Η συζήτηση περί αριστερόστροφου λαϊκισμού στην Ευρώπη έγινε επίκαιρη με την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ, κυρίως όμως με την εμφάνιση του Podemos στην Ισπανία. Ο πρώτος έχει άλλη πολιτική καταγωγή· στην Ελλάδα, ο σύγχρονος λαϊκισμός με αριστερά πιστοποιητικά ήταν «έργο ΠΑΣΟΚ» και παραμένει πάντα ένα πολιτικό δάνειο από το παλιό ΠΑΣΟΚ του 1980. Αντίθετα το Podemos τροφοδοτείται, εκτός των άλλων, από την απευθείας και σε παρόντα χρόνο «εισαγωγή» στην Ισπανία του εγγενούς λαϊκισμού των παλιών αποικιών της Λατινικής Αμερικής. Έτσι αποτελεί παραδειγματική περίπτωση και ξεχωρίζει μέσα στην πλημμύρα δεξιού λαϊκισμού που κατακλύζει σήμερα την Ευρώπη.
Οι αντιφάσεις της πολιτικής πρότασης που αποκαλείται αριστερός λαϊκισμός είναι μεγάλες. Μιά από τις πολιτικές τους συνέπειες είναι ίσως και η αποτυχία του συνασπισμού Podemos και Ενωμένης Αριστεράς να πείσει ως πρόταση με κυβερνητικές ικανότητες και να γίνει ανθεκτικός πόλος συσπείρωσης στις δεύτερες ισπανικές εκλογές (Μάιος 2016). Μια σημαντική πτυχή αυτών των αντιφάσεων αφορά το πως αντιλαμβάνεται ο αριστερόστροφος λαϊκισμός την διάρθρωση των σύγχρονων κοινωνιών, δηλαδή τις σχέσεις των κοινωνικών τάξεων μεταξύ τους και με την πολιτική εκπροσώπηση. Μια άλλη, αφορά το πώς κάνουμε πολιτική εντός της δημοκρατίας, δηλαδή τις διαφορετικές αντιλήψεις περί θεσμών, αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και λαϊκής κυριαρχίας. Οι διαφορές αυτές, για το τι είναι και τι πρέπει να είναι η δημοκρατία, εκπήγασαν από τα διάφορα φιλελεύθερα, ρεπουμπλικανικά και κοινοτιστικά δημοκρατικά ρεύματα του 19ου αιώνα και εντεύθεν, αλλά μικρή σχέση έχουν με την διάκριση Δεξιάς και Αριστεράς. Αυτήν την αμιγώς πολιτική πτυχή πραγματεύονται, με διαφορετικά σκεπτικά, το άρθρο του Κάρλος Φερνάντεθ Λίρια και η ενδιαφέρουσα συζήτηση της Σαντάλ Μουφ με τον Ινίγκο Ερρεχόν του Podemos, βασικά αποσπάσματα των οποίων ακολουθούν.
Γ. Ρ.
1. Αγώνας για το «κέντρο» της πολιτικής αρένας - Πρόγραμμα για την Ευρώπη
του Κάρλος Φερνάντεθ Λίρια
© openDemocracy / Can Europe make it? - Carlos Fernández Liria: The struggle for the centre: a programme for Europe , 15.12.2015
© openDemocracy / Can Europe make it? - Carlos Fernández Liria: The struggle for the centre: a programme for Europe , 15.12.2015
Συνήθως συμπεριλαμβάνουν το Podemos μέσα στα πλαίσια του «αριστερού λαϊκισμού». Αξίζει ωστόσο να στραφεί η προσοχή σε μια πτυχή του Podemos που δεν σχολιάζεται τόσο συχνά, η οποία, ωστόσο, είναι εγγεγραμμένη στο DNA του από την αρχή. Το Podemos εισήλθε στην ισπανική και στην ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή με την αποστολή να υπερασπιστεί δημοκρατικές αρχές κεντρικές στην πολιτική αρένα, να προσπαθήσει να αποδείξει στους πολίτες όλων των πλευρών ότι έχουν προδοθεί και ζημιωθεί από την ανεξέλεγκτη και μηδενιστική νεοφιλελεύθερη επανάσταση.
Αυτό είναι ένα στοίχημα, μια προσπάθεια να κατακτηθεί το πολιτικό «κέντρο» για λογαριασμό της Αριστεράς και να έλθει στο φως το εξής: σήμερα, όχι εμείς αλλά οι πλούσιοι και ισχυροί είναι αυτοί που έχουν μετακινηθεί προς θέσεις αντι-συστημικές και υπονομεύουν τα ίδια τα θεμέλια της κοινής λογικής [...]
[Στην «παλαιά» και στη «νέα» Αριστερά θέλησαν να επανεφεύρουν την πυρίτιδα]
Αυτό είναι ένα στοίχημα, μια προσπάθεια να κατακτηθεί το πολιτικό «κέντρο» για λογαριασμό της Αριστεράς και να έλθει στο φως το εξής: σήμερα, όχι εμείς αλλά οι πλούσιοι και ισχυροί είναι αυτοί που έχουν μετακινηθεί προς θέσεις αντι-συστημικές και υπονομεύουν τα ίδια τα θεμέλια της κοινής λογικής [...]
Konrad Gesner (1516-1565): Nomenclator aquatilium animatum |
[...] Ο λόγος του Podemos είναι και θα είναι πάντα πολύ συγκεκριμένος στο εξής: από τη φύση του, θέλει να στέκεται στο «κέντρο του πολιτικού σκάφους» και ταυτόχρονα είναι δύσπεπτος για κόμματα όπως οι Πολίτες (Ciudadanos) και για όλους τους άλλους λαϊκισμούς της Δεξιάς. Είναι ένας λόγος για τον οποίο η οικονομική κρίση έχει γίνει παιδαγωγικό εργαστήριο. Επιδιώκει απλά την αποκατάσταση των δικαιωμάτων του πολίτη και των κλασικών δημοκρατικών θεσμών, ενώ ταυτόχρονα θέλει να αποδεικνύει με αναμφισβήτητο τρόπο την ασυμβατότητά του με την δικτατορία των χρηματοπιστωτικών αγορών, αυτή που μας έχει σήμερα υποτάξει.
Η Αριστερά προσπαθούσε πάντοτε να επανεφεύρει με άλλο τρόπο την πυρίτιδα. Αυτό είναι το μεγαλύτερο σφάλμα της. Επικεντρώθηκε στην οικοδόμηση ενός «νέου ανθρώπου», ο οποίος ήταν κατά καιρούς Σταχανοβιστής, Μαοϊκός ή Γκεβαρικός και άλλοτε Ντελεζιανός, Φουκωικός ή του Νέγκρι, ή στην καταγγελία των καθιερωμένων δημοκρατικών θεσμών ως ιδεολογικών υπερδομών του καπιταλισμού. Ο νόμος, η ιδιότητα του πολίτη, οι ατομικές ελευθερίες, ο διαχωρισμός των εξουσιών, ο κοινοβουλευτισμός και η αντιπροσωπευτική δημοκρατία εν γένει, θεωρήθηκαν ως μικροαστικές αντιλήψεις και έπρεπε όλα αυτά να τα αντικαταστήσουμε «εφευρίσκοντας κάτι καλύτερο» (όπως είπε κάποτε ο Φουκώ σε μια διάσημη φράση του, «πρώτα πρέπει να καταστρέψουμε ό,τι υπάρχει, και μετά να σκεφτούμε κάτι άλλο»). Καταστροφικό εγχείρημα, χωρίς αμφιβολία. Με αυτό τον τρόπο, παραχωρήσαμε στον εχθρό τον Καντ, τον Λοκ, τον Ρουσώ ή τον Μοντεσκιέ και μείναμε να κρατάμε στο χέρι τα «χαρτιά» του Στάλιν και του Μάο, κατά περίσταση και των κληρονόμων του 1968.
Πρέπει τώρα να ακολουθήσουμε το αντίθετο δρομολόγιο, τον δρόμο που δεν πήραμε. Πρέπει να διεκδικήσουμε τα δικαιώματά μας, υπέρ του λαού και υπέρ των θεσμών του κράτους δικαίου, ενάντια στη δικτατορία των αγορών και ενάντια στην χρηματοοικονομική ισχύ εκείνων για τους οποίους δεν υπάρχει ούτε νόμος, ούτε κράτος, ούτε δημοκρατία. Σ΄ αυτό το εγχείρημα δεν ταιριάζει πλέον η καταγγελία του κοινοβουλευτισμού ως αστικού, αλλά το αντίθετο.
[Ανάκτηση της κλασικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας]
Θα χρειαστεί να διεκδικήσουμε και πάλι το δικαίωμά μας να έχουμε κοινοβουλευτικούς θεσμούς που προσφέρουν πραγματική και γνήσια εκπροσώπηση του λαού. Η αλήθεια είναι, ότι το κοινοβουλευτικό μας σύστημα σήμερα δεν μοιάζει και πολύ κοινοβουλευτικό· μοιάζει μάλλον με μια δικτατορία της οικονομίας με κοινοβουλευτική πρόσοψη.
Δεν χρειάζεται να εφεύρουμε πιο συμμετοχική, πιο δημιουργική ή πιο ευφυή δημοκρατία. Είναι αρκετό το να δημιουργήσουμε τις πολιτικές προϋποθέσεις, υπό τις οποίες οι οικονομικές δυνάμεις θα αναγκασθούν να υπάγονται στην αρμοδιότητα των νομοθετικών εξουσιών. Αρκεί η αντιπροσωπευτική νομοθετική εξουσία να γίνει ακριβώς αυτό που δηλώνει το όνομά της: να είναι ακριβώς αυτό που ισχυρίζεται ότι είναι, αλλά δεν είναι.
Το πρόγραμμά μας μπορεί λοιπόν να είναι ταυτόχρονα πολύ συγκεκριμένο, πολύ «κεντρώο» και αντι-συστημικό. Για παράδειγμα, πρέπει να μπορεί να διεκδικεί το δικαίωμα του λαού να έχει μια πραγματική διάκριση των εξουσιών. Είναι απάτη να παρουσιάζονται λαθραία οι πολιτικές εξουσίες ως διακριτές, υπό συνθήκες στις οποίες η εξουσία δεν βρίσκεται στα χέρια της πολιτικής, αλλά μάλλον της οικονομίας. Κάτω από μια τέτοια οικονομική δικτατορία της αγοράς, το να καυχάσαι για την διάκριση των εξουσιών είναι απλός σαρκασμός. Αυτό πρέπει να καταγγέλεται.
Κατά τον ίδιο τρόπο, μπορούμε να απαιτήσουμε αληθινή ελευθερία του Τύπου, επισημαίνοντας το γεγονός ότι μια δικτατορία στα Μέσα ενημέρωσης, με τρία ή τέσσερα ολιγοπώλια, δεν είναι κάτι ευνοϊκό για την ελευθερία του Τύπου. Είναι παράλογο να προσποιούμαστε ότι δεν υπάρχει λογοκρισία στην Ισπανία. Σήμερα δεν υπάρχει ανάγκη να «κόβεται» κάτι: οι περισσσότεροι δημοσιογράφοι τους οποίους τα ολιγοπώλια θα ήθελαν να λογοκρίνουν, είναι ήδη άνεργοι και ποτέ δεν θα βρουν ξανά δουλειά. Υπ' αυτές τις συνθήκες δικτατορίας στα Μέσα ενημέρωσης, εάν ένας δημοσιογράφος γράψει κάτι «εσφαλμένο», δεν θα λογοκριθεί. Απλώς θα απολυθεί [...]
[...] Από την πλευρά μου, δεν βλέπω τίποτε το ασαφές στη δέσμευση να ασκείται η νομοθετική εξουσία κατά τέτοιον τρόπο, ώστε για τις οικονομικές δυνάμεις να μην υπάρχει άλλη διέξοδος, παρά μόνον η συμμόρφωση με το νόμο. Τα μέτρα τα αναγκαία για το σκοπό αυτό είναι πολύ συγκεκριμένα και ευνόητα. Για να δώσω ένα παράδειγμα: ας συγκροτηθεί με ανοιχτό δημόσιο διαγωνισμό ένα «στράτευμα» οικονομικών επιθεωρητών με κατάλληλα προσόντα, για να έχουμε πραγματικές ελεγκτικές αρχές στην Ισπανία (και στη συνέχεια, άς εξαχθεί αυτό το πείραμα σε ευρωπαϊκό επίπεδο) Αυτό δεν είναι κάτι αδιανόητο. Ούτε η ενεργοποίηση μερικών χιλιάδων ορκωτών λογιστών, για να μπορεί να γίνεται δικαστική διερεύνηση πιθανών οικονομικών εγκλημάτων και για να ελέγχουν τα νοσοκομεία ή τα δημόσια εκπαιδευτικά ιδρύματα που έχουν ιδιωτικοποιηθεί. Όλα αυτά είναι επιτεύξιμοι στόχοι [...]
[...] Πρόθεσή μας είναι να σώσoυμε όλα αυτά που σηματοδοτεί η Ευρώπη. Στο στόχο αυτό συμπεριλαμβάνεται η διάσωση της ηπείρου από το οικονομικό μοντέλο που η ίδια έχει επιβάλλει στον εαυτό της. Είναι πρόθεση καλή, συναρπαστική και με μικρό κόστος. Συγκεκριμένη, συνεκτική και «κεντρώα». Αλλά τα πιό δύσκολα θα τα βρούμε μπροστά μας.
Η Αριστερά προσπαθούσε πάντοτε να επανεφεύρει με άλλο τρόπο την πυρίτιδα. Αυτό είναι το μεγαλύτερο σφάλμα της. Επικεντρώθηκε στην οικοδόμηση ενός «νέου ανθρώπου», ο οποίος ήταν κατά καιρούς Σταχανοβιστής, Μαοϊκός ή Γκεβαρικός και άλλοτε Ντελεζιανός, Φουκωικός ή του Νέγκρι, ή στην καταγγελία των καθιερωμένων δημοκρατικών θεσμών ως ιδεολογικών υπερδομών του καπιταλισμού. Ο νόμος, η ιδιότητα του πολίτη, οι ατομικές ελευθερίες, ο διαχωρισμός των εξουσιών, ο κοινοβουλευτισμός και η αντιπροσωπευτική δημοκρατία εν γένει, θεωρήθηκαν ως μικροαστικές αντιλήψεις και έπρεπε όλα αυτά να τα αντικαταστήσουμε «εφευρίσκοντας κάτι καλύτερο» (όπως είπε κάποτε ο Φουκώ σε μια διάσημη φράση του, «πρώτα πρέπει να καταστρέψουμε ό,τι υπάρχει, και μετά να σκεφτούμε κάτι άλλο»). Καταστροφικό εγχείρημα, χωρίς αμφιβολία. Με αυτό τον τρόπο, παραχωρήσαμε στον εχθρό τον Καντ, τον Λοκ, τον Ρουσώ ή τον Μοντεσκιέ και μείναμε να κρατάμε στο χέρι τα «χαρτιά» του Στάλιν και του Μάο, κατά περίσταση και των κληρονόμων του 1968.
Πρέπει τώρα να ακολουθήσουμε το αντίθετο δρομολόγιο, τον δρόμο που δεν πήραμε. Πρέπει να διεκδικήσουμε τα δικαιώματά μας, υπέρ του λαού και υπέρ των θεσμών του κράτους δικαίου, ενάντια στη δικτατορία των αγορών και ενάντια στην χρηματοοικονομική ισχύ εκείνων για τους οποίους δεν υπάρχει ούτε νόμος, ούτε κράτος, ούτε δημοκρατία. Σ΄ αυτό το εγχείρημα δεν ταιριάζει πλέον η καταγγελία του κοινοβουλευτισμού ως αστικού, αλλά το αντίθετο.
Rachid al-Din Tabib ή Ανώνυμου (Ταυρίδα, Περσία, 1313-1314): Ο Ιωνάς και το Κήτος |
Θα χρειαστεί να διεκδικήσουμε και πάλι το δικαίωμά μας να έχουμε κοινοβουλευτικούς θεσμούς που προσφέρουν πραγματική και γνήσια εκπροσώπηση του λαού. Η αλήθεια είναι, ότι το κοινοβουλευτικό μας σύστημα σήμερα δεν μοιάζει και πολύ κοινοβουλευτικό· μοιάζει μάλλον με μια δικτατορία της οικονομίας με κοινοβουλευτική πρόσοψη.
Δεν χρειάζεται να εφεύρουμε πιο συμμετοχική, πιο δημιουργική ή πιο ευφυή δημοκρατία. Είναι αρκετό το να δημιουργήσουμε τις πολιτικές προϋποθέσεις, υπό τις οποίες οι οικονομικές δυνάμεις θα αναγκασθούν να υπάγονται στην αρμοδιότητα των νομοθετικών εξουσιών. Αρκεί η αντιπροσωπευτική νομοθετική εξουσία να γίνει ακριβώς αυτό που δηλώνει το όνομά της: να είναι ακριβώς αυτό που ισχυρίζεται ότι είναι, αλλά δεν είναι.
Το πρόγραμμά μας μπορεί λοιπόν να είναι ταυτόχρονα πολύ συγκεκριμένο, πολύ «κεντρώο» και αντι-συστημικό. Για παράδειγμα, πρέπει να μπορεί να διεκδικεί το δικαίωμα του λαού να έχει μια πραγματική διάκριση των εξουσιών. Είναι απάτη να παρουσιάζονται λαθραία οι πολιτικές εξουσίες ως διακριτές, υπό συνθήκες στις οποίες η εξουσία δεν βρίσκεται στα χέρια της πολιτικής, αλλά μάλλον της οικονομίας. Κάτω από μια τέτοια οικονομική δικτατορία της αγοράς, το να καυχάσαι για την διάκριση των εξουσιών είναι απλός σαρκασμός. Αυτό πρέπει να καταγγέλεται.
Κατά τον ίδιο τρόπο, μπορούμε να απαιτήσουμε αληθινή ελευθερία του Τύπου, επισημαίνοντας το γεγονός ότι μια δικτατορία στα Μέσα ενημέρωσης, με τρία ή τέσσερα ολιγοπώλια, δεν είναι κάτι ευνοϊκό για την ελευθερία του Τύπου. Είναι παράλογο να προσποιούμαστε ότι δεν υπάρχει λογοκρισία στην Ισπανία. Σήμερα δεν υπάρχει ανάγκη να «κόβεται» κάτι: οι περισσσότεροι δημοσιογράφοι τους οποίους τα ολιγοπώλια θα ήθελαν να λογοκρίνουν, είναι ήδη άνεργοι και ποτέ δεν θα βρουν ξανά δουλειά. Υπ' αυτές τις συνθήκες δικτατορίας στα Μέσα ενημέρωσης, εάν ένας δημοσιογράφος γράψει κάτι «εσφαλμένο», δεν θα λογοκριθεί. Απλώς θα απολυθεί [...]
[...] Από την πλευρά μου, δεν βλέπω τίποτε το ασαφές στη δέσμευση να ασκείται η νομοθετική εξουσία κατά τέτοιον τρόπο, ώστε για τις οικονομικές δυνάμεις να μην υπάρχει άλλη διέξοδος, παρά μόνον η συμμόρφωση με το νόμο. Τα μέτρα τα αναγκαία για το σκοπό αυτό είναι πολύ συγκεκριμένα και ευνόητα. Για να δώσω ένα παράδειγμα: ας συγκροτηθεί με ανοιχτό δημόσιο διαγωνισμό ένα «στράτευμα» οικονομικών επιθεωρητών με κατάλληλα προσόντα, για να έχουμε πραγματικές ελεγκτικές αρχές στην Ισπανία (και στη συνέχεια, άς εξαχθεί αυτό το πείραμα σε ευρωπαϊκό επίπεδο) Αυτό δεν είναι κάτι αδιανόητο. Ούτε η ενεργοποίηση μερικών χιλιάδων ορκωτών λογιστών, για να μπορεί να γίνεται δικαστική διερεύνηση πιθανών οικονομικών εγκλημάτων και για να ελέγχουν τα νοσοκομεία ή τα δημόσια εκπαιδευτικά ιδρύματα που έχουν ιδιωτικοποιηθεί. Όλα αυτά είναι επιτεύξιμοι στόχοι [...]
[...] Πρόθεσή μας είναι να σώσoυμε όλα αυτά που σηματοδοτεί η Ευρώπη. Στο στόχο αυτό συμπεριλαμβάνεται η διάσωση της ηπείρου από το οικονομικό μοντέλο που η ίδια έχει επιβάλλει στον εαυτό της. Είναι πρόθεση καλή, συναρπαστική και με μικρό κόστος. Συγκεκριμένη, συνεκτική και «κεντρώα». Αλλά τα πιό δύσκολα θα τα βρούμε μπροστά μας.
Ο Carlos Fernández Liria είναι καθηγητής της φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Complutense της Μαδρίτης.
Τελευταία του βιβλία: El orden de El capital, Para qué servimos los filósofos? και El marxismo hoy. La herencia de Gramsci y Althusser.
2. Λατινική Αμερική: Κατάκτηση του κράτους από το λαό;
από μια συζήτηση της Σαντάλ Μουφ με τον Ινίγκο Ερρεχόν
Απόσπασμα από το βιβλίο Construir pueblo (Βαρκελώνη, Icaria Editorial). Στα αγγλικά το βιβλίο θα κυκλοφορήσει μέσα στο 2016 ως Podemos: In the name of the people (εκδ. Lawrence & Wishart). Ένα ευρύτερο απόσπασμα αυτής της συζήτησης δημοσιεύτηκε στο © openDemocracy / Can Europe make it? - Chantal Mouffe, Iñigo Errejón: Latin American conquest of the state, 22.2.2016
Pieter Bruegel o Πρεσβύτερος: Big Fish Eat Little Fish |
[...]
Chantal Mouffe: Τα «αιρετικά» χαρακτηριστικά των εμπειριών της Λατινικής Αμερικής,
είναι αναμφίβολα ένας από τους λόγους της εχθρότητας της ευρωπαϊκής
Αριστεράς προς τις προοδευτικές κυβερνήσεις της Νότιας Αμερικής. Για
παράδειγμα, η γαλλική εφημερίδα Libération τις επικρίνει με σφοδρότητα, για να μην αναφέρουμε τον βρετανικό Guardian και την ισπανική El País. Δεν βλέπω ούτε μία από τις ευρωπαϊκές εφημερίδες που αποκαλούνται προοδευτικές να
παρουσιάζει τι συμβαίνει στη Νότια Αμερική με ένα ελάχιστο
αντικειμενικότητας. Όταν οι αριστεροί ερωτώνται γιατί απορρίπτουν τις
εμπειρίες της Ν. Αμερικής, απαντούν ότι δεν είναι αριστερές αλλά
λαϊκιστικές. Αντιτάσσουν μια Αριστερά που θεωρούν «καλή» σε μια άλλη Αριστερά που θεωρούν «κακή». Ως καλή Αριστερά θεωρούν τους χιλιανούς Σοσιαλιστές της Μισέλ Μπατσελέτ (Michelle
Bachelet), οι οποίοι είναι βέβαια πολύ κοντά στον ευρωπαϊκό σοσιαλισμό,
και ως κακή Αριστερά θεωρούν την Αριστερά τύπου Βενεζουέλας, με της
Βραζιλίας και της Αργεντινής κάπου ανάμεσα στις δύο. Είναι ενδιαφέρον να
δούμε πώς το βολιβιανό μοντέλο, το οποίο στην αρχή προσέλκυσε κάποιες
συμπάθειες εξαιτίας του «εξωτικού», αυτοχθονικού - «ινδιάνικου» χαρακτήρα του, έγινε και αυτό ένα μέρος της «κακής Αριστεράς», όταν ο Έβο Μοράλες (Evo Morales) μετακινήθηκε σε πολιτικές θέσεις πιο κοντά στις θέσεις του Ούγκο Τσάβες (Hugo Chávez).
Προσπαθώντας
να βρώ μια εξήγηση για αυτή τη στάση, έφτασα στο συμπέρασμα ότι έχει να
κάνει με την έννοια της πλουραλιστικής δημοκρατίας όπως την
αντιλαμβανόμαστε εδώ στην Ευρώπη και με την προσπάθεια να επιβάλλουμε
μια συγκεκριμένη ερμηνεία της, αυτή που είναι σήμερα ηγεμονική στην
Ευρώπη, ως τη μοναδική νόμιμη. Η ευρωπαϊκή Αριστερά δεν μπορεί να δεχτεί
τη νομιμότητα δημοκρατικών θεσμών που διαφέρουν από τους ευρωπαϊκούς.
Στο βιβλίο Το Δημοκρατικό Παράδοξο (The Democratic paradox),
που εξετάζει τη φύση του δυτικού μοντέλου δημοκρατίας, την
πλουραλιστική δημοκρατία, την περιγράφω ως συνδυασμό δύο διαφορετικών
παραδόσεων: της παράδοσης του πολιτικού φιλελευθερισμού, με την ιδέα του
κράτους δικαίου, της ατομικής ελευθερίας και των ανθρωπίνων
δικαιωμάτων, και της δημοκρατικής παράδοσης της ισότητας και της λαϊκής
κυριαρχίας. Σε αντίθεση με αυτούς που υποστηρίζουν ότι υπάρχει αναγκαία
σύνδεση μεταξύ αυτών των δύο παραδόσεων, συμφωνώ με τον Καναδό φιλόσοφο
Μακφέρσον (G. Β. Macpherson), ο οποίος βλέπει μόνον μια ενδεχομενική,
μια τυχαία ιστορική σχέση μεταξύ τους, που την δημιούργησε ο κοινός αγώνας Φιλελευθέρων και Δημοκρατών στον
19ο αιώνα ενάντια στον απολυταρχισμό. Χάρη σ' αυτή τη σχέση, ο
φιλελευθερισμός εκδημοκρατίστηκε και η δημοκρατία φιλελευθεροποιήθηκε.
Αυτός είναι ο λόγος που η βασική ηθική-πολιτική αρχή της πλουραλιστικής
φιλελεύθερης δημοκρατίας είναι η εξής: ελευθερία και ισότητα για όλους.
Παρ'
όλα αυτά, η σχέση τους αυτή είναι τυχαία, μια από τις ενδεχόμενες, και
δεν αποδεικνύει απαραίτητα μια κοινή καταγωγή τους, όπως υποστηρίζει ο
Χάμπερμας. Ο Καρλ Σμιτ (Carl Schmitt) έχει δίκιο όταν λέει ότι πρόκειται
για δύο λογικές, ασυμβίβαστες μεταξύ τους σε τελευταία ανάλυση, υπό την
έννοια ότι η τέλεια ελευθερία και η τέλεια ισότητα δεν μπορούν να
συνυπάρχουν. Επομένως σύμφωνα
με τον Σμιτ, υπάρχει αντίφαση μεταξύ της φιλελεύθερης και δημοκρατικής
λογικής, και γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο υποστηρίζει ότι η φιλελεύθερη
δημοκρατία είναι καθεστώς
μη βιώσιμο. Η θέση μου είναι ότι δεν πρέπει να βλέπουμε αυτήν την
ανικανότητα για συμφιλίωση μεταξύ των δύο ως αντίφαση, αλλά ως «ένταση» - ως παραγωγική ένταση, γιατί δημιουργεί τον χώρο μέσα στον οποίο είναι δυνατή η πολυφωνία. Πιστεύω ότι είναι πολύ σημαντικό να διατηρείται στη ζωή αυτή η ένταση, ότι θα πρέπει να είναι αντικείμενο διαρκούς διαπραγμάτευσης και αναδιαπραγμάτευσης, ότι ποτέ δεν θα πρέπει να γίνει απολύτως κυρίαρχο το ένα από τα δύο στοιχεία. Όμως με την ηγεμονία του νεοφιλελευθερισμού, αυτό ακριβώς συνέβη: η απόλυτη κυριαρχία του ενός από τα δύο.
Iñigo Errejón: Είναι απόλυτα σωστό. Αναρωτιόμαστε όμως, από τί προέρχεται όλη αυτή η εχθρότητα των Ευρωπαίων προοδευτικών απέναντι στις λεγόμενες λαϊκιστικές εμπειρίες της Λατινικής Αμερικής.
Chantal Mouffe: Σήμερα, στις μετα-δημοκρατικές κοινωνίες μας, ό,τι σχετίζεται με τη δημοκρατία νοούμενη ως ισότητα και ως λαϊκή κυριαρχία, απορρίπτεται από τη νεοφιλελεύθερη ηγεμονία. Η λαϊκή κυριαρχία θεωρείται ως κάτι αρχαϊκό. Αυτό έχει εμπεδωθεί στην κοινή λογική της ευρωπαϊκής Αριστεράς ως βασικό της στοιχείο, με αποτέλεσμα η δημοκρατία να γίνεται κατανοητή απλά και μόνον ως εκλογές, ως πολυκομματικό σύστημα και ως αναγνώριση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Αυτό που συνέβη στη Νότια Αμερική και που βρίσκω ενδιαφέρον στην εμπειρία των προοδευτικών κυβερνήσεων, είναι η επανεκτίμηση της σχέσης μεταξύ της ελευθερίας και της ισότητας, καθώς και το γεγονός ότι έχουν επαναφέρει τη λαϊκή κυριαρχία και την ισότητα ως καθοδηγητικές ιδέες, χωρίς να ακυρώσουν τη φιλελεύθερη διάσταση. Γι' αυτό το λόγο, η ευρωπαϊκή Αριστερά, η οποία θεωρεί ότι το μόνο νόμιμο είναι το δικό της μετα-δημοκρατικό μοντέλο, όταν έρχεται αντιμέτωπη με τα πολιτικά μοντέλα της Λατινικής Αμερικής, φωνάζει: αυτό δεν είναι δημοκρατία, αυτό είναι λαϊκισμός! Γιατί; Επειδή αναζωογονούν και πάλι το δημοκρατικό στοιχείο;
Iñigo Errejón: Νομίζω ότι στη Λατινική Αμερική αυτή η ενδεχομενική σύνδεση μεταξύ φιλελευθερισμού και δημοκρατίας δεν υπήρξε ποτέ, ή έγινε πράξη ελάχιστα...
Iñigo Errejón: Είναι απόλυτα σωστό. Αναρωτιόμαστε όμως, από τί προέρχεται όλη αυτή η εχθρότητα των Ευρωπαίων προοδευτικών απέναντι στις λεγόμενες λαϊκιστικές εμπειρίες της Λατινικής Αμερικής.
Chantal Mouffe: Σήμερα, στις μετα-δημοκρατικές κοινωνίες μας, ό,τι σχετίζεται με τη δημοκρατία νοούμενη ως ισότητα και ως λαϊκή κυριαρχία, απορρίπτεται από τη νεοφιλελεύθερη ηγεμονία. Η λαϊκή κυριαρχία θεωρείται ως κάτι αρχαϊκό. Αυτό έχει εμπεδωθεί στην κοινή λογική της ευρωπαϊκής Αριστεράς ως βασικό της στοιχείο, με αποτέλεσμα η δημοκρατία να γίνεται κατανοητή απλά και μόνον ως εκλογές, ως πολυκομματικό σύστημα και ως αναγνώριση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Αυτό που συνέβη στη Νότια Αμερική και που βρίσκω ενδιαφέρον στην εμπειρία των προοδευτικών κυβερνήσεων, είναι η επανεκτίμηση της σχέσης μεταξύ της ελευθερίας και της ισότητας, καθώς και το γεγονός ότι έχουν επαναφέρει τη λαϊκή κυριαρχία και την ισότητα ως καθοδηγητικές ιδέες, χωρίς να ακυρώσουν τη φιλελεύθερη διάσταση. Γι' αυτό το λόγο, η ευρωπαϊκή Αριστερά, η οποία θεωρεί ότι το μόνο νόμιμο είναι το δικό της μετα-δημοκρατικό μοντέλο, όταν έρχεται αντιμέτωπη με τα πολιτικά μοντέλα της Λατινικής Αμερικής, φωνάζει: αυτό δεν είναι δημοκρατία, αυτό είναι λαϊκισμός! Γιατί; Επειδή αναζωογονούν και πάλι το δημοκρατικό στοιχείο;
Iñigo Errejón: Νομίζω ότι στη Λατινική Αμερική αυτή η ενδεχομενική σύνδεση μεταξύ φιλελευθερισμού και δημοκρατίας δεν υπήρξε ποτέ, ή έγινε πράξη ελάχιστα...
Chantal Mouffe: Είναι αλήθεια. Σε πολλές περιπτώσεις, στη Λατινική Αμερική υπήρξαν φιλελεύθερες κυβερνήσεις που δεν ήταν δημοκρατικές και δημοκρατικές κυβερνήσεις που δεν ήταν φιλελεύθερες, όπως π.χ. στην Αργεντινή.
Iñigo Errejón: Σύγκλιση αυτών των δύο συνέβη εκεί σε μικρότερο βαθμό σε σύγκριση με την Ευρώπη. Γι αυτό το λόγο, μερικές από τις φιλελεύθερες αρχές χρησιμοποιούνται εκεί από τις παραδοσιακές ελίτ ως οχυρωματικές τάφροι που εμποδίζουν κάθε πρόοδο της λαϊκής κυριαρχίας. Οι θεσμοί γίνονται χαρακώματα ενάντια στο λαό. Λες και κάθε υπάρχων θεσμός ή θεσμικό όργανο, απλά και μόνον επειδή είναι θεσμός, ακόμη και στην περίπτωση που δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες του λαού του ή είναι αντιδημοκρατικός, πρέπει να είναι πάντα προτιμητέος σε σχέση με την εισβολή του λαού ως συντακτικού παράγοντα (constituent irruption). Και κάτι παραπάνω: λες και ένα καθεστώς δεν θα μπορούσε να είναι ταυτόχρονα λαϊκό και ρεπουμπλικανικό, με την έννοια ότι προωθεί ισχυρούς θεσμούς, την ισορροπία των εξουσιών και τη λογοδοσία σε μια πλουραλιστική δημόσια σφαίρα.
Ασφαλώς, αυτή είναι μια πρόκληση για τις πιο προηγμένες διαδικασίες μεταρρύθμισης του κράτους. Αλλά αυτό είναι αδύνατο να αντληθεί από έναν φιλελεύθερο μοντέλο, το οποίο, μετά από δεκαετίες δυσπιστίας και κυνισμού, έχει καταλήξει να σκέφτεται ότι οι ατομικές ελευθερίες δεν απειλούνται από την ολιγαρχική εξουσία μιας μειοψηφίας, αλλά από τη συγκρότηση νέων πλειοψηφιών και την επιστροφή του συναισθήματος και των μεγαλοστομιών στην πολιτική. Αυτές οι προκαταλήψεις πάντα υποπτεύονται ότι κάθε συλλογικό ιδανικό είναι ολοκληρωτικό και πιστεύουν ότι μόνο ο κυνισμός παρέχει ένα αντίδοτο. Στην πραγματικότητα, τείνουν να καθιστούν κενές περιεχομένου τις δημοκρατίες του λαού και έτσι εντυπώνουν μια ολιγαρχική εκτροπή στα δημοκρατικά-φιλελεύθερα πολιτικά μας συστήματα. Αυτός ο φόβος του λαϊκού στοιχείου - ιδίως όταν αυτό δεν αναγνωρίζει όρια ή εκδηλώνεται με τους πιο αδέσποτους και αμφίσημους τρόπους, ασφαλώς είναι βαθιά ριζωμένος στην Ευρώπη. Προσωπικά πιστεύω ότι αυτό ίσως και να σχετίζεται με το γεγονός ότι στην Ευρώπη είχαμε στο παρελθόν εμπειρίες φασισμού. Θεωρείται ότι σ΄ αυτές οι εμπειρίες οι δράστες χρησιμοποίησαν όλες τις δυνατότητες των λαϊκιστικών φαινομένων.
Ή, ακόμα χειρότερα, θεωρείται ότι ο φασισμός είναι η εσώτερη κρυμμένη αλήθεια των λαϊκιστικών φαινομένων. Έτσι, κάθε τάση τάυτισης του εθνικού κράτους με το λαό, αποκρυσταλλωμένη σε μια συναισθηματική ταύτιση με τον ηγέτη ή τους ηγέτες να παίζουν ρόλο, και στην οποία υπάρχει τεταμένη σχέση με τις δυνάμεις της αντιπολίτευσης ή με τα υπάρχοντα θεσμικά όργανα, εκλαμβάνεται ότι συνεπάγεται κίνδυνο αντιδραστικής ολίσθησης. Αυτή η αντίληψη επικρατεί ακόμη κι αν σε άλλα μέρη του κόσμου αυτά τα φαινόμενα εξελίσσονται με το αντίθετο πολιτικό πρόσημο, δηλαδή του εκδημοκρατισμού και της αναδιανομής του πλούτου.
Αυτό, δεν αποκλείει μόνον το ενδεχόμενο να σκεφτόμαστε για μια αλλαγή που θα προχωρά πέρα από την εναλλαγή μέσα στα πλαίσια των καθιερωμένων θεσμών (και συνεπώς θεωρεί τον συσχετισμό των δυνάμεων παγωμένο και ανεπίδεκτο μεταβολής), αλλά επίσης αφήνει απ' έξω ένα μεγάλο μέρος της ευρωπαϊκής ιστορίας και ασφαλώς της Λατινικής Αμερικής, όπου οι εμπειρίες της ένταξης ευρέων κοινωνικών δυνάμεων μέσα στο κράτος προέρχονται από μια εθνική-λαϊκή μήτρα.
Ή, ακόμα χειρότερα, θεωρείται ότι ο φασισμός είναι η εσώτερη κρυμμένη αλήθεια των λαϊκιστικών φαινομένων. Έτσι, κάθε τάση τάυτισης του εθνικού κράτους με το λαό, αποκρυσταλλωμένη σε μια συναισθηματική ταύτιση με τον ηγέτη ή τους ηγέτες να παίζουν ρόλο, και στην οποία υπάρχει τεταμένη σχέση με τις δυνάμεις της αντιπολίτευσης ή με τα υπάρχοντα θεσμικά όργανα, εκλαμβάνεται ότι συνεπάγεται κίνδυνο αντιδραστικής ολίσθησης. Αυτή η αντίληψη επικρατεί ακόμη κι αν σε άλλα μέρη του κόσμου αυτά τα φαινόμενα εξελίσσονται με το αντίθετο πολιτικό πρόσημο, δηλαδή του εκδημοκρατισμού και της αναδιανομής του πλούτου.
Αυτό, δεν αποκλείει μόνον το ενδεχόμενο να σκεφτόμαστε για μια αλλαγή που θα προχωρά πέρα από την εναλλαγή μέσα στα πλαίσια των καθιερωμένων θεσμών (και συνεπώς θεωρεί τον συσχετισμό των δυνάμεων παγωμένο και ανεπίδεκτο μεταβολής), αλλά επίσης αφήνει απ' έξω ένα μεγάλο μέρος της ευρωπαϊκής ιστορίας και ασφαλώς της Λατινικής Αμερικής, όπου οι εμπειρίες της ένταξης ευρέων κοινωνικών δυνάμεων μέσα στο κράτος προέρχονται από μια εθνική-λαϊκή μήτρα.
Chantal Mouffe: Σίγουρα.
Iñigo Errejón: Νομίζω ότι εδώ υπάρχει και ένα είδος επιστημολογικής αποικιοκρατίας: «Αυτά είναι στρεβλώσεις. Τα καθαρά φαινόμενα είναι αυτά που συμβαίνουν εδώ, στην Ευρώπη». Μια Ευρώπη σε πορεία διανοητικής γήρανσης, πολιτικά απαρχαιωμένη, παρατηρεί υπεροπτικά, θα έλεγα και επιπόλαια, τις νέες εμπειρίες διαμόρφωσης συλλογικής βούλησης και τους μετασχηματισμούς, τα οποία είναι πάντοτε πράγματα αντιφατικά, με πολλά προβλήματα, με πολλά λάθη, όπως ακριβώς είναι στην πραγματικότητα και όλες οι εμπειρίες. Όμως όλα αυτά υποτιμώνται, διότι αναλύονται υπό το πρίσμα μιας κυνικής και αποικιοκρατικής αλαζονείας.
Chantal Mouffe: Επίσης, αυτό σχετίζεται έντονα με την ισχύ της νεοφιλελεύθερης ηγεμονίας, η οποία δημιουργεί μια παρεπόμενη κοινή λογική: πρόκειται για μια κοινή λογική που αντιλαμβάνεται τη δημοκρατία υπό μια αυστηρά φιλελεύθερη οπτική γωνία, αποκλείει κάθε προσπάθεια να τεθεί υπό αμφισβήτηση αυτή η κατάσταση και δυσφημεί τέτοιες προσπάθειες ως «λαϊκισμό».
Η Chantal Mouffe διδάσκει πολιτική επιστήμη στο Κέντρο για τη Μελέτη της Δημοκρατίας του Πανεπιστημίου Westminster (Λονδίνο).
Στις κυριότερες δημοσιεύσεις της, εκτός από το Δημοκρατικό παράδοξο και Επί του Πολιτικού, που κυκλοφορούν και στην ελληνική γλώσσα, περιλαμβάνονται τα βιβλία: Hegemony and socialist strategy: Towards a radical democratic politics (1985, μαζί με τον Ernesto Laclau), και The return of the political (1993). Έχει επίσης επιμεληθεί τους συλλογικούς τόμους: Gramsci and Marxist theory (1979), Dimension of radical democracy: Pluralism, citizenship and community (1992), Deconstruction and pragmatism (1996), The challenge of Carl Schmitt (1999), Agonistics: Thinking the World Politically (2013)
O Íñigo Errejón διδάσκει Πολιτική Επιστήμη στο Πανεπιστήμιο Complutense της Μαδρίτης. Διετέλεσε μέλος κινήσεων της Αριστεράς και δραστηριοποιήθηκε παλαιότερα σε διεθνείς εκδηλώσεις σε πολλές ευρωπαϊκές πόλεις. Εργάστηκε στην Βολιβία στον τομέα της πολιτικής συμβουλευτικής. Στο κόμμα Podemos έχει τη θέση του γραμματέα πολιτικής στρατηγικής.
Íñigo Errejón, στον ιστότοπο Μετά την Κρίση:
Íñigo Errejón, στον ιστότοπο Μετά την Κρίση:
3. Μικρό επίμετρο:
Ατομοκεντρικές και «κολλεκτιβιστικές» αντιλήψεις περί δημοκρατίας (κατά τους Claudio Franzius, Ulrich Κ. Preuß)
Αυτές οι δύο βασικές κατηγορίες μοντέλων της δημοκρατίας έχουν ελάχιστη σχέση με τη διάκριση Δεξιάς και Αριστεράς. Π.χ. ο Carl Schmitt, τον οποίο αναφέρει η Chantal Mouffe και (στο βαθμό που πραγματεύτηκε το Πολιτικόν εντός των ορίων της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας) ανήκει σαφώς στους υποστηρικτές του «κολλεκτιβιστικού» μοντέλου, ήταν στοχαστής καθαρά δεξιός και μάλιστα ακραίος. Τα δύο μοντέλα διαμορφώθηκαν ιστορικά μέσα στα φιλελεύθερα, ρεπουμπλικανικά και κοινοτιστικά δημοκρατικά ρεύματα του 19ου αιώνα και εντεύθεν, ωστόσο οι διαφορές τους χαρακτηρίζουν και τα συμβαίνοντα σήμερα στην ΕΕ και στα κράτη-μέλη της.
Σημαντικό είναι το εξής: υπό οποιαδήποτε μορφή δημοκρατικού πολιτεύματος, είναι αδιανόητο μια έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας ή της «γενικής βούλησης» (π.χ. με δημοψήφισμα), ή η συντακτική λειτουργία του λαού (εκλογή Συντακτικής Βουλής), να καταργεί θεμελιώδη δικαιώματα, λόγου χάρη την ελευθερία του συνέρχεσθαι και συνεταιρίζεσθαι ή την ελευθερία του Τύπου. Γι' αυτό ακριβώς, σε όλα τα δημοκρατικά Συντάγματα της εποχής μας υπάρχουν μη αναθεωρητέες διατάξεις. Από την άλλη πλευρά είναι εξίσου αδιανόητη μια κοινοβουλευτική φιλελεύθερη δημοκρατία που δεν εγγυάται την ισονομία των πολιτών* ή που αποκηρύσσει το κράτος πρόνοιας, τουλάχιστον τυπικά, ως κανονιστικές αρχές της. Όμως το πραγματικό πρόβλημα της εποχής είναι η εγκατάλειψη της ισονομίας και του κράτους πρόνοιας στην πράξη, ως «ουσία», παρόλο που διατηρούνται ως «τύποι».
Για το θέμα των διαφορετικών μοντέλων δημοκρατίας, ατομοκεντρικών και «κολλεκτιβιστικών», ιδιαίτερα ενδιαφέρον είναι το μικρό δοκίμιο των Κλαούντιο Φράντσιους (Claudio Franzius) και Ούλριχ Κ. Πρόϊς (Ulrich Κ. Preuß): Ζωντανή Δημοκρατία - Το μέλλον της ΕΕ.
Σημαντικό είναι το εξής: υπό οποιαδήποτε μορφή δημοκρατικού πολιτεύματος, είναι αδιανόητο μια έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας ή της «γενικής βούλησης» (π.χ. με δημοψήφισμα), ή η συντακτική λειτουργία του λαού (εκλογή Συντακτικής Βουλής), να καταργεί θεμελιώδη δικαιώματα, λόγου χάρη την ελευθερία του συνέρχεσθαι και συνεταιρίζεσθαι ή την ελευθερία του Τύπου. Γι' αυτό ακριβώς, σε όλα τα δημοκρατικά Συντάγματα της εποχής μας υπάρχουν μη αναθεωρητέες διατάξεις. Από την άλλη πλευρά είναι εξίσου αδιανόητη μια κοινοβουλευτική φιλελεύθερη δημοκρατία που δεν εγγυάται την ισονομία των πολιτών* ή που αποκηρύσσει το κράτος πρόνοιας, τουλάχιστον τυπικά, ως κανονιστικές αρχές της. Όμως το πραγματικό πρόβλημα της εποχής είναι η εγκατάλειψη της ισονομίας και του κράτους πρόνοιας στην πράξη, ως «ουσία», παρόλο που διατηρούνται ως «τύποι».
Για το θέμα των διαφορετικών μοντέλων δημοκρατίας, ατομοκεντρικών και «κολλεκτιβιστικών», ιδιαίτερα ενδιαφέρον είναι το μικρό δοκίμιο των Κλαούντιο Φράντσιους (Claudio Franzius) και Ούλριχ Κ. Πρόϊς (Ulrich Κ. Preuß): Ζωντανή Δημοκρατία - Το μέλλον της ΕΕ.
Γ. Ρ.
* Στις φιλελεύθερες δημοκρατίες, τα άτομα είναι ίσα ενώπιον του νόμου ως πολίτες - στο βαθμό που αναγνωρίζονται μεταξύ τους και από το κράτος ως πολίτες. Η ισότητα των πολιτών είναι κανονιστική αρχή της πολιτικής σφαίρας· στην αστική ή ιδιωτική κοινωνία (civil society, société civile, bürgerliche Gesellschaft [Hegel, Alexis de Tocqueville, Hans Kelsen]) υπάρχουν άτομα - ιδιώτες και δεν υπάρχει η αρχή της ισότητας μεταξύ των ατόμων.
Στα ελληνικά η χρήση του όρου civil society έχει φορτισθεί με ερμηνευτική ασάφεια και διφορούμενες αποχρώσεις που εμπεριέχουν το Πολιτικόν και την ιδιότητα του πολίτη· συχνά αποδίδεται και ως «κοινωνία των πολιτών». Ωστόσο η απόδοση αυτή είναι συναφής με την προγενέστερη χρήση του όρου civil society από τους Thomas Hobbes και John Locke και βέβαια με τον όρο «πολιτική κοινωνία» στα Πολιτικά του Αριστοτέλη.
Βλ. επίσης: Μάνεσης, Αριστόβουλος (1980): Συνταγματικό δίκαιο Ι. Θεσσαλονίκη: Σάκκουλας.
Στα ελληνικά η χρήση του όρου civil society έχει φορτισθεί με ερμηνευτική ασάφεια και διφορούμενες αποχρώσεις που εμπεριέχουν το Πολιτικόν και την ιδιότητα του πολίτη· συχνά αποδίδεται και ως «κοινωνία των πολιτών». Ωστόσο η απόδοση αυτή είναι συναφής με την προγενέστερη χρήση του όρου civil society από τους Thomas Hobbes και John Locke και βέβαια με τον όρο «πολιτική κοινωνία» στα Πολιτικά του Αριστοτέλη.
Βλ. επίσης: Μάνεσης, Αριστόβουλος (1980): Συνταγματικό δίκαιο Ι. Θεσσαλονίκη: Σάκκουλας.
Βλ επίσης: Böckenforde, Ernst-Wolfgang (1991): «Die Bedeutung der Unterscheidung von Staat und Gesellschaft im demokratischen Sozialstaat der Gegenwart». Στο Böckenforde, Ernst-Wolfgang: Recht, Staat, Freiheit. Frankfurt/M.: Suhrkamp, 209-243.
Περιέχεται στον Α΄ τόμο της ελληνικής έκδοσης του βιβλίου, Δημοκρατία ή Καπιταλισμός - Η Ευρώπη σε κρίση, με επιμέλεια της Ρούλας Γκόλιου.
Στους τόμους Α' και Β' του έργου περιλαμβάνονται επίσης κείμενα των Elmar Altvater, Ulrich Beck, Peter Bofinger, Hauke Brunkhorst, Ulrike Guérot, Jürgen Habermas (3 κείμενα), Rudolf Hickel, Paul Krugman, Isabell Lorey, Oskar Negt, Claus Offe, Stephan Schulmeister, Wolfgang Streeck (3 κείμενα), Hans-Jürgen Urban, Hubert Zimmermann, Karl Georg Zinn, καθώς και μια συζήτηση στρογγυλής τραπέζης των Christian Calliess, Henrik Enderlein, Joschka Fischer και Jürgen Habermas για την κρίση, την Ευρώπη και τη Γερμανία. Τα περιεχόμενα του Α' τόμου εδώ.
Παρουσιάσεις της δίτομης ελληνικής έκδοσης του βιβλίου Δημοκρατία ή καπιταλισμός - Η Ευρώπη σε κρίση (biblionet):
Παρουσιάσεις της δίτομης ελληνικής έκδοσης του βιβλίου Δημοκρατία ή καπιταλισμός - Η Ευρώπη σε κρίση (biblionet):
Άρης Στυλιανού: Πολλά και καλά φιλοσοφικά βιβλία (Εφημερίδα των Συντακτών) & Τάσος Τσακίρογλου: Ευρώπη, Quo Vadis?
Στον ιστότοπο Μετά την Κρίση:
Ernesto Laclau / Cas Mudde: Λαϊκισμός, το φάντασμα της Βαϊμάρης, η Λατινική Αμερική και το μέλλον της Ευρώπης
Helmut Dubiel: Λαϊκισμός στη σύγχρονη δημοκρατία. Η ώρα του γητευτή με τον μαγικό αυλό
Jan-Werner Müller: Αντιπροσωπευτική δημοκρατία στην μεταπολεμική Ευρώπη και ο λαϊκισμός ως «σκιά» της
Jan-Werner Müller: Αντιπροσωπευτική δημοκρατία στην μεταπολεμική Ευρώπη και ο λαϊκισμός ως «σκιά» της
Γιάννης Βούλγαρης: Να ανοίξουμε το «μαύρο κουτί» του λαϊκισμού Απόκλιση καπιταλισμού - δημοκρατίας και η επιστροφή των εθνικισμών
Γ. Β. Ριτζούλης: Λαϊκισμός ελληνικού τύπου και οι ιδέες ΠΑΣΟΚ. Πόσο παγερά αδιάφορος να μένει κανείς;
Κώστας Κανελλόπουλος: Το μεταδημοκρατικό πλαίσιο και οι προκλήσεις των ΣΥΡΙΖΑ και PODEMOS
Αλέξανδρος Κιουπκιολής: Δύο ζήτω για τη μεταπολιτική !
Germán Cano: Podemos - Η πρόκληση για την Ισπανία σε μια «νοσηρή» πολιτική στιγμή
Jorge Moruno: «Στην κοιλιά του κήτους - Σε κατάσταση και Δον-Κιχωτική και Μακιαβελική»
Ulrich Κ. Preuß: «Διάλυση της ευρωζώνης θα ήταν επικίνδυνη - Οι πολιτικές λιτότητας και λάθη στο προσφυγικό ζήτημα εγκυμονούν νέες κρίσεις»
Upd: 14.8.2016:
Andreas Pantazopoulos: The National-Populist Illusion as a “Pathology” of Politics: The Greek Case and Beyond, 11.8. 2016 (στο Telos). Εξαιρετική συμβολή στη συζήτηση. Σημεία της παρουσιάστηκαν από τον συγγραφέα στον κύκλο «Ελληνική Κρίση: Όψεις και Τάσεις» των Σεμιναρίων της Ερμούπολης (Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών), 5.7. 2016
Etienne Balibar: «Το μέλλον της Ελλάδας είναι εντός μια Ευρώπης που πρέπει να χτίσουμε» (Le Monde diplomatique)
Etienne Balibar: «Το μέλλον της Ελλάδας είναι εντός μια Ευρώπης που πρέπει να χτίσουμε» (Le Monde diplomatique)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου