Το μέλλον της οικονομίας στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη
Λάρρυ Σάμμερς, Πώλ Κρούγκμαν, Βόλφγκανγκ Μύνχάου
Σύμφωνα με μια ομιλία στο ΔΝΤ του Λάρρυ Σάμμερς [Lawrence Henry "Larry" Summers], υπουργού Οικονομικών των ΗΠΑ επί Διοίκησης Κλίντον, στις 8 Νοεμβρίου 2013, η παγκόσμια οικονομία απειλείται με 30 χρόνια στασιμότητας. Αιτία είναι το πλεόνασμα της αποθησαύρισης και αποταμίευσης (γενικά της συσσώρευσης ανενεργού πλούτου) σε παγκόσμια κλίμακα, απέναντι σε έλλειμμα επενδύσεων. Τα επιτόκια είναι η τιμή, που φέρνει σε ισορροπία αποταμιεύσεις και επενδύσεις. Ο Σάμμερς αναρωτιέται μήπως τα πραγματικά επιτόκια των καταθέσεων είναι ήδη αρνητικά, ωστόσο αυτό δεν είναι αρκετό για να εξαναγκάσει να επενδυθεί παραγωγικά ένα μέρος από τον συσσωρευμένο πλούτο.
Βλ.: Larry Summers Gave An Amazing Speech On The Biggest Economic Problem Of Our Time, στο Business Insider
Larry Summers: Κίνδυνος μακροχρόνιας οικονομικής στασιμότητας στη Δύση;
Larry Summers: Κίνδυνος μακροχρόνιας οικονομικής στασιμότητας στη Δύση;
Σύντομη παρουσίαση της ομιλίας του Σάμμερς στην ιστοσελίδα EURO2Day: Summers-Krugman: Κίνδυνος «μακροχρόνιας ύφεσης» στη Δύση (19.11.2013).
«Κάτι έχει αλλάξει στη λειτουργία των δυτικών οικονομιών, ίσως με αρχή τη δεκαετία του '80, χωρίς ακόμα και τώρα να είναι ορατή η αλλαγή, κάτι που δεν αντιμετωπίζεται ούτε με τις φούσκες που ενίοτε δημιουργούνται. Η οικονομική στασιμότητα και η ύφεση φαίνεται ότι γίνονται ενδημικά χαρακτηριστικά των δυτικών οικονομιών».
Aυτό υποστηρίζει ο διάσημος Larry Summers, επίτιμος πρόεδρος του Harvard και πρώην υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ. Άποψη που στηρίζει κι ο νομπελίστας οικονομολόγος Paul Krugman, ταράσσοντας τα νερά στους διεθνείς κύκλους άσκησης οικονομικής πολιτικής.
Την
άποψή τους ενισχύει το γεγονός ότι οι ανεπτυγμένες οικονομίες δεν έχουν
εξέλθει από τη στασιμότητα, παρότι έχουν περάσει τουλάχιστον πέντε
χρόνια από τη μεγάλη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008. Με άλλα λόγια, δεν
δημιουργείται ικανοποιητική ζήτηση στις οικονομίες της Δύσης, εδώ και
πολλά χρόνια, ενώ η θετική επίδραση από τις φούσκες, άλλοτε στην
τεχνολογία κι άλλοτε στα ακίνητα, περιορίζεται ολοένα και περισσότερο.
Εν ολίγοις, το πρόβλημα φαίνεται πως θα είναι μόνιμο
αλλάζοντας τις συνθήκες λειτουργίας των παραδοσιακών οικονομικών
μοντέλων. Φαίνεται πως δημιουργείται μια νέα κατάσταση την οποία στο
εξής θα θεωρούμε κανονική, ένα «new normal» με πολύ χαμηλά επιτόκια.
Το
πρόβλημα είναι ότι οι κεντρικές τράπεζες μπορούν να κατεβάσουν τα
επιτόκια στο μηδέν. Αλλά το φυσιολογικό επιτόκιο με το οποίο θα
οδηγούμασταν σε συνθήκες πλήρους απασχόλησης είναι πλέον κατά τους
οικονομολόγους αρνητικό. Όμως, αν υπάρξει αρνητικό επιτόκιο τα λεφτά θα
φύγουν από τις τράπεζες και θα πάνε σε σεντούκια.
Το πραγματικό πρόβλημα της οικονομίας
Στην ομιλία του στο ΔΝΤ ο Larry Summers τόνισε ότι η αδυναμία της Κεντρικής Τράπεζας Federal Reserve των ΗΠΑ να μειώσει κάτω του μηδενός το ονομαστικό επιτόκιο, γεγονός που αποδυναμώνει την ισχύ της πολιτικής της, είναι το πιεστικότερο πρόβλημα για την οικονομία της υπερδύναμης.
Στην ομιλία του στο ΔΝΤ ο Larry Summers τόνισε ότι η αδυναμία της Κεντρικής Τράπεζας Federal Reserve των ΗΠΑ να μειώσει κάτω του μηδενός το ονομαστικό επιτόκιο, γεγονός που αποδυναμώνει την ισχύ της πολιτικής της, είναι το πιεστικότερο πρόβλημα για την οικονομία της υπερδύναμης.
Όπως
σημείωσε, τα τελευταία 50 χρόνια, η Federal Reserve προχωρούσε σε
μειώσεις των βραχυπρόθεσμων επιτοκίων της κατά τη διάρκεια υφέσεων για
να τονώσει την οικονομική ανάπτυξη. Τώρα, έχει δημιουργηθεί ένα νέο πρόβλημα. Η Fed κατέβασε το επιτόκιο στο μηδέν, όμως η ανάκαμψη είναι ακόμη αργή.
Το
πρόβλημα, όπως επισήμανε ο Summers, είναι ότι το φυσιολογικό επιτόκιο
- σημείο όπου οι επενδύσεις και οι καταθέσεις θα οδηγούσαν σε επίπεδα
πλήρους απασχόλησης - είναι πλέον αρνητικό. Η Fed δεν
μπορεί να μειώσει το ονομαστικό επιτόκιο κάτω του μηδενός, διότι ο κόσμος
θα επιλέξει τότε να καταχωνιάσει τα χρήματά του αντί να τα ξαναβάλει
στην τράπεζα. Αυτό ονομάζεται zero lower bound (ζώνη μηδενικών
επιτοκίων) και έχει περιορίσει την ισχύ της δράσης της.
Για να
αντισταθμιστεί αυτό το πρόβλημα, η Fed έχει χρησιμοποιήσει μη συμβατικά
προγράμματα, όπως το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE). Έχει στόχο να
μειώσει τα μακροπρόθεσμα επιτόκια και να φέρει μεγαλύτερες επενδύσεις.
Το QE είναι ο τεχνικός όρος για την αγορά από την ίδια ομολόγων και
άλλων τίτλων ύψους δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Ακόμη και με αυτές
τις κινήσεις, όμως, το φυσιολογικό επιτόκιο παραμένει κολλημένο κάτω από
το μηδέν. Η μείωση των βραχυπρόθεσμων επιτοκίων είναι το ισχυρότερο
εργαλείο που έχει η Fed για να τονώσει την απασχόληση σε περιόδους
ύφεσης, όμως η ισχύς του έχει περιοριστεί από το zero lower bound και γι' αυτό η ανάκαμψη είναι αδύναμη.
Το πραγματικό πρόβλημα όμως είναι ευρύτερο. Εάν υπάρξει νέα ύφεση τώρα ή τα επόμενα χρόνια, η Fed θα έχει ακόμη πιο περιορισμένη δυνατότητα να την αντιμετωπίσει, αφού τα επιτόκιά της είναι ήδη μηδενικά, προειδοποίησε ο L. Summers.
«Φαντασθείτε
μια κατάσταση όπου το φυσιολογικό επιτόκιο και το επιτόκιο
εξισορρόπησης έχουν μειωθεί σημαντικά κάτω από το μηδέν», ανέφερε.
«Τότε η συμβατική μακροοικονομική λογική μας αφήνει με ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα. Ο λόγος είναι ότι όλοι φαίνεται να συμφωνούμε στο ότι αν και μπορείς να διατηρήσεις τα επιτόκια των ομοσπονδιακών καταθέσεων σε χαμηλό επίπεδο για πάντα είναι πολύ πιο δύσκολο να εφαρμόσεις έκτακτα μέτρα για πάντα, αν και τα προβλήματα μπορεί να συνεχίσουν να υπάρχουν για πάντα».
Σύμφωνα με τον ίδιο, θεωρητικά υπάρχουν κάποιοι τρόποι με τους οποίους μπορεί να αντιμετωπιστεί αυτό το θέμα:
* Η Fed θα μπορούσε να επιτρέψει την ύπαρξη υψηλότερου πληθωρισμού, δίνοντας έτσι κίνητρα στον κόσμο να ξοδέψει χρήματα, αντί να τα καταχωνιάζει.
* Θα μπορούσαμε να κινηθούμε προς μια κοινωνία χωρίς ρευστό,
όπου όλο το χρήμα θα είναι ηλεκτρονικό. Αυτό θα καθιστούσε αδύνατο το
καταχώνιασμα των χρημάτων εκτός τράπεζας, δίνοντας τη δυνατότητα στη Fed
να μειώσει τα επιτόκια κάτω του μηδενός και ωθώντας τον κόσμο να
ξοδέψει περισσότερα.
Και οι δύο ιδέες, θεωρητικά, θα ξεπερνούσαν το πρόβλημα του zero lower bound.
«Νομίζω πως αυτό που δεν έχει αντιληφθεί ο κόσμος είναι ότι τίποτα δεν έχει τελειώσει» και ότι «μπορεί να χρειαστεί τα ερχόμενα χρόνια να σκεφτούμε πώς θα διαχειριστούμε μια οικονομία στην οποία τα μηδενικά ονομαστικά επιτόκια αποτελούν χρόνιο και συστημικό εμπόδιο για τις οικονομικές δραστηριότητες»,δήλωσε ο Summers.
«Φοβάμαι πολύ ότι ο Λάρρυ έχει δίκιο» - το συμπέρασμα του νομπελίστα Πώλ Κρούγκμαν (Secular Stagnation, Coalmines, Bubbles, and Larry Summers, 16.11.2013).
Είμαι πολύ ενοχλημένος με τον Larry Summers. Η παρουσίασή του στη Διάσκεψη για την Έρευνα του ΔΝΤ προσέλκυσε δικαιολογημένα πολλή προσοχή. Να ποιό είναι το ζήτημα: Έχω προβληματισθεί προς την ίδια κατεύθυνση, και έχω κάνει νύξεις προς αυτή την ανάλυση, σε διάφορα γραπτά. Αλλά η διατύπωση του Λάρρυ είναι πολύ πιό σαφής και πιο ισχυρή, συνολικά καλύτερη, από ο,τιδήποτε έχω κάνει. Κατάρα σε σένα, Κόκκινε Βαρώνε Λάρρυ Σάμμερς!
OK με την επαγγελματική ζήλια, επιτρέψτε μου όμως μια προσπάθεια να επεκταθώ στο θέμα του Λάρρυ.
1. Όταν η σύνεση είναι τρέλα
Ο τρόπος που διατυπώνει ο Λάρρυ την τρέχουσα οικονομική κατάστασή μας, είναι ίδιος με τον δικό μου. Αν
και αυτός δεν χρησιμοποιεί τις λέξεις «παγίδα ρευστότητας» [liquidity trap - κατάσταση που μπορεί να παρατηρηθεί σε χαμηλά
επίπεδα επιτοκίου, όταν όλοι αναμένουν αύξηση επιτοκίων στο μέλλον
και συνεπώς δεν επενδύουν τα περιουσιακά τους στοιχεία σε επιχειρηματικές θέσεις στο παρόν. Όλη η ποσότητα χρήματος αποθησαυρίζεται, διακρατείται ως περιουσιακό στοιχείο
και για τη διενέργεια συναλλαγών. Αν αυξηθεί η προσφορά χρήματος από τις Κεντρικές Τράπεζες, η επιπλέον αυτή ποσότητα προστίθεται στην
ήδη μεγάλη ποσότητα ρευστών - εδώ το πλήρες Kεϋνσιανό μοντέλο], αφετηρία του είναι η κατανόηση, ότι είμαστε μια οικονομία στην οποία η
νομισματική πολιτική είναι εκ των πραγμάτων περιορισμένη από τη ζώνη μηδενικών
επιτοκίων
(ακόμη και αν νομίζετε ότι οι Κεντρικές Τράπεζες θα
μπορούσαν να κάνουν περισσότερα), και ότι
αυτό αντιστοιχεί σε μια κατάσταση, στην οποία το «φυσικό» επιτόκιο - το επιτόκιο με το οποίο η επιθυμητή αποθησαύριση και οι επιθυμητές επενδύσεις θα
είναι ίσες, και με συνθήκες πλήρους απασχόλησης - είναι αρνητικός αριθμός.
Και έτσι, όπως ο ίδιος επισημαίνει, σε αυτήν την κατάσταση, οι συνήθεις κανόνες της οικονομικής πολιτικής δεν ισχύουν. Όπως μου αρέσει να το θέτω, η αρετή γίνεται βίτσιο και η σύνεση γίνεται τρέλα. Η αποθησαύριση, η εξοικονόμηση, πλήττει την οικονομία - πλήττει ακόμη και τις επενδύσεις, χάρις στο παράδοξο της λιτότητας. Η επικέντρωση στο χρέος και στα ελλείμματα βαθαίνει την ύφεση. Και ούτω καθεξής.
Αυτό
είναι ένα είδος οικονομικού περιβάλλοντος, στο οποίο η υποθετική πολιτική του Κέϋνς, να θάβεις το νόμισμα σε ανθρακωρυχεία και να αφήνεις τον ιδιωτικό τομέα
να το εξορύσσει - ή η δική μου εκδοχή, στην οποία προσποιείσαι
μια ψεύτικη απειλή από ανύπαρκτους εξωγήινους - γίνεται ένα καλό πράγμα. Το να δαπανάς
είναι καλό, και ενώ η παραγωγική δαπάνη είναι η καλύτερη, η αντιπαραγωγική δαπάνη είναι πάντα καλύτερη από το τίποτε.
Έτσι ο Λάρρυ διαπιστώνει έμμεσα μια σημαντική συνέπεια: Αυτό δεν είναι αληθινό μόνον για τις δημόσιες δαπάνες. Ιδιωτικές δαπάνες που είναι εξ ολοκλήρου ή εν μέρει σπατάλη, είναι
επίσης καλό πράγμα, εκτός άν με κάποιο τρόπο συσσωρεύουν προβλήματα για το
μέλλον. Αυτό το τελευταίο είναι σημαντικό για την αξιολόγηση. Αλλά
ας υποθέσουμε ότι αμερικανικές εταιρείες, οι οποίες σήμερα κάθονται
πάνω σε ένα τεράστιο θησαυρό μετρητών, με κάποιο τρόπο πείθονται ότι θα ήταν μια έξυπνη ιδέα να εξοπλίσουν όλους τους
υπαλλήλους τους ως cyborgs, με Google Glass και έξυπνα ρολόγια
χειρός παντού όπου βρίσκονται. Και
ας υποθέσουμε ότι τρία χρόνια αργότερα, συνειδητοποιούν ότι στην πραγματικότητα
όλες αυτές οι δαπάνες αποδείχθηκαν ελάχιστα κερδοφόρες. Παρ' όλα αυτά, η έκρηξη των επενδύσεων που προέκυψε, θα μας είχε προσφέρει μερικά χρόνια με πολύ υψηλότερη απασχόληση, χωρίς πραγματική σπατάλη,
δεδομένου ότι οι πόροι που χρησιμοποιήθηκαν, διαφορετικά θα είχαν μείνει σε
αδράνεια.
Ακόμη και αυτό είναι σε μεγάλο βαθμό κοινός τόπος, παρά το γεγονός ότι
πολλοί άνθρωποι μισούν, απλά μισούν, αυτό το είδος της λογικής - θέλουν η οικονομία να είναι ένα παιχνίδι ηθικής, και δεν τους νοιάζει
πόσοι άνθρωποι πρέπει να υποφέρουν σ' αυτή τη διαδικασία.
Αλλά τώρα έρχεται το ριζοσπαστικό μέρος της παρουσίασης του Λάρρυ: Η πρότασή του, ότι αυτό μπορεί και να μην είναι μια προσωρινή κατάσταση.
2. Μια οικονομία που χρειάζεται τις φούσκες ;
Γνωρίζουμε τώρα, ότι η οικονομική επέκταση των ετών 2003 - 2007 καθοδηγήθηκε από μια φούσκα. Μπορούμε
να πούμε το ίδιο και για το τελευταίο μέρος της μεγέθυνσης στη δεκαετία
του 1990, και μπορεί στην πραγματικότητα να πούμε το ίδιο και για τα τελευταία χρόνια της οικονομικής επέκτασης στην περίοδο του προέδρου Ρέηγκαν, που οδηγήθηκε σ' εκείνο το σημείο
από ταμιευτήρια και άλλα χρηματοικονομικά ιδρύματα εκτός ελέγχου, που συγκέντρωναν καταθέσεις παρέχοντας υψηλά επιτόκια και παρείχαν ενυπόθηκα στεγαστικά δάνεια [runaway thrift institutions], και από μια μεγάλη φούσκα στην
εμπορική ακίνητη περιουσία.
Έτσι μπορούμε να μπούμε στον πειρασμό και να πούμε ότι η νομισματική πολιτική ήταν μονίμως υπερβολικά χαλαρή. Μετά από όλα αυτά, τα χαμηλά επιτόκια δεν έχουν ενθαρρύνει επαναλαμβανόμενες φούσκες;
Αλλά όπως τονίζει ο Λάρρυ, στον ισχυρισμό ότι η νομισματική πολιτική ήταν πολύ χαλαρή, υπάρχει ένα μεγάλο πρόβλημα: Πού είναι ο πληθωρισμός;
Που ήταν ορατή η υπερθέρμανση της οικονομίας; Πώς μπορούν να συμβιβάζονται οι επαναλαμβανόμενες φούσκες με μια οικονομία που δεν δείχνει σημεία πληθωριστικών πιέσεων; Ο Σάμμερς
απαντά ότι ίσως έχουμε μιαν οικονομία που χρειάζεται
φούσκες για να επιτυγχάνει κάτι που είναι κοντά στην πλήρη
απασχόληση - ότι χωρίς τις φούσκες, η οικονομία έχει αρνητικό
φυσικό επιτόκιο. Και
αυτό δεν ισχύει μόνον μετά την οικονομική κρίση του 2008, Αναμφισβήτητα είναι αληθινό, αν και ίσως με αυξανόμενη βαρύτητα, από τη δεκαετία του 1980.
Λόγος του χρέους των νοικοκυριών προς το ΑΕΠ |
Ένας τρόπος για να ποσοτικοποιηθεί αυτό, είναι νομίζω, να δούμε το χρέος των νοικοκυριών.
Υπήρξε
μια απότομη αύξηση του δείκτη μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο
Πόλεμο, αλλά με εκκίνηση από χαμηλή βάση, καθώς οι οικογένειες μετακινήθηκαν
προς τα προάστια, και τα σχετικά.
Στη συνέχεια, μεσολάβησαν περίπου 25 χρόνια με πάνω-κάτω σταθερότητα, από το 1960 έως περίπου το 1985. Στη συνέχεια όμως, το χρέος των νοικοκυριών αυξήθηκε με ταχύ ρυθμό και αδυσώπητα, ώσπου χτύπησε η κρίση.
Έτσι,
με όλον αυτό τον δανεισμό των νοικοκυριών, ίσως να αναμένατε για την
περίοδο 1985 - 2007 να είναι μία εποχή με ισχυρές πληθωριστικές πιέσεις, με υψηλά επιτόκια, ή και με τα δύο. Στην
πραγματικότητα, δεν συνέβη τίποτε από τα δύο - αυτή ήταν η εποχή της
Μεγάλης Μετριοπάθειας, μια εποχή χαμηλού πληθωρισμού και γενικά χαμηλών
επιτοκίων. Χωρίς
όλη αυτή την αύξηση του χρέους των νοικοκυριών, τα επιτόκια κατά
πάσα πιθανότητα θα έπρεπε να ήταν σημαντικά χαμηλότερα -
ίσως και αρνητικά. Με άλλα λόγια, μπορεί κανείς να υποστηρίξει ότι η οικονομία μας, για μια σειρά ετών προσπαθούσε να μπεί μέσα στην παγίδα ρευστότητας, και
απέφευγε για ένα διάστημα την παγίδα μόνον χάρις στις διαδοχικές φούσκες.
Και αν έτσι βλέπουμε τα πράγματα, όταν προχωρήσουμε, δεν θα πρέπει να θεωρούμε την παγίδα ρευστότητας ως μια κατάσταση εξαίρεσης, αλλά ως τη νέα κανονικότητα.
3. Διαρκής, διαρθρωτική οικονομική στασιμότητα [Secular stagnation] ;
Πώς συνέβη αυτό; O Λάρρυ επικαλείται σαφώς την έννοια της διαρθρωτικής oικονομικής στασιμότητας, συχετισμένη ιδιαίτερα με τον Alvin Hansen (pdf). Δεν λέει γιατί αυτό ίσως συμβαίνει τώρα σε μας, αλλά δεν είναι δύσκολο να σκεφθεί κανείς πιθανούς λόγους.
[Ο όρος του Hansen «secular stagnation» είναι και ένα λογοπαίγνιο με διπλό νόημα, αναφέρεται στην «εκκοσμικευμένη ή κοσμική/λαϊκή/secular κοινωνία» - από την «εκκοσμίκευση»/secularization, δηλ. τη διαδικασία μετατροπής μίας κοινωνίας που στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό σε συγκεκριμένες θρησκευτικές αξίες και κανόνες, σε μία άθρησκη κοινωνία που βασίζεται σε κοσμικές αξίες και θεσμούς - αναφέρεται στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες, με τον χαμηλό δείκτη γεννητικότητας, σε αντιδιαστολή με τις παραδοσιακές κοινωνίες στις οποίες το θρησκευτικό στοιχείο είχε βαρύνοντα ρόλο στις νοοτροπίες των ανθρώπων και στις οποίες η γεννητικότητα ήταν συνήθως πολύ υψηλότερη]
[Ο όρος του Hansen «secular stagnation» είναι και ένα λογοπαίγνιο με διπλό νόημα, αναφέρεται στην «εκκοσμικευμένη ή κοσμική/λαϊκή/secular κοινωνία» - από την «εκκοσμίκευση»/secularization, δηλ. τη διαδικασία μετατροπής μίας κοινωνίας που στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό σε συγκεκριμένες θρησκευτικές αξίες και κανόνες, σε μία άθρησκη κοινωνία που βασίζεται σε κοσμικές αξίες και θεσμούς - αναφέρεται στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες, με τον χαμηλό δείκτη γεννητικότητας, σε αντιδιαστολή με τις παραδοσιακές κοινωνίες στις οποίες το θρησκευτικό στοιχείο είχε βαρύνοντα ρόλο στις νοοτροπίες των ανθρώπων και στις οποίες η γεννητικότητα ήταν συνήθως πολύ υψηλότερη]
Στην εποχή του, ο Hansen [ο «Αμερικανός Κέυνς»] τόνιζε τους δημογραφικούς παράγοντες: Πίστευε ότι η
επιβράδυνση της αύξησης του πληθυσμού θα σημαίνει χαμηλή επενδυτική
ζήτηση. Μετά ήρθε το baby boom. Αλλά αυτή τη φορά, η επιβράδυνση είναι εδώ, και μοιάζει πραγματική.
Άς σκεφθούμε μ' αυτό τον τρόπο: Κατά τη διάρκεια της περιόδου 1960-1985, όταν η
οικονομία των ΗΠΑ φαινόταν ικανή να επιτύχει πλήρη
απασχόληση χωρίς φούσκες, το εργατικό δυναμικό μας αυξανόταν με ρυθμό κατά
μέσο όρο 2,1 % ετησίως. Εν μέρει, αυτό αντανακλούσε την ενηλικίωση των baby boomers, εν μέρει την κίνηση των γυναικών που εισέρχονταν στο εργατικό δυναμικό.
Αυτή η μεγέθυνση έκανε αρκετά εύκολη την διατηρήσιμη επενδυτική δραστηριότητα: Η επιχειρηματική δραστηριότητα που παρείχε στους Αμερικανούς νέες
κατοικίες, νέα γραφεία και ούτω καθ' εξής, απορροφούσε εύκολα ένα αρκετά
υψηλό ποσοστό του ΑΕΠ.
Τώρα άς προχωρήσουμε. Η προβολή της απογραφής δείχνει ότι ο πληθυσμός ηλικίας 18 έως 64 θα αυξάνεται με
ετήσιο ρυθμό μόλις 0,2 % μεταξύ 2015 και 2025. Αυτό σημαίνει μια πιο
αργή ανάπτυξη της οικονομίας, και χάρις στην επίδραση του επιταχυντή,
χαμηλότερη ζήτηση για επενδύσεις, εκτός
εάν το ποσοστό συμμετοχής του εργατικού δυναμικού στο σύνολο του πληθυσμού όχι μόνο σταματήσει να μειώνεται, αλλά αρχίζει
να αυξάνεται και πάλι με ταχύ ρυθμό.
Με την ευκαιρία να αναφέρω ότι, σε ένα μοντέλο κατανάλωσης - δανείων του Samuelson, το φυσικό επιτόκιο ισούται με τον ρυθμό αύξησης του πληθυσμού. Η
πραγματικότητα είναι πολύ πιο περίπλοκη από αυτό, αλλά δεν νομίζω ότι
είναι ανόητο να μαντέψουμε ότι η επιβράδυνση της αύξησης του πληθυσμού
έχει μειώσει το φυσικό πραγματικό επιτόκιο σε περίπου ίσο ποσό (και
να επεισημάνουμε ότι η συρρίκνωση του πληθυσμού της Ιαπωνίας που βρίσκεται σε εργάσιμη ηλικία, είναι πιθανώς ένας σημαντικός παράγοντας για τη δική της διαρκή διαρθρωτική στασιμότητα).
Μπορεί να υπάρχουν και άλλοι παράγοντες - όπως η παρακμή στον τομέα της καινοτομίας α λά Bob Gordon [βλ. Wall Street Journal, TED Talks] κλπ. Το σημαντικό είναι, πως δεν είναι δύσκολο να σκεφθούμε λόγους, για τους οποίους η
παγίδα ρευστότητας μπορεί να είναι πολύ πιο ανθεκτική από όσο είμαστε σήμερα έτοιμοι να παραδεχθούμε.
4. Καταστροφική αρετή
Αν δείτε στα σοβαρά την διαρκή oικονομική στασιμότητα, αυτό έχει μερικές ριζοσπαστικές επιπτώσεις - και ο Λάρρυ το βλέπει .
Προς το παρόν, ακόμη και άνθρωποι που χαράσσουν πολιτική, οι οποίοι είναι πρόθυμοι να αποδεχθούν ότι η παγίδα ρευστότητας καθιστά άνευ νοήματος συμβατικές αντιλήψεις περί πολιτικής σύνεσης, καταγίνονται με την προετοιμασία για τη στιγμή που θα επιστρέψει η ομαλότητα. Αυτό σημαίνει ότι είναι προκατειλλημμένοι με την ιδέα ότι πρέπει να δράσουν τώρα για να αποτρέψουν μελλοντικές κρίσεις. Ωστόσο, αυτή η κρίση δεν έχει τελειώσει - και όπως ο Λάρρυ λέει, «Τα πιό πολλά απ' όσα μπορούν να γίνουν υπό την αιγίδα της πρόληψης μελλοντικών κρίσεων, είναι αντιπαραγωγικά».
Συνεχίζοντας, λέει ότι η επίσημη αξιοσέβαστη πολιτική ατζέντα περιλαμβάνει «να κάνουμε λιγότερα με τη νομισματική πολιτική από ό,τι έγινε στο παρελθόν και να κάνουμε λιγότερα με τη δημοσιο-οικονομική πολιτική από ό,τι έγινε στο παρελθόν», παρόλο που η οικονομία παραμένει σε βαθειά ύφεση. Λέει επίσης, κάπως ασαφώς αλλά και με θάρρος, ότι ακόμη και η βελτιωμένη δημοσιο-οικονομική ρύθμιση δεν είναι απαραίτητα καλό πράγμα - αυτή που μπορεί να αποθαρρύνει ανεύθυνη χορήγηση και λήψη δανείων σε μια στιγμή που περισσότερες δαπάνες κάθε είδους είναι καλό πράγμα για την οικονομία.
Προς το παρόν, ακόμη και άνθρωποι που χαράσσουν πολιτική, οι οποίοι είναι πρόθυμοι να αποδεχθούν ότι η παγίδα ρευστότητας καθιστά άνευ νοήματος συμβατικές αντιλήψεις περί πολιτικής σύνεσης, καταγίνονται με την προετοιμασία για τη στιγμή που θα επιστρέψει η ομαλότητα. Αυτό σημαίνει ότι είναι προκατειλλημμένοι με την ιδέα ότι πρέπει να δράσουν τώρα για να αποτρέψουν μελλοντικές κρίσεις. Ωστόσο, αυτή η κρίση δεν έχει τελειώσει - και όπως ο Λάρρυ λέει, «Τα πιό πολλά απ' όσα μπορούν να γίνουν υπό την αιγίδα της πρόληψης μελλοντικών κρίσεων, είναι αντιπαραγωγικά».
Συνεχίζοντας, λέει ότι η επίσημη αξιοσέβαστη πολιτική ατζέντα περιλαμβάνει «να κάνουμε λιγότερα με τη νομισματική πολιτική από ό,τι έγινε στο παρελθόν και να κάνουμε λιγότερα με τη δημοσιο-οικονομική πολιτική από ό,τι έγινε στο παρελθόν», παρόλο που η οικονομία παραμένει σε βαθειά ύφεση. Λέει επίσης, κάπως ασαφώς αλλά και με θάρρος, ότι ακόμη και η βελτιωμένη δημοσιο-οικονομική ρύθμιση δεν είναι απαραίτητα καλό πράγμα - αυτή που μπορεί να αποθαρρύνει ανεύθυνη χορήγηση και λήψη δανείων σε μια στιγμή που περισσότερες δαπάνες κάθε είδους είναι καλό πράγμα για την οικονομία.
Εντυπωσιακά πράγματα - και αν πραγματικά παρατηρούμε διαρκή oικονομική στασιμότητα, έχει δίκιο.
Φυσικά, το βασικό πρόβλημα σε όλα αυτά, είναι απλά ότι τα πραγματικά επιτόκια είναι υπερβολικά υψηλά. Όμως, λέμε, είναι αρνητικά - μηδενικά ονομαστικά επιτόκια μείον τον προσδοκώμενο πληθωρισμό τουλάχιστον. Ποιά είναι η απάντηση σ' αυτό; Εάν η αγορά θέλει ένα έντονα αρνητικό πραγματικό επιτόκιο, θα έχουμε επίμονα προβλήματα μέχρι να βρούμε έναν τρόπο για να έχουμε ένα τέτοιο επιτόκιο.
Φυσικά, το βασικό πρόβλημα σε όλα αυτά, είναι απλά ότι τα πραγματικά επιτόκια είναι υπερβολικά υψηλά. Όμως, λέμε, είναι αρνητικά - μηδενικά ονομαστικά επιτόκια μείον τον προσδοκώμενο πληθωρισμό τουλάχιστον. Ποιά είναι η απάντηση σ' αυτό; Εάν η αγορά θέλει ένα έντονα αρνητικό πραγματικό επιτόκιο, θα έχουμε επίμονα προβλήματα μέχρι να βρούμε έναν τρόπο για να έχουμε ένα τέτοιο επιτόκιο.
Ένας
τρόπος για να το επιτύχουμε, θα ήταν να αναδομήσουμε όλο το
νομισματικό μας σύστημα - π.χ. να καταργήσουμε τα χαρτονομίσματα και να
πληρώνουμε αρνητικά επιτόκια στις καταθέσεις. Ένας
άλλος τρόπος θα ήταν να επωφεληθούμε από την επόμενη αναπτυξιακή έκρηξη - είτε
πρόκειται για φούσκα είτε ανάπτυξη που θα οδηγείται από επεκτατική δημοσιο-οικονομική
πολιτική -, προκειμένου να ωθήσουμε τον πληθωρισμό αρκετά υψηλότερα και να τον διατηρήσουμε εκεί. Ή
ενδεχομένως, θα μπορούσαμε να πάμε στην διαδρομή Krugman 1998/Abe 2013 [pdf, σχετική με την αντιμετώπιση της οικονομικής στασιμότητας στην Ιαπωνία], προκειμένου να ανεβάσουμε τον πληθωρισμό με την τεράστια δύναμη
των αυτο - εκπληρούμενων προσδοκιών.
Τέτοιες προτάσεις, φυσικά, θα προκαλέσουν οργή. Πώς τολμά κανείς να προτείνει στα ενάρετα αυτά άτομα, άτομα που είναι συνετά και αποταμιεύουν για το μέλλον, να βρεθούν μπροστά σε απαλλοτρίωση; Πώς μπορεί να προτείνει διαρκή διάβρωση των αποταμιεύσεών τους μέσω πληθωρισμού, είτε μέσω αρνητικών επιτοκίων; Είναι τυραννία!
Τέτοιες προτάσεις, φυσικά, θα προκαλέσουν οργή. Πώς τολμά κανείς να προτείνει στα ενάρετα αυτά άτομα, άτομα που είναι συνετά και αποταμιεύουν για το μέλλον, να βρεθούν μπροστά σε απαλλοτρίωση; Πώς μπορεί να προτείνει διαρκή διάβρωση των αποταμιεύσεών τους μέσω πληθωρισμού, είτε μέσω αρνητικών επιτοκίων; Είναι τυραννία!
Όμως σε μια παγίδα ρευστότητας, η αποθησαύριση μπορεί να είναι προσωπική αρετή, αλλά είναι κοινωνικό βίτσιο. Και σε μια οικονομία που αντιμετωπίζει διαρθρωτική oικονομική στασιμότητα διαρκείας, αυτό δεν είναι μια απλή προσωρινή κατάσταση, είναι ο κανόνας. Το να διαβεβαιώνεις τον κόσμο ότι μπορεί να πάρουν ένα θετικό ποσοστό απόδοσης από ασφαλείς καταθέσεις και χαρτοφυλάκια, σημαίνει να τους υπόσχεσαι κάτι που η αγορά δεν θέλει να δώσει - είναι σαν στήριξη των τιμών των γεωργικών προϊόντων, εκτός από εισοδηματίες.
Και ένα τελευταίο σημείο. Αν πρόκειται να έχουμε μονίμως αρνητικά πραγματικά επιτόκια σε συνδυασμό με τουλάχιστον κάπως θετική συνολική οικονομική ανάπτυξη, ο πανικός για το δημόσιο χρέος φαίνεται ακόμη πιο ανόητος από όσο λένε άνθρωποι σαν εμένα: Η εξυπηρέτηση του χρέους, με την έννοια της σταθεροποίησης του λόγου χρέους προς το ΑΕΠ δεν έχει κανένα κόστος, στην πραγματικότητα έχει αρνητικό κόστος.
Θα μπορούσα να συνεχίσω, αλλά ελπίζω ότι αυτά είναι αρκετά. Ο Λάρρυ στο ΔΝΤ δεν έκανε μόνον μια ενδιαφέρουσα ομιλία. Παρουσίασε κάτι που ισοδυναμεί με πολύ ριζοσπαστικό μανιφέστο. Και φοβάμαι πάρα πολύ, ότι ίσως έχει δίκιο.
Πρόβλημα η διεθνής "παγίδα ρευστότητας" - του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου (European Business Review)
Μεγάλη αναταραχή, επισφαλής κατάσταση: Η Κριστίν Λαγκάρντ βλέπει το παραφουσκωμένο τραπεζικό σύστημα ως πηγή αποσταθεροποίησης για την οικονομία.
Είναι ο καπιταλισμός καταδικασμένος; Είχε δίκιο ο Κάρολος Μάρξ; To περιβόητο άρθρο του Νoύριελ Ρουμπινί στο Project Syndicate. Ένας αποστάτης του Κεϋνσιανισμού ;
Πρόβλημα η διεθνής "παγίδα ρευστότητας" - του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου (European Business Review)
Μεγάλη αναταραχή, επισφαλής κατάσταση: Η Κριστίν Λαγκάρντ βλέπει το παραφουσκωμένο τραπεζικό σύστημα ως πηγή αποσταθεροποίησης για την οικονομία.
Είναι ο καπιταλισμός καταδικασμένος; Είχε δίκιο ο Κάρολος Μάρξ; To περιβόητο άρθρο του Νoύριελ Ρουμπινί στο Project Syndicate. Ένας αποστάτης του Κεϋνσιανισμού ;
«Άν έχει δίκιο ο Σάμμερς», γράφει ο Γερμανός αναλυτής Βόλφγκανγκ Μύνχάου στο περιοδικό Spiegel [Müssen wir das Bargeld abschaffen? - Θα πρέπει να καταργήσουμε το ρευστό χρήμα;],
«με δεδομένο το πώς είναι οργανωμένη σήμερα η οικονομία, πρόκειται για σενάριο παγκόσμιας καταστροφής. Το οικονομικό σύστημα δεν μπορεί να αντέξει τριάντα χρόνια στασιμότητας. Πρώτα-πρώτα, το συνταξιοδοτικό σύστημα θα καταρρεύσει. Δεν θα βοηθήσει ούτε κάν άν η ηλικία συνταξιοδότησης ανέβει στα 75 χρόνια. Ότι θα καταστραφεί το ευρώ, θα ήταν μάλλον μια από τις μικρότερες παράπλευρες απώλειες. Νομίζω ότι η θεωρία του Σάμμερς για μια στασιμότητα διαρκείας είναι τουλάχιστον μέσα στα όρια του πιθανού. Δεν είναι μόνον θεωρητικά δυνατή, αλλά υπάρχει ήδη ένα έμπρακτο παράδειγμα, η Ιαπωνία των προηγουμενων δεκαετιών».
Συνεχίζοντας ο Μύνχάου, γράφει:
«Τρία πράγματα μπορεί κάποιος να κάνει - δυστυχώς τίποτε άλλο:Το ένα είναι να καταργηθεί το ρευστό χρήμα. Θα μπορούσαν τότε οι εκδοτικές τράπεζες να ρίξουν τα επιτόκια καταθέσεων αισθητά κάτω από το 0 % και τότε όσοι έχουν χρήματα θα αναγκαζόταν να ξοδέψουν και να επενδύσουν.Το δεύτερο θα ήταν να γίνουν κρατικές οι τράπεζες και όλος ο χρηματοπιστωτικός τομέας, σε όλο τον κόσμο, και να ρίξουν τα επιτόκια δανεισμού για επενδύσεις, κάτω από τα επιτόκια καταθέσεων.Τρίτη συνταγή, με δεδομένο ότι οι ιδιωτικές επενδύσεις είναι ελλειμματικές σε σχέση με την αποθησαύριση, είναι ο φθηνός δανεισμός προς τις επιχειρήσεις από το ίδιο το κράτος και μεγάλες απευθείας κρατικές επενδύσεις».
Τις δύο πρώτες λύσεις, ο Μύνχάου τις θεωρεί ανέφικτες, για διαφορετικούς λόγους (πολιτικούς ή της δυσκολίας διεθνούς συντονισμού).
Η τρίτη συνταγή που αναφέρει ο Βόλφγκανγκ Μύνχάου, έχει ομοιότητες με την Κεϋνσιανή διαχείρηση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, όπως διαμορφώθηκε βαθμιαία μετά την Μεγάλη Κρίση του 1929. Η διαχείριση αυτή είχε επικρατήσει σ' ολόκληρο τον Δυτικό κόσμο, από το τέλος του πολέμου μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1970, οπότε ανατράπηκε από την νεοφιλελεύθερη επανάσταση. Οι δύο πρώτες συνταγές και ο τρόπος που βλέπει διέξοδο από την κρίση στην Ευρώπη ο Έλμαρ Άλτφάτερ, παρά τις διαφορετικές αφετηρίες, έχουν ένα ενδιαφέρον κοινό σημείο: Ο ισολογισμός κρατικού και ιδιωτικού πλούτου πρέπει να εξισορροπηθεί μέσω μεταβιβάσεων. Είτε με το μηχανισμό της φορολογίας (Άλτφάτερ), είτε με το μηχανισμό των επιτοκίων καταθέσεων και δανεισμού.
«Η τρίτη συνταγή είναι η απάντηση που ταιριάζει με την οικονομία της αγοράς»,
γράφει ο Μύνχάου,
«άν και αυτό φαίνεται παράξενο στην αρχή, μιας και μιλάμε για κρατικές επενδύσεις. Έχουν όμως νόημα για την οικονομία της αγοράς, γιατί με τον τρόπο αυτό, η ζήτηση (επενδύσεις) και η προσφορά (αποθησαύριση) θα ρυθμιζόταν με τον μηχανισμό των τιμών (πραγματικό επιτόκιο). Μέσω των δημοσίων επενδύσεων και την αντίστοιχη αύξηση της ζήτησης για κεφάλαια, θα μπορούσε κανείς να ωθήσει τα πραγματικά επιτόκια και πάλι σε θετικό έδαφος».
Η βάναυση αγορά, οι Κεϋνσιανές και άλλες εξισορροπήσεις, οι
κοινωνικοί και φυσικοί πόροι τροφοδοσίας του συστήματος.
Η τρίτη συνταγή που αναφέρει ο Βόλφγκανγκ Μύνχάου, έχει ομοιότητες με την Κεϋνσιανή διαχείρηση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, όπως διαμορφώθηκε βαθμιαία μετά την Μεγάλη Κρίση του 1929. Η διαχείριση αυτή είχε επικρατήσει σ' ολόκληρο τον Δυτικό κόσμο, από το τέλος του πολέμου μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1970, οπότε ανατράπηκε από την νεοφιλελεύθερη επανάσταση. Οι δύο πρώτες συνταγές και ο τρόπος που βλέπει διέξοδο από την κρίση στην Ευρώπη ο Έλμαρ Άλτφάτερ, παρά τις διαφορετικές αφετηρίες, έχουν ένα ενδιαφέρον κοινό σημείο: Ο ισολογισμός κρατικού και ιδιωτικού πλούτου πρέπει να εξισορροπηθεί μέσω μεταβιβάσεων. Είτε με το μηχανισμό της φορολογίας (Άλτφάτερ), είτε με το μηχανισμό των επιτοκίων καταθέσεων και δανεισμού.
Οι μηχανισμοί της αγοράς, εν μέσω κρίσης, καταστρέφουν κεφάλαια, είτε
επενδεδυμένα είτε ανενεργά, με άλλους τρόπους Π.χ. με τις χρεωκοπίες επιχειρήσεων, με τη ριζική
πτώση τιμών των ακινήτων που συμβαίνει τώρα μετά την φούσκα, ή με πτώση των μετοχών και εταιρικών ομολόγων που συμβαίνει κατά καιρούς. Και αυτός ο εκμηδενισμός περιουσιακών στοιχείων «διορθώνει» τον εκτός ισορροπίας ισολογισμό, με τον τρόπο της «δημιουργικής καταστροφής» (Schumpeter),
χωρίς όμως την αποτελεσματικότητα και την αξίωση ορθολογικότητας που
έχουν οι σχεδιασμένες εξισορροπητικές μεταβιβάσεις.
Το βασικό για καιρούς κρίσεων είναι: Με τη συνθηκολόγηση άνευ όρων του κράτους στις αγορές - ή μάλλον με την εξυπηρέτηση των αγορών από το κράτος, καταστρέφεται με βάναυσο τρόπο, μέσω της ανεργίας και της συμπίεσης των μισθών, το κοινωνικό μερίδιο της εργασίας. Με τον τρόπο αυτό, εκτός των βαρειών κοινωνικών επιπτώσεων, βυθίζεται πιθανώς και το σύστημα σε ακόμη μεγαλύτερη ανισορροπία και αστάθεια. Ο προβληματισμός για την κρίση αξιοποίησης του κεφαλαίου στην αγορά, εξαιτίας της υπερσυγκέντρωσης του πλούτου, και τελικά της πτωτικής τάσης του ποσοστού του κέρδους, απασχολεί και μη μαρξιστές, όπως τον Νούριελ Ρουμπινί και άλλους.
Το βασικό για καιρούς κρίσεων είναι: Με τη συνθηκολόγηση άνευ όρων του κράτους στις αγορές - ή μάλλον με την εξυπηρέτηση των αγορών από το κράτος, καταστρέφεται με βάναυσο τρόπο, μέσω της ανεργίας και της συμπίεσης των μισθών, το κοινωνικό μερίδιο της εργασίας. Με τον τρόπο αυτό, εκτός των βαρειών κοινωνικών επιπτώσεων, βυθίζεται πιθανώς και το σύστημα σε ακόμη μεγαλύτερη ανισορροπία και αστάθεια. Ο προβληματισμός για την κρίση αξιοποίησης του κεφαλαίου στην αγορά, εξαιτίας της υπερσυγκέντρωσης του πλούτου, και τελικά της πτωτικής τάσης του ποσοστού του κέρδους, απασχολεί και μη μαρξιστές, όπως τον Νούριελ Ρουμπινί και άλλους.
Στην αποτυχία των νεοφιλελεύθερων εργαλείων, αντιπροτείνεται πάλι η εξισορροπητική παρέμβαση του κράτους. Είτε με τη μορφή του κράτους-επενδυτή και πάροχου ρευστότητας έκτακτης ανάγκης (η μετα-Κεϋνσιανή επιλογή), είτε με μηχανισμούς εξισορρόπησης εκτός αγορών, σε τελευταία ανάλυση πολιτικούς, όπως έκτακτους φορολογικούς, αρνητικών επιτοκίων, μηχανισμούς εκκαθάρισης χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων. Η παρεμβατική λογική, που επαναφέρει την πολιτική ως ρυθμιστή της οικονομίας, επιτρέπει πιθανώς να ελπίζουμε σε μια μεσοπρόθεσμη λύση ισορροπίας, χωρίς
κοινωνική καταστροφή και χωρίς το ρίσκο μιας άτακτης, απότομης θραύσης και κατάρρευσης του
συστήματος, με χαοτικές επιπτώσεις στους ανθρώπους και στη φύση.
Ωστόσο, αυτή η υποφερτή για την επόμενη γενιά στη Δύση μεταβατική ισορροπία, δεν απαντά στο πιό μακροπρόθεσμο ερώτημα, για το βάθος χρόνου της 50-ετίας: Δηλαδή το ερώτημα περί πιθανής εξάντλησης των κοινωνικών και φυσικών πόρων τροφοδοσίας του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής.
Ωστόσο, αυτή η υποφερτή για την επόμενη γενιά στη Δύση μεταβατική ισορροπία, δεν απαντά στο πιό μακροπρόθεσμο ερώτημα, για το βάθος χρόνου της 50-ετίας: Δηλαδή το ερώτημα περί πιθανής εξάντλησης των κοινωνικών και φυσικών πόρων τροφοδοσίας του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου