δύο άρθρα του Γιώργου Γιαννουλόπουλου
Οι παθογένειες του αντιπολιτευτικού ΣΥΡΙΖΑ έγιναν ασθενής διακυβέρνηση.
1. Η μονόφθαλμη όραση του ΣΥΡΙΖΑ
© "Εφημερίδα των Συντακτών" - Η μονόφθαλμη όραση του ΣΥΡΙΖΑ 24.3.2015
Εχει ειπωθεί ότι η κορύφωση της δημοκρατίας είναι η στιγμή που ο πολίτης, μόνος του, ελεύθερος και πίσω από το παραβάν, διαλέγει ένα ψηφοδέλτιο, το βάζει στον φάκελο και ρίχνει όσα περίσσεψαν στη σακούλα. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι υποχρεούται, όταν δεν βρίσκεται μπροστά στην κάλπη, να επαναλάβει την ίδια κίνηση, δηλαδή να πει ένα ολοκάθαρο «ναι» ή «όχι», γιατί στο μακρύ διάστημα μεταξύ εκλογών έχει τη δυνατότητα να αποτιμήσει τις διαφορετικές απόψεις με τρόπους λιγότερο απόλυτους, όπως π.χ. να εγκρίνει μερικές συγκεκριμένες θέσεις ενός κόμματος απορρίπτοντας τις υπόλοιπες. Βάσει αυτής της λογικής νομίζω ότι έχει νόημα να μιλήσουμε για έναν ΣΥΡΙΖΑ μονόφθαλμο επειδή συνδυάζει την οξυδέρκεια όταν αναφέρεται σε ορισμένα πράγματα με την αμβλυωπία όταν πρόκειται για κάποια άλλα.
Για να αρχίσουμε με το ένα μάτι, το καλό, ο ΣΥΡΙΖΑ επανέφερε την ιδεολογία στην πολιτική. Η οποία εδώ και μερικές δεκαετίες σε ολόκληρο σχεδόν τον κόσμο τείνει να γίνει απλή θεραπαινίδα μιας ασφυκτικής ορθοδοξίας που έχει αναγάγει σε «φυσιολογική» και αυτονόητη πανάκεια την απορρύθμιση των αγορών και τη θήρα του κέρδους. Σύμφωνα με την ισχύουσα λογική, οτιδήποτε έχει να κάνει με το Δημόσιο, ως θεσμό και πρωτίστως ως αξία, θεωρείται αμελητέο υπόλειμμα του αμαρτωλού παρελθόντος ή αναγκαίο κακό, και όσοι αμφισβητούν την παντοδυναμία των αγορών είναι ή οπισθοδρομικοί ή ηλίθιοι.
Pieter Bruegel - Μονόφθαλμος οδηγεί Τυφλούς |
Υπάρχει εξήγηση για την ελληνική εκδοχή αυτής της στάσης: ένα μεγάλο μέρος της ευθύνης για την κατάντια της χώρας βαρύνει εκείνους που επί δεκαετίες επικαλέστηκαν τις έννοιες του δημόσιου αγαθού, της αλληλεγγύης, του κοινωνικού κράτους κ.ο.κ. για να αποκομίσουν προσωπικό όφελος. Γιατί στην Ελλάδα, απείρως περισσότερο από άλλες χώρες με σοσιαλδημοκρατική παράδοση, το Δημόσιο ιδιωτικοποιήθηκε από τους υποτιθέμενους υπερασπιστές του (να ένας ορισμός του παλιού, κραταιού ΠΑΣΟΚ.)
Και επειδή πολλές από τις παθογένειες που προέκυψαν ήταν τόσο εξοργιστικές και εξόφθαλμες, δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι η διόρθωσή τους συνιστά την αποκατάσταση της κοινής λογικής ή της στοιχειώδους δικαιοσύνης. Αυτό όμως, ακόμα κι αν ακούγεται προφανές ή αν ισχύει σε κάποιο μέτρο, δεν σημαίνει ότι η εξυγίανση είναι κοινωνικά ουδέτερη, διότι τόσο τα προβλήματα όσο και οι λύσεις τους έχουν μια διάσταση ανεξίτηλα πολιτική -εδώ ταιριάζει ο προσφιλής στο ΚΚΕ όρος «ταξική»- εφόσον η διόρθωση ακολουθεί πάντα μια συγκεκριμένη κατεύθυνση, δηλαδή κάποιοι κερδίζουν και κάποιοι χάνουν.
Οσο για τη θρυλούμενη «υγιή επιχειρηματικότητα», μπορεί και πρέπει να υπάρξει, ίσως όμως αποδειχτεί παραπλανητική. Διότι αν γίνουμε μια χώρα «κανονική», όπως οι εταίροι μας, κερδισμένοι δεν θα βγούν οι υγιείς επιχειρηματίες, αλλά οι γνωστοί ύποπτοι του χρηματοπιστωτικού τομέα. Το δε γεγονός ότι δικαίως θα χάσουν οι επιχειρηματίες που χρησιμοποίησαν το κράτος για να επικρατήσουν ή οι πολλοί που εξασφάλισαν μια σταθερή πρόσοδο από το Δημόσιο χωρίς να προσφέρουν τίποτα στο κοινωνικό σύνολο, δεν καθιστά αυτή την αλλαγή φρουράς ούτε φυσιολογική ούτε δίκαιη.
Για να περάσουμε τώρα στο άλλο μάτι, το στραβό, συμβαίνει το εξής παράδοξο: αυτοί που θέλουν να επαναφέρουν στο προσκήνιο την πολιτική και διαμαρτύρονται επειδή αποκρύπτεται η ιδεολογική διάσταση των μεταρρυθμίσεων, κάνουν ακριβώς το ίδιο λάθος. Μόνο που στη δική τους περίπτωση η απάλειψη του ιδεολογικού στοιχείου αφορά την έννοια και την πρακτική της αντίστασης. Για να το πώ αλλιώς, σύμφωνα με τον ΣΥΡΙΖΑ όποιος αγανακτεί και εξεγείρεται έχει αυτονόητα δίκιο, το οποίο μάλιστα θα έβρισκε όταν η Αριστερά θα κέρδιζε τις εκλογές.
Δεν πρέπει όμως να μείνουμε στον προφανή δημαγωγικό χαρακτήρα της υπόσχεσης γιατί η ευφυέστατη αυτή κίνηση ομογενοποιεί τη διάχυτη και ιδεολογικά διαφοροποιημένη δυσαρέσκεια - πράγμα που δεν περιμένει κανείς από μαρξιστές - κατασκευάζοντας μια ευρύτατη συλλογικότητα όπου θα χωρέσουν όλοι: οι πραγματικά αδικημένοι και απελπισμένοι μέχρι εκείνοι που έχασαν τα προνόμιά τους· οι αθώοι του αίματος και οι συνυπεύθυνοι για τον εκτροχιασμό της χώρας· οι αριστεριστές και οι δεξιοί «πατριώτες». Ή μάλλον σχεδόν όλοι, εφόσον ταυτότητα χωρίς αποκλεισμούς δεν νοείται. Ετσι απαγορεύεται η είσοδος σε όσους ψήφισαν το Μνημόνιο. Πόσοι ήταν άραγε;
Μπορώ να φανταστώ την ένσταση: ναι, το ξέρουμε και το έχουμε πει ότι αυτοί οι άνθρωποι δεν είναι αριστεροί, αλλά εμείς, οι συνειδητοποιημένοι, λειτουργώντας ως πρωτοπορία θα τους πολιτικοποιήσουμε. Βάζοντας κατά μέρος τις προειδοποιήσεις της Ιστορίας για το πώς έχουν λειτουργήσει στο παρελθόν οι πρωτοπορίες, νομίζω ότι τα γεγονότα άλλα δείχνουν. Είναι πιο πιθανό, και γι΄αυτό υπάρχουν ενδείξεις, ότι θα συμβεί το αντίθετο.
Δηλαδή αντί η «μαγιά» του ΣΥΡΙΖΑ να αριστεροποιήσει τους ΠΑΣΟΚους και όποιους άλλους προσήλθαν επειδή έλκονται από την εξουσία ή δεν περνούν όσο καλά πέρναγαν κάποτε, το κόμμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς διατρέχει τον εξής κίνδυνο: να μεταλλαγεί σε ομάδα πολιτικών συμφερόντων που θα αναπαράγεται χαϊδεύοντας αυτιά και σκορπίζοντας ανεδαφικές υποσχέσεις, ενώ στο βάθος θα ακούγονται εθνολαϊκιστικές κορόνες και τα αγήματα στο Πεντάγωνο θα παρουσιάζουν όπλα στους αριστερούς ριζοσπάστες που τους επιθεωρούν βαδίζοντας σαν φουσκωμένες γαλοπούλες και συγχρονισμένοι με τον κ. Καμμένο πάνω στο κόκκινο χαλί.
2. Προεκλογικές υποσχέσεις
Προεκλογικές υποσχέσεις © «Εφημερίδα των Συντακτών», 24.05.2015
Γιατί
έπεσαν τόσο έξω; Κατ’ αρχάς γιατί ενστερνίστηκαν μια γενική αρχή που
βρίσκεται στον πυρήνα του αριστερίστικου λόγου: ότι το κύριο, αν όχι το
μοναδικό πρόβλημα της Αριστεράς είναι η έλλειψη αγωνιστικότητας.
Συνεπώς, αν ξεσηκωθούμε, αν βγει ο λαός στους δρόμους, θα λυθεί και το
πρόβλημα. Η αγωνιστικότητα επιπλέον έχει και το εξής προσόν: μας
απαλλάσσει από την υποχρέωση να σκεφτούμε κάποια πράγματα... Αλλά ακόμα
κι αν αυτό ισχύει ως αφετηριακή ιδεολογική στάση, το πρόβλημα έχει και
μια διάσταση πιο προσγειωμένη: ποιες ήταν οι αρχικές παραδοχές που
υπαγόρευσαν τον σχεδιασμό κινήσεων της νέας κυβέρνησης;
Εχουν τα δίκια τους όσοι διαμαρτύρονται μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ όποτε η κυβέρνηση δείχνει διατεθειμένη να υπαναχωρήσει από τις προεκλογικές εξαγγελίες της.
Πώς είναι δυνατό, ισχυρίζονται, αφού υποσχεθήκαμε να κάνουμε διάφορα συγκεκριμένα πράγματα, να πούμε τώρα σε εκείνους που μας ψήφισαν ότι δεν θα τηρήσουμε τον λόγο μας;
Το επιχείρημα φαίνεται ακαταμάχητο, αλλά αν το καλοσκεφτούμε λίγο πρόκειται για μισή αλήθεια (ως γνωστόν, οι μισές αλήθειες είναι συχνά πιο αποτελεσματικές, άρα πιο επικίνδυνες, από τα ολόκληρα ψέματα).
Γιατί στην προεκλογική περίοδο, ή ακριβέστερα από τότε που άρχισε η κρίση, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν περιορίστηκε στις υποσχέσεις· έλεγε επίσης και το εξής άλλο: ότι οι ανατροπές θα γίνουν παρά τις αντιδράσεις των ξένων επειδή εμείς, σε αντίθεση με τους άλλους, δεν είμαστε ούτε νεοφιλελεύθεροι πεμπτοφαλαγγίτες ούτε ασπόνδυλοι κιοτήδες.
Τα δύο αυτά, δηλαδή η εξαγγελία της ανατροπής και η διαβεβαίωση ότι είναι πραγματοποιήσιμη, πάνε υποχρεωτικά μαζί. Διότι αν λείψει η δεύτερη, η πρώτη χάνει κάθε αξία και γίνεται λεονταρισμός και παραμύθιασμα για να μαζέψουμε ψηφαλάκια.
Υστερα από τρεις μήνες στην εξουσία ο ΣΥΡΙΖΑ παραδέχεται εμμέσως πλην σαφώς ότι δεν τα είχε υπολογίσει σωστά. Οι εταίροι μας – οι απεχθείς και τρισκατάρατοι νεοφιλελεύθεροι – αποδεικνύονται αντίπαλοι πολύ πιο ισχυροί από ό,τι μας έλεγε ο Αλ. Τσίπρας.
Γιατί έπεσαν τόσο έξω; Κατ’ αρχάς γιατί ενστερνίστηκαν μια γενική αρχή που βρίσκεται στον πυρήνα του αριστερίστικου λόγου: ότι το κύριο, αν όχι το μοναδικό πρόβλημα της Αριστεράς είναι η έλλειψη αγωνιστικότητας.
Συνεπώς, αν ξεσηκωθούμε, αν βγει ο λαός στους δρόμους, θα λυθεί και το πρόβλημα.
Η αγωνιστικότητα επιπλέον έχει και το εξής προσόν: μας απαλλάσσει από την υποχρέωση να σκεφτούμε κάποια πράγματα, όπως π.χ. τις «περιπέτειες» (να το πω ευγενικά) του σοσιαλισμού όπου εφαρμόστηκε, το γεγονός ότι σήμερα τα κοινωνικά υποκείμενα βλέπουν τον εαυτό τους διαφορετικά απ’ ό,τι πριν από εκατό χρόνια, το ότι σε κάθε συγκυρία σημασία έχει και ο συσχετισμός δυνάμεως κοκ.
Ετσι, με ένα εκκωφαντικό Venceremos! η Αριστερά γίνεται αυτό που πάντα ήταν για τους αριστεριστές: η ένοπλη ενσάρκωση του Καλού.
Αλλά ακόμα κι αν αυτό ισχύει ως αφετηριακή ιδεολογική στάση, το πρόβλημα έχει και μια διάσταση πιο προσγειωμένη: ποιες ήταν οι αρχικές παραδοχές που υπαγόρευσαν τον σχεδιασμό κινήσεων της νέας κυβέρνησης;
Με την προειδοποίηση ότι μπαίνουμε στον χώρο της εικασίας, μπορώ να σκεφτώ τα εξής: το πρώτο και μέγιστο λάθος τους ήταν ότι δεν διάβασαν σωστά τις προθέσεις και τις κινήσεις των δανειστών/εταίρων.
Δηλαδή δεν αντιλήφθηκαν το (προφανέστατο) γεγονός ότι όποτε η Γερμανίδα καγκελάριος έλεγε πως «θα κάνουμε τα πάντα για να μείνει η Ελλάδα», απευθυνόταν σε ορισμένους (ευτυχώς αποτελούν μειοψηφία) που πολύ θα ήθελαν για διάφορους λόγους να φύγουμε από την ευρωζώνη ή ακόμα και την Ε.Ε.
Ταυτόχρονα όμως, απευθυνόμενη προς εμάς, έλεγε σαφέστατα πως θα παραμείνουμε αποδεχόμενοι τους κανόνες της, τους οποίους η ίδια και οι ομοϊδεάτες της έχουν διαμορφώσει και δεν σκοπεύουν να τους αλλάξουν.
Αυτή την απλούστατη ανάγνωση για όσους παρακολουθούν τα εκτός Ελλάδας τεκταινόμενα ο ΣΥΡΙΖΑ δεν την υιοθέτησε για να περάσει το παραμύθι, μη φοβάστε, δεν μπορούν να μας διώξουν με τίποτε.
Διότι, σύμφωνα με τον Π. Λαφαζάνη, εκείνοι θα υποφέρουν περισσότερο από εμάς αν φύγουμε, και γι᾽ αυτό, πιο παραστατικά, μετά την 25η Ιανουαρίου, η Μέρκελ θα χορεύει και ο Στρατούλης θα παίζει τον ζουρνά!
Το δεύτερο που δεν υπολόγισαν σωστά, ήταν οι πιθανότητες για μια γενικότερη ανάφλεξη των αγανακτισμένων, κυρίως στον χειμαζόμενο Νότο, η οποία θα δημιουργούσε το τσουνάμι που θα παρέσυρε τον αμαρτωλό χρηματοπιστωτικό τομέα και τον νεοφιλελευθερισμό γενικότερα.
Για να καταθέσω την προσωπική μου ελπίδα, κάτι τέτοιο μακάρι να γίνει όσο το δυνατόν συντομότερα, διευκρινίζοντας όμως ότι δεν το εννοώ όπως το εννοεί ο Π. Λαφαζάνης ή οι συνδικαλιστές τύπου Φωτόπουλου που ρήμαξαν τη χώρα ιδιωτικοποιώντας προς όφελος των μελών τους τον δημόσιο τομέα.
Οπως και να ‘χει το πράγμα πάντως, κάτι τέτοιο δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα.
Σε όλα αυτά ήρθε κι έδεσε η ανάθεση των διαπραγματεύσεων στον Γιάνη Βαρουφάκη.
Ο οποίος, ως γνωστόν, έχει προτείνει τη δική του ερμηνεία για την
κρίση, μια ερμηνεία πολύ ενδιαφέρουσα, όχι όμως άγνωστη εφόσον παρόμοια
πράγματα λένε και άλλοι οικονομολόγοι, κυρίως Αγγλοσάξονες, αλλά καμία
σχέση έχουσα με το επειγόντως ζητούμενο που ήταν μια πρώτη συμφωνία για
να μην αδειάσουν τα ταμεία.
Εκείνος όμως, αγνοώντας την
κλεψύδρα που εξαντλείται, άρχισε να κάνει διαλέξεις για το
«κατασκευαστικό» πρόβλημα της ευρωζώνης στους εμβρόντητους αλλά
κυρίαρχους σήμερα νεοφιλελεύθερους (και εκλεγμένους όπως ο Αλ. Τσίπρας)
ηγέτες που κρατούν και το πεπόνι και το μαχαίρι.
Μερικές φορές
σκέφτομαι ότι για τον Ελληνα υπουργό Οικονομικών, νεοφιλελεύθερος είναι
όποιος δεν έχει διαβάσει ή δεν έχει καταλάβει τα βιβλία του. Αυτό το κενό στη μόρφωσή τους θέλησε να καλύψει, με τα γνωστά αποτελέσματα.
Είπαμε στην αρχή ότι τα παραπάνω είναι εικασίες. Δεν νομίζετε όμως, ότι μας βοηθούν λίγο να εξηγήσουμε πώς βρεθήκαμε με την πλάτη στον τοίχο, αναγκασμένοι να διαλέξουμε ανάμεσα στην κατάθεση των όπλων και το Κούγκι;
Ο Γιώργος Γιαννουλόπουλος, πρώην διευθυντής της Ελληνικής υπηρεσίας του BBC δημοσιογραφεί στην "Εφημερίδα των Συντακτών". Από την συγγραφική του δραστηριότητα ξεχωρίζουν οι εργασίες του για τον Μακρυγιάννη, τον Σεφέρη και τα Μέσα Ενημέρωσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου