Ένα κοινοτικό νόμισμα χωρίς κοινότητα, δεν έχει μέλλον
του Έλμαρ Άλτφάτερ
το πρώτο μέρος του άρθρου:
→ Το πολιτικό ευρώ: Ένα κοινοτικό νόμισμα χωρίς κοινότητα, δεν έχει κανένα μέλλον (Α')
→ Το πολιτικό ευρώ: Ένα κοινοτικό νόμισμα χωρίς κοινότητα, δεν έχει κανένα μέλλον (Α')
το άρθρο Der politische Euro - Eine Gemeinschaftswährung ohne Gemeinschaft hat keine Zukunft του Elmar Altvater, δημοσιεύθηκε στο περιοδικό © Blätter für deutsche und internationale Politik, τεύχος 5/2013 (Μάιος). Oλόκληρο (Γερμανικά) σε μορφή pdf εδώ
Οι απατηλές ελπίδες από την υποτίμηση του νομίσματος
Τα νομίσματα είναι χρήματα και τα χρήματα είναι ένα κοινωνικό κατασκεύασμα. Συνεπώς, η
νομισματική ένωση δεν είναι ένα πανωφόρι που το φοράς αναγκαστικά, ακόμη
και αν χρησιμοποιείται από την τρόϊκα εις βάρος των χωρών που είναι οφειλέτριες, για να αποδεχθούν μια βάναυση πειθαρχία. Μπορεί κανείς και να απαλλαγεί από αυτόν το ζουρλομανδύα, όπως έχει ήδη συμβεί
πολλές φορές στην ιστορία με εθνικά ή με κοινοτικά νομίσματα.
Η Γερμανία έχει και αυτή τις δικές της εμπειρίες με περισσότερα από ένα νομίσματα, έστω και άν περιορισθούμε στη διάρκεια του 20ου Αιώνα. Από αυτές τις εμπειρίες, το μάθημα είναι: μαζί με το νόμισμα θα πρέπει να επανασχεδιασθεί και η πολιτική κοινότητα. Διότι μη πολιτικό χρήμα διαθέτει μόνον «l Europe Tietmeyer» [Die Zeit, 1996], την οποία εμπαίζει ο Pierre Bourdieu.
Η διάλυση της ζώνης του ευρώ ή η αλλαγή της, από το ενδεχόμενο η μία ή η άλλη
χώρα, για παράδειγμα η Ελλάδα ή η Κύπρος, να αποχωρήσει και να επιστρέψει
σε ένα εθνικό νόμισμα, είναι αναμφίβολα ένα πολιτικό σχέδιο. Υποστηρίζεται από δεξιούς δημαγωγούς, καθώς και από ορισμένα ρεύματα της Ευρωπαϊκής αριστεράς. Ένα
τέτοιο βήμα θα ήταν το τέλος του πιό σημαντικού πολιτικού σχεδίου της
μεταπολεμικής εποχής στην Ευρωπαϊκή ήπειρο, μια ειρωνεία της ιστορίας.
Και
αυτή η ειρωνεία δεν θα ήταν καθόλου αστεία, ακόμη και όταν την διηγούνται κάποιοι
από αυτούς που είχαν ποντάρει μέχρι πρόσφατα στη
σοσιαλδημοκρατική παραλλαγή του νεοφιλελεύθερου χαρτιού. Για
παράδειγμα, ο Wolfgang Streeck: στα τέλη της δεκαετίας του 1990,
υποστηρικτής του σοσιαλδημοκρατικού Νέου Κέντρου των Κλίντον, Μπλερ και
Σρέντερ, στη συνέχεια, συν-διαμορφωτής της κοκκινο-πράσινης Ατζέντας 2010, βλέπει τώρα την υπεράσπιση της δημοκρατίας του εθνικού κράτους και του
εθνικού νομίσματος, εναντίον του «ευρωπαϊκού κράτους της δημοσιονομικής εξυγίανσης» και εναντίον
της «ολοκλήρωσης της νομισματικής ένωσης», ως την «καλύτερη λύση» για τα
Ευρωπαϊκά προβλήματα [10]. Πρόκειται για μια πολιτική συνθηκολόγηση, ακόμη και απέναντι στις συνέπειες των δικών του πράξεων. Διότι η Ατζέντα 2010 και το Hartz IV έχουν αυξήσει την Γερμανική ανταγωνιστικότητα όχι μόνο μέσω της υψηλής παραγωγικότητας, αλλά και μέσω περικοπών μισθών που επιβλήθηκαν πολιτικά. Τα
ελλείμματα τρεχουσών συναλλαγών των χωρών της Μεσογείου και η
επακόλουθη υπερχρέωση είναι το αποτέλεσμα, που πρέπει τώρα να διορθωθεί με την υποτίμηση του νομίσματος και με την δημοκρατία του εθνικού κράτους. Να ήταν ο
Wolfgang Streeck τουλάχιστον αρκετά συνεπής, και να απαιτούσε προσαρμογές όχι μόνον των χρεωμένων χωρών, αλλά και προσαρμογές των
πιστωτριών χωρών !
Ο Thilo Bode επίσης, υποστηρίζει περισσότερη εθνική νομισματική αυτονομία, δηλαδή διάλυση της ζώνης του ευρώ. Διότι,
το «βασικό πρόβλημα της νομισματικής ένωσης είναι [...] η πολύ
χαμηλή παραγωγικότητα του ιδιωτικού τομέα στις χώρες της κρίσης. Ως εκ τούτου, χρεώνονται όλο και περισσότερο δανειζόμενοι από τους γείτονές τους [...]. Εάν οι συναλλαγματικές ισοτιμίες στις χώρες της
κρίσης ήταν μεταβλητές, θα μπορούσαν να ξεφύγουν απο την επαπειλούμενη υπερχρέωση με μια υποτίμηση» [11]. Ωστόσο, αυτό ακριβώς που γράφει ο Thilo Bode, δεν θα μπορούσαν νά κάνουν. Τα χρέη θα έπρεπε μάλλον να διαγραφούν, όπως συνέβαινε πάντα στην ιστορία, όταν τα χρέη είχαν καταστεί ανυπόφορα. Τα
παραδείγματα εκτείνονται από την Σεισάχθεια στην Αθήνα του Σόλωνα το 594
π.Χ. και το Βιβλικό Ιωβηλαίο της άφεσης χρεών, μέχρι τη συμφωνία του Λονδίνου για το
χρέος, με την οποία το 1953 η Γερμανία απελευθερώθηκε από τον ζυγό του
χρέους. Την θυμίζει σήμερα, ακριβώς 60 χρόνια μετά τη συμφωνία, ο Αλέξης Τσίπρας [12], πρόεδρος του «Συνασπισμού της Ριζοσπαστικής Αριστεράς» (ΣΥΡΙΖΑ),
στην Ελλάδα, για να δείξει σε ποια κατεύθυνση θα πρέπει να αναζητηθεί
μια λύση για την Ευρωπαϊκή χρηματο-οικονομική κρίση.
Στην ιστορία το ρολόι δεν μπορεί να γυρίσει πίσω. Το
σφάλμα μιας νομισματικής ένωσης χωρίς την οικονομική βάση μιας «βελτιστοποιημένης
νομισματικής περιοχής» [13] και χωρίς κοινή οικονομική, δημοσιο-οικονομική και
φορολογική πολιτική, δεν έπρεπε να γίνει στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Σήμερα δεν είναι πλέον δυνατό να διορθωθεί. Όποιον καθυστερεί, τον τιμωρεί η ζωή [Wer zu spät kommt, den bestraft das Leben, 13a].
Η επιστροφή σε εθνικά νομίσματα δεν έχει νόημα
Η επιστροφή σε εθνικά νομίσματα για πολλούς λόγους δεν θα αποφέρει κανένα όφελος, θα κάνει το αντίθετο. Το λάθος του 1992 θα συμπληρωθεί με νέο λάθος, σε περίπτωση που η Ευρωπαϊκή Νομισματική Ένωση διαλυθεί και προτιμηθούν τα εθνικά νομίσματα. Η Grexit είναι εξίσου ανοησία όσο και η Spexit ή η Italexit. Όπερ έδει δείξαι:
Πρώτα πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη το μάλλον πεζό, ασήμαντο επιχείρημα, ότι το κόστος των συναλλαγών αυξάνεται με την αύξηση του αριθμού των νομισμάτων στις αγοραπωλησίες. Οι αγορές είναι τόποι συναλλαγής με τη μεσολάβηση χρήματος, και την ολοκλήρωσή τους την διευκολύνει το ένα και μοναδικό χρήμα, δηλαδή ένα νόμισμα, η επιδίωξη της οικονομικής και κοινωνικής λειτουργίας της τυποποίησης. Συνεπώς, τα πολλά εθνικά είδη χρήματος, των οποίων οι τιμές ανταλλαγής καθορίζονται σε μια ιδιαίτερα κερδοσκοπική αγορά, περιπλέκουν τη συναλλαγή, οι πράξεις για να αποφευχθούν οι απώλειες στις συναλλαγές είναι ακριβές - και με δεδομένη την αστάθεια των χρηματοπιστωτικών αγορών, όχι χωρίς κινδύνους.
Δεύτερον, κατά τις τελευταίες δεκαετίες της άγριας απορρύθμισης συνέβη ένα ποιοτικό άλμα στον τομέα των χρηματοοικονομικών συναλλαγών. Μόνον ένα σχεδόν αμελητέο υπόλοιπο του ημερήσιου κύκλου εργασιών σε αγορές συναλλάγματος άνω των 4.000 δις σε δολάρια ΗΠΑ, οφείλεται σε συναλλαγές της «πραγματικής» οικονομίας, δηλαδή σε εμπορικές συναλλαγές και σε άμεσες επενδύσεις. Σχεδόν το 98 % των συναλλαγών στην αγορά συναλλάγματος υπηρετούν φανερά την βραχυπρόθεσμη κερδοσκοπία στις παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές αγορές. Αυτό ασκεί εκτός των άλλων και αποφασιστική επιρροή στην διαμόρφωση των συναλλαγματικών ισοτιμιών, σε ανατίμηση ή σε υποτίμηση των νομισμάτων. Δεδομένων των συνθηκών αυτών, η υπόθεση του Thilo Bode και του Wolfgang Streeck ότι οι διακυμάνσεις των συναλλαγματικών ισοτιμιών θα μπορούσαν να διορθώσουν τις ανισορροπίες της πραγματικής οικονομίας στην Ευρώπη, είναι εντελώς «ηρωική».
Η ισορροπία στις συναλλαγματικές ισοτιμίες εξαρτάται σήμερα όσο από ποτέ άλλοτε στην ιστορία, λιγότερο από κινήσεις κεφαλαίων που «προκαλούνται» από πραγματικές οικονομικές δραστηριότητες, και περισσότερο από «αυτόνομες κινήσεις κεφαλαίων», όπως τις ξεχωρίζει ο Heinrich von Stackelberg [14]. Αυτόνομες είναι οι κινήσεις των κεφαλαίων απέναντι στο εμπόριο και στις επενδύσεις, όχι απέναντι στις αποφάσεις αυτών που δρουν στις χρηματοοικονομικές αγορές, που ενδιαφέρονται για την απόδοση των τόκων. Αν αποδίδουν όπως προϋπολογίζονται στην προσομοίωση, αυτό είναι μάλλον αμφίβολο.
Αυτός ήταν ένας από τους λόγους για τους οποίους ο James Tobin είχε εισαγάγει την πρότασή του, να «τομεοποιηθούν» οι νομισματικές περιοχές, δηλαδή να αυξηθεί το κόστος των κινήσεων κεφαλαίων από τη μία στην άλλη περιοχή, και έτσι η κερδοσκοπία με τα νομίσματα να γίνει μη συμφέρουσα [15]. Αυτό είναι ασφαλώς μια ένδειξη ότι η επιστροφή στα εθνικά νομίσματα θα ήταν στην καλύτερη περίπτωση ένα ημίμετρο. Θα έπρεπε επιπλέον να συμφωνηθούν μέτρα για τον έλεγχο της χρηματοοικονομικής κερδοσκοπίας. Διότι, όταν η οικονομική αστάθεια και η νομισματική κερδοσκοπία χωρίς αναφορά σε πραγματικές διεργασίες (στα λεγόμενα θεμελιώδη - fundamentals) παρεμβαίνει στη διαμόρφωση των συναλλαγματικών ισοτιμιών, τότε μπορεί να βοηθήσει μόνον η πολιτική ρύθμιση.
Τρίτον, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι επιπτώσεις των αυτόνομων κινήσεων κεφαλαίου στην «ανταγωνιστικότητα» των «τοπικών οικονομιών». Με τη δυνατότητα της υποτίμησης του νομίσματος, οι εξαγωγικές δυνατότητες αυξάνονται μόνον στον κόσμο των προσομοιώσεων. Η βραχυπρόθεσμη φύση των μεταβολών στις νομισματικές ισοτιμίες, η έλλειψη βεβαιότητας στις μελλοντικές προσδοκίες, οι διακυμάνσεις των τιμών και των επιτοκίων, δεν είναι καλές συνθήκες για σχηματισμό οικονομικών - πολιτικών - κοινωνικών δικτύων με σταθερές, όχι αγοραίου τύπου, σχέσεις μεταξύ των δρώντων παραγόντων της αγοράς. Εδώ εμφανίζεται και το βάρος της ιστορίας. Διότι τα δίκτυα, μετά από δεκαετίες Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, όσο ανεπαρκής και άν είναι αυτή από πολλές απόψεις, είναι ήδη εξαπλωμένα σε Ευρωπαϊκή έκταση. Η επιστροφή σε εθνικές νομισματικές ζώνες, θα έλθει σε μεγάλη σύγκρουση με αυτή την πραγματικότητα.
Τέταρτον, ο τερματισμός της Ευρωζώνης δεν εμποδίζει την αυξημένη περιφερειοποίηση ή «τριαδική διαμόρφωση» της παγκόσμιας οικονομίας, η οποία είχε εμφανισθεί ήδη και στο παρελθόν - πριν από το σχηματισμό της ζώνης του ευρώ - ως περιφέρεια του Γερμανικού μάρκου, του δολλαρίου ΗΠΑ ή του Ιαπωνικού γιεν. Στο μέλλον, μετά την υποθετική εξαφάνιση της ζώνης του ευρώ, θα μπορούσαν να υπάρχουν η ζώνη του δολαρίου, ένας όμιλος του Γερμανικού μάρκου και μια νομισματική ένωση των BRICS με το Κινεζικό ρενμίμπι/γιουάν ως ηγεμονικό νόμισμα. Η αντίληψη ότι τα μικρά νομίσματα θα μπορούσαν να συμμετέχουν στην γεωπολιτική του νομισματικού ανταγωνισμού και θα μπορούσαν να λύνουν τα οικονομικά τους προβλήματα, είναι αφελής. Ότι η σταθερότητα και η ισχύς ενός νομίσματος με κανένα τρόπο δεν καθορίζεται αποκλειστικά, ή έστω κατά κύριο λόγο, από τις συνθήκες στην πραγματικής οικονομία, μπορεί να το μελετήσει κανείς στην εξέλιξη του δολαρίου των ΗΠΑ.
Παρά τις διακυμάνσεις των συναλλαγματικών ισοτιμιών και παρά το διαρθρωτικό έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών των ΗΠΑ, παρά την οπισθοχώρηση της εξέλιξης στην παραγωγικότητα και παρά το βουνό του εξωτερικού χρέους, το δολάρια ΗΠΑ είναι ένα σταθερό αποθετικό νόμισμα και υπερασπίζεται τη θέση του ως το νόμισμα του πετρελαίου. Προφανώς, οι επενδυτές ερμηνεύουν τη νομισματική σταθερότητα όχι μόνο οικονομικά, αλλά επίσης πολιτικά και σε αντιστοίχηση με την στρατιωτική ισχύ της χώρας με το αποθετικό νόμισμα [16].
[10] Wolfgang Streeck, Was nun, Europa? [Τι να κάνουμε τώρα, Ευρώπη;] ό.π, σελ. 68.
Η επιστροφή σε εθνικά νομίσματα δεν έχει νόημα
Η επιστροφή σε εθνικά νομίσματα για πολλούς λόγους δεν θα αποφέρει κανένα όφελος, θα κάνει το αντίθετο. Το λάθος του 1992 θα συμπληρωθεί με νέο λάθος, σε περίπτωση που η Ευρωπαϊκή Νομισματική Ένωση διαλυθεί και προτιμηθούν τα εθνικά νομίσματα. Η Grexit είναι εξίσου ανοησία όσο και η Spexit ή η Italexit. Όπερ έδει δείξαι:
Πρώτα πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη το μάλλον πεζό, ασήμαντο επιχείρημα, ότι το κόστος των συναλλαγών αυξάνεται με την αύξηση του αριθμού των νομισμάτων στις αγοραπωλησίες. Οι αγορές είναι τόποι συναλλαγής με τη μεσολάβηση χρήματος, και την ολοκλήρωσή τους την διευκολύνει το ένα και μοναδικό χρήμα, δηλαδή ένα νόμισμα, η επιδίωξη της οικονομικής και κοινωνικής λειτουργίας της τυποποίησης. Συνεπώς, τα πολλά εθνικά είδη χρήματος, των οποίων οι τιμές ανταλλαγής καθορίζονται σε μια ιδιαίτερα κερδοσκοπική αγορά, περιπλέκουν τη συναλλαγή, οι πράξεις για να αποφευχθούν οι απώλειες στις συναλλαγές είναι ακριβές - και με δεδομένη την αστάθεια των χρηματοπιστωτικών αγορών, όχι χωρίς κινδύνους.
Δεύτερον, κατά τις τελευταίες δεκαετίες της άγριας απορρύθμισης συνέβη ένα ποιοτικό άλμα στον τομέα των χρηματοοικονομικών συναλλαγών. Μόνον ένα σχεδόν αμελητέο υπόλοιπο του ημερήσιου κύκλου εργασιών σε αγορές συναλλάγματος άνω των 4.000 δις σε δολάρια ΗΠΑ, οφείλεται σε συναλλαγές της «πραγματικής» οικονομίας, δηλαδή σε εμπορικές συναλλαγές και σε άμεσες επενδύσεις. Σχεδόν το 98 % των συναλλαγών στην αγορά συναλλάγματος υπηρετούν φανερά την βραχυπρόθεσμη κερδοσκοπία στις παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές αγορές. Αυτό ασκεί εκτός των άλλων και αποφασιστική επιρροή στην διαμόρφωση των συναλλαγματικών ισοτιμιών, σε ανατίμηση ή σε υποτίμηση των νομισμάτων. Δεδομένων των συνθηκών αυτών, η υπόθεση του Thilo Bode και του Wolfgang Streeck ότι οι διακυμάνσεις των συναλλαγματικών ισοτιμιών θα μπορούσαν να διορθώσουν τις ανισορροπίες της πραγματικής οικονομίας στην Ευρώπη, είναι εντελώς «ηρωική».
Η ισορροπία στις συναλλαγματικές ισοτιμίες εξαρτάται σήμερα όσο από ποτέ άλλοτε στην ιστορία, λιγότερο από κινήσεις κεφαλαίων που «προκαλούνται» από πραγματικές οικονομικές δραστηριότητες, και περισσότερο από «αυτόνομες κινήσεις κεφαλαίων», όπως τις ξεχωρίζει ο Heinrich von Stackelberg [14]. Αυτόνομες είναι οι κινήσεις των κεφαλαίων απέναντι στο εμπόριο και στις επενδύσεις, όχι απέναντι στις αποφάσεις αυτών που δρουν στις χρηματοοικονομικές αγορές, που ενδιαφέρονται για την απόδοση των τόκων. Αν αποδίδουν όπως προϋπολογίζονται στην προσομοίωση, αυτό είναι μάλλον αμφίβολο.
Αυτός ήταν ένας από τους λόγους για τους οποίους ο James Tobin είχε εισαγάγει την πρότασή του, να «τομεοποιηθούν» οι νομισματικές περιοχές, δηλαδή να αυξηθεί το κόστος των κινήσεων κεφαλαίων από τη μία στην άλλη περιοχή, και έτσι η κερδοσκοπία με τα νομίσματα να γίνει μη συμφέρουσα [15]. Αυτό είναι ασφαλώς μια ένδειξη ότι η επιστροφή στα εθνικά νομίσματα θα ήταν στην καλύτερη περίπτωση ένα ημίμετρο. Θα έπρεπε επιπλέον να συμφωνηθούν μέτρα για τον έλεγχο της χρηματοοικονομικής κερδοσκοπίας. Διότι, όταν η οικονομική αστάθεια και η νομισματική κερδοσκοπία χωρίς αναφορά σε πραγματικές διεργασίες (στα λεγόμενα θεμελιώδη - fundamentals) παρεμβαίνει στη διαμόρφωση των συναλλαγματικών ισοτιμιών, τότε μπορεί να βοηθήσει μόνον η πολιτική ρύθμιση.
Τρίτον, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι επιπτώσεις των αυτόνομων κινήσεων κεφαλαίου στην «ανταγωνιστικότητα» των «τοπικών οικονομιών». Με τη δυνατότητα της υποτίμησης του νομίσματος, οι εξαγωγικές δυνατότητες αυξάνονται μόνον στον κόσμο των προσομοιώσεων. Η βραχυπρόθεσμη φύση των μεταβολών στις νομισματικές ισοτιμίες, η έλλειψη βεβαιότητας στις μελλοντικές προσδοκίες, οι διακυμάνσεις των τιμών και των επιτοκίων, δεν είναι καλές συνθήκες για σχηματισμό οικονομικών - πολιτικών - κοινωνικών δικτύων με σταθερές, όχι αγοραίου τύπου, σχέσεις μεταξύ των δρώντων παραγόντων της αγοράς. Εδώ εμφανίζεται και το βάρος της ιστορίας. Διότι τα δίκτυα, μετά από δεκαετίες Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, όσο ανεπαρκής και άν είναι αυτή από πολλές απόψεις, είναι ήδη εξαπλωμένα σε Ευρωπαϊκή έκταση. Η επιστροφή σε εθνικές νομισματικές ζώνες, θα έλθει σε μεγάλη σύγκρουση με αυτή την πραγματικότητα.
Τέταρτον, ο τερματισμός της Ευρωζώνης δεν εμποδίζει την αυξημένη περιφερειοποίηση ή «τριαδική διαμόρφωση» της παγκόσμιας οικονομίας, η οποία είχε εμφανισθεί ήδη και στο παρελθόν - πριν από το σχηματισμό της ζώνης του ευρώ - ως περιφέρεια του Γερμανικού μάρκου, του δολλαρίου ΗΠΑ ή του Ιαπωνικού γιεν. Στο μέλλον, μετά την υποθετική εξαφάνιση της ζώνης του ευρώ, θα μπορούσαν να υπάρχουν η ζώνη του δολαρίου, ένας όμιλος του Γερμανικού μάρκου και μια νομισματική ένωση των BRICS με το Κινεζικό ρενμίμπι/γιουάν ως ηγεμονικό νόμισμα. Η αντίληψη ότι τα μικρά νομίσματα θα μπορούσαν να συμμετέχουν στην γεωπολιτική του νομισματικού ανταγωνισμού και θα μπορούσαν να λύνουν τα οικονομικά τους προβλήματα, είναι αφελής. Ότι η σταθερότητα και η ισχύς ενός νομίσματος με κανένα τρόπο δεν καθορίζεται αποκλειστικά, ή έστω κατά κύριο λόγο, από τις συνθήκες στην πραγματικής οικονομία, μπορεί να το μελετήσει κανείς στην εξέλιξη του δολαρίου των ΗΠΑ.
Παρά τις διακυμάνσεις των συναλλαγματικών ισοτιμιών και παρά το διαρθρωτικό έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών των ΗΠΑ, παρά την οπισθοχώρηση της εξέλιξης στην παραγωγικότητα και παρά το βουνό του εξωτερικού χρέους, το δολάρια ΗΠΑ είναι ένα σταθερό αποθετικό νόμισμα και υπερασπίζεται τη θέση του ως το νόμισμα του πετρελαίου. Προφανώς, οι επενδυτές ερμηνεύουν τη νομισματική σταθερότητα όχι μόνο οικονομικά, αλλά επίσης πολιτικά και σε αντιστοίχηση με την στρατιωτική ισχύ της χώρας με το αποθετικό νόμισμα [16].
Πέμπτον, μια υποτίμηση του νομίσματος δεν είναι μόνον ευνοϊκή για τις εξαγωγές, αλλά αυξάνει και το κόστος των εισαγωγών. Σ' αυτό εφιστούν την προσοχή οικονομικοί επιστήμονες από την Ελλάδα και απο την Κύπρο, όταν απορρίπτουν τις συμβουλές για έξοδο απο την Ευρωζώνη, π.χ. του Πώλ Κρούγκμαν [17].
Όταν έχεις εξάρτηση 100 % από εισαγωγές πετρελαίου, η υποτίμηση αυξάνει δραματικά το κόστος ενός από τα πιο σημαντικά στοιχεία για τη βιομηχανική παραγωγή, του εφοδιασμού με ενέργεια. Αν αυτό μπορεί να αντισταθμιστεί με βελτιωμένες δυνατότητες εξαγωγών, εξαρτάται κατά κύριο λόγο από την ανελαστικότητα των εξαγωγών και των εισαγωγών στις συναλλασσόμενες χώρες.
Έκτο
και τελευταίο, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ότι οι εθνικές νομισματικές
ζώνες δεν είναι πάντα και αναγκαστικά πιο ομοιογενείς από μια υπερεθνική,
Ευρωπαϊκή Νομισματική Ένωση. Προειδοποιητικό
παράδειγμα είναι η ιστορία του Ιταλικού Νότου [Mezzogiorno], η οποία μπορεί
να εξηγηθεί ως αποτέλεσμα του τρόπου που επιδρά ένας «ενιαίος μηχανισμός». Ο εκσυγχρονισμός του Βορρά και η υπανάπτυξη του Νότου είναι σαν δύο πλευρές του ίδιου νομίσματος, ενός και του αυτού «Mechanismo unico». Μάλλον
ειρωνικά, στη δεκαετία του 1980, ο επικεφαλής της Ιταλικής Κεντρικής τράπεζας
Ciampi είχε ζητήσει να μπουν νομισματικά σύνορα λίγο νότια της Ρώμης, προκειμένου να βελτιωθούν
οι προοπτικές ανάπτυξης του Mezzogiorno με μια πολιτική νομισματικής υποτίμησης. Το
επιχείρημα αυτό είχε εισαχθεί και στη συζήτηση για την άρση των
εμποδίων της ανάπτυξης στην πρώην Ανατολική Γερμανία, και τότε εμφανίσθηκε αμέσως ο παραλογισμός, τού να θέλει κανείς να κάνει οικονομική πολιτική με μεταβολές των συναλλαγματικών ισοτιμιών.
Το να στερήσεις και πάλι το μάρκο από την Ανατολική
Γερμανία, με επιχείρημα τα οικονομικά κίνητρα και την αναπτυξιακή πολιτική, δηλαδή «για το καλό της», μετά από τα εκατομμύρια που είχαν βγεί και διαδήλωναν στους δρόμους ζητώντας την εισαγωγή του, ασφαλώς δεν ήταν καλή ιδέα. Αυτή είναι η καλύτερη απόδειξη ότι ένα νόμισμα είναι πάντα πολιτικό θέμα και όχι παιχνίδι με τουβλάκια, με τα οποία χτίζει κανείς τα κάστρα των ονείρων του. Έτσι,
το κρίσιμο ερώτημα είναι, ποιός είναι τώρα ο σωστός χώρος της
πολιτικής, ο οποίος είναι επίσης αποφασιστικής σημασίας για την νομισματική ζώνη.
Σήμερα, τα παγκόσμια συναλλαγματικά αποθεματικά ανέρχονται σε 10.000 δισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ, εκ των οποίων μόνο το 55 % είναι καταχωρημένα [18]. Από τα συσσωρευμένα αποθεματικά, περίπου τα 2/3 διατηρούνται σε δολάρια ΗΠΑ, δεν είναι λίγα από αυτά που κατέχονται από την
Κίνα, και μόλις λίγο πάνω από το 1/4 είναι σε ευρώ. Το υπόλοιπο κατανέμεται σε όλα τα τα άλλα νομίσματα, περίπου 180 [19]. Αυτό, με βεβαιότητα θα αλλάξει στο μέλλον. Διότι οι χώρες BRICS, ιδιαίτερα η Κίνα, η Ινδία και η Βραζιλία, θα χρησιμοποιήσουν τη δύναμή τους και στη
νομισματική πολιτική. Θα έχουμε λοιπόν να αντιμετωπίσουμε μια ενίσχυση της τάσης προς ένα τριαδικό νομισματικό σύστημα. Με
δεδομένη αυτή την εξέλιξη, η πρόταση για επιστροφή στα εθνικά
νομίσματα δείχνει μάλλον έλλειψη θάρρους, ακόμη και αν αυτό έχει διατυπωθεί από τον Thilo Bode ως κριτική προς την «αποθαρρυμένη αριστερά». Η αποθάρρυνση βεβαίως υπάρχει, αλλά για εντελώς διαφορετικούς λόγους από αυτούς που προβάλλει ο Thilo Bode.
Στην εποχή του Διαδικτύου και της παγκόσμιας διακίνησης εμπορευματοκιβωτίων, με δεδομένη την ενεργειακή και κλιματική κρίση, λαμβάνοντας επίσης υπόψη τη βεβαιότητα των επιστημόνων της φύσης ότι η ανθρωπότητα έχει εισέλθει πλέον στην «ανθρωπόκαινο εποχή» [κατά το «πλειστόκαινο»], δηλαδή αρχίζει να δημιουργεί η ίδια την γεωϊστορία - σ' αυτό το πλαίσιο σήμερα, ακόμη και ο Ευρωπαϊκός ορίζοντας είναι από πολλές απόψεις στενός. Η εξημέρωση του αχαλίνωτου καπιταλισμού, η ρύθμιση των χρηματοπιστωτικών αγορών, οι κοινωνικά εξασφαλισμένες θέσεις εργασίας και η στροφή προς τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας είναι καθήκοντα χιλιετίας. Και σε κάθε περίπτωση, αυτά μπορούμε να τα διαχειριζόμαστε καλύτερα σε μια ενωμένη Ευρώπη, παρά σε μια Ευρώπη διαχωρισμένη και πιθανώς διχασμένη, εξαιτίας του αποσχιστικού μύκητα της οικονομικής κρίσης και εξαιτίας των παιχνιδιών μηδενικού αθροίσματος της υποτιμητικής μανίας. Με άλλα λόγια, η επανεθνικοποίηση των νομισμάτων θα ήταν αντιπαραγωγική, δεδομένων των τεράστιων προβλημάτων σε άλλους τομείς της πολιτικής.
Έτσι το ζήτημα που τίθεται δεν είναι άλλο, παρά να επιπροστεθεί στο βιαστικά δημιουργημένο κοινοτικό νόμισμα, η κοινότητα, με την φορολογική και κοινωνική πολιτική, για να το διατυπώσω έτσι. Για το λόγο αυτό, είναι σημαντικό να σώσουμε από τη λήθη ιδέες και προτάσεις από τη δεκαετία του 1960, ιδίως τη σύλληψη του Ρόμπερτ Μάντελ [Robert Mundell] για τον «βέλτιστο νομισματικό χώρο» ή την «θεωρία της επίστεψης» [«Krönungtheorie»] του Χέλμουτ Σμιτ, σύμφωνα με την οποία το κοινό νόμισμα μπορεί να είναι μόνον το αποκορύφωμα, η επίστεψη στο τέρμα μιας πολύ πλατειάς οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής διαδικασίας ολοκλήρωσης. Αυτό ισχύει πλέον πολύ περισσότερο από ό,τι ίσχυε τότε: Σήμερα η Ευρώπη δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς μια πολιτική ρύθμιση των απο-ενσωματωμένων χρηματοοικονομικών αγορών, διαφορετικά οι Ευρωπαϊκές κοινωνίες θα καταστραφούν μέσα στους στροβιλισμούς των χρηματοπιστωτικών κρίσεων. Γι' αυτό το λόγο, πρέπει να ενταφιασθεί το παλιό σχέδιο της αρνητικής ολοκλήρωσης της Ευρώπης απλώς μέσω απελευθέρωσης των αγορών και απορρύθμισης της πολιτικής, και να ενισχυθεί το σχέδιο της θετικής ολοκλήρωσης - εάν πράγματι ένα τέτοιο πολιτικό ευρώ οφείλει να παραμείνει όντως κοινό νόμισμα, ή ακριβέστερα, επιτέλους να γίνει.
Στην εποχή του Διαδικτύου και της παγκόσμιας διακίνησης εμπορευματοκιβωτίων, με δεδομένη την ενεργειακή και κλιματική κρίση, λαμβάνοντας επίσης υπόψη τη βεβαιότητα των επιστημόνων της φύσης ότι η ανθρωπότητα έχει εισέλθει πλέον στην «ανθρωπόκαινο εποχή» [κατά το «πλειστόκαινο»], δηλαδή αρχίζει να δημιουργεί η ίδια την γεωϊστορία - σ' αυτό το πλαίσιο σήμερα, ακόμη και ο Ευρωπαϊκός ορίζοντας είναι από πολλές απόψεις στενός. Η εξημέρωση του αχαλίνωτου καπιταλισμού, η ρύθμιση των χρηματοπιστωτικών αγορών, οι κοινωνικά εξασφαλισμένες θέσεις εργασίας και η στροφή προς τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας είναι καθήκοντα χιλιετίας. Και σε κάθε περίπτωση, αυτά μπορούμε να τα διαχειριζόμαστε καλύτερα σε μια ενωμένη Ευρώπη, παρά σε μια Ευρώπη διαχωρισμένη και πιθανώς διχασμένη, εξαιτίας του αποσχιστικού μύκητα της οικονομικής κρίσης και εξαιτίας των παιχνιδιών μηδενικού αθροίσματος της υποτιμητικής μανίας. Με άλλα λόγια, η επανεθνικοποίηση των νομισμάτων θα ήταν αντιπαραγωγική, δεδομένων των τεράστιων προβλημάτων σε άλλους τομείς της πολιτικής.
Έτσι το ζήτημα που τίθεται δεν είναι άλλο, παρά να επιπροστεθεί στο βιαστικά δημιουργημένο κοινοτικό νόμισμα, η κοινότητα, με την φορολογική και κοινωνική πολιτική, για να το διατυπώσω έτσι. Για το λόγο αυτό, είναι σημαντικό να σώσουμε από τη λήθη ιδέες και προτάσεις από τη δεκαετία του 1960, ιδίως τη σύλληψη του Ρόμπερτ Μάντελ [Robert Mundell] για τον «βέλτιστο νομισματικό χώρο» ή την «θεωρία της επίστεψης» [«Krönungtheorie»] του Χέλμουτ Σμιτ, σύμφωνα με την οποία το κοινό νόμισμα μπορεί να είναι μόνον το αποκορύφωμα, η επίστεψη στο τέρμα μιας πολύ πλατειάς οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής διαδικασίας ολοκλήρωσης. Αυτό ισχύει πλέον πολύ περισσότερο από ό,τι ίσχυε τότε: Σήμερα η Ευρώπη δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς μια πολιτική ρύθμιση των απο-ενσωματωμένων χρηματοοικονομικών αγορών, διαφορετικά οι Ευρωπαϊκές κοινωνίες θα καταστραφούν μέσα στους στροβιλισμούς των χρηματοπιστωτικών κρίσεων. Γι' αυτό το λόγο, πρέπει να ενταφιασθεί το παλιό σχέδιο της αρνητικής ολοκλήρωσης της Ευρώπης απλώς μέσω απελευθέρωσης των αγορών και απορρύθμισης της πολιτικής, και να ενισχυθεί το σχέδιο της θετικής ολοκλήρωσης - εάν πράγματι ένα τέτοιο πολιτικό ευρώ οφείλει να παραμείνει όντως κοινό νόμισμα, ή ακριβέστερα, επιτέλους να γίνει.
Υποσημειώσεις
[10] Wolfgang Streeck, Was nun, Europa? [Τι να κάνουμε τώρα, Ευρώπη;] ό.π, σελ. 68.
[11] Thilo Bode, Europa und die mutlose Linke [Η Ευρώπη και η χωρίς θάρρος αριστερά], σε: „Blätter“, 4/2013, σελ. 39-42 , εδώ : σελ. 40
[12] Αλέξης Τσίπρας, Unsre Lösung für Europa - ein Vorschlag [Η λύση μας για την Ευρώπη - μιά πρόταση], στην „Le Monde diplomatique“ (Γερμανική έκδοση), 2/2013, σελ. 16.
[13] Robert A. Mundell, A theory of optimum currency areas, στην „American Economic Review”, 1961, σελ. 657-665.
[13a] Wer zu spät kommt, den bestraft das Leben: Το 1989, λίγους μήνες πριν πέσει το Τείχος του Βερολίνου, ο τότε πρόεδρος της Σοβιετικής Ένωσης Μιχαήλ Γκορμπατσώφ είχε επισκεφθεί την Ανατολική Γερμανία (DDR - Deutsche Demokratische Republik). Στην πρωτεύουσά της Ανατολικό Βερολίνο (το Βερολίνο ήταν ακόμη διχοτομημένο), όταν συναντήθηκε με τον πρωθυπουργό της Ανατολικής Γερμανίας Erich Honecker, λέγεται ότι ο τελευταίος ρώτησε τον Γκορμπατσώφ ποιά είναι η γνώμη του για τις μελλοντικές εξελίξεις, και τι μπορεί να γίνει. Η ιστορική φράση, με την οποία του απάντησε στα Γερμανικά ήταν αυτή, που υπενθύμιζε στον Χόνεκερ ότι είναι πιά αργά και το καθεστώς θα τιμωρηθεί απο την ζωή, επειδή άργησε να κινηθεί και να παραχωρήσει ελευθερίες στους πολίτες όσο ήταν ακόμη καιρός: «Oh Erich, wer zu spät kommt, den bestraft das Leben». Η φράση επαληθεύθηκε: Σε 1 - 2 μήνες, με την πτώση του Τείχους έπεσε και το καθεστώς της DDR.
Ωστόσο υπάρχει ιστορία αμφισβητήσεων, άν όντως η φράση ειπώθηκε έτσι ακριβώς, δεδομένου ότι δεν καταγράφηκε σε οπτικοακουστικό ντοκουμέντο. Πιθανόν είναι ότι ειπώθηκε σε συζήτηση των δύο πολιτικών χωρίς παρουσία δημοσιογράφων, και μάλλον διέρρευσε από παριστάμενο αξιωματούχο. Επιβεβαιώνεται όμως από συνδιάσκεψη τύπου εκείνης της εποχής στην Αγγλική γλώσσα, του Γκενάντι Γκερασίμωφ, εκπροσώπου τύπου του Σοβιετικού προέδρου.
[16] Βλ. αναλυτικότερα το 6ο Κεφάλαιο στο Elmar Altvater, Der große Krach, oder die Jahrhundertkrise von Wirtschaft und Finanzen, von Politik und Natur, Münster 2010.
[18] Αυτή η εξαιρετικά υψηλή αδιαφάνεια είναι εκτός των άλλων συνέπεια της ανεξέλεγκτης, φωτοφοβικής χρηματοοικονομικής εγκληματικότητας, για την οποία στην υποσημείωση [9] παρατέθηκε ένα παράδειγμα. [ICIJ - The International Consortium of Investigative Journalists, www.icij.org/offshore ]
[19] Ακριβέστερα στοιχεία υπάρχουν στην Τράπεζα δεδομένων COFER του ΔΝΤ: www.imf.org/external/np/sta/cofer/eng/index.htm
Ωστόσο υπάρχει ιστορία αμφισβητήσεων, άν όντως η φράση ειπώθηκε έτσι ακριβώς, δεδομένου ότι δεν καταγράφηκε σε οπτικοακουστικό ντοκουμέντο. Πιθανόν είναι ότι ειπώθηκε σε συζήτηση των δύο πολιτικών χωρίς παρουσία δημοσιογράφων, και μάλλον διέρρευσε από παριστάμενο αξιωματούχο. Επιβεβαιώνεται όμως από συνδιάσκεψη τύπου εκείνης της εποχής στην Αγγλική γλώσσα, του Γκενάντι Γκερασίμωφ, εκπροσώπου τύπου του Σοβιετικού προέδρου.
[14] Βλ. Heinrich von Stackelberg, Grundlagen der theoretischen Volkswirtschaftslehre, Βέρνη 1951, και Hans Möller, Heinrich von Stackelberg und sein Beitrag für die Wirtschaftswissenschaft, στο: „Zeitschrift für die gesamte Staatswissenschaft“, τόμος 105, Tübingen 1949, σελ. 395-428.
[15] Βλ. James Tobin, A Tax on International Currency Transactions, στο: UNDP, Human Development Report, Oxford und New York 1994, σελ. 70.
[16] Βλ. αναλυτικότερα το 6ο Κεφάλαιο στο Elmar Altvater, Der große Krach, oder die Jahrhundertkrise von Wirtschaft und Finanzen, von Politik und Natur, Münster 2010.
[17] Βλ. Christian Schlötzer, Keine Experimente mit der Zukunft [Όχι πειράματα με το μέλλον], στην εφημερίδα SZ, 2.4.2013.
[18] Αυτή η εξαιρετικά υψηλή αδιαφάνεια είναι εκτός των άλλων συνέπεια της ανεξέλεγκτης, φωτοφοβικής χρηματοοικονομικής εγκληματικότητας, για την οποία στην υποσημείωση [9] παρατέθηκε ένα παράδειγμα. [ICIJ - The International Consortium of Investigative Journalists, www.icij.org/offshore ]
[19] Ακριβέστερα στοιχεία υπάρχουν στην Τράπεζα δεδομένων COFER του ΔΝΤ: www.imf.org/external/np/sta/cofer/eng/index.htm
Ο Elmar Altvater (1938) είναι ομότιμος καθηγητής Πολιτικών Επιστημών του Ινστιτούτου Otto Suhr στο Ελεύθερο Πανεπιστήνιο του Βερολίνου. Περισσότερα βιογραφικά στοιχεία, άλλες δημοσιεύσεις του στα Ελληνικά και σύνδεσμοι, στο τέλος του Α' μέρους.
Στη δίτομη συλλογική έκδοση «Η Ευρώπη σε κρίση - Δημοκρατία ή καπιταλισμός;» που θα δημοσιευθεί σύντομα στα Ελληνικά, με τη συνεργασία των εκδόσεων «Blätter für deutsche und internationale Politik» και «Επίκεντρο», περιλαμβάνεται το παρόν κείμενο του Έλμαρ Αλτφάτερ, καθώς επίσης 3 κείμενα του Βόλφγκανγκ Στρέεκ μαζί με κείμενα και συζητήσεις των Γιούργκεν Χάμπερμας, Πωλ Κρούγκμαν, Πέτερ Μπόφινγκερ, Κλάους Όφφε, Γιόσκα Φίσερ, Ούλριχ Μπέκ, Όσκαρ Νέγκτ και άλλων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου