευρωπαϊκή δημοκρατία θα πρέπει να αποδείξει ότι είναι μάχιμη με δύο έννοιες: Προς τα έξω, εναντίον των αυταρχικών ηγετών στον άμεσο περίγυρό της, αλλά και εσωτερικά, αντιμετωπίζοντας την λαϊκιστική πρόκληση. Αυτό, δίνει στον όρο «πυρήνας της Ευρώπης» μια εντελώς νέα έννοια. Η επιταγή των καιρών είναι να επικεντρωθεί η Ευρώπη στα κρίσιμα βασικά καθήκοντά της - στην εξωτερική και εσωτερική της ασφάλεια, καθώς την στην ενίσχυση της ευρωπαϊκής συνοχής μέσω μιας πιο ενισχυμένης πολιτικής και κοινωνικής Ένωσης.
Αντιμέτωποι με αυτή την τεράστια πρόκληση, οι αισιόδοξοι ελπίζουν σε μια ομονοούσα Ευρωπαϊκή Ένωση. Όμως αυτό δεν είναι καθόλου πιθανό: Είναι ολοφάνερο ότι η ΕΕ βρίσκεται στη χειρότερη κρίση από την ίδρυσή της, εδώ και σχεδόν 60 χρόνια. Μετά το δημοψήφισμα της Brexit, ετοιμάζεται να αποχωρήσει από την Ένωση μια συμμετέχουσα δύναμη, και μάλιστα πολύ βασική από τη σκοπιά της εξωτερικής πολιτικής. Οι εθνικιστικές φυγόκεντρες δυνάμεις απειλούν να πάρουν το πάνω χέρι και σε άλλες χώρες: από την Ουγγαρία και την Πολωνία όπου είναι ήδη εδραιωμένες, μέχρι την Αυστρία και τη Γαλλία.
Πρώτα απ' όλα, πρέπει να αναλύσει την κατάσταση, να αποκτήσει επίγνωση της δικής της ιστορικής αποτυχίας και να διερευνήσει τα αίτια της αποτυχίας αυτής.
Στην πραγματικότητα, η επιλογή της Χίλαρι Κλίντον ως υποψήφιας Προέδρου του Δημοκρατικού Κόμματος σηματοδοτούσε ήδη από μόνη της μια θεμελιώδη παραγνώριση της ιστορικής κατάστασης, δηλαδή του τεραστίων διαστάσεων διχασμού εντός της κοινωνίας των ΗΠΑ. Η Κλίντον ενσάρκωνε αφενός το κατεστημένο της Ουάσιγκτον, αλλά από την άλλη πλευρά, και μια «μοδάτη», «επιτηδευμένη» Αριστερά των μεγάλων μητροπόλεων, η οποία έχει χάσει από το οπτικό της πεδίο την αποπτώχευση των περιοχών που βρίσκονται έξω από αυτές τις μητροπόλεις. Ενώ η Κλίντον, απολύτως μέσα στο πνεύμα της «πολιτισμικής» Αριστεράς υποστήριζε τα δικαιώματα των μειονοτήτων, από την άλλη πλευρά - ειδικά μετά την αποχώρηση του Μπέρνι Σάντερς (Bernie Sanders) από την διεκδίκηση της προεδρικής υποψηφιότητας, κανείς δεν εκπροσωπούσε τους επισφαλείς λευκούς. Το αντίθετο: τόσο στη ρητορική της όσο και στην πολιτική ουσία, η Αριστερά αυτοαναγορεύτηκε ως κάτι ανώτερο από αυτούς που αποκαλούσε «λευκά σκουπίδια». Και επειδή αυτά τα υποτιθέμενα «λευκά σκουπίδια» δεν είχαν πια κανέναν εξ αριστερών εκπρόσωπο που να μιλά πολιτικά και με αξιοπιστία για τις δικές τους κοινωνικές ανησυχίες και αιτήματα, δηλαδή, ακριβολογώντας, για τα ταξικά συμφέροντά τους, ο ρατσισμός του Τραμπ κατά των Μεξικανών και των μουσουλμάνων έπεσε σε εύφορο έδαφος, όπως ακριβώς πέφτει στην Ευρώπη ο ρατσισμός εναντίον των προσφύγων και των μουσουλμάνων.
Γι' αυτό τον λόγο, η νίκη του Τραμπ είναι εκτός των άλλων και η «εκδίκηση των Πολιτειών που βρίσκονται μακριά από τις ακτές», ανάμεσα στις ακτές του Ατλαντικού και του Ειρηνικού («Fly-over-states», βλ. Volker Perthes), εναντίον της «πολιτισμικής» Αριστεράς της Ανατολικής Ακτής [του Ατλαντικού]. Η Αριστερά έχει ξεχάσει αυτό που έχει δηλώσει με έμφαση ο Ντιντιέ Εριμπόν (Didier Eribon) [3], για το πως μπορούν να αντιμετωπιστούν τα πραγματικά κοινωνικά προβλήματα, όχι μόνον στις ΗΠΑ αλλά και σε πολλά μέρη της Ευρώπης. Μολονότι εδώ στην Ευρώπη προς το παρόν πλειοψηφούν ακόμη δημοκρατικές δυνάμεις, είναι πιθανόν οι εκλογές την ερχόμενη άνοιξη στην Ολλανδία και στη Γαλλία να δώσουν ακόμη μεγαλύτερη ώθηση στους δεξιούς λαϊκιστές, για να μην αναφέρουμε τις προεδρικές εκλογές της Αυστρίας στις 4 Δεκεμβρίου, που ενδέχεται να κάνουν για πρώτη φορά ενώτατο άρχοντα της χώρας έναν πολιτικό του ακροδεξιού κόμματος FPÖ. Με λίγα λόγια, η Δεξιά συνεχίζει να είναι σε άνοδο και στην Ευρώπη και εύλογα είδε την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ ως ορμητικό νερό που τρέχει στον δικό της μύλο.
Αντίθετα, η δημοκρατική Αριστερά πρέπει επιτέλους να κατανοήσει τη σοβαρότητα της κατάστασης. Πολλά, σχεδόν τα πάντα διακινδυνεύονται - για την Αμερική, αλλά και για την Ευρώπη. Διότι, μαζί με τη φιλελεύθερη Αριστερά της Δύσης, όλο και περισσότερο υποχωρεί η ιδέα της κοινωνικής δημοκρατίας, η οποία έχει ως βάση την ισότητα όλων των ατόμων. Συνεπώς, το κεντρικό ζήτημα είναι αν οι δυτικές κοινωνίες έχουν πραγματικά σθένος και «δύναμη χαρακτήρα» για να υπεραπιστούν τη δημοκρατία τους.
Μετά την εκλογή Τραμπ, δυνάμεις με κρίση και αξιοπιστία στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπως λόγου χάρη ο David Remnick, ο αρχισυντάκτης του φιλελεύθερου περιοδικού «New Yorker» [4] φοβούνται ακόμη και την άνοδο ενός νέου φασισμού. Η ειρωνεία της ιστορίας είναι η εξής: σε τελευταία ανάλυση, υπάρχουν κάποιες ενδείξεις ότι στην Αμερική, ο νεο-φασιστικός πειρασμός υπάρχει πολύ λιγότερο ως τάση σε σύγκριση με την Ευρώπη. Τουλάχιστον στο παρελθόν, ο «Νέος Κόσμος» είχε επαρκή ανοσία έναντι του ολοκληρωτικού κινδύνου. Οι ΗΠΑ είχαν επίσης την ικανότητα να αντέχουν με επιτυχία ακόμη και περιόδους απομονωτισμού και στη συνέχεια να στρέφουν και πάλι την προσοχή τους στα παγκόσμια ζητήματα.
Αντίθετα, η Ευρώπη θεωρείται από γεωπολιτική άποψη το μαλακό υπογάστριο για κάθε αντιδημοκρατικό εγχείρημα. Ο «Παλαιός Κόσμος» γειτονεύει και έχει άμεση επαφή με την περιοχή των πιο θερμών συγκρούσεων, την Εγγύς και Μέση Ανατολή με τις εμπόλεμες ζώνες της (Συρία, Ιράκ, Αφγανιστάν), καθώς και με την αφρικανική ήπειρο, με τις τεράστιες κινήσεις φυγής των πληθυσμών της. Οι ΗΠΑ, ως «ημι-νησιωτική ήπειρος», ίσως μπορούν να εφαρμόσουν και να αντέξουν οικονομικά έναν απομονωτισμό, τουλάχιστον προσωρινά. Παρεμπιπτόντως τις βοηθά και η νέα μέθοδος εξόρυξης πετρελαίου και φυσικού αερίου από τα σχιστολιθικά πετρώματά της (Fracking). Αυτή η αντοχή σε πολιτικές απομονωτισμού είναι κάτι εντελώς αδιανόητο για την Ευρώπη.
Συνεπώς, η διαφαινόμενη απόσυρση της Αμερικής στις δικές της υποθέσεις σημαίνει για την Ευρώπη μια εντελώς νέα κατάσταση από γεωπολιτική σκοπιά. Τώρα αρχίζει πραγματικά εκείνος ο πολυπολικός κόσμος, ο οποίος συνεπάγεται, εκτός των άλλων, την τελική επίτευξη της κυριαρχίας και ανεξαρτησίας της Γερμανίας και της Ευρώπης. Αυτά, πολλοί στον χώρο της Αριστεράς (αλλά και της Δεξιάς) τα εύχονται και τα επιθυμούν εδώ και πολύ καιρό, ως αναγκαία χειραφέτηση της Ευρώπης από τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Ωστόσο, αυτή η νέα ανεξαρτησία δεν θα είναι καθόλου «άνετη» και «οικεία» για την Ευρώπη, αλλά αντίθετα θα την θέσει απέναντι σε μια θεμελιώδη πρόκληση. Η ευρωπαϊκή δημοκρατία θα πρέπει να αποδείξει ότι είναι μάχιμη με δύο έννοιες: Προς τα έξω, εναντίον των αυταρχικών ηγετών στον άμεσο περίγυρό της, αλλά και εσωτερικά, αντιμετωπίζοντας την λαϊκιστική πρόκληση. Αυτό, δίνει στον όρο «πυρήνας της Ευρώπης» μια εντελώς νέα έννοια. Η επιταγή των καιρών είναι να επικεντρωθεί η Ευρώπη στα κρίσιμα βασικά καθήκοντά της - στην εξωτερική και εσωτερική της ασφάλεια, καθώς την στην ενίσχυση της ευρωπαϊκής συνοχής μέσω μιας πιο ενισχυμένης πολιτικής και κοινωνικής Ένωσης.
Αντιμέτωποι με αυτή την τεράστια πρόκληση, οι αισιόδοξοι ελπίζουν σε μια ομονοούσα Ευρωπαϊκή Ένωση. Όμως αυτό δεν είναι καθόλου πιθανό: Είναι ολοφάνερο ότι η ΕΕ βρίσκεται στη χειρότερη κρίση από την ίδρυσή της, εδώ και σχεδόν 60 χρόνια. Μετά το δημοψήφισμα της Brexit, ετοιμάζεται να αποχωρήσει από την Ένωση μια συμμετέχουσα δύναμη, και μάλιστα πολύ βασική από τη σκοπιά της εξωτερικής πολιτικής. Οι εθνικιστικές φυγόκεντρες δυνάμεις απειλούν να πάρουν το πάνω χέρι και σε άλλες χώρες: από την Ουγγαρία και την Πολωνία όπου είναι ήδη εδραιωμένες, μέχρι την Αυστρία και τη Γαλλία.
Έτσι, η Ανατολική Ευρώπη απειλεί να γίνει προπομπός και πρωτοπόρος ενός νέου εθνικιστικού - αντιδημοκρατικού κινήματος. Και ως επακόλουθο, στα επόμενα χρόνια θα πρέπει να αποφασιστεί ποιά απάντηση θα δοθεί στο βασικό ερώτημα που ετέθη το 1989 και το 1990: Να
επιστρέψουν οι χώρες αυτές πίσω στον αυταρχικό εθνικισμό; Ή να προχωρήσουν προς τα εμπρός σε μια
δημοκρατική, ανοικτή Ευρωπαϊκή Ένωση, σημαντικό παράγοντα δημοκρατίας
στην παγκόσμια κοινότητα (η οποία γίνεται στην εποχή μας όλο και πιο πολύπλοκη και αδιαφανής).
Δημοκρατία και Ανθρώπινα Δικαιώματα: Αυτή ήταν η υπόσχεση που δόθηκε στα χρόνια 1989/1990 και η αποτυχία της φιλελεύθερης Σοσιαλδημοκρατικής Αριστεράς να την εκπληρώσει είναι από τις πιο σημαντικές αποτυχίες της. Στεκόμαστε σήμερα πάνω στα ερείπια αυτής της αποτυχίας.
Με δεδομένη αυτή την κατάσταση, επιταγή των καιρών είναι η συνεργασία όλων των δυνάμεων της δημοκρατίας. Το φάσμα αυτής της συνεργασίας εκτείνεται πέρα από την Αριστερά, όμως το πρόβλημα αφορά την Αριστερά με έναν ιδιαίτερο τρόπο. Ήδη μιά φορά, δηλαδή στη δεκαετία του '30 του περασμένο αιώνα, η δημοκρατική Αριστερά στην Ευρώπη στην πράξη παραιτήθηκε από τα πολιτικά της καθήκοντα, επειδή δεν κατανόησε ότι έπρεπε να δράσει αποφασιστικά και ενωτικά εναντίον των νέων ολοκληρωτικών κινημάτων, προπαντός εναντίον του φασισμού.
Για την εποχή εκείνη, για το γεγονός ότι η δημοκρατία κατάφερε να στηλωθεί στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία μετά το 1945 - και έτσι το δημοκρατικό εγχείρημα τελικά ευοδώθηκε με τη δεύτερη προσπάθεια σε γερμανικό έδαφος - ευχαριστίες οφείλουμε προπαντός στους Αμερικανούς. Σήμερα δεν πρέπει να προσδοκούμε τέτοια υποστήριξη από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Αντίθετα, με την μελλοντική κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ, οι ΗΠΑ γίνονται για την Ευρώπη ένα μέρος του προβλήματος και όχι ένα μέρος της λύσης, που ήταν κάποτε. Και κάτι ακόμη δυσκολότερο: Σήμερα, οι ευρωπαϊκές χώρες και η Αριστερά της Δύσης αντιμετωπίζουν μια πρόκληση παρόμοια με της δεκαετίας του 1930.
Δημοκρατία και Ανθρώπινα Δικαιώματα: Αυτή ήταν η υπόσχεση που δόθηκε στα χρόνια 1989/1990 και η αποτυχία της φιλελεύθερης Σοσιαλδημοκρατικής Αριστεράς να την εκπληρώσει είναι από τις πιο σημαντικές αποτυχίες της. Στεκόμαστε σήμερα πάνω στα ερείπια αυτής της αποτυχίας.
Με δεδομένη αυτή την κατάσταση, επιταγή των καιρών είναι η συνεργασία όλων των δυνάμεων της δημοκρατίας. Το φάσμα αυτής της συνεργασίας εκτείνεται πέρα από την Αριστερά, όμως το πρόβλημα αφορά την Αριστερά με έναν ιδιαίτερο τρόπο. Ήδη μιά φορά, δηλαδή στη δεκαετία του '30 του περασμένο αιώνα, η δημοκρατική Αριστερά στην Ευρώπη στην πράξη παραιτήθηκε από τα πολιτικά της καθήκοντα, επειδή δεν κατανόησε ότι έπρεπε να δράσει αποφασιστικά και ενωτικά εναντίον των νέων ολοκληρωτικών κινημάτων, προπαντός εναντίον του φασισμού.
Για την εποχή εκείνη, για το γεγονός ότι η δημοκρατία κατάφερε να στηλωθεί στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία μετά το 1945 - και έτσι το δημοκρατικό εγχείρημα τελικά ευοδώθηκε με τη δεύτερη προσπάθεια σε γερμανικό έδαφος - ευχαριστίες οφείλουμε προπαντός στους Αμερικανούς. Σήμερα δεν πρέπει να προσδοκούμε τέτοια υποστήριξη από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Αντίθετα, με την μελλοντική κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ, οι ΗΠΑ γίνονται για την Ευρώπη ένα μέρος του προβλήματος και όχι ένα μέρος της λύσης, που ήταν κάποτε. Και κάτι ακόμη δυσκολότερο: Σήμερα, οι ευρωπαϊκές χώρες και η Αριστερά της Δύσης αντιμετωπίζουν μια πρόκληση παρόμοια με της δεκαετίας του 1930.
Η πολιτικοποίηση προσφέρει δυνατότητες
Το μοιραίο αποτέλεσμα αυτών των εκλογών στις ΗΠΑ προσφέρει τουλάχιστον μια δυνατότητα - πράγμα που αποτελεί τη δεύτερη ειρωνεία αυτής της εκλογικής αναμέτρησης. Η ίδια η υποψηφιότητα του αντι-πολιτικού Ντόναλντ Τραμπ έχει συμβάλει σε μια τεράστια πολιτικοποίηση, έστω και με τη μορφή
ανυπόφορης υποδαύλισης των παθών. Με αυτό τον τρόπο, ο Τραμπ έχει συμβάλει στο να αφυπνισθεί η κοιμώμενη κοινωνία των πολιτών και να γίνει πιο έντονη η πολιτική αντιπαράθεση. Ως
αποτέλεσμα προκύπτει η δυνατότητα και η ευκαιρία για μια νέα δημοκρατική πόλωση, ανάλογη με της
δεκαετίας του 1960. Τότε, ο πόλεμος του Βιετνάμ και ο «ψεύτης Νίξον» συνέβαλαν στο να πολιτικοποιηθεί μια ολόκληρη γενιά. Αλλά και στην Ομοσπονδιακή
Δημοκρατία, μετά την υπόθεση των διώξεων εναντίον του περιοδικού Der Spiegel [για αποκαλύψεις], στον εμποτισμό της
νεολαίας με δημοκρατικές ιδέες συνέβαλε κυρίως ο δημοκράτης μερικής
απασχόλησης Φραντς Γιόζεφ Στράους (Franz Josef Strauss). Αυτή η γενιά με την αριστερή κοινωνικοποίηση, η γενιά του Μπιλ και της
Χίλαρι Κλίντον, του Τόνι Μπλερ έως και του Γιόσκα Φίσερ, ήταν αυτή που ήρθε στην εξουσία κατά τη
δεκαετία του 1990 και, τελικά, απέτυχε στον ιστορικό της ρόλο, δηλαδή δεν μπόρεσε να επιτύχει έναν νέου είδους συνδυασμό της δημοκρατίας, της οικονομίας της αγοράς, του κράτους
πρόνοιας και της οικολογίας.
Σήμερα ο Ντόναλντ Τραμπ είναι ένας ριζοσπαστικοποιημένος Νίξον και πολύ πιο επικίνδυνος από μια παγκοσμιοποιημένη έκδοση του Φραντς Γιόζεφ Στράους. Ποιος, αν όχι ο Τραμπ, μπορεί να πολιτικοποιήσει και πάλι μια γενιά; Γιατί, αυτή η εκλογική αναμέτρηση ένα πράγμα διδάσκει, πρώτα απ' όλα: Η δημοκρατία δεν είναι ποτέ δεδομένη, ούτε χαρίζεται, αλλά πάντοτε βρίσκεται σε κίνδυνο. Δεν ήρθε ακόμη η ώρα που θα είναι πολύ αργά για να το συνειδητοποιήσουμε.
Σήμερα ο Ντόναλντ Τραμπ είναι ένας ριζοσπαστικοποιημένος Νίξον και πολύ πιο επικίνδυνος από μια παγκοσμιοποιημένη έκδοση του Φραντς Γιόζεφ Στράους. Ποιος, αν όχι ο Τραμπ, μπορεί να πολιτικοποιήσει και πάλι μια γενιά; Γιατί, αυτή η εκλογική αναμέτρηση ένα πράγμα διδάσκει, πρώτα απ' όλα: Η δημοκρατία δεν είναι ποτέ δεδομένη, ούτε χαρίζεται, αλλά πάντοτε βρίσκεται σε κίνδυνο. Δεν ήρθε ακόμη η ώρα που θα είναι πολύ αργά για να το συνειδητοποιήσουμε.
Σημειώσεις :
[2] Βλ. Strache gratuliert Trump – FPÖ-Fans schockiert, www.oe24.at, 10.11.2016.
[3] Didier Eribon, Wie aus Linken Rechte werden, Teil I und II, στο: „Blätter“, τεύχη 8 και 9/2016.
[4] David Remnick, An american tragedy, www.newyorker.com, 9.11.2016.
Το πρωτότυπο άρθρο από το περιοδικό «Blätter», τεύχος 12/2016, σελ. 5-9
Το Μέρος Α' του άρθρου του Albrecht von Lucke, δημοσιευμένο στον ιστότοπο Μετά την Κρίση:
→ Η φιλελεύθερη Σοσιαλδημοκρατία και η «πολιτισμική» Αριστερά της γενιάς του '68 απέτυχαν - Η εκλογή Τραμπ ορόσημο αλλαγής εποχής ←
→ Η φιλελεύθερη Σοσιαλδημοκρατία και η «πολιτισμική» Αριστερά της γενιάς του '68 απέτυχαν - Η εκλογή Τραμπ ορόσημο αλλαγής εποχής ←
Ο Albrecht von Lucke (1967), με σπουδές νομικής και πολιτικής επιστήμης στα πανεπιστήμια του Βύρτσμπουργκ και του Βερολίνου, από το 1999 εργάζεται ως δημοσιογράφος, (μεταξύ των άλλων εργάστηκε για την εβδομαδιαία εφημερίδα Freitag, για την ημερήσια tageszeitung και για το επίσημο έντυπο του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος Vorwärts καθώς επίσης και ως πολιτικός συντάκτης στην τηλεόραση και στη ραδιοφωνία, π.χ. στα κανάλια ARD, Bayern 2, WDR 5 Politikum, NDR Kultur und SWR2 Forum).
Από το 2003 είναι αρχισυντάκτης του περιοδικού Blätter für deutsche und Internationale Politik. Κάτοχος του Βραβείου Lessing για την Κριτική, έτους 2014. Βιβλία του:
Die Erfindung der Generation aus den Trümmern des Politischen – die „68er-Generation“: zur Genealogie eines Kampfbegriffs; 1998 (διπλωματική εργασία)
68 oder neues Biedermeier: Der Kampf um die Deutungsmacht. Wagenbach, Βερολίνο 2008
Die gefährdete Republik: Von Bonn nach Berlin. 1949 – 1989 – 2009. Wagenbach, Βερολίνο 2009
Die Erfindung der Generation aus den Trümmern des Politischen – die „68er-Generation“: zur Genealogie eines Kampfbegriffs; 1998 (διπλωματική εργασία)
68 oder neues Biedermeier: Der Kampf um die Deutungsmacht. Wagenbach, Βερολίνο 2008
Die gefährdete Republik: Von Bonn nach Berlin. 1949 – 1989 – 2009. Wagenbach, Βερολίνο 2009
Die schwarze Republik und das Versagen der deutschen Linken. Droemer, Μόναχο 2015
Albrecht von Lucke στον εκδοτικό οίκο Klaus Wagenbach
Γιούργκεν Χάμπερμας: Χρειαζόμαστε δημοκρατική πόλωση. Πόλωση των δημοκρατικών κομμάτων μεταξύ τους
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου