Κυριακή 10 Νοεμβρίου 2013

Πρόσωπα και αντικατοπτρισμοί του Γαλλικού μαρξισμού

του Ντανιέλ Μπενσαΐντ
  
Το άρθρο του Daniel Bensaïd γράφτηκε για το περιοδικό © International Marxist Review. Δημοσιεύτηκε στα Αγγλικά στο τεύχος 14, χειμώνας 1992. Ηλεκτρονική δημοσίευση στην ιστοσελίδα  «International Viewpoint» (Ιούλιος 2011), υπό τον τίτλο «Η κρίση του Γαλλικού μαρξισμού» (The crisis of French Marxism).
Το κείμενο σε Γαλλική γλώσσα, εκτενέστερο για την Μεσοπολεμική περίοδο και τις δεκαετίες 1960 - 1970, υπάρχει στην ιστοσελίδα την αφιερωμένη στη μνήμη του συγγραφέα «Le site Daniel Bensaïd», υπό τον τίτλο: Visages et mirages du marxisme français (Πρόσωπα και αντικατοπτρισμοί του Γαλλικού μαρξισμού). Από αυτό προέρχονται μερικές πρόσθετες παράγραφοι.

Το γραπτό αυτό έχει την ηλικία του, ωστόσο παραμένει ενδιαφέρουσα, σύντομη καταγραφή προσώπων και ρευμάτων της μαρξιστικής και της ευρύτερης σκέψης στη Γαλλία του 20ού αιώνα. Είναι μια συνοπτική αξιολόγηση, με το ιδιαίτερο, ευαίσθητο βλέμμα του Μπένσαΐντ, ο οποίος, άν και είχε συγκεκριμένη πολιτική ένταξη (διετέλεσε ηγετικό στέλεχος της τροτσκιστικής Τετάρτης Διεθνούς), αξιολογεί με κριτήρια πλατύτερα, όχι κομματικής ή παραταξιακής φύσης. Δεν είναι βέβαια ουδέτερος κριτής, παίρνει σαφώς το μέρος του λεγόμενου εγελιανού μαρξισμού και του ιστορικισμού (στη μεταπολεμική Γαλλία υπήρξαν οι πολύ σημαντικοί Ανρύ Λεφέβρ και Λυσιέν Γκολντμάν), ενώ δεν τρέφει συμπάθεια για τις δομιστικές αναγνώσεις του Μάρξ, στις οποίες εξέχουσα θέση είχε η χαρακτηριστική για τον μεταπολεμικό Γαλλικό μαρξισμό, αρκετά κοινοποιημένη στη χώρα μας, σχολή Αλτουσέρ. Κατά συνέπεια είναι απορριπτικός και για τα λεγόμενα μετα-στρουκτουραλιστικά εγχειρήματα στις επιστήμες του ανθρώπου, είτε έχουν σημεία επαφής με τον μαρξισμό, είτε όχι. Το ότι είναι σκληρός επικριτής σε μερικά θέματα, δεν σημαίνει ότι η βασική κριτική του είναι άδικη. 
Ωστόσο, μετά από 20 χρόνια, ωριμάζει η σκέψη ότι ο οικονομικός επιστήμων (καλύτερα Κριτικός της Πολιτικής Οικονομίας) Μαρξ είναι ένα σχετικά ξεχωριστό θέμα συζήτησης, ενώ η κοινωνιολογική, η ιστορική και η φιλοσοφική πλευρά του Γερμανού στοχαστή έχουν άλλες, διαφορετικές παραμέτρους, που μπορεί κανείς να τις πραγματεύεται με σχετική ανεξαρτησία και να αξιολογούνται ανάλογα. Έτσι, τα λεγόμενα επιστημολογικά θέματα, που εμφανίζονται υπό την επιγραφή του «ιστορικού υλισμού», προπάντων όμως του «διαλεκτικού υλισμού», ετικέττες που αντιστοιχούν στον προηγούμενο αιώνα, αναζητούν από την αρχή επικαιροποιημένες, ίσως ριζικά διαφορετικές συλλήψεις και αξιολογήσεις τους.
Γ. Ρ.
Πέρασαν ήδη ήδη αρκετά χρόνια από το 1983, που ο Άντερσον [Perry Anderson] έγραψε, χωρίς να κάνει λάθος, ότι «το Παρίσι είναι σήμερα η πρωτεύουσα της πνευματικής αντίδρασης στην Ευρώπη» [1]. Στο ίδιο γραπτό έκανε την επισήμανση ότι η Γαλλία, η Γερμανία και η Ιταλία ήταν οι χώρες όπου είχε βρεί καταφύγιο η μαρξιστική θεωρία μετά τις ήττες που υπέστη το εργατικό κίνημα στην περίοδο του Μεσοπολέμου.  
Από την άλλη πλευρά, η αναγέννηση της μαρξιστικής παιδείας μετά το 1968 εκφράστηκε με μια στροφή τόσο στο θεωρητικό όσο και στο γεωγραφικό κέντρο βάρους της - από φιλοσοφικές ή επιστημολογικές σε οικονομικές μέριμνες και με τη μείωση της επιρροής του «Λατινικού μαρξισμού» προς την επικράτηση μιας νέας Αγγλοσαξονικής ηγεμονίας. Ενώ είχε θεωρηθεί χθες τόσο ισχυρή, διότι ήταν αληθινή, ενώ είχε γίνει αποδεκτή με κολακευτικό τρόπο από πανεπιστημιακά ιδρύματα, η μαρξιστική έρευνα είναι σήμερα στα αζήτητα, σε κατακερματισμένα απομεινάρια και καταδικασμένη σε επαιτεία. Ωστόσο θα ήταν αυταπάτη να πιστεύουμε ότι αυτή η φτώχεια είναι τα λύτρα των προηγούμενων μεγαλείων. Η ιδέα ότι «ο μαρξισμός είναι ανύπαρκτος» στη Γαλλία, δεν ισχύει μόνο για την αρχή του [21ου] αιώνα, αλλά ίσχυε και πρίν απ' αυτόν [2].  
Πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο [στη Γαλλία], μορφές όπως ο Ζαν Ζωρές [Jean Jaurès] και ο Λυσιέν Χέρ [Lucien Herr], είχαν μόνο μια απόμακρη σχέση με τον Μαρξ και ο Ζύλ Γκέσντ [Guesde] ήταν μόνο ένας κοινός εκλαικευτής: Δεν υπήρχε κανείς με το ανάστημα του Ιταλού Αντόνιο Λαμπριόλα [Labriola], δεν γινόταν καμία συζήτηση συγκρίσιμη με τις μεγάλες διαμάχες στον Ρωσικό, Γερμανικό ή Αυστριακό σοσιαλισμό [3]. Στον καιρό της Τρίτης Διεθνούς δεν υπήρχε στη Γαλλία κανείς που θα μπορούσε να συγκριθεί, έστω και απόμακρα, με τον Γκράμσι, τον Κορς [Karl Korsch], τον Λούκατς [Georg Lukacs], τον Grossman [4]. 
  
Υπάρχουν λόγοι γι' αυτή τη στειρότητα. 
Ο Perry Anderson ρίχνει φως στην εικόνα του του «Δυτικού μαρξισμού», μέσω της διεσταλμένης σχέσης, και οιονεί ρήξης, μεταξύ θεωρίας και πρακτικής, εξαιτίας των συνεπειών του Σταλινισμού και της ήττας στη δεκαετία του 1930. Στη Γαλλία, η ρήξη αυτή έγινε σε μεγάλο βαθμό ακόμη προγενέστερα. Σε κάποιο βαθμό προέρχεται από την Γαλλική Επανάσταση και τον σχηματισμό της Δημοκρατίας. Ένα βαθύ χάσμα δημιουργήθηκε τότε, μεταξύ αφενός ενός μαχητικού εργατικού κινήματος, που σκλήρυνε εξαιτίας της μνήμης του Ιουνίου 1848 και της Κομμούνας, γεμάτου δυσπιστία προς τους θεσμούς και τους διανοούμενους, και αφετέρου μιας προοδευτικής, σοσιαλιστικών τάσεων διανόησης, απορροφημένης από τις πανεπιστημιακές σταδιοδρομίες της ή την κοινοβουλευτική προώθηση. 
Το αποτέλεσμα ήταν ένα μόνιμο διαζύγιο ανάμεσα σ' ένα ριζοσπαστικό κοινωνικό κίνημα, χρωματισμένο με εργατισμό (του οποίου η κληρονομιά πέρασε από τον επαναστατικό συνδικαλισμό στο Κομμουνιστικό Κόμμα της δεκαετίας του 1930), και στους πανεπιστημιακούς διανοούμενους, έντονα εμποτισμένους με τις θετικιστικές παραδόσεις, πεισματικά εχθρικούς προς τη Γερμανική φιλοσοφία και τη διαλεκτική. Ήδη ο Ωγκύστ Κόντ [Auguste Comte] είχε την πρόθεση για να διώξει το φάντασμα της επανάστασης, εφευρίσκοντας τη συνταγή για πρόοδο με τάξη [5]. Συνιστώντας να αντιμετωπίζονται τα «κοινωνικά γεγονότα όπως τα πράγματα», ο Εμίλ Ντυρκέμ [Durkheim] είδε την κοινωνιολογία ως θεραπεία της κοινωνικής παθολογίας [6]. Οι παραδόσεις του για το σοσιαλισμό, στο Πανεπιστήμιο του Μπορντώ το 1895, ακολουθούσαν τα βήματα του Ανρύ Σαιν-Σιμόν [Saint- Simon] και του Comte, για να καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι η ιστορία του σοσιαλισμού «είναι συνυφασμένη με την ιστορία της κοινωνιολογίας». Πιστός στους κανόνες του της μεθόδου, ξένος προς κάθε ιδέα κριτικής θεωρίας, ανήγαγε τον ίδιο το σοσιαλισμό σε ένα κοινωνικό γεγονός ή σε ένα «πράγμα».  
Με λίγα λόγια, ενθαρρύνοντας μια κάποια κοινωνική κινητικότητα και την συμπερίληψη στις νέες ελίτ, η κοινοβουλευτική δημοκρατία τράβηξε βίαια πολύ νωρίς μακριά από το εργατικό κίνημα αυτούς που θα μπορούσαν να γίνουν οργανικοί διανοούμενοί του. Εξυψώνοντας τον Βολταίρο και την σκέψη του Διαφωτισμού σε καθεστώς κρατικής ιδεολογίας, καθιέρωσε έναν σκληρό ​​πνευματικό προστατευτισμό και την εξουσία των πανεπιστημίων. Οι σπάνιοι πρωτότυποι στοχαστές και μαχητικές μορφές ήταν outsiders και περιθωριοποιημένοι, όπως ο Λουί Ωγκύστ Μπλανκί [Auguste Blanqui], ο Σορέλ [Georges Sorel] ή ο Μπερνάρ Λαζάρ [Bernard Lazare] [7]. Αυτοι συμμερίζονταν μια σφοδρή κριτική στάση εναντίον του θετικισμού. Μόνον ο Σορέλ, παρά τη σύγχυση του και τις πνευματικές περιπλανήσεις του, διέθετε μιά κατά προσέγγιση γνώση του Χέγκελ και μερικές φορές μια πρωτότυπη ερμηνεία του Μαρξ. Αλλά η σκέψη του ήταν υπερβολικά ανατρεπτική για την Σοσιαλδημοκρατία, υπερβολικά αντι-θετικιστική για το σταλινοποιημένο Κομμουνιστικό Κόμμα και οι φίλοι του υπερβολικά συμβιβαστικοί κατά τη δική του γνώμη, ώστε να αποκτήσει οποιαδήποτε επιρροή. 
  
Ρωσική επανάσταση, Μεσοπόλεμος, το Κομμουνιστικό κόμμα, ο Χέγκελ στη Γαλλία 
Το σοκ της Ρωσικής Επανάστασης θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια επανένωση μεταξύ μιας πνευματικής πρωτοπορίας και του κοινωνικού κινήματος. Αυτό συνέβη εν μέρει. Η έλξη της Οκτωβριανής Επανάστασης είχε μια επίδραση, πάνω απ' όλα σε λογοτεχνικούς κύκλους, ιδίως με την επίμονη στήριξη από το σουρεαλιστικό ρεύμα προς τη νέα Επανάσταση. Αλλά η γέννηση ή αναγέννηση του μαχητικού μαρξισμού, ασφυκτιούσε μέσα στο αυγό, με την αναγκαστική Μπολσεβικοποίηση του νεαρού Κομμουνιστικού Κόμματος και την σταλινοποίηση της Διεθνούς.
Το έργο του Ζωρζ Πόλιτζερ [Georges Politzer] μαρτυρά αυτή τη χαμένη συνάντηση [8]. Μια σύγκριση του έργου του Critiques des fondements de la Psychologie (1925) με τα άρθρα του της δεκαετίας του 1930 για τον Ντιντερό και για τον Καρτέσιο, ή με το έργο του Principes elementaires de philosophie, είναι αρκετή για να δείξει την έκταση της καταστροφής. Από εξερευνητής του ζωντανού μαρξισμού, που βάδιζε το δρόμο για μια εποικοδομητική συνάντηση με την ψυχανάλυση, έγινε ένας τεχνίτης του «Λαϊκού Μετώπου» στη φιλοσοφία. Αντιμέτωπος με την άνοδο του παραλογισμού, ανέλαβε να σκάβει τα στατικά και ταπεινωτικά χαρακώματα γαι την προστασία του Διαφωτισμού και του Καρτεσιανού ορθολογισμού. 
Γενικότερα, η θριαμβευτική επικράτηση στη Μόσχα των αναγκών του κράτους επί της ταξικής συνείδησης​​, επέτρεψε στους κομμουνιστές διανοούμενους να βρουν, μέσα από επιλεγμένα κείμενα του Ένγκελς και του Λένιν, ίχνη και μονοπάτια του παλιού καλού θετικισμού [9]. Στο Παρίσι, δεν ήθελαν να ξέρουν ότι στην κρίση του 1857, ο Μαρξ "από καθαρή τύχη" καταδύθηκε στη Λογική του Χέγκελ πριν αφιερωθεί στην αργή διαδικασία της γραφής του Κεφαλαίου. Ούτε [ήθελαν να ξέρουν] ότι ο Λένιν, κάτω από την επίδραση που δέχτηκε με το χτύπημα του Αυγούστου του 1914, δεν βρήκε τίποτε άλλο πιο επείγον, από το να καταδυθεί μέσα στην ίδια Λογική, για να αναζητήσει μια δεύτερη ανάσα του μαρξισμού, διαφορετική από την ορθοδοξία της Γερμανικής Σοσιαλδημοκρατίας. Ο Χέγκελ εισήλθε διακριτικά στα [Γαλλικά] πανεπιστήμια με τις διαλέξεις του Αλεξάντρ Κοζέβ [Kojève] για τη Φαινομενολογία του Πνεύματος, ωστόσο, για ότι αφορά το ενδιαφέρον της Γαλλικής σκέψης, είχε ουσιαστικά παραμείνει  ένα «νεκρό σκυλί» [10].
Από την πλευρά του το Κομμουνιστικό Κόμμα, μακριά από ανησυχίες για τη σχέση μεταξύ θεωρίας και πρακτικής, είχε μια ωμά χρησιμοθηρική [utilitarian] αντίληψη για τους διανοουμένους. Σύμφωνα με τους κανόνες ενός αυστηρού καταμερισμού της εργασίας μεταξύ των σπουδασμένων και της πολιτικής, ή μεταξύ των ποιητών και της πολιτικής, ήταν χρήσιμοι ως υπογραφές σε εκκλήσεις και συλλέκτες ανθρώπων για τις μεγάλες αντιφασιστικές μάχες, διακοσμητικοί σύμμαχοι στις εξέδρες, χωρίς ποτέ να παύσουν να θεωρούνται αμφίβολοι σύμμαχοι, αθεράπευτοι μικροαστοί, και ως εκ τούτου πιθανοί προδότες. Στη ζωή και στο θάνατο, ο Πώλ Νιζά [Paul Nizan] έμεινε στοιχειωμένος από αυτό το σύνδρομο του προδότη.
Τόσο στη Δεύτερη όσο και στη Τρίτη Διεθνή, ο σύνδεσμος μεταξύ της θεωρίας και της πρακτικής ήταν πάντα πολύ επισφαλής. Δεν υπάρχουν μεγάλες θεωρητικές αντιπαραθέσεις, ούτε σχολές της σκέψης, μια σχεδόν πλήρης ξηρασία και στειρότητα του μαρξισμού, διχασμένου ανάμεσα στη συγγραφική παραγωγή και στον ακτιβισμό.
  
Αντίσταση, πρώτη μεταπολεμική περίοδος, η εμφάνιση του δομισμού 
Η αντίσταση ήταν η εστία μιας τρίτης συνάντησης του εργατικού κινήματος με τους διανοουμένους. Το Κομμουνιστικό Κόμμα κέρδισε τεράστιο κύρος από αυτό και προσέλκυσε μια νέα γενιά: Οι Αλτουσέρ [Louis Althusser], Ζαν Τουσέν Ντεσαντί [Desanti], Φρανσουά Φυρέ [Furet], ο Εμμανουέλ Λε Ρουά Λαντουρί [Le Roy Ladurie], ο Μορέν [Edgar Morin, με Θεσσαλονικιώτικες Εβραϊκές οικογενεικές ρίζες], η Μαργκερίτ Ντυράς [Marguerite Duras], ακόμη και ο Μισέλ Φουκώ [Foucault]πέρασαν από το Κομμουνιστικό Κόμμα [11].
Πόσο αληθινό είναι αυτό, φαίνεται απο το γεγονός, ότι άν ψάξουμε για την Χρυσή Εποχή του μαρξισμού στη Γαλλία, έρχεται συνήθως στο μυαλό η δεκαετία του 1960 και οι περίφημες δημοσιεύσεις του Αλτουσέρ. Σε κάθε περίπτωση, από αυτά προέρχεται η διεθνής φήμη. Στην πραγματικότητα, αυτή η παραπλανητική ακαδημαϊκή αγιοποίηση ήταν ο πρόδρομος της ιδεολογικής κατάρρευσης στη δεκαετία του 1970. Δεν ήταν μια πραγματική αναγέννηση του μαχητικού μαρξισμού, αλλά η καθιέρωση ενός «επιστημονικού» μαρξισμού, τοποθετημένου πειθαρχικά μέσα στο πλαίσιο του δομισμού [στρουκτουραλισμού] που τότε θριάμβευε.
Η δεκαετία του 1950 ήταν τα χρόνια της απογοήτευσης. Η απελευθέρωση δεν είχε πραγματοποιήσει την υπόσχεσή της για ριζική χειραφέτηση. Η Γαλλία είχε βουλιάξει σε αποικιακούς πολέμους και στους κοινοβουλευτικούς βάλτους της Τέταρτης Δημοκρατίας. Η στρατιωτική καταστολή της Βουδαπέστης και η αποκάλυψη της έκθεσης του Χρουστσόφ είχε σβήσει τον μεγάλο ήλιο του Στάλινγκραντ. Ένα τμήμα της πνευματικής ελίτ άρχισε να στρέφει μακριά το βλέμμα από το παρόν και από τα καυτά γεγονότα της ημέρας, για να συλλογισθεί πέρα από τη μελαγχολία της το μακρινό παρελθόν. Το ανθρωπολογικό έργο του Κλώντ Λεβί Στρώς [Claude Lévi - Strauss] αναπτύχθηκε υπό την τριπλή χορηγία των Κόντ, Εμίλ Ντυρκέμ και [του ανεψιού του] Μαρσέλ Μώς [Marcel Mauss] [12]. Επίσης ταυτίζεται με μια ορισμένη ερμηνεία του Μαρξ: «Ο Μαρξ δίδαξε ότι η κοινωνική επιστήμη δεν είναι πιο εδραιωμένη στο επίπεδο των γεγονότων, απ' όσο η φυσική βασίζεται στα δεδομένα της ευαισθησίας [των οργάνων παρατήρησης και μέτρησης]». Η δομική ανθρωπολογία έψαξε να βρεί στις συγγενικές σχέσεις τις ίδιες παγκόσμιες σταθερές, όπως αυτές που αποκάλυψε για τη γλώσσα η γλωσσολογία του Ferdinand de Saussure. Ενώ η έρευνα που εμπνεύσθηκε από τις μεθόδους αυτές θα μπορούσε να αποδειχθεί καρποφόρα στους αντίστοιχους επιστημονικούς κλάδους, ωστόσο ενέπνευσε μιαν εποχιακή ιδεολογία που άφησε πίσω της την ιστορία, τη λέξη και το νόημα [13].
Ο σχετικά ακμαίος καπιταλισμός της μεταπολεμικής περιόδου φαινόταν τότε να είναι οριστικά αποκρυσταλλωμένος, εγκαθιδρυμένος στην ακινησία των δομών του. Η νέα ιστορία διέχεε και διέλυε τα γεγονότα στη μακρά διάρκεια, μέχρι το σημείο να εξαρτά την ιδιαίτερή τους μοναδικότητα από τις προσταγές της κοινωνιολογίας, της δημογραφίας και της κλιματολογίας. Η ιστορία ως τέτοια είχε πέσει σε δυσμένεια και η αφηγηματική γνώση της φαινόταν πολύ εύθραυστη και ασαφής, δίπλα στην μεγάλη δομική αρχιτεκτονική. Υπήρχαν λίγες φωνές, όπως αυτές του Καστοριάδη, του Morin ή του Κλώντ Λεφόρ [Lefort] [14], που κατάγγειλαν αυτή τη μορφή «επανακατάψυξης» της σκέψης με ριζοσπαστική έξωση κάθε υποκειμενικότητας και κάθε événementialité. Καλώντας ανοιχτά για το σχηματισμό ενός «μη - διαλεκτικού πνευματικού πολιτισμού», ο Michel Foucault έστειλε ευγενικά τον Μαρξ πίσω στο ντουλάπι του 19ου αιώνα, από το οποίο δεν θα μπορούσε να ξαναβγεί: 
«Στο βαθύτερο επίπεδο της Δυτικής γνώσης, ο Μαρξισμός δεν εισάγει καμία πραγματική ρήξη. Ο ίδιος αυτοτοποθετήθηκε χωρίς δυσκολία μέσα σε μια επιστημολογική διάταξη, η οποία τον αποδέχθηκε ευνοϊκά. Ο μαρξισμός είναι στη σκέψη του δέκατου ένατου αιώνα σαν το ψάρι μέσα στο νερό, που σημαίνει ότι πουθενά αλλού δεν μπορεί πλέον να αναπνεύσει» [15]. 
Αποδομημένη, εγκιβωτισμένη μέσα στη δομική μεγαλοπρέπεια, η ιστορία είναι ξεπερασμένη και παλιομοδίτικη. Έγινε για τον Λακάν «αυτό το πράγμα» [cete chose], μισητό «για τους καλύτερους λόγους». Είχε έλθει ο καιρός για την αναζήτηση της παγωμένης παροδικότητας [temporalités froides]. Σε κατάσταση δυσμένειας με τον  Διαλεκτικό Λόγο, ο Σάρτρ συνειδητοποίησε γρήγορα ότι πέρα από την ιστορία, ο μαρξισμός ήταν το πραγματικό ζήτημα. Κακό κράμα επιστημονικίστικου υλισμού και θεωρησιακής φιλοσοφίας της ιστορίας, το κυρίαρχο ρεύμα του μαρξισμού προσφερόταν δυστυχώς ως πάρα πολύ εύκολος στόχος. Παρά την αξιομνημόνευτη διαμαρτυρία εναντίον της εξωφρενικής μαθηματικοποίησης των κοινωνικών σχέσεων και εναντίον της απώλειας του νοήματος, το συμβολικό παράδειγμα χειραφετήθηκε από το παράδειγμα της παραγωγής. Το επιστημολογικό εμπόδιο του υποκειμένου καταγγέλθηκε από τον Λεβύ-Στρως και εξαφανίστηκε μέσα σε εγγαστρίμυθες δομές. Οι μύθοι πρόσφεραν στην επιστήμη τις ανώνυμες δομές τους.
Στο όνομα μιας νέας απαίτησης, το χάσμα μεταξύ του γεγονότος και της αξιολογικής κρίσης διευρύνθηκε. Κατανόηση και δράση αλληλοαποκλείονται, καλούμαστε λοιπον να επιλέξουμε ανάμεσα στην κατανόηση και τη δράση. Η δομική ανθρωπολογία έδωσε το παράδειγμα του ριζικού αποκλεισμού του υποκειμένου. Στην καλή σχολή, η κοινωνιολογία αισθανόταν επιτέλους απαλλαγμένη από αναταράξεις που προκαλεί το υποκείμενο που δρά και είναι έχει ευθύνη. Η αναπαραγωγή των συστημάτων ήταν «κλειδωμένο ζήτημα» και δεν επιτρεπόταν ελευθερία άκαιρης δράσης σε παράγοντες που ήταν αυστηρά προορισμένοι για τη λειτουργία τους. H πάλη των τάξεων συρρικνώθηκε σε πάλη των κατατάξεων, όπου «ίδιες αιτίες προκαλούν πάντα τα ίδια αποτελέσματα».

Ο Λουί Αλτουσέρ
Η παρέμβαση του Λουί Αλτουσέρ έγινε μέσα στα πλαίσια αυτής της ιδεολογικής επίθεσης. Με την πάροδο του χρόνου, δεν είναι εύκολο να καταλάβουμε τη γοητεία αυτών των κειμένων, τα οποία για όποιον τα ξαναδιαβάζει, έχουν γεράσει γρήγορα και άσχημα. Με την προσπάθεια να προσδώσει στον μαρξισμό τα επιστημονικά του  διαπιστευτήρια, ο Αλτουσέρ έμοιαζε να απελευθερώνει τη θεωρία από την ιδιότροπη προστασία της πολιτικής. Φάνηκε να γυρίζει τη σελίδα της Ψυχροπολεμικής περιόδου, εκείνη των «διανοουμένων στα όπλα», «φιλόσοφοι είμασταν, χωρίς γραπτά δικά μας, αλλά κάνοντας πολιτική με όλα τα γραπτά» [16].
Από τώρα και στο εξής, «η θεωρητική πρακτική» έγινε από μόνη της «το δικό της κριτήριο», η εγκυρότητα της θεωρητικής πρακτικής έπρεπε να βρεθεί μέσα στην ίδια τη θεωρία, απομακρυνόμενη από την παραδοσιακή μαρξιστική αντίληψη ότι η επιβεβαίωση της θεωρίας γίνεται μέσα στην κοινωνική και πολιτική πρακτική. Για τους κομμουνιστές φοιτητές της εποχής εκείνης, που βρισκόταν σε σύγκρουση με την αυθεντία του Κόμματος, αυτή η χειραφέτηση της θεωρίας έδωσε το σύνθημα για μια νέα ελευθερία της σκέψης. 
Έτσι, ο Αλτουσέρ έδωσε στο μαρξισμό μια επιστημονική και ακαδημαϊκή αξιοπρέπεια. Στην εισαγωγή στο βιβλίο του Για τον Μαρξ [Pour Marx], εκμυστηρεύτηκε ανοιχτά αυτή την απογοήτευση του κομμουνιστή διανοούμενου, που τον έβλεπαν ως απλό μισθοφόρο που βάζει υπογραφές: 
«Δεν υπήρχε διέξοδος για έναν φιλόσοφο. Αν μιλούσε και έγραφε τη φιλοσοφία που το Κόμμα ήθελε, ήταν αναγκασμένος να περιορίζεται σε σχόλια και ελαφρά ιδιόμορφες αποχρώσεις για να χρησιμοποιεί με τον δικό του τρόπο τα Φημισμένα Αποσπάσματα. Δεν βρίσκαμε κανένα ακροατήριο στους συνομηλίκους μας» [17]. 
Περνώντας από τους ιδεολογικούς διαξιφισμούς στο γαλήνιο μεγαλείο των επιστημονικών νόμων, ο μαρξισμός απολάμβανε τελικά την πολύτιμη αναγνώριση της Ακαδημίας. 

Αυτό ήταν ένα απροσδόκητα καλό για την φρέσκια νέα γενιά, με την θεαματική αύξηση των φοιτητών του πανεπιστημίου. Υπηρέτες της νέας παντοδύναμης - διότι αληθινής - επιστήμης, οι διανοούμενοι έχασαν την ενοχή που αισθάνονταν όταν ερχόταν αντιμέτωποι με το «κόμμα της εργατικής τάξης» και έγιναν οι ίδιοι παραγωγοί χωρίς συμπλέγματα κατωτερότητας, επειδή, όπως είπε ο δάσκαλος, «η γνώση θα πρέπει επίσης να θεωρηθεί ως παραγωγή». Έτσι, είχαν και την τεχνοκρατική δύναμη της επιστήμης και την καλή συνείδηση ​​της υπόθεσης. Εάν η Αλτουσεριανή πρόταση της «επιστημολογικής τομής» στον Μαρξ εισήγαγε μια νέα ελευθερία, η ελευθερία αυτή είχε την τιμή της [18]. Μια θεωρία χειραφετημένη από την πολιτική; Βεβαίως. Αλλά σε τέτοιο σημείο ώστε να αυτο-εγκλωβιστεί μέσα στο κλειστό πλαίσιο της δικής της «θεωρητικής πρακτικής», σε μια αξιοπρεπή απόσταση από την ίδια την πρακτική. Σ' αυτή την ένοπλη ειρήνη ανάμεσα στη θεωρία και την πρακτική, η πολιτική παρέμεινε στα χέρια των πολιτικών της ηγεσίας του κόμματος.
Ήταν λοιπόν ένα είδος ελεγχόμενης ελευθερίας. Μια νέα πνοή του αέρα πέρασε μέσα από τα κύτταρα των σπουδαστών, που είχαν βαρύνει από τον κρύο καπνό του ορθόδοξου διαλεκτικού υλισμού. Ο Αλτουσέρ κάλεσε σε διάλογο με τη γλωσσολογία, με την ψυχανάλυση, με την ανθρωπολογία. Η νέα γενιά με ενθουσιασμό διάβασε τον Ζάκ Λακάν [Lacan], τον Μωρίς Γκοντελιέ [Godelier], τον Μισέλ Φουκώ, τον Ρολάν Μπάρτ [Roland Barthes] [19]. Ωστόσο, αυτή η όρεξη για μεγάλες ανακαλύψεις έγινε εις βάρος της ιστορίας, που ήταν ο φτωχός συγγενής της νέας «επιστημολογικής θεμελίωσης». Επειδή «η γνώση της ιστορίας δεν είναι περισσότερο ιστορική από ότι η γνώση της ζάχαρης είναι ζαχαρική», η ιστορική ιστορία μπορούσε να αφεθεί στους ιδεολόγους και τα πτώματα των γκουλάγκ θα μπορούσαν να παγώσουν εν ειρήνη. Η νέα επιστήμη δεν θα ταράξει το φάντασμα του Στάλιν. Στην πραγματικότητα, του κατέβαλε φόρο τιμής. Όλα τα πυρά στην πραγματικότητα στράφηκαν κατά του «θεωρητικού αριστερισμού» του Γκέοργκ Λούκατς ή του «ιστορικισμού» του Αντόνιο Γκράμσι, που κατηγορούνται ότι 
συγχέουν «μέσα στον ιστορικό υλισμό τόσο τη θεωρία της ιστορίας όσο και τον διαλεκτικό υλισμό, που είναι, ωστόσο, δύο διαφορετικοί επιστημονικοί κλάδοι».
Ένα μεγάλο αμάρτημα! Το οποίο αντιπαρατέθηκε στην εφαρμοσμένη ανάγνωση του αθάνατου αριστουργήματος του δασκάλου γλωσσολόγου από το Κρεμλίνο, του διευθυντή της χορωδίας των επιστημών, του Στάλιν αυτοπροσώπως, του έργου Ιστορικός Υλισμός και Διαλεκτικός Υλισμός. Μια επιστήμη της ιστορίας από τη μία πλευρά. Από την άλλη, μια επιστήμη «της διάκρισης μεταξύ αλήθειας και λάθους» , μια μετα-επιστήμη, μια μεταλογική [metalogy], μια γενική επιστημολογία. Μεταξύ των δύο, η πολιτική πρακτική παρέμεινε η κοσμική [secular] σφαίρα της αρμοδιότητας του κόμματος.
Για το λόγο αυτό, η επιστήμη και το καθεστώς θα μπορούσαν να συμβιώσουν με ευκολία. Συμμεριζόταν μια κοινή αίσθηση για την τάξη. Ένα από τα κείμενα του Αλτουσέρ, σηματοδοτεί μια από τις σπάνιες άμεσες παρεμβάσεις του στην κρίση της Ένωσης Κομμουνιστών Φοιτητών (UEC). Σήμερα προκαλεί ρίγος στη σπονδυλική στήλη :
«Οποιαδήποτε συζήτηση μεταξύ κομμουνιστών είναι πάντα μια επιστημονική συζήτηση: Σ' αυτή την επιστημονική βάση στηρίζεται η μαρξιστική - λενινιστική αντίληψη για την κριτική και την αυτοκριτική. Το δικαίωμα να επικρίνεις και το καθήκον της αυτοκριτικής έχουν μία και την ίδια αρχή: Την πραγματική αναγνώριση της μαρξιστικής - λενινιστικής επιστήμης και τις συνέπειές της» [20].
Η διάκριση ανάμεσα στη τεχνική διαίρεση και την κοινωνική διαίρεση της εργασίας χρησιμοποιήθηκε για να δικαιολογήσει, μέσα από την ανισότητα της παιδαγωγικής σχέσης δασκάλου και σπουδαστή, μια συγκεκριμένη πανεπιστημιακή τάξη, υπό την προϋπόθεση πως σε ό,τι διδασκόταν, μπορούσε κανείς να διακρίνει  
«τη μόνιμη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην τεχνική διαίρεση και την κοινωνική διαίρεση της εργασίας, την πιο σταθερή και βαθειά ταξική διαχωριστική γραμμή», να διακρίνει μεταξύ «πραγματικής επιστήμης» και «καθαρής ιδεολογίας».
Μια τέτοια προσέγγιση θα μπορούσε να οδηγήσει εξίσου καλά σε υποταγή στις ακαδημαϊκές ετυμηγορίες για την «αληθινή επιστήμη», καθώς και σε καθαρά ιδεολογικά εξεγέρσεις εμπνευσμένες από την [Κινεζική] Πολιτιστική Επανάσταση, ενάντια σε οτιδήποτε που θα μπορούσε να καταγγελθεί ως αστική «ψευδο-επιστήμη» : Επιστήμη και ιδεολογία ήταν στενά συνυφασμένες πέρα από την περίφημη «τομή ή ρήγμα» [επιστημολογική τομή].
Μερικά χρόνια αργότερα, ένας από τους πρώτους μαθητές του Αλτουσέρ, ο Ρανσιέρ [Jacques Rancière], σημείωσε με πικρία:
«Ο μαρξισμός που μάθαμε στην Αλτουσεριανή σχολή, με την ορμή και ίσως τις υπερβολές της τομής, ήταν μια φιλοσοφία της τάξης, της οποίας όλοι οι αρχές μας απομάκρυναν από το κίνημα εξέγερσης που κλόνιζε την τάξη του αστισμού» [21].
Σπρωγμένος προς την πολιτική από το κίνημα του 1968, ο Αλτουσέρ βρέθηκε απέναντι στον αναπόφευκτο τοίχο του σταλινισμού. Η περιφρονημένη ιστορία έμελλε να ανταποδώσει το χτύπημα στην άδεια αλαζονεία της δομής. Ως εκ τούτου ο Αλτουσέρ αντιμετώπισε τον σταλινισμό με τον δικό του τρόπο. Ως «θεωρητική απόκλιση» και όχι ως τρομακτική αντεπανάσταση, επιβαρυμένη με όλο το ασύλληπτο βάρος των εκκαθαρίσεων και των στρατοπέδων. Το 1973 στην «Απάντηση στον John Lewis», το θετικό ζύγιζε ακόμα πολύ περισσότερο από ό,τι το αρνητικό στις κλίμακες του διαλεκτικού υλισμού :
«Ο Στάλιν δεν μπορεί, για πολύ προφανείς και ισχυρούς λόγους να περιορισθεί στην απόκλιση, η οποία συνδέεται με το όνομά του ... Είχε άλλα πλεονεκτήματα στην ιστορία. Κατάλαβε ότι το θαύμα της άμεσης παγκόσμιας επανάστασης έπρεπε να εγκαταλειφθεί να δοθεί και ο σοσιαλισμός να χτιστεί σε μια χώρα, και κατάλαβε όλες τις συνέπειες : Να την υπερασπίζεται με κάθε κόστος, ως βάση και η οπισθοφυλακή όλου του σοσιαλισμού στον κόσμο, να την κάνει, καθώς αντιμετώπιζε την πολιορκία του ιμπεριαλισμού, ένα άτρωτο φρούριο, και κατά συνέπεια να δώσει προτεραιότητα στη βαρειά βιομηχανία, η οποία έφτιαξε τα τάνκς του Στάλινγκραντ, και υπηρέτησε τον ηρωισμό του σοβιετικού λαού σε μια θανάσιμη μάχη για να ελευθερώσει τον κόσμο από τον Ναζισμό. Αυτό είναι, επίσης, ιστορία μας. Και μέσα από τις ίδιες τις τραγωδίες και γελοιογραφίες αυτής της ιστορίας, εκατομμύρια κομμουνιστών έμαθαν, έστω και αν ο Στάλιν το δίδαξε ως δόγμα, ότι οι αρχές του λενινισμού υπήρχαν» (!)
Το 1973! Η Αλτουσεριανή εκδοχή του λενινισμού δεν ήταν στην εμπροσθοφυλακή της αποσταλινοποίησης. Αυτή η προσκόλληση δημιούργησε το έδαφος για τις πιο θεαματικές στροφές ανάμεσα στους μαθητές του Αλτουσέρ. Ο αντικομμουνισμός τους σήμερα είναι τόσο ισχυρός όσο η προηγούμενη Σταλινική (ή Μαοϊκή) θέρμη τους. Ο Αλτουσέρ τελικά επιτέθηκε στη «σταλινική απόκλιση», αλλά προκειμένου να διατηρήσει καλύτερα την ουσία, και το κόστος ήταν μια νέα εκκένωση της ιστορίας και των τρομερών εγκλημάτων της. «Η μόνη αριστερή κριτική της σταλινικής απόκλισης» ήταν ακόμη γι' αυτόν, «η κριτική, η σιωπηλή, αλλά πραγματοποιημένη στην πράξη, από την Κινεζική επανάσταση». Το γεγονός ότι σοβιετικά άρματα μάχης χρησιμοποιήθηκαν στην Πράγα και στη Βουδαπέστη, το γεγονός του Γερμανο-Σοβιετικού συμφώνου [Μολότωφ - Ρίμπεντροππ], και τα στρατόπεδα των οποίων η ύπαρξη ήταν γνωστή πολύ πριν την αποκάλυψη του Αλεξάντρ Σολζενίτσιν, όλα αυτά ήταν μια απλή λεπτομέρεια. Χωρίς θεωρητικό status, μόνο μια χούφτα άμμος που δύσκολα κινείται κάτω από τις μπότες των αρχών του μαρξισμού - λενινισμού, τις σκληρυμένες από τον δογματισμό.
Ο Αλτουσέρ ήταν προσεκτικός για να δώσει μια δικαιολογία εκ των προτέρων για τη συνέχιση της τύφλωσής του. Οι «θεωρητικές αποκλίσεις που οδήγησε στις μεγάλες ιστορικές αποτυχίες του προλεταριάτου» ήταν «σε τελευταία ανάλυση» φιλοσοφικές αποκλίσεις :  
«Είμαστε λοιπόν τώρα κοντά στην κατανόηση, γιατί νίκησαν εκείνους που τους κατήγγειλαν : Δεν ήταν αυτά με έναν ορισμένο τρόπο αναπόφευκτα, ως αποτέλεσμα της αναγκαστικής υπανάπτυξης της μαρξιστικής φιλοσοφίας;»
Τυχερή η φιλοσοφία, η οποία μπορεί να καταφθάνει μετά τη μάχη για να κοιτάξει το ερειπωμένο πεδίο, αφού αφήσει τις άθλιες πολιτικές και τη χυδαία πρακτική να παραδέρνουν όλη την ημέρα μέσα στο αίμα και στα πτώματα.  
Καμία εποχή δεν είναι αμέσως σαφής στους δρώντες συντελεστές της. Αλλά αυτή η σοφή γλαύξ βρήκε πάρα πολύ εύκολη δικαιολογία: Υπάρχουν αρκετοί διαφωνούντες και αντιπολιτευόμενοι που εκκαθαρίστηκαν, αρκετοί που απελάθηκαν ή εξαφανίστηκαν, για να καταθέσουν ότι αυτή η ιστορία δεν ήταν η μόνη εφικτή ιστορία, και ότι ο Στάλιν δεν ήταν κάτι μοιραίο, γραμμένο στην ντετερμινιστική μηχανή του διαλεκτικού υλισμού. Ωστόσο, κάνοντας την ιστορία μια «διαδικασία χωρίς υποκείμενο και χωρίς σκοπό» ο Αλτουσέρ φάνηκε να γυρίζει την πλάτη στις θεωρησιακές φιλοσοφίες και στις τελολογικές εξηγήσεις για το «νόημα της ιστορίας» για να επανασυνδεθεί με την ριζική εμμένεια που εμπνεύσθηκε ο Μπαρούχ Σπινόζα. Αυτό το επιβεβαιώνει η αυτοβιογραφία του: 
«Τίποτε δεν είναι πιο υλιστική σκέψη από μια σκέψη χωρίς προέλευση και τέλος. Ανακάλυψα καθυστερημένα την φόρμουλα της ιστορίας και την ιστορία ως μια διαδικασία χωρίς υποκείμενο (γενεσιουργός αιτία, θεμελιωτής νοήματος) και χωρίς σκοπό (χωρίς προκαθορισμένο εσχατολογικό προορισμό), επειδή το να αρνείσαι να σκεφθείς ως το τέλος, δηλαδή ως γενεσιουργός αιτία (ως θεωρησιακή αναφορά στην προέλευση και το τέλος), ήταν όντως υλιστικός τρόπος σκέψης. Χρησιμοποίησα λοιπόν μια μεταφορά: Ιδεαλιστής είναι ένας άνθρωπος που ξέρει, από ποιό σιδηροδρομικό σταθμό ξεκινά το τρένο και ποιος είναι ο προορισμός του. Το γνωρίζει εκ των προτέρων, και όταν παίρνει ένα τρένο ξέρει που πηγαίνει. Αντίθετα, ο υλιστής είναι ένας άνθρωπος που ανεβαίνει στο τρένο εν κινήσει χωρίς να γνωρίζει από πού προέρχεται και που πηγαίνει» [21a]  
Ωστόσο, εγκαταλείποντας το ιδιαίτερο πεδίο της πολιτικής και με δηλωμένη πρόθεση να μην παρουσιάσει μιαν αφήγηση, ξεφεύγει από την τυραννία της ιστορίας απλά και μόνο για να πέσει κάτω από την όχι λιγότερο ανελέητη δομή: «Γιατί, λοιπόν τότε, έκανα πολιτική; Μια καθαρή σκέψη της πολιτικής». Ωστόσο, όπως είχε διαπιστώσει ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, μόνον η πρωτοκαθεδρία της πολιτικής επί της ιστορίας μπορεί πραγματικά να εκκοσμικεύσει [laïciser, secularize] τον μη προορισμό [indétermination]. Να σταματήσουμε να προσποιούμαστε την θεωρησιακή διαλεκτική του ιστορικού λόγου, η επιστήμη είναι ακόμη σε υποστασιακή κατεύθυνση [21b].
Δέκα χρόνια πριν από τον σωματικό θάνατό του, ο Αλτουσέρ είχε παρασυρθεί από την κατάρρευση ενός τοίχου, στου οποίου την οικοδόμηση είχε συμβάλει, στο όνομα μιας απατηλής realpolitik και μιας ορισμένης ιδέας της μαχητικής πίστης. Ακόμη και το 1976, υποδέχτηκε το συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος ως «ένα αποφασιστικό γεγονός, μια κρίσιμη καμπή στην ιστορία του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος και του εργατικού κινήματος». Επέκρινε την εγκατάλειψη της δικτατορίας του προλεταριάτου και του εσωτερικού καθεστώτος του κόμματος, αλλά καλοσώρισε τις στρατηγικές καινοτομίες του και απέρριψε κατηγορηματικά το ενδεχόμενο του δικαιώματος να υπάρχουν εσωκομματικές τάσεις : «Η αναγνώριση των οργανωμένων τάσεων μου φαίνεται εκτός συζήτησης στο Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα».
Ήταν μόνον το 1978 όταν έγραψε «Ce qui ne peut plus durer dans le Parti Communiste» («Τι δεν μπορεί πλέον να συνεχίζεται στο Κομμουνιστικό Κόμμα»). Πολύ αργά. Υπερβολικά αργά. Για άλλη μια φορά, ο φιλοσοφικός Μαρξισμός έφτασε μετά από τη μάχη για την καταγραφή των ζημιών. Το «σύμπαν της σκέψης» του καταργήθηκε, ο Αλτουσέρ δεν άργησε να πέσει σε οριστική σιωπή. Οπλισμένος με το νυστέρι της επιστήμης, είχε σκεφθεί ότι θα μπορούσε να στείλει την ιστορία στο σκουπιδοτενεκέ της ιδεολογίας. 
Η ιστορία απέσπασε μια σκληρή εκδίκηση [21c].
Κίνηση προς τον Μάρξ αλλά και παραγκωνισμένα ρεύματα
Αυτό λοιπόν που θεωρείται σήμερα ως η Χρυσή Εποχή του Γαλλικού Μαρξισμού, ήταν μια τρομερή παρεξήγηση. Προχώρησε η μαρξιστική θεωρία στη Γαλλία, ή ακόμη και η απλή γνώση του Μαρξ; Αναμφίβολα. Αλλά με ένα διαστρεβλωμένο τρόπο. Στον ξένο αναγνώστη πρέπει να υπενθυμίζεται ο ασυνήθιστος προστατευτισμός του πανεπιστημίου και ο εκδοτικός επαρχιωτισμός που βασιλεύει στη Γαλλία. Στη δεκαετία του 1960, ένα μεγάλο μέρος του έργου του Μαρξ , συμπεριλαμβανομένων των Grundrisse, δεν ήταν διαθέσιμο στα Γαλλικά. Τα κείμενα της Σχολής της Φρανκφούρτης και κάποια βιβλία των Ντε λα Βόλπε [Galvano Della Volpe] και Κολέτι [Lucio Colletti] μεταφράσθηκαν μόνον στη δεκαετία του 1970. Ο τρίτος τόμος της μεταφρασμένης Αρχής της Ελπίδας [του Έρνστ Μπλόχ - Ernst Bloch, Prinzip Hoffnung] δημοσιεύθηκε το 1992. Τα κυριότερα βιβλία των Grossmann και Rosdolsky δεν είναι ακόμη διαθέσιμα. Ούτε ένα απλό κείμενο των Jindřich Zelený, Alfred Schmidt, Geymonat, Dussel ή Sacristán δεν υπάρχει. Μόλις λίγοι τίτλοι από Αγγλοσαξωνικό Μαρξισμό και σχεδόν τίποτε από τον Ιαπωνικό.
Η επιτυχία του Αλτουσέρ δημιούργησε μια κίνηση προς τον Μαρξισμό. Προκάλεσε συζητήσεις με πάθος. Αλλά αυτή η κλήση για να διαβάσουμε το Κεφάλαιο, της ευεργετικής επίδρασης σε μια πνευματική παράδοση που ήταν τόσο ελάχιστα προετοιμασμένη να υποδεχτεί η σκέψη του Μαρξ, δεν ήταν χωρίς παράδοξες συνέπειες. Πολλοί πίστευαν ότι η ανάγνωση του βιβλίου του Αλτουσέρ Lire le Capital (Διαβάζοντας το Κεφάλαιο), τους γλύτωνε απο το να διαβάσουν το ίδιο το Κεφάλαιο. Προφανώς  ο Αλτουσέρ δεν ήταν υπεύθυνος για αυτό.
Το ρεύμα σκέψης που συνδέεται με το όνομα Αλτουσέρ έχει τα μειονεκτήματα μιας σχολής, χωρίς τα πλεονεκτήματα. Στην πράξη, απέκρυψε το γεγονός ότι υπήρχαν και άλλες προσεγγίσεις (τα βιβλία του Mandel πωλούνται καλά, αλλά σχεδόν χωρίς να εμπλέκονται σε συζήτηση ή κριτική, το βιβλίο του Michel Henry για τον Μαρξ το 1977 πέρασε σχεδόν απαρατήρητο [22]), χωρίς να θρέψει ένα πραγματικό ρεύμα ικανό να αντισταθεί στην ιδεολογική μεταστροφή της δεκαετίας του 1980. Φιλόσοφοι όπως ο Μπαλιμπάρ [Etienne Balibar] ή ο Λαμπικά [Georges Labica] παραμένουν πιστοί στις ρίζες τους, αλλά τώρα είναι δύσκολο να δούμε τα αποτελέσματα της αλτουσεριανής κληρονομιάς στην έρευνά τους, διότι αυτή εκ των υστέρων επηρεάσθηκε σε μεγάλο βαθμό από τον Γκράμσι και τον Ιταλικό Μαρξισμό [23].
  
Ανρύ Λεφέβρ 
Στα μέσα της δεκαετίας του 1960, το Αλτουσσεριανό κύμα ώθησε στο περιθώριο γόνιμες και ελπιδοφόρες εργασίες, όπως του Γκολντμάν [Lucien Goldmann] [24], ο οποίος πέθανε πολύ νέος, ή του Ανρύ Λεφέβρ [Henri Lefebvre]. Ο Lefebvre ήταν όμως, για νέους μαχητές που ρίχνονται με ενθουσιασμό στην περιπέτεια του μαρξισμού, μια αναβίωση, και σε κάποιο βαθμό πηγή επικίνδυνη. Το 1958 τα έσπασε δημοσίως με το κόμμα, και το βιβλίο του Le Somme et le reste είχε απαγορευθεί [για τους κομματικούς]. Ωστόσο, στα μάτια των κριτικών διανοουμένων, ο συγγραφέας του παρέμεινε ο σεβαστός αλλά αμφιλεγόμενος φιλόσοφος ενός ανοικτού Μαρξισμού που ενδιαφέρονται για τα πάντα. Ενώ ο Γκαρωντύ και ο Αλτουσέρ παρέμειναν, σε αμείωτη αντίθεση μεταξύ τους, δύο παλιοί παραγκωνισμένοι [défroqués, cast-offs, καθαιρεμένοι], ο Λεφέβρ, ένας ελεύθερος σκοπευτής, ήταν άπληστος για χαρά της ζωής και για εξερεύνηση. Ενώ προηγουμένως θεωρούνταν τεμπέλης, μετά την αποχώρησή του από το Κομμουνιστικό κόμμα έγινε εξαιρετικά παραγωγικός, σαν ξαφνικά να είχε απελευθερωθεί από την εσωτερική λογοκρισία. Κοινωνιολόγος της καθημερινής ζωής και φιλόσοφος της ιστορίας, η θεωρία της γλώσσας, προβλήματα της κυβερνητικής και πολεοδομία. Κριτικός του κράτους, άνοιξε πολλές νέες περιοχές για επεξεργασία και συχνά τους άφηνε ημιτελείς. Σε αυτή την ξέφρενη παραγωγή, υπάρχουν πάρα πολλά καλά πράγματα και πάρα πολλά σκουπίδια. Αυτός είναι ίσως ο λόγος που ο Lefebvre έχει μια μόνιμη επίδραση, χωρίς ποτέ να δημιουργήσει σχολή .
Ωστόσο, είναι μέρος αυτού της διάχυτου ρεύματος, που είναι δύσκολο να υποβαθμίζουμε στην άσχημη ονομασία «σκέψη του 1968», με την οποία επιχειρούν κάποιοι να μειώσουν τον Γαλλικό Μαρξισμό σήμερα [25]. Μέσω της ανάγνωσης του Βλaσίου Πασκάλ [Blaise Pascal] ή του Hegel, κατασκήνωσε σταθερά στην διαλεκτική και αντι-θετικιστική πλευρά. Κατά την περίοδο που οι δομιστικοί μηχανισμοί θριάμβευαν, εργάστηκε ως τεχνίτης που αποκωδικοποιούσε τα γεγονότα που συνέβαιναν στην επιφάνεια της καθημερινής ζωής. Πάντα αναζητούσε τις μικροσκοπικές ενδείξεις αποσπασματικής αντίστασης στην «γραφειοκρατική κοινωνία της διατεταγμένης κατανάλωσης» :
«Για να σπάσει ο φαύλος κύκλος ... χρειαζόμαστε τίποτε λιγότερο από την κατάκτηση της καθημερινής ζωής μέσω μιας σειράς ενεργειών - πολιορκίες, επιθέσεις, μετασχηματισμοί - ότι θα πρέπει να πραγματοποιείται με βάση μια στρατηγική. Μόνον αυτό που ακολουθεί, είναι αυτό που θα μας πει ότι έχουμε και πάλι ανακαλύψει έτσι την ενότητα ανάμεσα στη γλώσσα και την πραγματική ζωή, ανάμεσα στη δράση που αλλάζει τη ζωή και στη γνώση».
Έχοντας γράψει αυτές τις γραμμές στο Πανεπιστήμιο της Nanterre το 1967, ο Lefebvre ήταν σίγουρα ένα από τους λιγότερο έκπληκτους από την «έκρηξη» του 1968.
Ήταν ένα πραγματικό σημείο αντίστασης στο στρουκτουραλιστικό κύμα :
«Η εκστρατεία του Claude Levi - Strauss εναντίον της ιστορίας και της ιστορικότητας, μπορεί να εξηγηθεί μόνο από μια βίαιη προκατάληψη υπέρ της συγχρονίας και κατά της διαχρονίας, που δεν είναι απαραίτητη. Αυτό είναι στρουκτουραλιστικός δογματισμός». [26]
Μπολιασμένος πάνω στο ήδη άκαμπτο σώμα του σταλινικού Μαρξισμού, αυτός ο δογματισμός συμβίωνε σε τέλεια αρμονία με τoυς απογόνους του θετικισμού τους αγαπητούς στα Γαλλικά πανεπιστήμια. Από την άλλη πλευρά, μόνο σε σύγκρουση θα μπορούσε να είναι με μια ιστορική και διαλεκτική προσέγγιση. Ταυτισμένος με τον «ιδεολογικό» ανθρωπισμό του νεαρού Μαρξ, ο Lefebvre με τη σειρά του, έγινε ένα είδος «νεκρού σκυλιού». Από το 1958, αυτός είχε το θράσος να γράψει:
«Ο μαρξισμός έχει τις δικές του κατηγορίες. Αλλάζει κάτω από το φως των ιστορικών και κοινωνικών συνθηκών. Αναπτύσσεται μέσα από αντικειμενικές αντιφάσεις, ανάμεσα στις οποίες μερικές από τις πιο σημαντικές από αυτή την άποψη, είναι οι δικές της αντιφάσεις».
Με λίγα λόγια, του έλειπε ο σεβασμός για την ιερή επιστημολογική τομή.
Το 1965 συνέχισε να αναπτύσσει την ιδέα του. Τρία χρόνια μετά τη δημοσίευση των «Θλιβερών Τροπικών» [του Levi Strauss], την ίδια χρονιά με τη δημοσίευση του βιβλίου «Για τον Μαρξ» [του Αλτουσέρ], και ένα χρόνο πριν από τη δημοσίευση των «Ecrits» του Λακάν και του βιβλίου [του Φουκώ] «Οι Λέξεις και τα Πράγματα», απέρριψε με πείσμα τη διάλυση του υποκειμένου μέσα στη δομή, του γεγονότος μέσα στο χώρο :
«Μια επανάσταση απορρέει από μια δομή. Αλλά το επαναστατικό γεγονός είναι συγκυριακό».
Το σαφές διακύβευμαι σ' αυτή τη διαμάχη δεν ήταν για άλλη μια φορά τίποτε άλλο, παρά η θετικιστική γονυκλισία ενός ορισμένου μαρξισμού στην ηλίθια αποδεικτική δύναμη των γεγονότων :
«Ο νεο-θετικισμός βάζει (ή νομίζει ότι βάζει) τελεία στην πρόκληση, προτιμώντας να διαπιστώνει, να καταγράφει». 
Ενάντια στις αυταπάτες της προόδου και στο αίτημα της νεοτερικότητας να επιτευχθεί απεριόριστη μεγέθυνση μέσω της δήθεν αιώνιας σταθερότητας της δομής, ο Lefebvre προειδοποίησε κατά της «αξιοσημείωτης, και μάλιστα θεαματικής, μεγέθυνσης χωρίς ανάπτυξη» [27].
Επιστρέφοντας στο ίδιο θέμα από μια άλλη οπτική γωνία, αντιπαρέταξε μια απομυθοποιημένη αντίληψη της ιστορικότητας στην πανούργα θρησκεία της ιστορίας. Ενάντια στο ρεύμα της ιστορίας χωρίς να φέρνει σε αντίθεση το μακροπρόθεσμο με την περιοδολόγηση, τόλμησε ακόμη και να διαπιστώσει ότι η θεωρία της ιστορίας μετατρέπεται σε στρατηγική:
«Η έννοια της στρατηγικής ξεπερνά τις αντιθέσεις και διακρίσεις που συνήθως χρησιμοποιούνται για την ανάλυση των πραγματικών γεγονότων: Αιτιότητα [σχέση αιτίου - αποτελέσματος] και τελικό αίτιο [finalité, τελεολογία], τύχη και αιτιοκρατία [determinism [28].
Με το πρόσχημα να εξοντώσει τις ιδεολογίες, ο δομισμός ήταν λοιπόν ο ίδιος μια αυταρχική ιδεολογία, 
μια «ιδεολογία της εξουσίας» που «κρύβει και δικαιολογεί τις προσδοκίες της γραφειοκρατίας και τεχνοκρατίας στην άνευ όρων υπηρεσία του κράτους»
 Σε ακαδημαϊκή και μιντιακή δυσμένεια, ο Ανρύ Λεφέβρ ήταν ένα είδος αντι-Αλτουσερικού ελευθεριακού, που γνώριζε πάρα πολύ καλά τα θέματα για να εξουδετερώνει τις ταχυδακτυλουργίες των δομιστών. «Ο Αλτουσέρ», είπε,  
«αντιλαμβάνεται τις έννοιες αφηρημένα, στην καθαρότητα και την αυστηρότητά τους, χωρίς να αντιμετωπίζει το περιεχόμενο». 
Πιστεύει ότι «βλέπει το κενό» και «στην πραγματικότητα είναι ένα κενό»... Ο Λεφέβρ απορρίπτει λοιπόν «έναν μύθο της αυστηρότητας»: 
«Ήταν κίνηση τρόμου, οικοδομήθηκε με δόγματα και με μορφές κατανόησης της ισορροπίας, της σταθερότητας. Οι μεταβάσεις και μεταβατικές καταστάσεις απορρίπτονται προς όφελος των στατικών καταστάσεων. Ο σχολιασμός του Μαρξ από τον Αλτουσέρ και την ομάδα του είναι η πρώτη έκπληξη, αλλά ερμηνεύεται γρήγορα: Βλέπουμε τον Ηράκλειτο, αλλά αναθεωρημένο και διορθωμένο από Ελεάτες» [28a]. 
Αυτή η αντιπαράθεση ανάμεσα σέ έναν μαρξισμό θερμό και ευρισκόμενο σε κίνηση και έναν ακίνητο και κατεψυγμένο, μεταξύ Λεφέβρ και Αλτουσέρ, μπορεί να θεωρηθεί ως αντιθετική σχέση ανάμεσα στον Έρωτα και το Θάνατο. Καταλογίζοντας στον δεύτερο «έλλειψη ευαισθησίας και αισθαντικότητας», ο Λεφέβρ δείχνει να περιορίζει τη θεωρητική σύγκρουση σε ασυμβατότητα των ιδιοσυγκρασιών. Αυτό θα μπορούσε να κρύψει τη συνοχή της προσέγγισής του.

Η υπεράσπιση εκ μέρους του της έννοιας της αλλοτρίωσης, είναι στην πραγματικότητα πέρα από μια ανθρωπιστική εξέγερση εναντίον του εργαλειακού λόγου. Γι' αυτόν, 
 «η θεωρία της αποξένωσης ήταν και παραμένει ένα μέσο πολιτικού αγώνα ενάντια στον σταλινισμό, ενάντια στον νεο-σταλινισμό και ενάντια σε κάθε ιδεολογία του κράτους».  
Ενώ η δομική ακολουθία κάνει το αδιανόητο διαχρονία, η έννοια της αλλοτρίωσης 
«έχει νόημα μόνο στην πρακτική δράση, που είναι το τέλος αυτής της συγκεκριμένης αλλοτρίωσης και της αλλοτρίωσης γενικά. Αυτό σημαίνει μια δυνατότητα (το τέλος της εν λόγω αλλοτρίωσης) και μια σειρά από δυνατότητες, την ίδια την Επανάσταση...»
Ήταν η μεγάλη κατηγορία: Το κλείδωμα της στρουκτουραλιστικής ιδεολογίας, αυτός ο φαύλος κύκλος - βρόχος στη γκρίζα αιωνιότητα μιας κυριαρχίας χωρίς ουσία, αυτή η ύπουλη συμπαιγνία με την θετικιστική λατρεία προς το τετελεσμένο γεγονός:  
«Η ενιαία επιστήμη που θέλει να οικοδομήσει ο στρουκτουραλισμός του Αλτουσέρ, συνδέεται με μια στενή αντίληψη της πραγματικότητας. Αποφεύγει ή εξαλείφει όταν μπορεί, την εξερεύνηση του φάσματος των δυνατοτήτων - και των ανέφικτων. Η συνειδητοποίηση του τι είναι δυνατό στην πράξη, δεν είναι ταυτόσημη με την θεωρητική γνώση του δυνατού...» 
O Lefebvre έχει κατηγορηθεί για την μεταγενέστερη (στα τέλη της δεκαετίας του 1970) κίνησή του προς την κατεύθυνση του Κομμουνιστικού Κόμματος. Ήταν πράγματι μια παράξενη κίνηση, ή ίσως μια χειρονομία αψήφισης και περιφρόνησης του κλίματος που επικρατούσε τότε, από αυτόν που ήδη από το 1958 είχε διακηρύξει την ανεξαρτησία της κριτικής σκέψης : 
«Ο μαρξιστής πολιτικός άνθρωπος θα δείξει ότι το στρατόπεδο των σοσιαλιστικών χωρών δεν έχει κλονισθεί, ότι οι αντιφάσεις μέσα σ' αυτό το στρατόπεδο δεν οδηγούν σε συγκρούσεις, ότι διατηρεί την πολιτική συνοχή του, την οικονομική και στρατιωτική του ισχύ, ότι έχει μάλιστα ενισχυθεί, ως καθοριστικός παράγοντας σ' έναν νέο κόσμο. Ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα εξακολουθεί να παρουσιάζει μια συνεκτική γραμμή, ένα αντικειμενικά καταξιωμένο πρόγραμμα. Ο μαρξιστής φιλόσοφος δεν μπορεί να είναι ικανοποιημένος με ιδεολογικά και φιλοσοφικά επιχειρήματα, ούτε λαμβάνοντας πολιτικές θέσεις. Λυπάται για τον πολιτικό άνθρωπο όταν τον βλέπει, με την αναγκαστική τύφλωση ή την έλλειψη διαυγούς ειλικρίνειας, υποχρεωμένος να αρνείται την κακoήθεια. Αυτός, ο φιλόσοφος, θέλει πρώτα απ' όλα να αποσαφηνίσει τις αντιφάσεις στο εσωτερικό του σοσιαλισμού, για τις οποίες οι πολιτικοί πολύ συχνά κάνουν μόνο νύξεις, και στη συνέχεια αμέσως τις αποκρύπτουν».
Ερχόμενος σε ρήξη με το κόμμα, οδηγήθηκε στην αποκατάσταση της κριτικής θέσης του φιλοσοφικού λόγου, χωρίς να είναι σε θέση να βρει το έδαφος για μια νέα πρακτική. Αυτή ήταν ακόμη η περίοδος που έλεγαν «δεν υπάρχει υγιής κατάσταση έξω από το κόμμα». Ωστόσο, παρόλο που ο Αλτουσέρ συνέχισε τη θεωρητική πρακτική του σε μια απόσταση ασφαλείας από την πολιτική του κόμματος, η «φιλοσοφική» συζήτηση του Lefebvre ήταν από την αρχή μια παρέμβαση στα ιδιωτικά χωράφια του κόμματος και μια μετωπική επίθεση εναντίον του σταλινισμού : «Ο μαρξισμός έχει  γίνει μια κρατική ιδεολογία και η ιδεολογία του κράτους». Η Δίκη του Ράικ και τα [Σοβιετικά] τανκς στη Βουδαπέστη, κατά τη γνώμη του, απαιτούσαν μια θεωρητική και ηθική ρήξη τόσο σαφή, όσο εκείνη που προκλήθηκε από τη Δίκη Ντρέυφους [Dreyfus]. Η Δίκη Ράικ; Αναμφίβολα ήταν κάπως καθυστερημένος. Ωστόσο ήταν πιό πρώιμος από τους νεοφώτιστους μαοϊκούς, που ανακάλυψαν τα γκουλάγκ και ξύπνησαν από την Σταλινιστική τους ύπνωση με τον Αλεξάντρ Σολζενίτσιν.
Αναμφίβολα ο Lefebvre έκανε παραχωρήσεις και συμβιβασμούς. Ποτέ δεν βολεύτηκε πολύ καλά μέσα στο Σταλινικό καλούπι. Ίσως επειδή ανήκε στη γενιά της δεκαετίας του 1920 που μεγάλωσε μέσα στην αναπνοή του Οκτώβρη του 1917, στην οποία ανήκε και η ομάδα των φιλοσόφων (Guterman, Friedmann, Politzer, Nizan, Lefebvre), υπήρχε πάντα κάτι σαν ζωντανός προ-σταλινικός μαρξισμός μέσα του. Κάτι που προερχόταν από μια νεανική και επαναστατική περίοδο, γεμάτο με ελπίδα συνέχιζε να έρχεται στην επιφάνεια.

Τα μετά τη δεκαετία του 1970, οι επιστροφές και οι νέες προσπάθειες 
Η ρήξη το 1968 και η αντίδραση του κοινωνικού κινήματος θα έπρεπε λογικά να ενθαρρύνει μια ανατάραξη στο θεωρητικό πεδίο. Ο δομισμός που προηγουμένως θριάμβευε έπεσε σε δυσμένεια και η καταπιεσμένη υποκειμενικότητα πήρε την εκδίκησή της. Η εποχή που ο Levi - Strauss προσέδωσε ως στόχο στις κοινωνικές επιστήμες όχι την συγκρότηση του ανθρώπου, αλλά την «διάλυση» [την αποδόμησή] του, φαινόταν παρελθόν. Όπως ορθώς επισημαίνει ο Perry Anderson, αυτή η στροφή 180 μοιρών έφερε ξανά στο μπροστινό μέρος της σκηνής έναν «υποκειμενισμό χωρίς υποκείμενο», ένα υποκείμενο που αποσυντίθεται από τη δύναμη των επιθυμιών του.
Κάτω από το συμβολικό λάβαρο του Ριζώματος, ενός γόνιμου, καρπερού υπόγειου κονδύλου, από τον Ντελέζ [Deleuze] και τον Φελίξ Γκουσταρί [Guattari], ακούστηκε η κραυγή της μάχης, καθώς άρχιζαν την επίθεσή τους εναντίον του μαρξισμού. Οι μετανοούντες του Μαοϊσμού, όπως ο Αντρέ Γκλυκσμάν [Glucksmann], ο Ανρύ - Λεβύ [Bernard - Henry Levy], ο Jambet, ο Lardreau και πολλοί άλλοι, ανέλαβαν το επώδυνο εγχείρημα της επιστροφής: Ο Δυτικός άνεμος είχε νικήσει τον Ανατολικό άνεμο. Από το 1972, η υπογραφή του Κοινού Προγράμματος της Αριστεράς άφησε τους ιδεολόγους αφοπλισμένους μπροστά στην επιστροφή στην πολιτική. Ενώ καλούνταν να αναλάβουν μαχητική δραστηριότητα, οι περισσότεροι από αυτούς παραδέχθηκαν την ήττα τους και επέστρεψαν στην δική τους δουλειά, ανακαλύπτοντας τις εκδικητικές αρετές της καλής παλιάς φιλοσοφίας. Απογοητεμένοι, ανακοίνωσαν με στόμφο στον κόσμο ότι οι μάζες ήταν καλό πράγμα, αλλά το προλεταριάτο ήταν κακό. Η επανάσταση καλή αλλά η πολιτική κακό, οι  αυτοαποκαλούμενοι εκπρόσωποι εξαιρετικοί, αλλά οι ακτιβιστές άθλιοι [29].
Ο Perry Anderson θεωρεί ότι η δεκαετία του 1970 ήταν μεταβατικά χρόνια  για τις μαρξιστικές διαμάχες: Από τη φιλοσοφία στην στρατηγική, από την επιστημολογία την οικονομία. Ωστόσο, το αποτέλεσμα ήταν μάλλον πενιχρό, τουλάχιστον στη Γαλλία.
Για ότι αφορά τη στρατηγική, η συζήτηση που προκάλεσε ο ισολογισμός του Μάη του 1968, της Χιλής και της επανάστασης στην Πορτογαλία, ήταν πολύ βραχύβια. Εκτός από μερικές συνεισφορές του Νίκου Πουλαντζά και τις εκ νέου αναγνώσεις του Γκράμσι (Κριστίν Μπυσί - Γκλυκσμάν - Christine Buci - Glucksmann), δεν έμεινε σχεδόν τίποτε. Ο εφήμερος αναβρασμός του Ευρωκομμουνισμού ήταν η αφορμή για να ανακαλυφθεί ξανά ο Κάρλ Κάουτσκι [Kautsky] και ο Αυστρο-μαρξισμός, που ήταν δύσκολο να δώσουν καινοτομίες. Για ότι αφορά την οικονομική συζήτηση, ήταν επίσης βραχύβια. Η ομάδα γύρω από το περιοδικό Critique de I' Economie politique (Vallier, Salama, Dallemagne) διαλύθηκε χωρίς να σχηματίσει μία σχολή. Η Σχολή της Ρύθμισης, η οποία εμφανίστηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1980, εν μέρει μόνο σχετιζόταν με το μαρξισμό [30]. Αν και είχε το πλεονέκτημα ότι εμπλούτισε τη θεωρία των μακρών κυμάτων [Κοντράτιεφ - Schumpeter], άν και μπορούσε να επωφεληθεί από την ανάγνωση και των τριών βιβλίων του Κεφαλαίου μελετώντας ολόκληρη τη ρύθμιση της αναπαραγωγής στο σύνολό της, αντί να περιορίζεται μόνον στον Πρώτο Τόμο του, άν και επέστησε την προσοχή στη νέα κοινωνιολογία της εργασίας, φαίνεται να έχει φτάσει ήδη τα όρια της συνεισφοράς της [31].
Ωστόσο, ο ισολογισμός είναι ακόμη δυσμενέστερος, στο βαθμό που η γονιμότητα της προηγούμενης περιόδου είναι υπερβολική. Η μαρξιστική θεωρία στη Γαλλία υποφέρει από πολλά μειονεκτήματα. Πρώτον, η απουσία της διαλεκτικής σκέψης. Ο Αλαίν Μπαντιού [Badiou] βρήκε μόνον τρείς διακεκριμένους εκπροσώπους της, και δεν έχει λάθος: Pascal, Rousseau και Mallarme ! Αναμφίβολα δεν είναι τυχαίο, ότι όσοι παράγουν πρωτότυπα έργα προέρχονται από έναν ξένο πνευματικό πολιτισμό (Lucien Goldmann, Michael Löwy [Μίκαελ Λεβύ], R. Fausto). Και ακόμη δεν έχουμε σταματήσει να πληρώνουμε το τίμημα για την ασφυξία της κριτικής σκέψης εξαιτίας του Κομμουνιστικού Κόμματος.
Ωστόσο, η επιτυχία του Αλτουσέρ και της σχολής του ήταν ευθέως ανάλογη με την έλλειψη γνώσης του μαρξισμού στη Γαλλία. Τουλάχιστον σήμερα, υπάρχει κάποια κάλυψη από τα ΜΜΕ και ευνοϊκή ακαδημαϊκή αποδοχή του μαρξισμού. Ακόμη είμαστε στη φάση της εξομάλυνσης. Αλλά υπάρχει πολύ καλύτερη γνώση των κειμένων και πολλή έρευνα, που είναι προσεκτική όσο και πρωτότυπη, στην ιστορία, στην επιστημολογία, στη φιλοσοφία και στην οικονομία. Αλλά υπάρχει το πρόβλημα ότι η κατάρρευση του Κομμουνιστικού Κόμματος, χωρίς να αναδύεται κάποιο σημαντικό μαχητικό ρεύμα, αφήνει το έργο αυτό να βρίσκεται σε αγρανάπαυση, χωρίς πολιτικούς συμπυκνωτές ή έναν πραγματικό χώρο για συζήτηση.
Με άλλα λόγια, το χάσμα μεταξύ θεωρίας και πράξης είναι βαθύτερη από κάθε άλλη φορά, και αυτό έχει αναγκαστικά ένα κόστος. Μερικά περιοδικά προσπαθούν να δημιουργήσουν τους δεσμούς για μια συζήτηση. Στην πρώτη σειρά από αυτά είναι το Actuel Marx, αν και δεν του λείπουν ορισμένα σφάλματα της ακαδημαϊκής Μαρξολογίας. Η ομάδα γύρω από τον Jean - Marie Vincent και τον Toni Negri, με το Futur Anterieur, είναι μια ενδιαφέρουσα προσπάθεια. Η Critique Communiste είναι η μόνη μαχητική θεωρητική - πολιτική επιθεώρηση. Διανοούμενοι όπως ο Αντρέ Γκόρζ [Andre Gorz], ο Patrick Tort, o Maurice Godelier, o Αlain Badiou, συνέχισαν με μοναχικό και πρωτότυπο έργο.
Γενικότερα, παραμένουν οι Γαλλικές αδυναμίες της μαρξιστικής θεωρίας. Χωρισμένη μεταξύ φιλοσοφικής παράδοσης και ανθρωπολογικής ή ιστορικής έρευνας, είναι ανθεκτική στην οικονομία, ή ακριβέστερα, σε εκείνη την κίνηση της γνώσης, την οποία ο Μαρξ αποκάλεσε «Γερμανική επιστήμη», σε αντιδιαστολή με την κατάτμηση των θετικών επιστημών [32]. 
Σε μια εποχή που η κυρίαρχη ιδεολογία  για μια ακόμη φορά ανακοινώνει το θάνατο του Μαρξ, ή όταν μια οκνηρή προκατασκευασμένη σκέψη είναι ικανοποιημένη με ένα fast-food επιλεγμένων παραπομπών, η επαναθεμελίωση (ή θεμελίωση) της μαρξιστικής σκέψης απαιτεί να διαβάσουμε τον Μαρξ. Είκοσι πέντε χρόνια μετά τον Αλτουσέρ, που πρώτος μας κάλεσε να τον διαβάσουμε, αυτό το έργο παραμένει ακόμη απραγματοποίητο.

Αυτό το άρθρο δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στην Αγγλική γλώσσα στην International Marxist Review τεύχος 14, Χειμώνας 1992. Δημοσιεύθηκε online στο International Viewpoint , 18. 7. 2011.


Υποσημειώσεις 
[1] Perry Anderson, In the Tracks of Historical Materialism, Λονδίνο 1983
[2] Daniel Lindenberg, Le marxisme introuvable, Παρίσι
[3] Jean Jaurès: Από τους κύριους ηγέτες του γαλλικού Σοσιαλισμού πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, δολοφονήθηκε για την αντίθεσή του στον πόλεμο.  
Lucien Herr: Με επιρροή Γάλλος σοσιαλιστής διανοούμενος γύρω στο 1900.  
Jules Guesde : Από τους αποκαλούμενους μαρξιστές ηγέτες του Γαλλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος στο γύρισμα του αιώνα.  
Antonio Labriola: Ιταλός μαρξιστής φιλόσοφος στο γύρισμα του αιώνα.
[4] Αντόνιο Γκράμσι : Ο σημαντικός Ιταλός θεωρητικός του μαρξισμού του Μεσοπολέμου, γνωστός ιδίως για τα Τετράδια της Φυλακής, γραμμένα ενώ ήταν φυλακισμένος από τις φασιστικές αρχές .  
Georg Lukacs: Ούγγρος μαρξιστής και κριτικός της λογοτεχνίας. Μέλος της κυβέρνησης Bela Kun το 1918, αργότερα κριτικός υποστηρικτής του σταλινισμού. 
[5] Auguste Comte: Ιδρυτής της "θετικιστικής" κοινωνιολογίας. 
[6] Emile Durkheim: Ηγετική φυσιογνωμία της Γαλλικής θετικιστικής κοινωνιολογίας (19ος και 20ός αιώνας).
[7] Auguste Blanqui: Γάλλος επαναστάτης του 19ου αιώνα, επικρίθηκε για τις ελιτίστικες και συνωμοτικές μεθόδους του.  
Georges Sorel: Γάλλος θεωρητικός του συνδικαλισμού.  
Bernard Lazare: Εβραιο-Γάλλος ελευθεριακός σοσιαλιστής διανοούμενος, από τους πρώτους υπερασπιστές του Dreyfus κατά των αντισημιτικών συκοφαντιών (τέλος του 19ου αιώνα).
[8] Georges Politzer: Γάλλος Κομμουνιστής (σταλινιστής) φιλόσοφος και ψυχολόγος, σκοτώθηκε από τους Ναζί κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.
[9] Βλ. Georges Labica, Le marxisme - leninisme, Huisman, Παρίσι 1984. 
[10] Kojève : Γαλλο-Ρώσος φιλόσοφος, εισήγαγε τον Hegel στο γαλλικό κοινό κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1930. 
Για τον Εγελιανισμό του Kojève, η κρίση του Αλτουσέρ δεν παρουσιάζει έλλειψη διαύγειας: «Τα πάντα σ' αυτόν περιστρέφονταν γύρω από τον αγώνα κατά του θανάτου και το τέλος της ιστορίας, στο οποία έδωσε ένα εκπληκτικά γραφειοκρατικό περιεχόμενο. Η ιστορία, δηλαδή η ιστορία των ταξικών αγώνων δεν σταματά εκεί, αλλά συνεχίζεται με τη μορφή της συνήθους διαχείρισης των πραγμάτων (ζήτω ο St. Simon!). Έτσι, συνδυάζονται πιθανώς οι επιθυμίες του φιλοσόφου και η επαγγελματική κατάσταση του κορυφαίου γραφειοκράτη [...] Εύκολα αντιλήφθηκα ότι οι Γάλλοι "Εγελιανοί" μαθητές του Kojève δεν είχε καταλάβει τον Χέγκελ [...] Για τον Χέγκελ, στη Γαλλία τουλάχιστον, όλα ήταν  κατανοητά και εξηγήσιμα (Autobiographie, L’Avenir dure longtemps, Stock, Paris, 1992, p. 169).
[11] Michel Foucault: Μεταμοντέρνος φιλόσοφος και ιστορικός της σεξουαλικότητας. 
[12] Claude Levi - Strauss: Ο διάσημος Γάλλος ανθρωπολόγος.  
Marcel Mauss: Γάλλος ανθρωπολόγος του Μεσοπολέμου, συνεχιστής του Durkheim. 
[13] Βλ. F. Dosse, Histoire du structuralisme, 2 τόμοι, Παρίσι 1991 - 1992.
[14] Κορνήλιος Καστοριάδης : Γαλλο-Έλληνας φιλόσοφος και ψυχαναλυτής, πρώην τροτσκιστής, πρώην ηγέτης του μαρξιστικού κινήματος «Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα» (1940-1950).
[15] Michel Foucault, Les mots et les choses, Παρίσι 1966. 
[16] Louis Althusser, Pour Marx, Maspero, Paris, 1965  -  For Marx, Λονδίνο 1966, σ. 22. 
[17] Στο ίδιο (For Marx), σελ. 27.
[18] Πρόταση του Αλτουσέρ ότι υπήρχε σαφής διαχωρισμός μεταξύ του «Νεαρού Μαρξ» και του μεταγενέστερου, που εμφανίζεται στο βιβλίο του Μάρξ Η Γερμανική Ιδεολογία. Ο διαχωρισμός χαρακτηρίζεται από την ανάπτυξη εκ μέρους του Μάρξ μιας θεωρίας της ιστορίας (ιστορικός υλισμός) και μιας νέας φιλοσοφίας (διαλεκτικός υλισμός).
[19] Jacques Lacan : Φιλόσοφος της ψυχανάλυσης.  
Maurice Godelier: Σύγχρονος στρουκτουραλιστής ανθρωπολόγος και κοινωνιολόγος. 
[20] Louis Althusser, Problèmes Etudiants, Παρίσι 1963. 
[21] Jacques Rancière, La leçon d' Althusser, Παρίσι 1974. O Rancière, φιλόσοφος και ιστορικός, είναι πρώην μαθητής του Αλτουσέρ.
[21a] L. Althusser, L’Avenir dure longtemps, Stock, 1992, σ. 210.
[21b] H Αυτοβιογραφία του Αλτουσέρ απεικονίζει μια κρίση, καθώς και τη συνειδητοποίηση του θεωρητικού αδιεξόδου που είχε φθάσει. Ανοίγεται σε γόνιμα θέματα. Δυστυχώς το σώμα του κειμένου φθάνει μέχρι το Pour Marx και την Réponse à John Lewis.
[21c] Τα μεταθανάτια γραπτά του Αλτουσέρ τονίζουν την έμπνευση του Σπινόζα και όχι τη θετικιστική προσέγγιση. Στην παράδοση του Χέγκελ και του Σπινόζα, δεν ιχνηλατείται η υποκειμενικότητα γενικά, αλλά «η ψευδαίσθηση της υπερβαίνουσας ή υπερβατικής υποκειμενικότητας». Απορρίπτοντας τις «ανόητες» αιτιάσεις του Πόππερ [Karl Popper], ο Αλτουσέρ επιμένει στο «τρίτο είδος της γνώσης» του Σπινόζα και ακολουθεί τα βήματά του στην αναζήτηση μιάς «καθολικής μοναδικότητας» [«singularité universelle»]. Βλ. ειδικά για τον Σπινόζα και τον Μακιαβέλι, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Lignes Νο 18, Ιανουάριος 1993
[22] Michel Henry, Marx, 2 τόμοι, Παρίσι 1977. Πρόκειται για μια προσεκτική ανάγνωση του Μαρξ, από φαινομενολογική σκοπιά, στους αντίποδες μιας Αλτουσεριανής ανάγνωσης. 
[23] Etienne Balibar: Mαρξιστής φιλόσοφος, πρώην μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος και μαθητής του Αλτουσέρ.  
Georges Labica: Μαρξιστής φιλόσοφος, πρώην μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος. Επιμελήθηκε το Λεξικό του Μαρξισμού. 
[24] Lucien Goldmann: Γαλλο -Ρουμάνος μαρξιστής φιλόσοφος, μαθητής του Λούκατς. 
[25] Ferry και Renault, La Pensee 68, Παρίσι 1988.
[26] Henri Lefebvre, Le langage et la societé, Παρίσι 1966.
[27] Henri Lefebvre, La Sociologie de Marx, Παρίσι 1965.
[28] Henri Lefebvre, La fin de I' histoire, Παρίσι 1970.
[28a] H. Lefebvre, Au-delà du structuralisme, Anthropos 1971.
[29] Βλ. Alain Badiou, Deleuze et plain, Παρίσι 1977. Ο Badiou είναι μαρξιστής φιλόσοφος, πρώην Μαοϊκός. 
Μια παλιά, ωστόσο πολύ καλή περιήγηση στην πρώτη περίοδο του Γαλλικού μετα-στρουκτουραλισμού (αλλά και στην μακροχρόνια επώαση που προηγήθηκε), είναι το μικρό βιβλίο του Vincent Descombes, La Meme et lautre (1980). Ελληνική μτφ. Λένας Κασίμη: Vincent Descombes, Το Ίδιο και το Άλλο - 45 χρόνια Γαλλικής φιλοσοφίας, Praxis, Αθήνα 1984. Το βιβλίο είναι εξαντλημένο, υπάρχει όμως σε ηλεκτρονική μορφή:  Το Ίδιο και το Άλλο
[30] Από την οικονομολογική «Σχολή της Ρύθμισης», ο Alain Lipietz εξακολουθεί να δηλώνει μαρξιστής, σε αντίθεση με τον Aglietta και τον R. Boyer.
[31] Βλ. το βιβλίο των Dockes και Rosier, Le Rythmes economiques, Παρίσι. 
[32] Βλ. Manuel Sacristán, El trabajo Científico de Marx y su Nocion de Ciencia, Madrid 1980.
Ο Ντανιέλ Μπενσαΐντ (Daniel Bensaïd, 1946-2010) ήταν από τους εξέχοντες μαρξιστές φιλοσόφους στη Γαλλία. Διετέλεσε για χρόνια ηγετικό στέλεχος της LCR (γαλλικό τμήμα της Τέταρτης Διεθνούς) και στη συνέχεια του NPA. Επίσης ήταν μέλος της κεντρικής ηγεσίας της Τέταρτης Διεθνούς, από τη δεκαετία του 1970 μέχρι και τη δεκαετία του 1990.

Η επίσημη ιστοσελίδα του Ντανιέλ Μπενσαΐντ 

...με το άρθρο στη Γαλλική γλώσσα: Visages et mirages du marxisme français
 
Η κριτική του Αλτουσέρ στον Χέγκελ - και άλλα σχετικά με τον Αλτουσέρ και την σχολή του,
στην ενδιαφέρουσα ιστοσελίδα  "die Bestimmung des Menschen - Ταξικές Μηχανές"
Update 23 Nοεμβρίου 2013:
1. Το εξαιρετικά ενδιαφέρον γραπτό του Κοστάντσο Πρέβε «Λουί Αλτουσέρ, Η πάλη ενάντια στο κοινό αίσθημα», αρχικά δημοσιευμένο σε Ελληνική μετάφραση (του Άκη Γαβριηλίδη) στο περιοδικό Θέσεις - τεύχος 56, Ιούλιος - Σεπτέμβριος 1996, αναδημοσιευμένο στο Red NoteBook.
Στη μνήμη του Constanzo Preve (1943 - Τορίνο 23/11/2013).
«...Η απόπειρα όμως αυτή (έτσι τουλάχιστον πιστεύω) απέτυχε τελείως: όχι επειδή ο Αλτουσέρ δεν κατόρθωσε να εκφραστεί με αρκετή σαφήνεια, δύναμη πειθούς και βάθος, αλλά επειδή αυτός στον οποίο απηύθυνε το μήνυμα του ήταν στην πραγματικότητα απολύτως ανεπίδεκτος μετασχηματισμού...
...Ο Γιούργκεν Χάμπερμας περνά  - δικαίως - για ένας από τους [...] καλύτερα πληροφορημένους θεωρητικούς της διεθνούς φιλοσοφικής κοινότητας. Ωστόσο, γι΄ αυτόν, ο μαρξισμός από φιλοσοφική άποψη παραμένει μια μυθική αντίληψη που επιδιώκει να εκφράσει συνολικά την κοινωνική ολότητα, μια ουτοπία της επανιδιοποίησης στο ακέραιο της αλλοτριωμένης, στον κόσμο της πραγμοποίησης των εμπορευμάτων, ανθρώπινης ουσίας. Οποιαδήποτε προσπάθεια αναλαμβάνει κανείς για να του δώσει να καταλάβει ότι ο μαρξισμός μπορεί να είναι και κάτι άλλο από αυτό το Μύθο της Προέλευσης και της Σωτηρίας, γλιστρά επάνω του όπως το νερό πάνω στο μάρμαρο. Την σημειώνει και συνεχίζει όπως πριν. Θα έλεγε κανείς ότι, γι΄ αυτόν, τίποτε πια δεν παρήχθη στο πεδίο της μαρξιστικής φιλοσοφίας μετά την έκδοση του βιβλίου του νεαρού Λούκατς Ιστορία και Ταξική συνείδηση, το 1923, και ότι ο Αλτουσέρ δεν ήταν τίποτε άλλο από ένα επεισόδιο του γαλλικού δομισμού ...
... Για τον Ιωάννη Παύλο τον Β, που γνωρίζει μόνο δύο φιλοσοφικές παραλλαγές του μαρξισμού: το νατουραλισμό που προέρχεται από το νεαρό Μαρξ και το διαλεκτικό υλισμό σοβιετικού τύπου, που διδασκόταν στις σχολές του “υπαρκτού σοσιαλισμού, ο πολιτικός κομμουνισμός του 20ού αιώνα είναι ο θεωρητικός κληρονόμος της διαφωτιστικής αντίληψης περί ιστορικής προόδου, στην οποία προστίθενται ο υλισμός και ο αθεϊσμός. Αυτό όμως που ο Κάρολ Βοϊτύλα αποκαλεί “αθεϊσμό είναι ακριβώς αυτό που, στον καιρό του, ο Αλτουσέρ είχε χαρακτηρίσει “ανθρωπισμό, και αυτό που αποκαλεί “υλισμό είναι, πολύ απλά, ο “οικονομισμός του Αλτουσέρ.
Όσο για την ιδεολογία της ομογενούς χρονικότητας της προόδου μέσα στην ιστορία, που θεμελιώνεται στη λογική προϋπόθεση ότι υπάρχει ένα συλλογικό υποκείμενο που εμμένει στην αρχική του ταυτότητα και, έτσι, εγγυάται την τελική πραγματοποίηση του αρχικού του σχεδίου, δεν είναι άραγε ακριβώς αυτό που ο Αλτουσέρ είχε ορίσει ως “ιστορικισμό ; ...
... Έτσι, το κοινό αίσθημα δεν υφίσταται τελικά την παραμικρή, έστω περιθωριακή, τροποποίηση. Ο φιλοσοφικός κώδικας του μαρξιστικού παραδείγματος που κυριαρχεί στο εσωτερικό του πραγματικού ιστορικού κομμουνιστικού κινήματος θα παραμείνει βασισμένος στο συνδυασμό του ιστορικισμού, του ανθρωπισμού και του οικονομισμού [...] Είμαι ωστόσο πεπεισμένος ότι η κριτική του μέλλοντος θα είναι κατ΄ ουσίαν γενναιόδωρη με τον Λουί Αλτουσέρ. 
Χωρίς αμφιβολία, θα αναγνωρίσει ότι αυτός ο άντρας δεν υπήρξε μόνο αντιπροσωπευτική, ή και υποδειγματική, φιγούρα της καθορισμένης συγκυρίας της δεκαετίας του εξήντα, αλλά ότι στάθηκε ικανός να την ξεπεράσει και να φθάσει μια πολύ ευρύτερη διάσταση, αντιπροσωπευτική της εποχής ολόκληρης, τη διάσταση ενός φιλοσόφου τυπικού για τον 20ό αιώνα. Βέβαια, το μήνυμα του Αλτουσέρ είναι, όπως ειπώθηκε, ένα μήνυμα μοναξιάς, αλλά όχι αποτυχίας. Δεν ήταν στην εξουσία του να μετασχηματίσει ένα κίνημα ανεπίδεκτο μετασχηματισμού  - και ο ιστορικός κομμουνισμός του 20ού αιώνα είχε γίνει κάτι που δεν επιδέχεται μεταμόρφωση...»     
Ολόκληρο το κείμενο:     Red NoteBook
2.  Για κάθε προσωπικότητα τέτοιου βεληνεκούς, είναι πάντοτε πολύ ενδιαφέρον και ουσιαστικό θέμα το πώς πορεύθηκε στην πραγματική ζωή, αυτό που αποδίδεται πιό παραστατικά στην Αγγλική γλώσσα ως conduct of life. Η περίπτωση του Λουί Αλτουσέρ και ιδιαίτερα ό,τι αφορά την γυναίκα του Ελέν Ρυτμάν (Hélène Légotien ή Rytman), έχει ουσία που συγκλονίζει. Το θέμα έχει συζητηθεί εκτενώς, αλλά ό,τι πιό ουσιαστικό, συνταρακτικό για τις ανθρώπινες καταστάσεις και γεμάτο με την ειλικρίνεια μιας εκ βαθέων μαρτυρίας, φαίνεται στην αυτοβιογραφία του (Το μέλλον διαρκεί πολύ).
Η Ελέν στάθηκε στο πλευρό του επί 4 σχεδόν δεκαετίες, έστω και άν ο Αλτουσέρ τής στάθηκε φανερά άπιστος. Παρόλα αυτά, και παρά τον φοβερό τρόπο που έγραψε το τραγικό τέλος, ο ίδιος δεν κρύβει τα αισθήματά του στην αυτοβιογραφία: 
 «...Αυτό που με συγκλόνιζε πιό πολύ ήταν τα χέρια της, που ποτέ δεν άλλαξαν. Είχαν πάρει σχήμα και έφεραν τα ίχνη σκληρής δουλειάς, ωστόσο το άγγιγμά της είχε μια θαυμαστή τρυφερότητα που πρόδιδε τον πόνο της καρδιάς της και πόσο ήταν αβοήθητη. Είχαν γίνει τα χέρια μιας δύστυχης, ώριμης γυναίκας, που δεν είχε τίποτε και κανέναν για να στηριχθεί, ωστόσο εύρισκε μέσα της δύναμη για να συνεχίσει να δίνει, να προσφέρει. Με γέμιζε τόση θλίψη ο πόνος που είχε αποτυπωθεί πάνω τους, ώστε συχνά συχνά δάκρυζα μέσα σ' αυτά τα χέρια, πολλές φορές με έκαναν να δακρύσω, όμως ποτέ δεν της εξήγησα το λόγο. Φοβόμουν ότι αυτό θα της προκαλούσε πόνο – Ελέν, Ελέν μου...». (βλ. επίσης για «Το μέλλον διαρκεί πολύ» - της Χριστίνας Παπαγγελή, και στην ιστοσελίδα Λέξεις και Ανάγνωση)  
Η Hélène Rytman είχε καταγωγή Εβραϊκή - Λιθουανική. Είχε προσχωρήσει στο Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα στη δεκαετία του 1830 και είχε πολεμήσει στην αντίσταση κατά του Ναζισμού.  

Τα Γράμματα στην Ελένη, του Λουί Αλτουσέρ, 710 σελίδες αλληλογραφίας των ετών 1947 -1980 εκδόθηκαν το 2011, απο τον εκδοτικό οίκο Grasset σε συνεργασία με το Fonds Althusser του ΙMEC (Institut Mémoires de l'édition contemporaine)  
«Généalogie d’une démence. 
Carnets, au jour le jour, parfois heure par heure, d’une lutte avec le démon.
D’où il ressort que mon maître était un Pierre Rivière philosophe – un possédé savant – un halluciné hanté par la volonté de comprendre et de regarder son mal en face – un Ajax dont, à la toute dernière minute, nulle Athéna n’aura détourné la
hache d’airain à deux tranchants’’ et, pourtant, extralucide – un prince Mychkine chez qui folie et connaissance, pulsions mortelles et maîtrise de soi, auraient noué un pacte inflexible. Ce paquet de lettres et de mémoire, cette plongée au coeur d’une des histoires les plus troubles et les plus édifiantes du XXe siècle, ce voyage, certes impudique, mais si riche d’enseignements qu’il eût été inconséquent de s’en priver, dans les coulisses d’une âme à la fois géniale et damnée, je suis heureux, et ému, du privilège qui m’est offert de les présenter à leurs lecteurs» (από τον πρόλογο του Bernard-Henri Lévy).


http://www.imec-archives.com/editions/lettres-a-helene-1947-1980/

3. Μια ενδιαφέρουσα και από πολιτική άποψη πληροφορία, δίνει ο Ζαν Γκιτόν [Jean Guitton], ο οποίος υπήρξε καθηγητής του νεαρού Αλτουσέρ την περίοδο που ήταν ακόμη καθολικός, πριν στραφεί στο μαρξισμό. Λίγο πριν ξεσπάσει η προσωπική του τραγωδία, ο Αλτουσέρ και η γυναίκα του Ελέν του είχαν ζητήσει να μεσολαβήσει για να συναντηθούν με τον τότε Πολωνό Πάπα Κάρολ Βοϊτύλα - Ιωάννη Παύλο Β', επειδή «και οι δύο είχαν την εντύπωση ότι ο Ιωάννης Παύλος ο Β ' ήταν ο πάπας που η μοίρα είχε ορίσει για να συμβιβάσει τον κομμουνισμό με τον καθολικισμό» (αναφέρεται και από τον Άκη Γαβριηλίδη στο περιοδικό Θέσεις, όπου το μεταφρασμένο άρθρο του Constanzo Preve).
Ο Louis Althusser και η αδελφή του, 
1933 (© Fonds Althusser, Imec)


1 σχόλιο:

  1. Αυτές οι γραμμές ''Κάτω από το συμβολικό λάβαρο του Ριζώματος, ενός γόνιμου, καρπερού υπόγειου κονδύλου, από τον Ντελέζ [Deleuze] και τον Φελίξ Γκουσταρί [Guattari], ακούστηκε η κραυγή της μάχης, καθώς άρχιζαν την επίθεσή τους εναντίον του μαρξισμού'', είναι οι πιο αποτυχημένες του κειμένου. Κατά τα άλλα ωραίο.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοφιλείς αναρτήσεις 2013 - 2022

Το δημοκρατικό αίτημα των καιρών: Το δίκιο των νέων γενεών και των γενεών που έρχονται

Το δημοκρατικό αίτημα των καιρών: Το δίκιο των νέων γενεών και των γενεών που έρχονται
Χρίστος Αλεξόπουλος: Κλιματική κρίση και κοινωνική συνοχή

ΕΠΙΛΟΓΕΣ:
Αντρέϊ Αρσένιεβιτς Ταρκόφσκι

ΕΠΙΛΟΓΕΣ:<br>Αντρέϊ Αρσένιεβιτς Ταρκόφσκι
Πως η αγάπη επουλώνει τη φθορά του κόσμου

Danilo Kiš:

Danilo Kiš:
Συμβουλές σε νεαρούς συγγραφείς, και όχι μόνον

Predrag Matvejević:

Predrag Matvejević:
Ο Ρωσο-Κροάτης ανιχνευτής και λάτρης του Μεσογειακού κόσμου

Azra Nuhefendić

Azra Nuhefendić
Η δημοσιογράφος με τις πολλές διεθνείς διακρίσεις, γράφει για την οριακή, γειτονική Ευρώπη

Μάης του '36, Τάσος Τούσης

Μάης του '36, Τάσος Τούσης
Ο σκληρός Μεσοπόλεμος: η εποχή δοσμένη μέσα από τη ζωή ενός ανθρώπου - συμβόλου

Ετικέτες

«Γενιά του '30» «Μακεδονικό» 1968 1989 αειφορία Ανδρέας Παπανδρέου αντιπροσωπευτική δημοκρατία Αριστοτέλης Αρχιτεκτονική Αυστρομαρξισμός Βαλκανική Βαρουφάκης βιοποικιλότητα Βρετανία Γαλλία Γερμανία Γκράμσι Διακινδύνευση Έθνος και ΕΕ Εκπαίδευση Ελεφάντης Ενέργεια Επισφάλεια ηγεμονία ΗΠΑ Ήπειρος Θ. Αγγελόπουλος Θεοδωράκης Θεσσαλονίκη Θεωρία Συστημάτων Ιβάν Κράστεφ ιστορία Ιταλία Καντ Καρλ Σμιτ Καταναλωτισμός Κεντρική Ευρώπη Κέϋνς Κίνα Κλιματική αλλαγή Κοινοτισμός κοινωνική ανισότητα Κορνήλιος Καστοριάδης Κοσμάς Ψυχοπαίδης Κράτος Πρόνοιας Κώστας Καραμανλής Λιάκος Α. Λογοτεχνία Μάνεσης Μάξ Βέμπερ Μάρξ Μαρωνίτης Μέλισσες Μέσα «κοινωνικής» δικτύωσης Μέσα Ενημέρωσης Μεσόγειος Μεταπολίτευση Μιχ. Παπαγιαννάκης Μουσική Μπερλινγκουέρ Νεοφιλελευθερισμός Νίκος Πουλαντζάς Νίτσε Ο τόπος Οικολογία Ουκρανία Π. Κονδύλης Παγκοσμιοποίηση Παιδεία Πράσινοι Ρήγας Ρίτσος Ρωσία Σεφέρης Σημίτης Σολωμός Σοσιαλδημοκρατία Σχολή Φραγκφούρτης Ταρκόφσκι Τουρκία Τραμπ Τροβαδούροι Τσακαλώτος Τσίπρας Φιλελευθερισμός Φιλοσοφία Χαλκιδική Χέγκελ Χριστιανισμός Acemoglu/Robinson Adorno Albrecht von Lucke André Gorz Axel Honneth Azra Nuhefendić Balibar Brexit Carl Schmitt Chomsky Christopher Lasch Claus Offe Colin Crouch Elmar Altvater Ernst Bloch Ernst-W. Böckenförde Franklin Roosevelt Habermas Hannah Arendt Heidegger Jan-Werner Müller Jeremy Corbyn Laclau Le Corbusier Louis Althusser Marc Mazower Matvejević Michel Foucault Miroslav Krleža Mudde Otto Bauer PRAXIS International Ruskin Sandel Michael Strauss Leo Streeck T. S. Eliot Timothy Snyder Tolkien Ulrich Beck Wallerstein Walter Benjamin Wolfgang Münchau Zygmunt Bauman

Song for the Unification (Zbigniew Preisner -
Elzbieta Towarnicka - Kr. Kieślowski) - youtube

Song for the Unification (Zbigniew Preisner - <br>Elzbieta Towarnicka - Kr. Kieślowski) - youtube
Ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων,
ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον...
Ἡ ἀγάπη ...πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ἐλπίζει, πάντα ὑπομένει...
Νυνὶ δὲ μένει πίστις, ἐλπίς, ἀγάπη, τὰ τρία ταῦτα·
μείζων δὲ τούτων ἡ ἀγάπη (προς Κορινθ. Α΄ 13)

Zygmunt Bauman: «Ρευστές ζωές, ρευστός κόσμος, ρευστή αγάπη»

Zygmunt Bauman: «Ρευστές ζωές, ρευστός κόσμος, ρευστή αγάπη»
«Είμαι βραχυπρόθεσμα απαισιόδοξος αλλά μακροπρόθεσμα αισιόδοξος»

Μουσείο Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας

Μουσείο Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας
«Χριστούγεννα με τον Κοκκινολαίμη – Το Αηδόνι του Χειμώνα»

Ψηλά στην Πίνδο, στο Περτούλι

Ψηλά στην Πίνδο, στο Περτούλι