του Γιαν-Βέρνερ Μύλλερ
© London Review of Books - Rule-Breaking. Jan-Werner Müller writes about the problems of the Eurozone, τόμ. 37, No. 16 · 27 Αυγούστου 2015, σελ. 3-7
© London Review of Books - Rule-Breaking. Jan-Werner Müller writes about the problems of the Eurozone, τόμ. 37, No. 16 · 27 Αυγούστου 2015, σελ. 3-7
Το άρθρο του Γ.-Β. Μύλλερ δημοσιεύτηκε στο περιοδικό του Λονδίνου αμέσως μετά το τέλος της ελληνικής περιπέτειας του περσινού καλοκαιριού 2015, ως συνολική αποτίμησή της. Ωστόσο, ένα χρόνο μετά, παραμένει πολύ επίκαιρο. Από τις εκτιμήσεις του πολλές επιβεβαιώθηκαν, ενώ άλλες με ευρύτερο περιεχόμενο δείχνουν πιθανούς δρόμους στους οποίους ίσως οδεύσουν τα μελλούμενα.
→ Το Α' Μέρος του άρθρου: Λαϊκή κυριαρχία, δημοκρατία, παραβίαση των κανόνων ←
[Πέρα από την Ελλάδα, τα βαθιά διαρθρωτικά προβλήματα της Ευρωζώνης και της ΕΕ: Οι δημοσιονομικοί κανόνες αδιαφόρησαν για τις δομικές ανισορροπίες και για την πιστωτική κραιπάλη]
Ό,τι και να συμβαίνει στην Ελλάδα, δεν αλλάζει το γεγονός ότι η ζώνη του ευρώ υποφέρει από βαθιά διαρθρωτικά προβλήματα. Σε αντίθεση με τους ευσεβείς πόθους της Γερμανίας, δεν λειτουργεί ως σύστημα βασισμένο σε κανόνες. Αλλά επίσης είναι ανίκανη να ασκεί πολιτική με τέτοιο τρόπο, ώστε να αποφεύγονται συγκρουσιακές εκρήξεις μεταξύ των επιμέρους εθνικών κρατών. Τα υποκείμενα οικονομικά και χρηματοπιστωτικά προβλήματα είναι πλέον ευρέως γνωστά. Η νομισματική πολιτική της ΕΚΤ στη Φρανκφούρτη, με το «ρούχο ενός
και μόνον μεγέθους που δεν ταιριάζει σε καμία χώρα» οδήγησε σε μια πιστωτική κραιπάλη στη Νότια Ευρώπη και στην Ιρλανδία
κατά τη διάρκεια των πρώτων δέκα ετών της νομισματικής ένωσης (2000-2008). Η υπόσχεση που είχε δοθεί, ήταν ότι οι οικονομίες του ευρώ θα συγκλίνουν. Αντ' αυτού, Βορράς και Νότος απέκλιναν. Δεδομένου
ότι το μεγαλύτερο μέρος του δανεισμού ήταν ιδιωτικός, δεν ήχησε κανένα από τα «συστήματα συναγερμού» που είχαν συσταθεί από το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης
του 1998 (ακριβώς επειδή αυτοί οι «συναγερμοί» ήταν επικεντρωμένοι αποκλειστικά και μόνον στο δημόσιο χρέος). Στην πραγματικότητα,
την εποχή εκείνη, διαρκούσης της πιστωτικής κραιπάλης του Νότου, αυτά τα συστήματα συναγερμού» ήχησαν μόνον για τη Γαλλία και τη Γερμανία: αυτές οι δύο χώρες χαρακτηρίστηκαν τότε «οι ασθενείς της Ευρώπης», δεδομένου ότι αυτές παραβίαζαν τα όρια και τις απαγορεύσεις του δημόσιου δανεισμού. Και οι τότε ηγέτες των δύο αυτών χωρών, ο Ζακ Σιράκ (Jacques Chirac) με τον Γκέρχαρντ Σρέντερ (Gerhard
Schröder) συνωμότησαν για να κάνουν πιό ελαστικούς, να «μαλακώσουν» όσο χρειαζόταν, τους σχετικούς κανονισμούς.
Η Λιβύη (Αφρική) και η Ευρώπη κατά τον Ηρόδοτο |
[Οι «δυνάμεις της αγοράς» απέτυχαν στο έργο της σύγκλισης και εξισορρόπησης]
Η ιδέα ότι οι «δυνάμεις της αγοράς» μπορούν να συνεισφέρουν θετικά στη σύγκλιση εντός της ευρωζώνης, έχει ουσιαστικά εγκαταλειφθεί. Στη
θέση της υπάρχει τώρα ένα παράξενο μείγμα γαλλικών και γερμανικών ιδεών για
το πώς πρέπει να λειτουργεί η Ευρώπη - και τα κράτη γενικότερα. Η
γερμανική κυβέρνηση, νομικίστικη όπως πάντα, επιμένει ότι η ανάγκη για ισοσκελισμένους
προϋπολογισμούς πρέπει να καταγράφεται στα συντάγματα
των χωρών της Ευρωζώνης και θέλει να δοθεί η εξουσία στα εθνικά δικαστήρια για να μπορούν να το
επιβάλουν. Όπως
ξέρουν όλοι - και ασφαλώς οι νοικοκυρές της Σουηβίας [Schwaben, η ευρύτερη περιοχή της Στουτγάρδης στην ομόσπονδη χώρα της Βάδης-Βυρτεμβέργης, στη νοτιοδυτική Γερμανία], τις οποίες επικαλέστηκε η
Μέρκελ, οι κανόνες αυτοί είναι απλή κοινή λογική: το χρέος
είναι κακό πράγμα. Άν είναι ανάγκη να πάρεις δάνειο, αυτό πρέπει και να επιστραφεί στο ακέραιο. Αλλά όπως θα σας πει κάθε μακροοικονομολόγος, η ΕΕ δεν είναι ένα τεράστιο νοικοκυριό. Όποιος προσποιείται ότι είναι, αρνείται, αν μη τι άλλο, την αλληλεξάρτηση των
κρατών, δηλαδή αυτό ακριβώς που οι ιδρυτές της ευρωπαϊκής
ολοκλήρωσης προσπάθησαν να προωθήσουν.
Στην πραγματικότητα, αυτά που φαίνονται να είναι σταθεροί κανόνες, στην πράξη αφήνουν πολύ χώρο για διαφορετικές ερμηνείες και διαπραγμάτευση. Επικρατεί ο γαλλικός τρόπος, που παρέχει διακριτική ευχέρεια στα όργανα της εκτελεστικήςεξουσίας. Υποτίθεται ότι οι Βρυξέλλες ελέγχουν τους εθνικούς προϋπολογισμούς κάθε φθινόπωρο,
μέσω μιας περίπλοκης διαδικασίας που περιλαμβάνει «πίνακες αποτελεσμάτων» με οικονομικούς δείκτες, «μηχανισμούς συναγερμού» και «διορθωτικά σχέδια
δράσης».
Είναι μια άνευ προηγουμένου εισβολή στην εθνική πολιτική, με στόχο
τον προσδιορισμό και την ελαχιστοποίηση των «μακροοικονομικών
ανισορροπιών» προληπτικά. Ωστόσο, όπως έχει επισημάνει ο πολιτικός επιστήμονας Fritz Scharpf, καμία από αυτές τις
ανισορροπίες που μπορεί να εντοπίσει η Ευρωπαϊκή
Επιτροπή και να επέμβει για τη διόρθωσή τους, δεν βρίσκεται υπό τον άμεσο έλεγχο των εθνικών κυβερνήσεων των κρατών-μελών, με εξαίρεση το χρέος του δημόσιου τομέα. Επιπλέον, ελάχιστες χώρες έχουν κατορθώσει να συμμορφώνονται πλήρως και διαρκώς με αυτούς τους
συμφωνημένους κύριους δείκτες: μόνον τέσσερις χώρες (οι δύο εκ των οποίων, η Σουηδία και η
Δανία δεν είναι καν μέλη της ζώνης του ευρώ) έχουν καταφέρει να μην παραβιάσουν ποτέ τους
κανόνες. ¨Ολες οι άλλες επικαλούνται «εξαιρετικές περιστάσεις», μια φράση που θα την βρείτε στο Δημοσιονομικό Σύμφωνο του 2012. Οι
διαδικασίες που προβάλλονται «στις αγορές» ως αυστηρή δημοσιονομική διακυβέρνηση, στην πραγματικότητα ενσαρκώνουν και ενδυναμώνουν αυτό που ο Scharpf αποκαλεί «νομικά
και πολιτικά ανεξέλεγκτη εξουσία των ειδημόνων [expertocracy, τεχνοκρατία]». Η εξουσία αυτή, αν και μπορεί να
λειτουργεί έχοντας ως βάση τις ιδέες της νεοφιλελεύθερης πολιτικής, ωστόσο αποτελεί μια κεντρική [πολιτική] αρχή που προσπαθεί να κατανοήσει, να ελέγξει και εν τέλει να σχεδιάσει και να προγραμματίσει οικονομίες εντελώς διαφορετικές μεταξύ τους, με έναν τρόπο που θα
ήταν ανάθεμα για έναν πνευματικό πατέρα του νεοφιλελευθερισμού σαν τον Χάγιεκ (Hayek).
Ακόμη και άν αυτό το καθεστώς ελέγχου ήταν ήδη σε ισχύ κατά τη διάρκεια των χρόνων της οικονομικής έκρηξης στην
Ισπανία και την Ιρλανδία, δεν θα είχε δώσει τη δυνατότητα στην Ευρωπαϊκή
Επιτροπή ή στις κυβερνήσεις των δύο αυτών χωρών να αποτρέψουν τη δραματική αύξηση
του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος. Επίσης, η Επιτροπή θα ήταν ανίσχυρη να αυξήσει την εγχώρια ζήτηση στη Γερμανία τα τελευταία χρόνια. Σε κάθε περίπτωση, έχουν αγνοηθεί συστηματικά οι ανισορροπίες της Γερμανίας, δηλαδή τα πολύ μεγάλα πλεονάσματά της.
Ο τεχνοκρατικός λόγος περί «αναγκαίων προσαρμογών» απλώνει ένα πέπλο συσκότισης πάνω από τις πολιτικές επιλογές που έχουν ως αποτέλεσμα να μετατοπίζεται το βάρος της πολιτικής της λιτότητας στους ώμους των πιο ευάλωτων. Για τους αναγνώστες της Frankfurter Allgemeine Zeitung, ο επαναλαμβανόμενος ψαλμός δίκην βουδιστικού μάντρα, ότι χωρίς πόνο (λιτότητα) δεν μπορεί να υπάρξει κέρδος (διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις), είναι η ιδανική (δηλαδή νεοφιλελεύθερη) άποψη. Ωστόσο, όπως υποστήριξαν ο Mιχαήλ Μητσόπουλος και ο Θεόδωρος Πελαγίδης, η στρατηγική της τρόικας στην Ελλάδα έκανε τα ακριβώς αντίστροφα πράγματα από αυτά που χρειαζόταν. Επικεντρώθηκε στο κόστος της εργασίας, τη στιγμή που το κόστος της εργασίας στην Ελλάδα είναι από τα χαμηλότερα στην Ευρώπη. Αντίθετα, τα κόστη των παρεχόμενων ρυθμιστικών και διοικητικών υπηρεσιών της χώρας είναι τα υψηλότερα στην Ευρώπη. Η συμπίεση των εισοδημάτων των εργαζομένων τα τελευταία πέντε χρόνια, είχε απλώς ως αποτέλεσμα την περαιτέρω διάβρωση της φορολογικής βάσης στην Ελλάδα. Ακόμη και όταν ο προϋπολογισμός της κυβέρνησης παράγει διαδοχικά πλεονάσματα, το χρέος της χώρας ως ποσοστό του ΑΕΠ αυξάνεται, επειδή το παραγόμενο οικονομικό προϊόν (ΑΕΠ) μειώνεται με ταχύτερο ρυθμό. Εν τω μεταξύ, η Επιτροπή δεν επιβάλλει κυρώσεις στη Γαλλία και στην Ιταλία, παρόλο που την τελευταία χρονιά παρουσιάζουν κακά αποτελέσματα για το έλλειμμα και το συνολικό χρέος.
Ό,τι συμβαίνει με την Επιτροπή των Βρυξελλών που δίνει τις κατευθύνσεις, το ίδιο συμβαίνει με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα της Φρανκφούρτης. Στη θεωρία, η ΕΚΤ έπρεπε να είναι ό,τι η γερμανική Κεντρική Ομοσπονδιακή Τράπεζα (Bundesbank), αλλά ακόμη περισσότερο από αυτήν: η πιο πολιτικά ανεξάρτητη κεντρική τράπεζα στη γης, και μάλιστα με ένα καταστατικό που είναι πάρα πολύ δύσκολο να αλλάξει, όπως είχε επισημάνει ο οικονομολόγος Erik Jones. Μοναδική εντολή της ήταν η «σταθερότητα των τιμών» και μόνον αυτή η ίδια η ΕΚΤ έχει την εξουσία να καθορίσει τι ακριβώς σημαίνει αυτό. Ο Mario Draghi υποσχέθηκε τον Ιούλιο του 2012 να κάνει «ό,τι χρειάζεται» για να σώσει το κοινό νόμισμα. Δεν αναφέρεται όμως πάντα, ότι πρόσθεσε και τις λέξεις «στο πλαίσιο της εντολής μας», όπως κάνει σχεδόν πάντα. Η «ποσοτική χαλάρωση» έχει αρχίσει από τον Μάρτιο του 2016. Η ΕΚΤ έχει προγραμματίσει την αγορά 60 δις € περιουσιακών στοιχείων κάθε μήνα, μέχρι τουλάχιστον τον Σεπτέμβριο του 2016 [ήδη το πρόγραμμα παρατάθηκε χρονικά και επεκτάθηκε ως προς τον όγκο και το είδος των επιλέξιμων περιουσιακών στοιχείων], όμως δέχεται επικρίσεις που εκκινούν από διάφορες σκοπιές. Μερικοί αμφιβάλλουν ότι αυτό θα είναι αρκετό. Γερμανοί σκεπτικιστές, συμπεριλαμβανομένων και μελών του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ, θεωρούν το πρόγραμμα περιττό. Άλλοι καταλογίζουν στον Draghi, ό,τι και να λέει κάθε φορά, πως δεν ενεργεί πιά «μέσα στο πλαίσιο της εντολής» της ΕΚΤ. Ακόμη μια φορά, ενώ υποτίθεται ότι ισχύουν σταθεροί κανόνες, στην πραγματικότητα υπάρχουν πολλά περιθώρια για διαφορετικές ερμηνείες. Και έτσι, το αποτέλεσμα των αγώνων για τη διαμόρφωση των συσχετισμών δύναμης στο εσωτερικό της ΕΚΤ είναι απρόβλεπτο.
Ο τεχνοκρατικός λόγος περί «αναγκαίων προσαρμογών» απλώνει ένα πέπλο συσκότισης πάνω από τις πολιτικές επιλογές που έχουν ως αποτέλεσμα να μετατοπίζεται το βάρος της πολιτικής της λιτότητας στους ώμους των πιο ευάλωτων. Για τους αναγνώστες της Frankfurter Allgemeine Zeitung, ο επαναλαμβανόμενος ψαλμός δίκην βουδιστικού μάντρα, ότι χωρίς πόνο (λιτότητα) δεν μπορεί να υπάρξει κέρδος (διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις), είναι η ιδανική (δηλαδή νεοφιλελεύθερη) άποψη. Ωστόσο, όπως υποστήριξαν ο Mιχαήλ Μητσόπουλος και ο Θεόδωρος Πελαγίδης, η στρατηγική της τρόικας στην Ελλάδα έκανε τα ακριβώς αντίστροφα πράγματα από αυτά που χρειαζόταν. Επικεντρώθηκε στο κόστος της εργασίας, τη στιγμή που το κόστος της εργασίας στην Ελλάδα είναι από τα χαμηλότερα στην Ευρώπη. Αντίθετα, τα κόστη των παρεχόμενων ρυθμιστικών και διοικητικών υπηρεσιών της χώρας είναι τα υψηλότερα στην Ευρώπη. Η συμπίεση των εισοδημάτων των εργαζομένων τα τελευταία πέντε χρόνια, είχε απλώς ως αποτέλεσμα την περαιτέρω διάβρωση της φορολογικής βάσης στην Ελλάδα. Ακόμη και όταν ο προϋπολογισμός της κυβέρνησης παράγει διαδοχικά πλεονάσματα, το χρέος της χώρας ως ποσοστό του ΑΕΠ αυξάνεται, επειδή το παραγόμενο οικονομικό προϊόν (ΑΕΠ) μειώνεται με ταχύτερο ρυθμό. Εν τω μεταξύ, η Επιτροπή δεν επιβάλλει κυρώσεις στη Γαλλία και στην Ιταλία, παρόλο που την τελευταία χρονιά παρουσιάζουν κακά αποτελέσματα για το έλλειμμα και το συνολικό χρέος.
Ό,τι συμβαίνει με την Επιτροπή των Βρυξελλών που δίνει τις κατευθύνσεις, το ίδιο συμβαίνει με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα της Φρανκφούρτης. Στη θεωρία, η ΕΚΤ έπρεπε να είναι ό,τι η γερμανική Κεντρική Ομοσπονδιακή Τράπεζα (Bundesbank), αλλά ακόμη περισσότερο από αυτήν: η πιο πολιτικά ανεξάρτητη κεντρική τράπεζα στη γης, και μάλιστα με ένα καταστατικό που είναι πάρα πολύ δύσκολο να αλλάξει, όπως είχε επισημάνει ο οικονομολόγος Erik Jones. Μοναδική εντολή της ήταν η «σταθερότητα των τιμών» και μόνον αυτή η ίδια η ΕΚΤ έχει την εξουσία να καθορίσει τι ακριβώς σημαίνει αυτό. Ο Mario Draghi υποσχέθηκε τον Ιούλιο του 2012 να κάνει «ό,τι χρειάζεται» για να σώσει το κοινό νόμισμα. Δεν αναφέρεται όμως πάντα, ότι πρόσθεσε και τις λέξεις «στο πλαίσιο της εντολής μας», όπως κάνει σχεδόν πάντα. Η «ποσοτική χαλάρωση» έχει αρχίσει από τον Μάρτιο του 2016. Η ΕΚΤ έχει προγραμματίσει την αγορά 60 δις € περιουσιακών στοιχείων κάθε μήνα, μέχρι τουλάχιστον τον Σεπτέμβριο του 2016 [ήδη το πρόγραμμα παρατάθηκε χρονικά και επεκτάθηκε ως προς τον όγκο και το είδος των επιλέξιμων περιουσιακών στοιχείων], όμως δέχεται επικρίσεις που εκκινούν από διάφορες σκοπιές. Μερικοί αμφιβάλλουν ότι αυτό θα είναι αρκετό. Γερμανοί σκεπτικιστές, συμπεριλαμβανομένων και μελών του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ, θεωρούν το πρόγραμμα περιττό. Άλλοι καταλογίζουν στον Draghi, ό,τι και να λέει κάθε φορά, πως δεν ενεργεί πιά «μέσα στο πλαίσιο της εντολής» της ΕΚΤ. Ακόμη μια φορά, ενώ υποτίθεται ότι ισχύουν σταθεροί κανόνες, στην πραγματικότητα υπάρχουν πολλά περιθώρια για διαφορετικές ερμηνείες. Και έτσι, το αποτέλεσμα των αγώνων για τη διαμόρφωση των συσχετισμών δύναμης στο εσωτερικό της ΕΚΤ είναι απρόβλεπτο.
*
[«Νομιμοποίηση
εξόδου» (εκ του αποτελέσματος) και «νομιμοποίηση εισόδου» (μέσω των
κανονικών διαδικασιών της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας]Το πρόβλημα δεν είναι αυτή η ίδια η ύπαρξη του περιθωρίου διακριτικής ευχέρειας: μερικές φορές οι κυβερνήσεις πρέπει να μπορούν να κάνουν αυτό που οφείλουν να κάνουν. Το πραγματικό πρόβλημα είναι η έλλειψη οποιασδήποτε δημοκρατικής βάσης για τη λήψη αποφάσεων που επηρεάζουν τη ζωή εκατομμυρίων ανθρώπων. Όταν η δουλειά της Ευρωπαϊκής Κοινότητας ήταν κυρίως η δημιουργία και η ρύθμιση μιας κοινής αγοράς, υπήρχαν, εκτός των μη σοβαρών - μια λαϊκίστικη εφημερίδα ταμπλόιντ είχε γράψει ότι οι Βρυξέλλες υπαγορεύουν ποιό πρέπει να είναι το σωστό σχήμα των αγγουριών, και σοβαρές ανησυχίες, ότι οι αποφάσεις που λαμβάνονται από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (το οποίο δεν είναι ένα συνηθισμένο δικαστήριο, αλλά είχε ως ρόλο την προώθηση της ολοκλήρωσης) μπορούν να υπονομεύσουν κοινωνικές προστασίες που θα θεωρηθούν ότι εμποδίζουν την ενοποίηση της αγοράς. Όμως η ΕΕ πρόσφερε πάντοτε αρκετά χρήματα για να αντισταθμίσει ή τουλάχιστον να κατευνάσει τους χαμένους από την ενιαία αγορά: για παράδειγμα, τα ευρωπαϊκά ταμεία συνοχής ήταν εξαιρετικά επωφελή για την Βόρεια Αγγλία, η οποία είχε εισέλθει σε πορεία αποβιομηχάνισης. Η Ευρώπη συνήθως υπόσχονταν περισσότερα από όσα θα μπορούσε να κάνει πράξη (ποιός θυμάται τα στοιχεία για εξωφρενικά υπερβολικές προοπτικές ανάπτυξης που προβλέπονταν μετά την ολοκλήρωση της ενιαίας αγοράς στη δεκαετία του 1990 ή την Ατζέντα της Λισσαβόνας που ατύχησε, και φιλοδοξούσε να καταστεί η Ευρώπη η πιο ανταγωνιστική περιοχή στον κόσμο;). Ωστόσο κατάφερνε να παρουσιάζει εύλογα την «ολοένα στενότερη ένωση» ως ένα παιχνίδι θετικού αθροίσματος [με περισσότερα θετικά από τα αρνητικά]. Στην ορολογία της πολιτικής επιστήμης, η ΕΕ μπορούσε να επικαλείται τη «νομιμοποίηση εξόδου» [output legitimacy, δηλαδή νομιμοποίηση εκ του αποτελέσματος]: όλοι ήταν σε καλύτερη θέση, έστω και αν μόνο λίγοι αισθάνονταν να υπάρχει κάποια πραγματική «νομιμοποίηση εισόδου» [input legitimacy, δηλαδή νομιμοποίηση μέσω των καθορισμένων δημοκρατικών διαδικασιών]. Όμως σήμερα, ο τρόπος με τον οποίο ορίζεται η «νομιμοποίηση εξόδου» δεν είναι συμβατός με τίποτε που θυμίζει κράτος δικαίου· η ΕΕ επηρεάζει μια πτυχή της σύγχρονης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, τη σύνταξη των προϋπολογισμών, με τρόπους που είναι απρόβλεπτοι και δεν μπορούν να στηριχθούν στη δημοκρατική διαμόρφωση βούλησης, είτε στο επίπεδο των εθνικών κρατών, είτε στο υποθετικό πανευρωπαϊκό.
[Στη σημερινή ΕΕ πάσχει η δημοκρατία επειδή δεν υπάρχει δημοκρατική αντιπολίτευση εντός της]
Κάθε φορά που για τους λόγους αυτούς οι ευρωπαϊκές ελίτ αμφισβητούνται, έχουν την τάση
να επιστρέφουν προς αναζήτηση στηριγμάτων στη στερεότυπη αιτιολόγηση περί της όλο και στενότερης ένωσης
(περιστασιακά την επικαλείται ακόμη και η Μέρκελ): η ενοποίηση έφερε την ειρήνη στην
Ευρώπη. Αλλά
το ευρώ είναι τώρα μια πηγή έριδος. Και οι δύο πλευρές, τόσο αυτοί που (ως προς την «ονομαστική αξία») βγήκαν κερδισμένοι από αυτό, όσο και εκείνοι που βγήκαν χαμένοι, αισθάνονται ότι είναι εκτεθειμένοι στις διαθέσεις των
Βρυξελλών: οι Έλληνες διαμαρτύρονται ότι είναι κατεχόμενη χώρα, οι Γερμανοί ότι εκβιάζονται. Οι
ίδιες οι Βρυξέλλες στα χαρτιά έχουν αποκτήσει μεγαλύτερη ισχύ, όμως de
facto κάθονται στο πίσω κάθισμα ενός αυτοκινήτου που οδηγείται από Γερμανούς νεοφιλελεύθερους. Σε
όλη την Ευρώπη, η εμπιστοσύνη των πολιτών στην ΕΕ έχει μειωθεί
δραματικά, παρόλο που πολλοί άνθρωποι εξακολουθούν να εμπιστεύονται περισσότερο
τις Βρυξέλλες παρά τη δική τους εθνική κυβέρνηση. Αλλά πού μπορούν να εκφράσουν τη δυσαρέσκειά τους; Το πρόβλημα της ΕΕ δεν συνίσταται σε ανυπαρξία εκπροσώπησης των πολιτών. Στην
πραγματικότητα εκπροσωπούνται διπλά, τόσο στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο όσο μέσω των εθνικών τους κυβερνήσεων στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Το πρόβλημα είναι μάλλον,
όπως επίμονα επεσήμανε ο αείμνηστος Peter Mair, ότι
στο σημερινό σχήμα είναι αδύνατο να εντοπίσουμε κάτι που μοιάζει με «νομιμοποιημένη αντιπολίτευση». Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχει ένα σωρό κόμματα, τα οποία δεν παρέχουν τόσο υπηρεσίες αντιπολίτευσης εντός της ΕΕ, αλλά κυρίως αντιπολιτεύονται την ίδια την ΕΕ. ¨Ομως το να υπάρχει στη διάθεσή μας κάτι που θα μοιάζει με εναλλακτική κυβερνητική λύση εντός της ΕΕ, δεν είναι δουλειά γι΄ αυτά τα κόμματα διαμαρτυρίας.
Ο Γίρκι Κατάινεν (Jyrki Katainen), ο Φινλανδός αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αρμόδιος για την απασχόληση, την ανάπτυξη, τις επενδύσεις και την ανταγωνιστικότητα, ήταν πολύ κατηγορηματικός: απαντώντας σε ερώτηση για τη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές είπε με επικριτικό τόνο: «εμείς δεν αλλάξουμε την πολιτική μας ανάλογα με το ποιός κερδίζει τις εκλογές». Κατά μία έννοια, δήλωσε απλά την πίστη του στους θεσμούς. Ένα μεμονωμένο κράτος-μέλος δεν μπορεί να αλλάξει μόνο του τίποτε, εκτός άν αποχωρήσει απο την Ένωση. Το πιο σημαντικό είναι το εξής: Εφ' όσον τις κρίσεις τις διαχειρίζονται το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ή το Eurogroup, οι πολιτικοί των κρατών-μελών που συμμετέχουν σε αυτά τα όργανα θα νοιάζονται μόνο για τα δικά τους εθνικά εκλογικά σώματα και θα χρησιμοποιούν τη δημοκρατία του ενός κράτους σε αντιπαράθεση προς τη δημοκρατία του άλλου. Και όσο οι Ευρωπαίοι αντιλαμβάνονται όλο και περισσότερο ότι η ΕΕ έχει γίνει το αντίθετο από τον αρχικό της προορισμό - ένας μηχανισμός που δημιουργεί συγκρούσεις μεταξύ των εθνικών κρατών - το πιο πιθανό είναι ότι η δυσαρέσκεια θα αρθρώνεται στη γλώσσα της πολιτικής της ταυτότητας, και όχι της οικονομικής πολιτικής. Το βρετανικό UKIP είναι το τέλειο παράδειγμα: Οι Νάιτζελ Φάρατζ (Nigel Farage) κτλ, στην πραγματικότητα δεν μιλούν και πολύ για την ΕΕ. Μιλούν για τη μετανάστευση και για την αγγλική ταυτότητα. Το αναπόφευκτο αποτέλεσμα της ανάπτυξης της ταυτοτικής πολιτικής είναι να μειωθεί περαιτέρω η ικανότητα της ΕΕ για συλλογική δράση.
Όπως το θέτει ο Γερμανός κοινωνιολόγος Claus Offe, η ευρωζώνη έχει μετατραπεί σε παγίδα κατασκευασμένη από τους ίδιους τους Ευρωπαίους. Και όσο πιό πολύ παραμένει κλειστή η παγίδα, τόσο πιο αδύναμες γίνονται οι παγιδευμένες πολιτικές δυνάμεις, που θα μπορούσαν να επιφέρουν αλλαγή. Ποιος θα υπερασπιστεί τη διακρατική αλληλεγγύη ενάντια στη μεγαλύτερη λαϊκίστικη ταμπλόιντ της Γερμανίας Bild, η οποία απεικονίζει την Μέρκελ ως Μπίσμαρκ και την νουθετεί να παραμείνει σκληρή με «τους Έλληνες», ή εναντίον του Βαρουφάκη, ο οποίος αποκαλεί τα αποτελέσματα της συνόδου κορυφής νέα «Συνθήκη των Βερσαλλιών»;
[Σενάρια για αλλαγή της σημερινής ΕΕ: Διάλυση του ευρώ; Ή το ευρώ να γίνει πολιτικό εγχείρημα;] Είναι δυνατόν να αλλάξει και να γίνει διαφορετική η ΕΕ; Θεωρητικά,
υπάρχει ένα σενάριο στο οποίο οι ευρωπαϊκές ελίτ απλά θα συνθηκολογήσουν άνευ όρων, θα παραδεχτούν ότι το ευρώ ήταν ένα λάθος και ότι - όπως
αποδείχτηκε - σχεδόν κανείς δεν θέλει μιαν «όλο και στενότερη ένωση». Σε μια δημοκρατία, δεν θα 'πρεπε να είναι κάτι προβληματικό η αποτίναξη μιας αποτυχημένης πολιτικής. Οι δημοκράτες
υπερηφανεύονται για το γεγονός ότι, σε αντίθεση με τους απολυταρχικούς, αυτοί μπορούν
να αναγνωρίζουν ή και να διορθώνουν τα λάθη τους. Ωστόσο,
πολλοί Ευρωπαίοι πολιτικοί, προπαντός η Μέρκελ, φαίνεται να έχουν
τόσο λίγη εμπιστοσύνη στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, που νομίζουν μία
αντιστροφή θα είναι μοιραία και καταστροφική για όλο το εγχείρημα. Σε
ένα πιο πρακτικό επίπεδο, κανείς δεν μπορεί να προβλέψει το κόστος της
διάλυσης του ευρώ (ή και το επίπεδο της τεχνικής δυσκολίας - όπως επισημαίνει ο Offe, θα πρέπει να οριστούν και να σταθεροποιηθούν συγχρόνως 153 διαφορετικές συναλλαγματικές ισοτιμίες). Σε κάθε περίπτωση, δεν υπάρχει πλειοψηφία για εγκατάλειψη του ευρώ σε κανένα κράτος-μέλος της ευρωζώνης.
Ο Γίρκι Κατάινεν (Jyrki Katainen), ο Φινλανδός αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αρμόδιος για την απασχόληση, την ανάπτυξη, τις επενδύσεις και την ανταγωνιστικότητα, ήταν πολύ κατηγορηματικός: απαντώντας σε ερώτηση για τη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές είπε με επικριτικό τόνο: «εμείς δεν αλλάξουμε την πολιτική μας ανάλογα με το ποιός κερδίζει τις εκλογές». Κατά μία έννοια, δήλωσε απλά την πίστη του στους θεσμούς. Ένα μεμονωμένο κράτος-μέλος δεν μπορεί να αλλάξει μόνο του τίποτε, εκτός άν αποχωρήσει απο την Ένωση. Το πιο σημαντικό είναι το εξής: Εφ' όσον τις κρίσεις τις διαχειρίζονται το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ή το Eurogroup, οι πολιτικοί των κρατών-μελών που συμμετέχουν σε αυτά τα όργανα θα νοιάζονται μόνο για τα δικά τους εθνικά εκλογικά σώματα και θα χρησιμοποιούν τη δημοκρατία του ενός κράτους σε αντιπαράθεση προς τη δημοκρατία του άλλου. Και όσο οι Ευρωπαίοι αντιλαμβάνονται όλο και περισσότερο ότι η ΕΕ έχει γίνει το αντίθετο από τον αρχικό της προορισμό - ένας μηχανισμός που δημιουργεί συγκρούσεις μεταξύ των εθνικών κρατών - το πιο πιθανό είναι ότι η δυσαρέσκεια θα αρθρώνεται στη γλώσσα της πολιτικής της ταυτότητας, και όχι της οικονομικής πολιτικής. Το βρετανικό UKIP είναι το τέλειο παράδειγμα: Οι Νάιτζελ Φάρατζ (Nigel Farage) κτλ, στην πραγματικότητα δεν μιλούν και πολύ για την ΕΕ. Μιλούν για τη μετανάστευση και για την αγγλική ταυτότητα. Το αναπόφευκτο αποτέλεσμα της ανάπτυξης της ταυτοτικής πολιτικής είναι να μειωθεί περαιτέρω η ικανότητα της ΕΕ για συλλογική δράση.
Όπως το θέτει ο Γερμανός κοινωνιολόγος Claus Offe, η ευρωζώνη έχει μετατραπεί σε παγίδα κατασκευασμένη από τους ίδιους τους Ευρωπαίους. Και όσο πιό πολύ παραμένει κλειστή η παγίδα, τόσο πιο αδύναμες γίνονται οι παγιδευμένες πολιτικές δυνάμεις, που θα μπορούσαν να επιφέρουν αλλαγή. Ποιος θα υπερασπιστεί τη διακρατική αλληλεγγύη ενάντια στη μεγαλύτερη λαϊκίστικη ταμπλόιντ της Γερμανίας Bild, η οποία απεικονίζει την Μέρκελ ως Μπίσμαρκ και την νουθετεί να παραμείνει σκληρή με «τους Έλληνες», ή εναντίον του Βαρουφάκη, ο οποίος αποκαλεί τα αποτελέσματα της συνόδου κορυφής νέα «Συνθήκη των Βερσαλλιών»;
Elmar Altvater: Το πολιτικό ευρώ |
Ποιες άλλες εναλλακτικές λύσεις υπάρχουν λοιπόν, εκτός από την κατάργηση του ευρώ συνολικά; Η μία είναι, να ξεκινήσoυμε με την παραδοχή ότι η ΕΕ, και το ευρώ, είναι ένα πολιτικό εγχείρημα. Αυτό είναι κάτι που οι ηγέτες της Ευρώπης προτιμούν μέχρι τώρα να το αφήνουν στην άκρη. Οι
ιδρυτές της ΕΕ προσπάθησαν να πραγματοποιήσουν μιαν «αόρατη ενοποίηση» («integration by stealth»):
τέθηκαν σε εφαρμογή φαινομενικά απολιτικοί τεχνικοί κανονισμοί με σκοπό να ενταχθούν τα εθνικά κράτη σε μια κοινή Πολιτεία. Ακόμα
και σήμερα, οι ηγέτες της Ευρώπης να βγουν έξω από το δρόμο τους και
ισχυρίζονται ότι οι αποφάσεις τους δεν έχουν πολιτικά κίνητρα. Η
ελληνική κρίση έδειξε, μια για πάντα, ότι το καθεστώς των Βρυξελλών - αυτό που η Μέρκελ αποκάλεσε το 2011 «δημοκρατία εναρμονισμένη με την αγορά» -
είναι ένα βαθιά πολιτικό σχέδιο. Η Μέρκελ και οι συνάδελφοί της πρωθυπουργοί πρέπει να το συνειδητοποιήσουν, ακόμη και αυτό. Εδώ και καιρό ακούγονται εκκλήσεις για μια κοινή οικονομική πολιτική - είναι αυτό που
συχνά αποκαλείται «πολιτική ένωση» ή κοινή «οικονομική διακυβέρνηση» -
στην Ευρωζώνη. Αντί
να μένουν προσκολλημένες στη φαντασίωση μιας απολιτικής Ένωσης, βασισμένης σε
αμετάβλητους κανόνες που δεν τηρούνται στην πράξη, οι χώρες της Ευρωζώνης
πρέπει να βρουν τρόπους για να κάνουν την πολιτική τους να είναι και να φαίνεται στα μάτια των λαών τους
δημοκρατικά νομιμοποιημένη. Ο Τομάς Πικετύ (Thomas Piketty) έχει προτείνει να συγκροτηθεί ένα ξεχωριστό κοινοβούλιο της Ευρωζώνης για το σκοπό αυτό. Ο Ολλάντ (Hollande) επανέλαβε την πρόταση αυτή, με την πρόταση να υπάρξει ένα ειδικό «αντιπροσωπευτικό σώμα της ζώνης του ευρώ» (Euro-Chamber) ως τμήμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Από την γερμανική πλευρά, ο Σόιμπλε πρότεινε τη δημιουργία ενός «Ευρωπαίου υπουργού Οικονομικών». Από πολιτική άποψη,
ο Σόιμπλε είναι ένας από τα λίγους εναπομείναντες «Ευρωπαίους από καρδιάς» (Herzenseuropäer), ένας
πολιτικός γιος του Χέλμουτ Κολ, του τελευταίου Γερμανού πολιτικού που έβαζε στην πρώτη θέση την Ευρώπη (ή, τουλάχιστον, τη Γαλλία). Ο Σόιμπλε είναι πολύ πιο πρόθυμος από την Μέρκελ για μια ενίσχυση της διεθνικής-υπερκρατικής εξουσίας, ενώ εκείνη πρεσβεύει ότι η «οικονομική διακυβέρνηση» πρέπει μα εξακολουθήσει
να ασκείται από τις εθνικές κυβερνήσεις στο κλειστό κονκλάβιο των Συνόδων Κορυφής.
[Ο διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες - Δεν γίνεται να τα έχεις όλα και μάλιστα ταυτόχρονα]
Η πρόταση που ακούγεται συχνά, ότι μια πολιτική ένωση θα σήμαινε συντονισμένες οικονομικές πολιτικές, μιλά στην τυπική «ξύλινη γλώσσα» της ΕΕ και αποκρύπτει τα δύσκολα ερωτήματα. Είναι η Γαλλία έτοιμη να παραχωρήσει την κυριαρχία της σε οικονομικά θέματα; Θα υποχωρήσει η Γερμανία, εγκαταλείποντας την πεποίθησή της ότι χρειαζόμαστε σύστημα βασισμένο σε σταθερούς κανόνες, ώστε να επιτρέπεται ένας βαθμός διακριτικής ευχέρειας της εκτελεστικής εξουσίας, όπως προτιμούν οι Γάλλοι; Ένα εκλεγμένο ειδικό «αντιπροσωπευτικό σώμα της ζώνης του ευρώ» (Euro-Chamber) ως τμήμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, θα συνεισφέρει κάτι πραγματικά διαφορετικό στην «οικονομική διακυβέρνηση»; Και τι θα απογίνει η υπόλοιπη Ευρώπη που δεν θα προσχωρήσει στην πολιτική ένωση; Ο Ολάντ μιλά για μια «πρωτοπορία», μια «εμπροσθοφυλακή» («avant-garde»). Ο Σόιμπλε, συνοδευτικά στον Ολάντ, προτείνει όπως πάντα έναν «πυρήνα της Ευρώπης» (μια Kerneuropa), ο οποίος, εξ ορισμού, αφήνει ως περιφέρεια όσες ευρωπαϊκές χώρες είτε δεν επιθυμούν, είτε αδυνατούν να ακολουθήσουν τους κανόνες ή είναι απρόθυμες να αποδεχτούν μια κεντρική πολιτική εξουσία.
Πίσω από την προσπάθεια να παρουσιασθούν οι εκλογές του 2014 για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ως μέσο και διαδικασία για να επιλεγεί ο πρόεδρος της Επιτροπής με ένα διακριτό πολιτικό πρόγραμμα, υπήρχε μια εκφρασμένη επιθυμία για περισσότερες υπερεθνικές πολιτικές σε συγκεκριμένα θέματα και για μια αντίστοιχη γενική πολιτική κατεύθυνση. Ωστόσο, η Επιτροπή δεν έχει ακόμα πολλά περιθώρια για ανεξάρτητη δράση, εκτός από τον έλεγχο των εθνικών προϋπολογισμών. Ο Jean-Claude Juncker, ο οποίος ανέλαβε αυτή την αρμοδιότητα, άρχισε τη θητεία του με υπαινικτικές προτάσεις για πολιτικές που ευνοοούν τις επενδύσεις και την ανάπτυξη, όμως για να τις κάνει πράξη, πρέπει να αντιμετωπίσει το πρόβλημα ότι η ΕΕ ως σύνολο σήμερα πάσχει από έλλειψη δημοσιονομικής ικανότητας [πολύ περιορισμένος ο κοινός Ενωσιακός προϋπολογισμός]. Για παράδειγμα, η προοπτική των Βρυξελλών να αυξήσει τα φορολογικά της έσοδα - αυξάνοντας τους εταιρικούς φόρους ή επιβάλλοντας φόρο επί των χρηματοοικονομικών συναλλαγών στην Ευρωζώνη - αναμφίβολα είναι ένας εφιάλτης για του ευρωσκεπτικιστές. Όμως είναι ο πιο εύλογος τρόπος για να αντιμετωπιστούν οι ανισορροπίες που θα συνεχίσουν να εμφανίζονται σε μια ετερογενή νομισματική ένωση (όπως ακριβώς οι εσωτερικές ανισορροπίες μεταξύ των Πολιτειών στις ΗΠΑ αντιμετωπίζονται εκεί αποτελεσματικά από την κοινή ομοσπονδιακή δημοσιονομική πολιτική, και όχι με οικονομική μικρο-διαχείριση [του τύπου «βλέποντας και κάνοντας»] στην Ουάσιγκτον, ούτε βέβαια παροτρύνοντας τους πολίτες να μπούν πρόθυμα στην ατομικιστική περιπέτεια και να μεταναστεύουν εκεί όπου υπάρχουν θέσεις εργασίας).
[Ο διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες - Δεν γίνεται να τα έχεις όλα και μάλιστα ταυτόχρονα]
Η πρόταση που ακούγεται συχνά, ότι μια πολιτική ένωση θα σήμαινε συντονισμένες οικονομικές πολιτικές, μιλά στην τυπική «ξύλινη γλώσσα» της ΕΕ και αποκρύπτει τα δύσκολα ερωτήματα. Είναι η Γαλλία έτοιμη να παραχωρήσει την κυριαρχία της σε οικονομικά θέματα; Θα υποχωρήσει η Γερμανία, εγκαταλείποντας την πεποίθησή της ότι χρειαζόμαστε σύστημα βασισμένο σε σταθερούς κανόνες, ώστε να επιτρέπεται ένας βαθμός διακριτικής ευχέρειας της εκτελεστικής εξουσίας, όπως προτιμούν οι Γάλλοι; Ένα εκλεγμένο ειδικό «αντιπροσωπευτικό σώμα της ζώνης του ευρώ» (Euro-Chamber) ως τμήμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, θα συνεισφέρει κάτι πραγματικά διαφορετικό στην «οικονομική διακυβέρνηση»; Και τι θα απογίνει η υπόλοιπη Ευρώπη που δεν θα προσχωρήσει στην πολιτική ένωση; Ο Ολάντ μιλά για μια «πρωτοπορία», μια «εμπροσθοφυλακή» («avant-garde»). Ο Σόιμπλε, συνοδευτικά στον Ολάντ, προτείνει όπως πάντα έναν «πυρήνα της Ευρώπης» (μια Kerneuropa), ο οποίος, εξ ορισμού, αφήνει ως περιφέρεια όσες ευρωπαϊκές χώρες είτε δεν επιθυμούν, είτε αδυνατούν να ακολουθήσουν τους κανόνες ή είναι απρόθυμες να αποδεχτούν μια κεντρική πολιτική εξουσία.
Πίσω από την προσπάθεια να παρουσιασθούν οι εκλογές του 2014 για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ως μέσο και διαδικασία για να επιλεγεί ο πρόεδρος της Επιτροπής με ένα διακριτό πολιτικό πρόγραμμα, υπήρχε μια εκφρασμένη επιθυμία για περισσότερες υπερεθνικές πολιτικές σε συγκεκριμένα θέματα και για μια αντίστοιχη γενική πολιτική κατεύθυνση. Ωστόσο, η Επιτροπή δεν έχει ακόμα πολλά περιθώρια για ανεξάρτητη δράση, εκτός από τον έλεγχο των εθνικών προϋπολογισμών. Ο Jean-Claude Juncker, ο οποίος ανέλαβε αυτή την αρμοδιότητα, άρχισε τη θητεία του με υπαινικτικές προτάσεις για πολιτικές που ευνοοούν τις επενδύσεις και την ανάπτυξη, όμως για να τις κάνει πράξη, πρέπει να αντιμετωπίσει το πρόβλημα ότι η ΕΕ ως σύνολο σήμερα πάσχει από έλλειψη δημοσιονομικής ικανότητας [πολύ περιορισμένος ο κοινός Ενωσιακός προϋπολογισμός]. Για παράδειγμα, η προοπτική των Βρυξελλών να αυξήσει τα φορολογικά της έσοδα - αυξάνοντας τους εταιρικούς φόρους ή επιβάλλοντας φόρο επί των χρηματοοικονομικών συναλλαγών στην Ευρωζώνη - αναμφίβολα είναι ένας εφιάλτης για του ευρωσκεπτικιστές. Όμως είναι ο πιο εύλογος τρόπος για να αντιμετωπιστούν οι ανισορροπίες που θα συνεχίσουν να εμφανίζονται σε μια ετερογενή νομισματική ένωση (όπως ακριβώς οι εσωτερικές ανισορροπίες μεταξύ των Πολιτειών στις ΗΠΑ αντιμετωπίζονται εκεί αποτελεσματικά από την κοινή ομοσπονδιακή δημοσιονομική πολιτική, και όχι με οικονομική μικρο-διαχείριση [του τύπου «βλέποντας και κάνοντας»] στην Ουάσιγκτον, ούτε βέβαια παροτρύνοντας τους πολίτες να μπούν πρόθυμα στην ατομικιστική περιπέτεια και να μεταναστεύουν εκεί όπου υπάρχουν θέσεις εργασίας).
Όπως έχει επισημάνει ο οικονομολόγος Dani Rodrik, οι Ευρωπαίοι δεν μπορούν
να έχουν όλα μαζί και ταυτόχρονα την ευρωπαϊκή ενοποίηση, τη δημοκρατία και την εθνική κυριαρχία. Αυτής που πρέπει να παραχωρηθεί ένα μέρος είναι η κυριαρχία, όπως την αντιλαμβανόμαστε παραδοσιακά. Διαφορετικά θα συνεχίσουμε να βλέπουμε τέτοιες απέλπιδες προσπάθειες επιβεβαίωσης της εθνικής
κυριαρχίας, όπως το ελληνικό δημοψήφισμα του 2015, οι οποίες μπορεί να
αποκαθιστούν προσωρινά μια αίσθηση [εθνικής] αξιοπρέπειας, αλλά δεν συνεισφέρουν καθόλου στο εγχείρημα για περισσότερης δημοκρατίας. Δεν είναι τυχαίο που εκείνη την περισυνή συμβολική κίνηση του Τσίπρα για εθνική κυριαρχία, αυτή που τη χειροκρότησε πιο δυνατά στο Στρασβούργο ήταν η άκρα Δεξιά. Η Marine
Le Pen και ο Nigel Farage πρέπει να έμειναν πολύ ικανοποιημένοι από το
πανευρωπαϊκό ηθικοπλαστικό θεατρικό έργο που παίχτηκε το 2015, το οποίο έδειξε στους ψηφοφόρους τους ότι η
ΕΕ είναι μια αρένα για την ταπείνωση των εθνικών κρατών. «Ένα
ευρωπαϊκό πρόβλημα απαιτεί ευρωπαϊκή λύση», είχε πει ο Τσίπρας στην
ομιλία του προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, αμέσως μετά το δημοψήφισμα του 2015. Αλλά η διεξαγωγή εθνικών δημοψηφισμάτων σχετικών με την πολιτική της ΕΕ δεν είναι ευρωπαϊκή λύση. Ίσως να είναι εφικτό να ανακτήσουμε δημοκρατία στο υπερεθνικό επίπεδο. Όμως την εθνική κυριαρχία μπορούμε να την διατηρήσουμε μόνον άν πληρώσουμε ως τίμημα την ολική εγκατάλειψη της ΕΕ και κλείσουμε την πόρτα στην διεθνή οικονομία.
[Οι δυσμενείς εναλλακτικές για το μέλλον - «Όχι με βρόντο, μα μ' ένα λυγμό»;]
Όπως έχουν τα πράγματα, η πιο πιθανή έκβαση παραμένει η πλήρης Κοινοτική ολοκλήρωση για τις δανείστριες χώρες, καθώς και μια μακράς διάρκειας οικονομική ύφεση για τις οφειλέτριες χώρες. Η Ελλάδα θα μπορούσε ακόμη και μετά τη συμφωνία του καλοκαιριού του 2015 να αναγκαστεί να εγκαταλείψει την ΕΕ. Ας θυμηθούμε και το εξής: Στον 19ο αιώνα, το δημοσιονομικό καθεστώς των ΗΠΑ μπόρεσε να γίνει αξιόπιστο μόνον αφού η ομοσπονδιακή κυβέρνηση άφησε ορισμένες Πολιτείες να χρεοκοπήσουν στη δεκαετία του 1840. Τα πράγματα δεν τελειώνουν αναγκαστικά με έναν βρόντο. Η ΕΕ θα μπορούσε ν' αρχίσει να κατακερματίζεται λίγο-λίγο και σιγά-σιγά, πράγμα που θα οδηγούσε σε γενικευμένη δυσαρέσκεια στο σύνολό της.
[Οι μεσότιτλοι προστέθηκαν στον ιστότοπο Μετά την Κρίση]
→ Το Α' Μέρος του άρθρου: Λαϊκή κυριαρχία, δημοκρατία, παραβίαση των κανόνων ←
→ Το Α' Μέρος του άρθρου: Λαϊκή κυριαρχία, δημοκρατία, παραβίαση των κανόνων ←
Ο Jan-Werner Müller είναι καθηγητής στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης του Princeton University, ΗΠΑ. Δίδαξε ως επισκέπτης καθηγητής στο IWM, Βιέννη. Εκτενές βιογραφικό (Princeton)
Πρόσφατο βιβλίο: Was ist Populismus? (Τι είναι λαϊκισμός, Suhrkamp, 2016), δοκίμιο από τα μαθήματα στο IWM (Lectures in Human Sciences).
Άλλα: Another Country: German Intellectuals, Unification and National Identity (Yale 2000), A Dangerous Mind: Carl Schmitt in Post-War European Thought (Yale 2003), Constitutional Patriotism (Princeton Univ. Press, 2007)
Επιλεγμένη αρθρογραφία του Γ. Β. Μύλλερ (Αγγλικά)
Blätter für deutsche und internationale Politik (γερμ.): Αρθρογραφία J.-W.Müller
Πρόσφατο βιβλίο: Was ist Populismus? (Τι είναι λαϊκισμός, Suhrkamp, 2016), δοκίμιο από τα μαθήματα στο IWM (Lectures in Human Sciences).
Άλλα: Another Country: German Intellectuals, Unification and National Identity (Yale 2000), A Dangerous Mind: Carl Schmitt in Post-War European Thought (Yale 2003), Constitutional Patriotism (Princeton Univ. Press, 2007)
Επιλεγμένη αρθρογραφία του Γ. Β. Μύλλερ (Αγγλικά)
Blätter für deutsche und internationale Politik (γερμ.): Αρθρογραφία J.-W.Müller
Στον ιστότοπο Μετά την Κρίση:
Jan-Werner Müller: Βρετανία, το δύστροπο παιδί της Ευρώπης
Α΄ Μέρος: Η μακροχρόνια δύσκολη συμβίωση
Β' Μέρος : Η αποχώρηση της Βρετανίας δεν θα κάνει την ΕΕ πιο σταθερή
Jan-Werner Müller: Αντιπροσωπευτική δημοκρατία στην μεταπολεμική Ευρώπη και ο λαϊκισμός ως «σκιά» της
Jan-Werner Müller: H νέα Δεξιά στη Γερμανία και οι διανοούμενοί της
Jan-Werner Müller: H νέα Δεξιά στη Γερμανία και οι διανοούμενοί της
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου