του Κεμάλ Ντερβίς
© Project Syndicate - Kemal Derviş: The Win-Win Fantasy of Liberal Democracy, 5.12.2016
© Project Syndicate - Kemal Derviş: The Win-Win Fantasy of Liberal Democracy, 5.12.2016
Όταν ακόμη και μέλη του ανώτερου «ιερατείου» της παγκόσμιας τάξης πραγμάτων αρχίζουν να παραδέχονται τα αυτονόητα του πραγματικού κόσμου, τι λένε και τι κάνουν οι επίδοξοι εκπρόσωποι των απλών πολιτών;
Λίγοι αναλυτές ανέμεναν ότι οι Βρετανοί θα ψήφιζαν υπέρ της εξόδου από την Ευρωπαϊκή Ένωση ή ότι οι Αμερικανοί θα επέλεγαν τον Ντόναλντ Τραμπ ως επόμενο πρόεδρό τους. Ωστόσο, δεν χρειάστηκε πολύς χρόνος για να καταλήξουν σε μια συναινετική ερμηνεία αυτών των λανθασμένων υπολογισμών. Όμως, όταν οι εξελίξεις είναι τόσο πολύπλοκες και αλλεπάλληλες, θα πρέπει να είμαστε προσεκτικοί και να αποφεύγουμε τις εύκολες ερμηνείες.
Η τωρινή συναινετική ερμηνεία κατηγορεί τις «ελίτ» - του ακαδημαϊκού χώρου, των μέσων ενημέρωσης και των επιχειρήσεων - ότι έχουν παγιδευτεί στον δικό τους κοσμοπολίτικο και διασυνδεδεμένο κόσμο, ότι απέτυχαν να ακούσουν προσεκτικά τις λιγότερο μορφωμένες και λιγότερο διασυνδεδεμένες κοινωνκές ομάδες. Επειδή οι ομάδες αυτές είναι εκείνες που έχουν επωφεληθεί λιγότερο από την παγκοσμιοποίηση, το πιο πιθανό ήταν να απορρίψουν τους υπερεθνικούς θεσμούς (στην περίπτωση της Brexit) ή τους υποψήφιους που προέρχονται από το καταστημένο (στην περίπτωση του Τραμπ). Το γεγονός ότι αγνοήθηκαν οι ομάδες αυτές, ήταν από πολλές απόψεις προφανές λάθος.
[Ο κλειστός κόσμος των ελίτ και η «νοοτροπία της ομάδας»]
Αυτή η άποψη έχει σημαντική αξία. H «νοοτροπία της ομάδας» («group thinking») [ο «ομαδικός τρόπος σκέψης», που αποθαρρύνει τη δημιουργική σκέψη και την ατομική ευθύνη] είναι μια διαρκής πληγή για τις σημερινές οικονομικές και πνευματικές ελίτ, συμπεριλαμβανομένων των δημοσκόπων. Όλοι αυτοί έχουν συχνά παρόμοιο υπόβαθρο παιδείας, εργάζονται μαζί, διαβάζουν τα ίδια μέσα ενημέρωσης και συγκεντρώνονται στα ίδια συνέδρια και εκδηλώσεις, από το Νταβός μέχρι το Άσπεν.
[Ο κλειστός κόσμος των ελίτ και η «νοοτροπία της ομάδας»]
Αυτή η άποψη έχει σημαντική αξία. H «νοοτροπία της ομάδας» («group thinking») [ο «ομαδικός τρόπος σκέψης», που αποθαρρύνει τη δημιουργική σκέψη και την ατομική ευθύνη] είναι μια διαρκής πληγή για τις σημερινές οικονομικές και πνευματικές ελίτ, συμπεριλαμβανομένων των δημοσκόπων. Όλοι αυτοί έχουν συχνά παρόμοιο υπόβαθρο παιδείας, εργάζονται μαζί, διαβάζουν τα ίδια μέσα ενημέρωσης και συγκεντρώνονται στα ίδια συνέδρια και εκδηλώσεις, από το Νταβός μέχρι το Άσπεν.
Όσοι ανήκουν σ' αυτό το πλήθος, έχουν την τάση να πιστεύουν ότι έχουν αφομοιώσει τα μεγάλα διδάγματα της ιστορίας. Γενικά επικρίνουν τον ρατσισμό, ακόμη και τις ηπιότερες μορφές του εθνοκεντρισμού και σπάνια απορρίπτουν τον φεμινισμό. Αν και αυτές οι ομάδες δεν είναι υποδείγματα διαφορετικότητας και ποικιλομορφίας, η αναγνώριση της αξίας της πολυμορφίας είναι ευρέως διαδεδομένη στους κόλπους τους, ενώ η κυριαρχία των ανδρών έχει αρχίσει, τουλάχιστον, να μειώνεται.
Ο άλλος κοινός παρονομαστής αυτής της ομάδας είναι ο πλούτος. Μολονότι δεν είναι όλα τα μέλη αυτής της ομάδας πολυεκατομμυριούχοι, γενικά έχουν την εκπαίδευση και τις δεξιότητες που απαιτούνται για να καρπωθούν από τα οφέλη της οικονομικής παγκοσμιοποίησης. Ως αποτέλεσμα, κατά κανόνα και μέχρι πρόσφατα, δεν μπορούσαν να αναγνωρίσουν ως μείζον πρόβλημα την αυξανόμενη ανισότητα, ιδιαίτερα στις ΗΠΑ, αν και είναι βέβαιο ότι πολλοί από τους πλουσιότερους των ελίτ καταγίνονται με την φιλανθρωπία περισσότερο από κάθε άλλη εποχή του παρελθόντος.
Είναι σαφές ότι οι κοσμοπολίτικες ελίτ που λαμβάνουν διαρκώς αποφάσεις σε κρίσιμους τομείς, από τις επιχειρήσεις και τα χρηματοοικονομικά μέχρι την πολιτική, πρέπει να δώσουν μεγαλύτερη προσοχή στα παράπονα των λιγότερο τυχερών, των λιγότερο σπουδαγμένων και των λιγότερο διασυνδεδεμένων. Αντί να συναθροίζονται στα «σιλό» των ελίτ μόνον με ομοϊδεάτες τους, θα πρέπει να δημιουργήσουν επικοινωνιακές πλατφόρμες που συνδέουν ανθρώπους προερχόμενους από πιο ποικιλόμορφα κοινωνικά πλαίσια και συνθήκες - συμπεριλαμβανομένων και εκείνων, των οποίων οι εμπειρίες με την παγκοσμιοποίηση είναι πολύ διαφορετικές από τις δικές τους. Τέτοιες πλατφόρμες θα συμβάλλουν στο να καταπολεμηθεί ο κατακερματισμός της δημόσιας συζήτησης.
Ωστόσο, οι ιδεολογικές «φούσκες» δεν είναι το μόνο πρόβλημα. Ένα παράδειγμα: οι ελίτ απέτυχαν όχι μόνον να προβλέψουν τις πρόσφατες νίκες των λαϊκιστών, αλλά και να προβλέψουν ότι ο αναμφισβήτητα μη-λαϊκιστής Φρανσουά Φιγιόν (François Fillon) θα κέρδιζε τις προκριματικές προεδρικές εκλογές στη γαλλική κεντροδεξιά του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος και μάλιστα με ευρεία πλειοψηφία. Είναι σαφές: Το γεγονός ότι οι ελίτ έχουν άγνοια για τον θυμό της εργατικής τάξης, δεν είναι λοιπόν η μόνη αιτία που παραπλανά τα πολιτικά τους ραντάρ.
Φυσικά, είναι παρήγορο να πιστεύουν ότι αρκεί να γνώριζαν καλύτερα την πραγματικότητα και τότε οι άνθρωποι θα μπορούσαν να συζητούν πιο ψύχραιμα, οι ψηφοφόροι θα ψήφιζαν πιο ενωτικά και η πολιτική θα ήταν πιο εποικοδομητική. Όμως, ακόμη και με καλύτερη συζήτηση και διαβούλευση, περισσότερο στηριγμένη στα πραγματικά δεδομένα, τα συμφέροντα των ανθρώπων θα αποκλίνουν.
[Πέρα από το «επικοινωνιακό» πρόβλημα, υπάρχουν τα αποκλίνοντα συμφέροντα. Οι φαντασιώσεις των φιλελεύθερων και η πραγματικότητα]
Εκείνοι που ψήφισαν υπέρ της Brexit ή υπέρ του Tραμπ, δεν το έκαναν επειδή απλά αδυνατούν να διακρίνουν ή να κατανοήσουν τα αληθινά οφέλη της παγκοσμιοποίησης. Σήμερα, οι πολίτες αυτοί δεν έχουν τις δεξιότητες ή τις ευκαιρίες για να εξασφαλίσουν ένα κομμάτι από την πίτα. Συνεπώς, εκτός από τα «επικοινωνιακά» προβλήματα, υπάρχει η πραγματική ανάγκη για αναδιανεμητικές πολιτικές, που από τη φύση τους δεν είναι «παιχνίδι win-win», στο οποίο όλοι βγαίνουν ωφελημένοι. Οι βασικοί επωφελημένοι από το ελεύθερο εμπόριο και τις τεχνολογικές αλλαγές πρέπει να αποζημιώσουν ενεργά τους ζημιωμένους μέσω της φορολογίας, με την ενίσχυση των ασθενέστερων μέσω της κρατικής πολιτικής και με τη στήριξη της απασχόλησης.
[Πέρα από το «επικοινωνιακό» πρόβλημα, υπάρχουν τα αποκλίνοντα συμφέροντα. Οι φαντασιώσεις των φιλελεύθερων και η πραγματικότητα]
Εκείνοι που ψήφισαν υπέρ της Brexit ή υπέρ του Tραμπ, δεν το έκαναν επειδή απλά αδυνατούν να διακρίνουν ή να κατανοήσουν τα αληθινά οφέλη της παγκοσμιοποίησης. Σήμερα, οι πολίτες αυτοί δεν έχουν τις δεξιότητες ή τις ευκαιρίες για να εξασφαλίσουν ένα κομμάτι από την πίτα. Συνεπώς, εκτός από τα «επικοινωνιακά» προβλήματα, υπάρχει η πραγματική ανάγκη για αναδιανεμητικές πολιτικές, που από τη φύση τους δεν είναι «παιχνίδι win-win», στο οποίο όλοι βγαίνουν ωφελημένοι. Οι βασικοί επωφελημένοι από το ελεύθερο εμπόριο και τις τεχνολογικές αλλαγές πρέπει να αποζημιώσουν ενεργά τους ζημιωμένους μέσω της φορολογίας, με την ενίσχυση των ασθενέστερων μέσω της κρατικής πολιτικής και με τη στήριξη της απασχόλησης.
Ομοίως, η εικασία ότι η φιλελεύθερη δημοκρατική Δύση έχει συνέπεια και συνοχή στα οικονομικά και γεωπολιτικά συμφέροντα της, είναι διαβλητή εκ θεμελίων. Η αλήθεια είναι, ότι οι παραδοσιακές δυτικές δυνάμεις, παρά το γεγονός ότι έχουν πολλά κοινά, αποκλίνουν σε πολλούς τομείς: Από την ενεργειακή πολιτική - ως προς τους υδρογονάνθρακες, η Ευρώπη είναι πολύ περισσότερο εξαρτημένη σε σύγκριση με τις ΗΠΑ - μέχρι την πολιτική ασφάλειας και άμυνας. Στο πλαίσιο αυτό, η απλή «βελτίωση της επικοινωνίας» και η συμφωνία για το ποιά είναι τα πραγματικά δεδομένα, δεν αρκούν ως προϋποθέσεις που θα διευκολύνουν την επίτευξη συμφωνίας και συνεργασίας. Θα χρειαστούν διαπραγματεύσεις, στις οποίες και οι δύο πλευρές θα θυσιάσουν κάποια από τα συμφέροντά τους.
Και τα δύο αυτά ζητήματα μας οδηγούν σε ένα γενικότερο ελάττωμα της Δυτικής αντίληψης για τον κόσμο: Στην πίστη σε λύσεις win-win [με τις οποίες οι αντίπαλες πλευρές βγαίνουν και οι δύο κερδισμένες]. Στην πραγματικότητα, η φιλελεύθερη δημοκρατία, τόσο στην κεντρο-δεξιά όσο και στην κεντρο-αριστερή της εκδοχή, χρησιμοποιεί ως κρυφό θεμέλιο την πεποίθηση ότι τέτοιες λύσεις (η σημαντικότερη από τις οποίες είναι η ειρήνη) μπορούν μακροπρόθεσμα να ωφελήσουν μια ολόκληρη «κοινωνία» - ή και την ανθρωπότητα στο σύνολό της. Η δημοκρατία διαπραγματεύεται τις ανατροπές και τις αλλαγές και διαχειρίζεται τις βραχυχρόνιες θυσίες. Αλλά, στο τέλος, όλοι επωφελούνται.
Η πραγματικότητα είναι πιο περίπλοκη. Για τον εξής λόγο: Για να εξασφαλίσουν οι οικονομίες το «κέρδος» μιας περιεκτικής ανάπτυξης, οι πολύ πλούσιοι θα πρέπει να υποβληθούν σε μορφές ρυθμιστικών κανόνων και φορολόγησης, που θα περιλαμβάνουν και κανόνες διεθνούς ισχύος. Αυτά θα τους κοστίσουν απώλεια σημαντικού πλούτου σε μακροπρόθεσμη βάση. Μολονότι αυτό δεν θα μετατρέψει τους πλούσιους σε «χαμένους του παιχνιδιού» (διότι θα εξακολουθήσουν να είναι πλούσιοι), δεν μπορούμε να κρύψουμε ότι θα υποστούν απώλειες.
Αυτό που είναι σωστό στη φιλελεύθερη-δημοκρατική προσέγγιση είναι το εξής: Σχεδόν πάντα υπάρχει περιθώριο για συμβιβασμό. Μολονότι δεν θα επιστρέψουν όλοι στο σπίτι τους με την αίσθηση του πραγματικού νικητή, είναι πολύ καλύτερο για τα άτομα και για τις χώρες να συνεργάζονται και να προσπαθούν να καταλήγουν σε συμφωνία, παρά να ιδιοποιούνται ατομικά ή μεμονωμένα περιορισμένες ποσότητες χώρων και πόρων και να τις περιφρουρούν με όλα τα διαθέσιμα μέσα τους. Στον σύγχρονο κόσμο, το κόστος των συγκρούσεων, συμπεριλαμβανομένων των πολιτικών αδιεξόδων στην εσωτερική πολιτική των κρατών, είναι πολύ μεγάλο, σε σημείο που ακόμη και οι νικητές καταλήγουν να μετατρέπονται σε ηττημένους.
Στον απόηχο των πρόσφατων λανθασμένων υπολογισμών, θα πρέπει να επαναρρυθμίσουμε τα πολιτικά μας ραντάρ. Και αυτό σημαίνει ότι τα ραντάρ αυτά θα πρέπει να δέχονται ερεθίσματα από όλες τις πιθανές πηγές εκπομπής, και όχι μόνον από εκείνες που ταιριάζουν στα ωραία μας και βολικά τακτοποιημένα αφηγήματα. Εδώ, η βασική διαφορά μεταξύ του τρόπου που βλέπουν τον κόσμο οι Φιλελεύθεροι ή οι Σοσιαλδημοκράτες αφενός και οι σκληροπυρηνικοί ιδεολόγοι, εθνικιστές ή άλλοι, αφετέρου, μπορεί να είναι η πιο καθοριστική και με τις πιο κρίσιμες συνέπειες. Οι πρώτοι πρέπει να αποδεχτούν καταστάσεις win-lose, οι οποίες μεσοπρόθεσμα θα έχουν κερδισμένους και χαμένους, αλλά θα διατηρήσουν μακροπρόθεσμα την πίστη τους στη σταδιακή δημοκρατική αλλαγή στις χώρες τους, ενώ θα εργάζονται για να διατηρήσουν τη διεθνή ειρήνη.
Φυσικά, όταν αποτυγχάνεις να διασφαλίσεις τέτοιες λύσεις win-win, τότε καταλήγεις συχνά σε καταστάσεις lose-lose, στις οποίες βγαίνουν ζημιωμένες και οι δύο (ή οι περισσότερες) αντίπαλες πλευρές. Στο πρώτο μισό του περασμένου αιώνα ήταν ευρέως διαδεδομένη η πίστη, ότι άν μια χώρα δεν κατακτήσει γη κατάλληλη για γεωργικές καλλιέργειες, είναι καταδικασμένη στην πείνα. Σήμερα, ακούγονται ίδια επιχειρήματα για την ενέργεια.
[Μεσοπρόθεσμα, στήριξη των ασθενέστερων σημαίνει απώλειες πλούτου για τους πλούσιους] Η πραγματικότητα είναι πιο περίπλοκη. Για τον εξής λόγο: Για να εξασφαλίσουν οι οικονομίες το «κέρδος» μιας περιεκτικής ανάπτυξης, οι πολύ πλούσιοι θα πρέπει να υποβληθούν σε μορφές ρυθμιστικών κανόνων και φορολόγησης, που θα περιλαμβάνουν και κανόνες διεθνούς ισχύος. Αυτά θα τους κοστίσουν απώλεια σημαντικού πλούτου σε μακροπρόθεσμη βάση. Μολονότι αυτό δεν θα μετατρέψει τους πλούσιους σε «χαμένους του παιχνιδιού» (διότι θα εξακολουθήσουν να είναι πλούσιοι), δεν μπορούμε να κρύψουμε ότι θα υποστούν απώλειες.
Αυτό που είναι σωστό στη φιλελεύθερη-δημοκρατική προσέγγιση είναι το εξής: Σχεδόν πάντα υπάρχει περιθώριο για συμβιβασμό. Μολονότι δεν θα επιστρέψουν όλοι στο σπίτι τους με την αίσθηση του πραγματικού νικητή, είναι πολύ καλύτερο για τα άτομα και για τις χώρες να συνεργάζονται και να προσπαθούν να καταλήγουν σε συμφωνία, παρά να ιδιοποιούνται ατομικά ή μεμονωμένα περιορισμένες ποσότητες χώρων και πόρων και να τις περιφρουρούν με όλα τα διαθέσιμα μέσα τους. Στον σύγχρονο κόσμο, το κόστος των συγκρούσεων, συμπεριλαμβανομένων των πολιτικών αδιεξόδων στην εσωτερική πολιτική των κρατών, είναι πολύ μεγάλο, σε σημείο που ακόμη και οι νικητές καταλήγουν να μετατρέπονται σε ηττημένους.
Στον απόηχο των πρόσφατων λανθασμένων υπολογισμών, θα πρέπει να επαναρρυθμίσουμε τα πολιτικά μας ραντάρ. Και αυτό σημαίνει ότι τα ραντάρ αυτά θα πρέπει να δέχονται ερεθίσματα από όλες τις πιθανές πηγές εκπομπής, και όχι μόνον από εκείνες που ταιριάζουν στα ωραία μας και βολικά τακτοποιημένα αφηγήματα. Εδώ, η βασική διαφορά μεταξύ του τρόπου που βλέπουν τον κόσμο οι Φιλελεύθεροι ή οι Σοσιαλδημοκράτες αφενός και οι σκληροπυρηνικοί ιδεολόγοι, εθνικιστές ή άλλοι, αφετέρου, μπορεί να είναι η πιο καθοριστική και με τις πιο κρίσιμες συνέπειες. Οι πρώτοι πρέπει να αποδεχτούν καταστάσεις win-lose, οι οποίες μεσοπρόθεσμα θα έχουν κερδισμένους και χαμένους, αλλά θα διατηρήσουν μακροπρόθεσμα την πίστη τους στη σταδιακή δημοκρατική αλλαγή στις χώρες τους, ενώ θα εργάζονται για να διατηρήσουν τη διεθνή ειρήνη.
[Οι μεσότιτλοι προστέθηκαν στον ιστότοπο Μετά την Κρίση]
Ο Kemal Derviş σπούδασε οικονομικά στην London School of Economics και στο Πανεπιστήμιο Princeton, ΗΠΑ. Δίδαξε οικονομία στο Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο Μέσης Ανατολής της Άγκυρας και στο Πρίνστον. Διετέλεσε ανώτερο στέλεχος της Διεθνούς Τράπεζας (1977-2001) και μετά το 1996 χρημάτισε αντιπρόεδρός της. Το 2001 έγινε Υπουργός Οικονομικών της Τουρκίας, την εποχή που η χώρα αντιμετώπιζε τη χειρότερη οικονομική κρίση της και συνετέλεσε ώστε η προσφυγή στη βοήθεια του ΔΝΤ και της Διεθνούς Τράπεζας να έχει σταθεροποιητικά αποτελέσματα. Στη συνέχεια εκλέχτηκε βουλευτής του αντιπολιτευόμενου Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος («Κεμαλιστές»). Το 2005 ορίστηκε ως επικεφαλής του Προγράμματος Ανάπτυξης του ΟΗΕ (UNDP). Σήμερα είναι αντιπρόεδρος της παραδοσιακής δεγαμενής σκέψης της Ουάσιγκτων Brookings και διευθύνει το πρόγραμμα Παγκόσμιας Οικονομίας και Ανάπτυξης της. Διδάσκει επίσης στό Institute of International and Development Studies της Γενεύης.
Βιβλία του:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου