© PRAXIS International (τεύχος 3/1981, για το 2019 © CEEOL) - Claus Offe: Some Contradictions of the Modern Welfare State
→ Το μέρος Ι: [Πολυλειτουργικός χαρακτήρας του κράτους πρόνοιας, ικανότητα να εξυπηρετεί ταυτόχρονα πολλούς αλληλοσυγκρουόμενους στόχους και στρατηγικές + Εισαγωγικό σημείωμα για το δοκίμιο του Offe και για το περιοδικό PRAXIS International] ←
Συνέχεια, μέρος ΙΙ:
[Βασικά επιχειρήματα της φιλελεύθερης-συντηρητικής κριτικής: Το κράτος πρόνοιας προκαλεί «υπερφόρτωση της ζήτησης» στη σφαίρα της οικονομίας (πληθωρισμός κτλ) και στη σφαίρα της πολιτικής («ακυβερνησία»)
Η έντονη υποχώρηση της οικονομίας στα μέσα της δεκαετίας του 1970 προκάλεσε μιαν αναγέννηση των νεο-laissez faire και μονεταριστικών οικονομικών δογμάτων, εξίσου ισχυρή τόσο στο πεδίο της θεωρητικής σκέψης όσο και στο πεδίο της πολιτικής. Αυτά τα δόγματα ισοδυναμούν με μια θεμελιακή κριτική του κράτους πρόνοιας: Θεωρούν ότι το κράτος πρόνοιας είναι στην πραγματικότητα η ασθένεια, μολονότι αυτό ισχυρίζεται ότι είναι η θεραπεία της. Ισχυρίζονται ότι αντί να συμφιλιώνει με αρμονικό τρόπο και αποτελεσματικά τις συγκρούσεις που αναπτύσσονται εντός της κοινωνίας της αγοράς, το κράτος πρόνοιας τις επιδεινώνει και παρεμποδίζει τις δυνάμεις της κοινωνικής ειρήνης και της προόδου (και εννοούν, συγκεκριμένα, τις δυνάμεις της αγοράς) να λειτουργούν σωστά και ευεργετικά.
Αυτό συμβαίνει, λένε, για δύο βασικούς λόγους. Πρώτον, οι θεσμικοί μηχανισμοί του κράτους πρόνοιας επιβάλλουν επί του κεφαλαίου επιβαρύνσεις φορολογικές και κανονιστικών ρυθμίσεων, πράγμα που ισοδυναμεί με αντικίνητρο για επενδύσεις. Δεύτερον, ταυτόχρονα με τις επιβαρύνσεις αυτές, το κράτος πρόνοιας χορηγεί στους εργαζόμενους και στα συνδικάτα εργαλεία για να μπορούν να εγείρουν αξιώσεις, να διεκδικούν δικαιώματα και θέσεις συλλογικής ισχύος, πράγματα που ισοδυναμούν με αντικίνητρα για εργασία - ή τουλάχιστον με αντικίνητρα για να εργάζονται τόσο σκληρά και παραγωγικά, όσο θα αναγκαζόταν να κάνουν υπό συνθήκες ανεμπόδιστων δυνάμεων της αγοράς. Ο συνδυασμός αυτών των δύο παραγόντων οδηγεί σε μια δυναμική μειούμενης οικονομικής ανάπτυξης και αυξανόμενων προσδοκιών, σε «υπερφόρτωση της ζήτησης» («demand overload») στη σφαίρα της οικονομίας - που είναι γνωστή ως πληθωρισμός, καθώς και σε υπερφόρτωση της ζήτησης στη σφαίρα της πολιτικής («μη κυβερνησιμότητα» ή «ακυβερνησία»), οι οποίες ολοένα και λιγότερο μπορούν να ικανοποιηθούν με τους διαθέσιμους οικονομικούς και πολιτικούς πόρους.
<Σημείωση Claus Offe: Ένα συναφές επιχείρημα που χρησιμοποιείται συχνά στις αναλύσεις της συντηρητικής πλευράς είναι το εξής: Το κράτος πρόνοιας αφενός υπονομεύει την ποιότητα της εργασιακής συμπεριφοράς [το λεγόμενο εργασιακό ήθος], με το να παρακινεί τους εργαζόμενους να είναι πιο «απαιτητικοί» και ταυτόχρονα λιγότερο πρόθυμοι να καταβάλουν ικανή προσπάθεια κατά την διεκπεραίωση της εργασίας τους κ.ο.κ. Όμως επιπρόσθετα, ισχυρίζονται, το κράτος πρόνοιας μειώνει και την ποσότητα της διαθέσιμης παραγωγικής εργασίας. Αυτό το στηρίζουν προβάλλοντας το επιχείρημα ότι η ιδεολογία του κράτους πρόνοιας δίνει μεγάλη έμφαση στις υπηρεσίες του δημόσιου τομέα και προωθεί τις σταδιοδρομίες σε τομείς γραφειοκρατικών απασχολήσεων, ιδίως δε στους τομείς της εκπαίδευσης και της εργασιακής κατάρτισης, με αποτέλεσμα να προκαλείται με ποικίλους τρόπους στενότητα προσφοράς στην αγορά «παραγωγικής» εργασίας>
<Σημείωση Claus Offe: Ένα συναφές επιχείρημα που χρησιμοποιείται συχνά στις αναλύσεις της συντηρητικής πλευράς είναι το εξής: Το κράτος πρόνοιας αφενός υπονομεύει την ποιότητα της εργασιακής συμπεριφοράς [το λεγόμενο εργασιακό ήθος], με το να παρακινεί τους εργαζόμενους να είναι πιο «απαιτητικοί» και ταυτόχρονα λιγότερο πρόθυμοι να καταβάλουν ικανή προσπάθεια κατά την διεκπεραίωση της εργασίας τους κ.ο.κ. Όμως επιπρόσθετα, ισχυρίζονται, το κράτος πρόνοιας μειώνει και την ποσότητα της διαθέσιμης παραγωγικής εργασίας. Αυτό το στηρίζουν προβάλλοντας το επιχείρημα ότι η ιδεολογία του κράτους πρόνοιας δίνει μεγάλη έμφαση στις υπηρεσίες του δημόσιου τομέα και προωθεί τις σταδιοδρομίες σε τομείς γραφειοκρατικών απασχολήσεων, ιδίως δε στους τομείς της εκπαίδευσης και της εργασιακής κατάρτισης, με αποτέλεσμα να προκαλείται με ποικίλους τρόπους στενότητα προσφοράς στην αγορά «παραγωγικής» εργασίας>
Είναι εντελώς προφανείς οι αντιδραστικές πολιτικές χρήσεις αυτής της ανάλυσης, τις οποίες αποσκοπεί να υποστηρίξει ή να προτείνει υπό την συνήθη, κανονική ερμηνεία της. Ωστόσο, είναι ενδεχόμενο ότι η αλήθεια της ανάλυσης αυτής καθεαυτής είναι ένα διαφορετικό και ευρύτερο ζήτημα από το πόσο επιθυμητά είναι τα πρακτικά της συμπεράσματα. Αν και η δημοκρατική Αριστερά συχνά μετρά και αξιολογεί το πρώτο ζήτημα με βάση το δεύτερο, εντούτοις αυτά τα δύο ζητήματα θα πρέπει να εξετάζονται και να αξιολογούνται ξεχωριστά. Εξάλλου, κατά την άποψή μου, το σφάλμα της ανωτέρω ανάλυσης δεν συνίσταται τόσο σ' αυτά που λέει, αλλά σε αυτά που αποσιωπά.