Ο Π. Κονδύλης (1943 - 1998), με σπουδές φιλοσοφίας και κλασικής φιλολογίας, συγγραφέας και μεταφραστής, είναι - μαζί με λίγους άλλους, με πρώτους τους Κορνήλιο Καστοριάδη, Κώστα Παπαιωάννου και Νίκο Πουλαντζά - από τους σημαντικούς πολιτικούς στοχαστές που ανέδειξε η νεότερη Ελλάδα. Δεν ακολούθησε πανεπιστημιακή σταδιοδρομία. Παρά τον πρόωρο θάνατό του, το συγγραφικό και μεταφραστικό του έργο, στην Ελληνική και Γερμανική γλώσσα είναι τεράστιο. Οι απόψεις του για την φιλοσοφία, την κοινωνία και την πολιτική προκάλεσαν έντονες συζητήσεις, δημιούργησαν πιστούς οπαδούς και σκληρούς αντιπάλους.*
Δύο άρθρα δημοσιευμένα στην εφημερίδα Καθημερινή το 1996, με θέμα το παρόν και το μέλλον των εθνών στα Ευρωπαϊκά και πλανητικά πλαίσια, παραμένουν επίκαιρα και πολύ ενδιαφέροντα, ακόμη και σήμερα. Αξίζει να αναδημοσιευθούν ολόκληρα. Ανεξάρτητα από το τελικό συμπέρασμα που βγάζει κανείς, οι σκέψεις του θέτουν υπό επίμονη εξέταση, με έγκυρο τρόπο, τις πιό διαφορετικές καθιερωμένες αντιλήψεις.
Το έθνος στην πλανητική εποχή
Αποτελεί η πολιτική αυτή μονάδα βιώσιμη οντότητα στο τέλος της χιλιετίας;
Ποιοι παράγοντες καθορίζουν τη μοίρα της;
Αν επιβιώσει, θα πρέπει να ανταποκρίνεται στις νέες συνθήκες και να υπηρετεί νέους σκοπούς
Το να μιλάει
κάποιος για το έθνος κατά τρόπο μεροληπτικό
και ιδεολογικό είναι ο κανόνας και θα παραμείνει ο
κανόνας. Ωστόσο δεν βλάπτει αν κάπου -
κάπου παραβιάζεται ο κανόνας αυτός,
έστω και με κίνδυνο να βρεθεί όποιος το
κάνει ανάμεσα σε δύο πυρά. Στη μία άκρη
του πεδίου της μάχης βρίσκεται η
εθνικιστική «δεξιά», η οποία θεωρεί το
έθνος ως το φυσικό πλαίσιο ζωής του
ανθρώπου, όμως δεν εξηγεί πώς στάθηκε
δυνατή η συλλογική ζωή και επιβίωση επί
αιώνες και χιλιετίες δίχως έθνη με τη
νεότερη έννοια του όρου. Επιπλέον η
«δεξιά» συγχέει το δικαίωμα ζωής του
έθνους με την έννοια της κυριαρχίας του
κράτους, μη θέλοντας να εμπιστευθεί το
πεπρωμένο του έθνους σε ένα πολυεθνικό
κράτος, μολονότι πολλά ιστορικά
παραδείγματα πιστοποιούν ότι κάτω από
παρόμοιες συνθήκες τα έθνη μπορούν
θαυμάσια να κρατηθούν στη ζωή και μάλιστα
να ακμάσουν.
Προφανώς η
«δεξιά» δεν πιστεύει τόσο ακλόνητα στον
ακατάλυτο χαρακτήρα του έθνους ώστε να
αδιαφορεί για τη μοίρα του (λίγο - πολύ
εθνικού) κράτους. H έννοιά της περί έθνους
γίνεται τόσο πιο αφηρημένη, τόσο
περισσότερο αισθητική ή πολιτισμική
κατασκευή, όσο οι εθνικοί πολιτισμοί
ατονούν. Δεν μπορεί να μη μειδιάσει
κανείς όταν βλέπει σήμερα στην Eυρώπη
ότι μερικοί «δεξιοί» εθνικιστές, οι
οποίοι επιπλέον αυτοαποκαλούνται
«συντηρητικοί», χρησιμοποιούν εναντίον
του «Mάαστριχτ» εν μέρει τα ίδια
επιχειρήματα που χρησιμοποιούσαν οι
κλασικοί συντηρητικοί του 18ου και του
19ου αι. εναντίον της διαμόρφωσης των
σύγχρονων εθνικών κρατών. Γιατί ακριβώς
οι εκπρόσωποι του κλασικού συντηρητισμού
απέρριπταν το εθνικά ομοιογενές κράτος
και έδιναν την προτίμησή τους στο
πολυεθνικό, του οποίου συνεκτικός δεσμός
ήταν η νομιμοφροσύνη προς μια δυναστεία
και ένα στέμμα (π.χ. Aυστροουγγαρία). Στην
αντίπερα όχθη φωνασκεί η κοσμοπολιτική
και ειρηνιστική «αριστερά», η οποία
ελπίζει ότι η έκλειψη των εθνών θα φέρει
τη μόνιμη ειρήνη. Tο λογικό σφάλμα είναι
προφανές: πόλεμοι γίνονταν και προ της
δημιουργίας των εθνών και καμιά στατιστική
δεν στηρίζει τη θέση ότι η εμφάνιση του
εθνικισμού πολλαπλασίασε τους πολέμους. Πριν από λίγα χρόνια ακόμη η ανθρωπότητα
βρισκόταν στο χείλος της πυρηνικής
καταστροφής όχι εξαιτίας αχαλίνωτων
εθνικισμών αλλά λόγω του ανταγωνισμού
δύο στρατοπέδων, που και τα δύο τους
επικαλούνταν οικουμενικές ιδεολογίες.
Βεβαίως, οι εθνικές συγκρούσεις ξαναέγιναν
επίκαιρες. Όμως αποτελεί οπτική απάτη
να θεωρεί κανείς την πηγή αναταραχής,
η οποία είναι αυτή τη στιγμή ενεργός,
ως τη μοναδική ή ως την τελευταία. Όπως
μέχρι σήμερα έγιναν συχνότατα πόλεμοι
εντός των εθνών, δηλαδή εμφύλιοι πόλεμοι,
έτσι και τίποτε δεν αποκλείει τους
πολέμους στους κόλπους μιας ενιαίας
ανθρωπότητας έπειτα από μια υποθετική
κατάργηση των εθνών.
Μολονότι τώρα
η «αριστερά» επιθυμεί να εξουδετερώσει
ή μάλλον να εξαλείψει από προσώπου γης
τους προφανώς σφριγηλούς εθνικισμούς,
ωστόσο προσπαθεί ταυτόχρονα να αποδείξει
ότι καθαρά έθνη δεν υπάρχουν, επομένως
ότι χύνεται ιδρώτας και αίμα για το
τίποτε και η παραφροσύνη είναι πλήρης.
Τα γεγονότα, τα οποία αναφέρονται
συναφώς, πρέπει αναμφίβολα να τα πάρουμε
πολύ σοβαρά. Πράγματι, αποδείχτηκε
ματαιοπονία η αναζήτηση αμιγών φυλών
και εθνών ή η κατάστρωση ενός πάγιου
καταλόγου αντικειμενικών και γενικών
γνωρισμάτων, με βάση τα οποία θα μπορούσε
να ορισθεί το έθνος. O,τι κατά καιρούς
αναφέρθηκε ως τέτοιο γνώρισμα (καταγωγή,
γλώσσα, θρησκεία, κ.ο.κ.) ή δεν απαντούσε
πάντοτε ή δεν αποτελούσε αναγκαίο ή
επαρκή όρο συγκρότησης ενός έθνους. Δεν
μπορούμε εδώ να εξετάσουμε, ίσως ούτε
και να διαπιστώσουμε, κατά πόσο η έννοια
του λαού είναι φυσική και φυλετική· το
βέβαιο είναι ότι δεν συμπίπτει με την
έννοια του έθνους, που είναι σε καθοριστικό
βαθμό έννοια πολιτική.
Αυτά όλα μπορούν
να γίνουν δίχως δυσκολία δεκτά - όμως
από πολιτική άποψη δεν έχουν το παραμικρό
βάρος. Το πολιτικά φλέγον ερώτημα είναι
αν συγκεκριμένα σύνολα έχουν την ανάγκη
και τη διάθεση, έστω και επιστρατεύοντας
μύθους, να ορίσουν τον εαυτό τους ως
έθνος και να ενεργήσουν στο όνομα αυτού
του έθνους, δηλαδή να ζήσουν και να
πεθάνουν.
Αν το κάνουν
αυτό, αδιαφορώντας μάλιστα για το τι
είναι αλήθεια και τι ψέμα, τότε έχουν
προφανώς, καλώς ή κακώς, τους λόγους
τους, και το μόνο ουσιώδες ζήτημα είναι
αν και στο μέλλον θα θεωρούν αυτό το
κατασκεύασμα το καλύτερο μέσο για την
προάσπιση των συμφερόντων τους. Αν τούτο
συμβαίνει πράγματι, τότε οι ιστορικές
αποδείξεις και ανταποδείξεις αποτελούν
χαμένο κόπο. Και στο παρελθόν το έθνος
δεν εμφανιζόταν στην πολιτική σκηνή
επειδή είχε μόλις σχηματιστεί, αλλά
επειδή μια ορισμένη ελίτ επικαλούνταν
την ιδέα του έθνους και κατάφερνε έτσι
να κινητοποιήσει μάζες. Το γαλλικό έθνος
λ.χ. δεν ήταν ανύπαρκτο το 1788 για να
εμφανιστεί το 1789, ούτε και χρειαζόταν
να δημιουργήσει το γαλλικό κράτος εξ
αρχής. Το κράτος προϋπήρχε από
αιώνων και η επίκληση του έθνους
εξυπηρετούσε δύο σκοπούς: να καταστήσει
ομοιογενή τον εσωτερικό χώρο του κράτους
με την κατάργηση του φεουδαρχικού
τοπικισμού και να αντικαταστήσει τη
δυναστική αρχή με την αρχή της λαϊκής
κυριαρχίας. Όπως βλέπουμε, εδώ είναι
πολύ δύσκολο ν’ αμφισβητηθεί η πολιτική
σκοπιμότητα του εθνικισμού.
Όμως η
μαζικοδημοκρατική
και πλανητική εποχή διόλου δεν συμπίπτει
με τη φιλελεύθερη και ευρωπαϊκή. Σήμερα
οι εσωτερικοί χώροι των κρατών έχουν
γίνει ομοιογενείς ενώ ακόμη και οι
καίσαρες επικαλούνται την λαϊκή
κυριαρχία. Αν λοιπόν το έθνος επιβιώσει,
θα πρέπει να ανταποκρίνεται στις νέες
συνθήκες και να υπηρετεί τους συναφείς
νέους σκοπούς. Από το πώς ορίζει κανείς
τις συνθήκες και τους σκοπούς εξαρτάται
και η απάντησή του στο ερώτημα, αν και
σε ποια μορφή θα διατηρηθούν οι πολιτικές
εκείνες μονάδες, τις οποίες εμείς
ονομάζουμε έθνη. O πυρήνας της σημερινής
παγκόσμιας κατάστασης είναι η πλανητική
επέκταση της μαζικής δημοκρατίας ως
κοινωνικού σχηματισμού εδραζομένου
στην μαζική παραγωγή και στην μαζική
κατανάλωση, η συνεχής άνοδος των υλικών
προσδοκιών στον κόσμο και επομένως η
όξυνση του ανταγωνισμού, όξυνση η οποία
μπορεί να καταστεί επικίνδυνη κάτω από
την πίεση οικολογικών και δημογραφικών
παραγόντων.
Tο ερώτημα έχει
ως εξής: Θα αποδειχθούν το έθνος και το
εθνικό κράτος ως η καλύτερη οργανωτική
μορφή για τη συμμετοχή στον αγώνα
κατανομής, θ’ αποτελέσουν την
ανταγωνιστικότερη πολιτική και οικονομική
μονάδα σε πλανητικό επίπεδο; Αν το
ερώτημα διατυπωθεί έτσι, είναι φανερό
ότι η απάντηση πρέπει να υπαγορευθεί
από την ανάλυση της συγκεκριμένης
περίπτωσης και όχι από την αθεράπευτη
αγάπη προς το έθνος ή από εξίσου τυφλές
κατάρες εναντίον του. Με άλλα λόγια: το
ζήτημα δεν είναι αν «το έθνος", γενικά
κι αφηρημένα, μπορεί να επιβιώσει ή όχι,
αλλά αν τούτο ή εκείνο το υφιστάμενο
έθνος εκπληρώνει ή όχι τους όρους της
βιώσιμης πολιτικής μονάδας μέσα στην
πλανητική εποχή. Από αυτήν τη σκοπιά,
πρέπει να χρησιμοποιήσουμε διαφορετικά
μέτρα και σταθμά από έθνος σε έθνος, από
ήπειρο σε ήπειρο κι από περιοχή σε
περιοχή. H Κίνα λ.χ. δεν πιέζεται πολιτικά
να επιλέξει ανάμεσα στην εθνική και
στην πλανητική βιωσιμότητά της, υπό την
προϋπόθεση βέβαια ότι θα παραμείνει
ενιαίο συγκεντρωτικό κράτος (όπως
πιστεύω, η πορεία της ιστορίας στον 21ο
αιώνα θα προσδιορισθεί κατά μέγα μέρος
από το αν η Κίνα θα παραμείνει ή όχι
τέτοιο κράτος). Στην άλλη άκρη του
φάσματος βρίσκονται εθνικά κράτη, τα
οποία τελούν υπό έμπρακτη πολιτική και
οικονομική εξάρτηση. Το αν θα στέρξουν
στη μοίρα τους αυτή, ώστε τουλάχιστον
με την υποταγή τους σε μιαν ισχυρότερη
δύναμη να μην αποκοπούν ολότελα από την
πλανητική εξέλιξη, ή αν θα εξεγερθούν
εναντίον αυτής της μοίρας, γιατί θεωρούν
τον οικουμενισμό των μεγάλων δυνάμεων
μέσο επεκτατισμού και εκβιασμού – αυτό
δεν θα το αποφασίσει μόνον η ψυχρή λογική
του συμφέροντος, αλλά και βαθύρριζα
συναισθήματα.
Επίσης, ανοιχτό
είναι το ζήτημα αν η εξέγερση εξυπηρετεί
καλύτερα τη συντήρηση της παραδοσιακής
ταυτότητας από ο,τι την εξυπηρετεί η
υποταγή. Γιατί η εξέγερση, αν θέλει να
είναι επιτυχής, απαιτεί γρήγορο
εκσυγχρονισμό, ενώ η εκούσια υποταγή
μπορεί να συνοδεύεται από την ανακαίνιση
παραδοσιακών ψευδοπροσόψεων για λόγους
ψυχικής υπεραναπλήρωσης και τουριστικής
αξιοποίησης (παράδειγμα η σημερινή
Ελλάδα). Εν πάση περιπτώσει η μοίρα των
μικρών εθνικών κρατών εξαρτάται
αποφασιστικά από τη σπουδαιότητα της
γεωπολιτικής τους θέσης. Τα πιο ασήμαντα
από γεωπολιτική άποψη μάλλον θα αφεθούν
στην ησυχία τους ή στην εσωτερική
αναταραχή τους.
Η βασική κριτική που δέχονται οι απόψεις του Π. Κονδύλη, αφορά το ευρύτερο ρεύμα σκέψης του"ντεσιζιονισμού" (αποφασιοκρατίας), με κύριο εκπρόσωπο τον συνταγματολόγο Carl Schmitt, από το οποίο επηρεάστηκε αρκετά το ώριμο έργο του. Η ερμηνεία του Διαφωτισμού και του νεωτερικού πολιτισμού από τον Κονδύλη οδηγεί σε μια συγκεκριμένη άποψη για την ουσία της πολιτικής.
«Άν η κλίμακα ηθικών αξιών - που επισείεται από την εκάστοτε κοσμοθεωρητική
παράταξη στον αγώνα της για κυριαρχία.... αν οποιοδήποτε ορθοπρακτικό
πλαίσιο συνιστά πρόφαση που συγκαλύπτει αξιώσεις κυριαρχίας, τότε στο
έργο του Κονδύλη, μαζί με την κανονιστική διάσταση του Διαφωτισμού,
αίρεται και οιανδήποτε δυνατότητα αξιολογικών κρίσεων περί του τι είναι
δίκαιο ή άδικο σε μια κοινωνία», σημειώνει η Φωτεινή Βάκη στο συνέδριο “Η φιλοσοφία σήμερα” (Ρέθυμνο 2005).
Η ίδια, επισημαίνει ως αντίπαλο ρεύμα της αποφασιοκρατίας την Κανονιστική Θεωρία, της οποίας σημαντικός σύγχρονος εκφραστής (στο πλευρό του Jürgen Habermas της Νεότερης Σχολής της Φρανκφούρτης, του John Rawls και άλλων), ήταν ο εξίσου αξιόλογος 'Ελληνας στοχαστής Κοσμάς Ψυχοπαίδης.
«Το έργο του Κ. Ψυχοπαίδη αντίθετα, ερμηνεύει μια μεγάλη παράδοση του
Διαφωτισμού που κυρίως εκπροσωπείται από τον Ρουσώ, τον Καντ, τον
Χέγκελ αλλά και τον Μαρξ ως μια απόπειρα θεμελίωσης πολιτικών κανόνων
που δεν θα οπισθοδρομεί σε προ-νεωτερικού τύπου αντιλήψεις περί αγαθού,
ούτε θα εκφυλίζεται σε εγωιστικό πράττειν. Η θεμελίωση των πολιτικών
κανόνων για τον Ψυχοπαίδη οριοθετείται αφ’ ενός μεν από τις ιστορικές
σχέσεις ιδιοκτησίας (ιδιοποίησης και διανομής του κοινωνικού προϊόντος),
αφ΄ετέρου δε, τόσο από το ίδιο το κανονιστικό περιεχόμενο αυτών των
σχέσεων όσο και από τα συστήματα αξιών που επιτρέπουν την αξιολόγησή
του.
Αν για τον Κονδύλη κανόνες και αξίες έχουν μόνο πολεμική διάσταση και
υποκρύπτουν αποκλειστικά κυριαρχικές αξιώσεις, για τον Ψυχοπαίδη, η
σημερινή θεωρία οφείλει να ερμηνεύει τους κανόνες ως λειτουργικούς όρους
όχι μόνο της αναπαραγωγής και διατήρησης της κοινωνίας αλλά και της
θεωρίας. Οι κανόνες αξιολογούνται από τους ίδιους τους δρώντες όσον
αφορά την καταλληλότητά τους να μετατραπούν σε αξίες που θα
προσανατολίζουν την καθημερινή δράση
Αν το έργο του Κονδύλη απέχει κάθε αξιολογικής κλίμακας στη βάση της
οποίας θα αποφαινόταν τι είναι “ορθό”, η θεμελίωση των κανόνων στο έργο
του Ψυχοπαίδη δηλώνει ποιές αξίες είναι αδιαπραγμάτευτες (ζωή, υγεία,
αξιοπρέπεια, αυτόνομη πολιτική δράση) και ποιές αποτελούν αντικείμενο
διαλόγου και διαπραγματεύσεων καθώς και ποιοι είναι οι όροι του διαλόγου
αυτού». (Φωτεινής Βάκη - Η ερμηνεία του Διαφωτισμού. Ντεσιζιονισμός και Κανονιστική Θεωρία)
Ανορθολογικό στοιχείο στην ελληνική θεωρητική σκέψη. Σημαντική εισήγηση του Κ. Ψυχοπαίδη
***
Ο ίδιος ο Π. Κονδύλης δεχόταν ότι η βασική θεωρητική του θέση, η «αξιολογικά ουδέτερη περιγραφική θεωρία της απόφασης», μόνον εν μέρει συμφωνούσε με την ακραιφνή αποφασιοκρατία του Καρλ Σμιτ. Ενώ ο Σμιτ θεμελίωνε το Πολιτικό αποκλειστικά στη «σχέση εχθρού και φίλου», ο Κονδύλης ισχυριζόταν ότι η σχέση αυτή είναι απλά και μόνον ένα γενικό ανθρωπολογικό και κοινωνικό χαρακτηριστικό, που συναντάται σε όλη την πρακτική και διανοητική δραστηριότητα του ανθρώπου και στον όλο κοινωνικό βίο. Ο Κονδύλης ομολογούσε επίσης ότι δέχτηκε ευρεία επιρροή από την «ήπια» αποφασιοκρατία του Μαξ Βέμπερ (Max Weber), ιδίως από τη θέση του Βέμπερ ότι οι κοινωνικές επιστήμες, για να είναι πράγματι επιστήμες, πρέπει, για ό,τι είναι πέραν της γνωστικής δραστηριότητας, να τηρούν αξιολογική ουδετερότητα: δηλαδή να θεωρούν όλες τις ηθικές αξιώσεις και τις απόψεις περί αγαθού ή μη αγαθού ως ισότιμες («πολυθεϊσμός των αξιών») και οι ίδιες να μη κάνουν αξιολογικές κρίσεις σε θέματα ηθικής ή πολιτικής φύσης. Ωστόσο, για να αποφύγει φιλοσοφικά συστήματα που ρητά ή άρρητα στηρίζονται κατά τη γνώμη του σε μεταφυσικές ή οιονεί θρησκευτικές βάσεις (σ' αυτά κατέτασσε φιλοσόφους από τον Πλάτωνα μέχρι τον Μαρξ και τον Νίτσε), αλλά και την Αριστοτελική αντίληψη για το Πολιτικόν και το αγαθόν, η οποία και αξιολογεί και νοηματοδοτεί τη φύση του ανθρώπου ως κοινωνικού όντος, ο Κονδύλης προχώρησε ένα μεγάλο βήμα πιο πέρα, σ' αυτό που αποκαλούσε «φιλοσοφικό μηδενισμό»: «Ο κόσμος και ο άνθρωπος δεν έχουν αντικειμενικό νόημα και αξία», παρά μόνον αυτό που τους δίνουν υποκειμενικά οι άνθρωποι, βασικά ως άτομα. Αντίθετα, ο Μαξ Βέμπερ αναγνώριζε ως δεσμευτική την «ηθική της ευθύνης» (Verantwortungsethik), σε αντιπαράθεση με την «ηθική του φρονήματος» (ή της πεποίθησης - Gesinnungsethik), ορίζοντας έτσι αξιολογικά κριτήρια υπεράνω της γνωστικής δραστηριότητας, και μάλιστα στο πεδίο της πολιτικής.
Γ. Ρ.
Βλ. και:
Tο
μέλλον του έθνους
στην Eυρώπη του αύριο
Το αν και πώς
θα διατηρηθεί το έθνος ως πολιτική ή
και πολιτισμική μονάδα δεν εξαρτάται
από κάποιαν εγγενή και αμετάβλητη ουσία
του, αλλά από τις μακροπρόθεσμες
απαιτήσεις της πλανητικής κατάστασης.
Το ισοζύγιο,
η συγκυριαρχία και η ηγεμονία είναι
εξίσου δυνατές, όπως είναι και διάφορες
μικτές μορφές εθνικού και πολυεθνικού
κράτους.
Σε σχέση με την
Ευρώπη, το εθνικό ζήτημα εμφανίζεται
περίπλοκο επειδή τα σημαντικότερα έθνη
της δυτικής και κεντρικής Ευρώπης είναι,
με πλανητικά μέτρα, μεσαίες Δυνάμεις,
δηλ. Δυνάμεις οι οποίες ούτε μπορούν να
σταθούν παράμερα ούτε και να διατηρήσουν
τη θέση τους αυτοδύναμα το καθένα (πολύ
λιγότερο αν το καθένα στραφεί εναντίον
των υπολοίπων). Οι Δυνάμεις αυτές
συνειδητοποιούν τη νέα κατάσταση
πραγμάτων βαθμιαία μόνον, επειδή παλιές
νοοτροπίες τις εμποδίζουν να συλλάβουν
τις πλανητικές πλέον διαστάσεις των
προβλημάτων και επειδή εν μέρει ακόμη
ζουν από τα τεράστια αποθέματα της
ιμπεριαλιστικής εποχής. Oσο διαρκούσε
αυτή η εποχή, ο ανταγωνισμός των μεγάλων
ευρωπαϊκών εθνών μεταξύ τους δεν εμπόδισε
την οικουμενική επικράτηση της Ευρώπης
– απεναντίας μάλιστα: ο ανταγωνισμός
ωθούσε προς την επέκταση προκειμένου
ο καθένας να μην υστερήσει σε σχέση με
την επέκταση των ανταγωνιστών του.
H κατάσταση
αυτή, που κράτησε πάνω από τέσσερις
αιώνες, άλλαξε τώρα διπλά: μειώνεται
τόσο το ειδικό (οικονομικό, δημογραφικό,
γεωπολιτικό) βάρος της Eυρώπης όσο και
η κοσμοϊστορική σημασία των ενδοευρωπαϊκών
ανταγωνισμών. O πλανήτης δεν συνομαδώνεται
πια γύρω από τον άξονα των ανταγωνισμών
αυτών, παρά τα ευρωπαϊκά έθνη υποχρεώνονται
τώρα να συνομαδωθούν εν όψει των
πλανητικών ανταγωνισμών.
Eίναι παράδοξο,
και όμως αληθινό: οι μεγάλοι ενδοευρωπαϊκοί
πόλεμοι ήσαν δυνατοί, επειδή η Eυρώπη
κυριαρχούσε στον κόσμο· σήμερα είναι
αδύνατοι επειδή η Eυρώπη έπαψε πια να
είναι η κινητήρια δύναμη της παγκόσμιας
ιστορίας. Aυτό το ωμό γεγονός - και όχι
η «λογική» ή οι «πικρές ιστορικές
εμπειρίες», όπως λένε οι πανηγυρικές
ομιλίες – τοποθετεί σε νέα φάση το
πρόβλημα του εθνικισμού στη δυτική και
κεντρική Eυρώπη. Aυτό είναι βέβαιο,
αβέβαιο παραμένει όμως με ποιες
υπερεθνικές οργανωτικές μορφές μπορεί
να αντιμετωπιστεί η πρόκληση των καιρών.
Tο ισοζύγιο, η συγκυριαρχία και η ηγεμονία
είναι εξ ίσου δυνατές, όπως είναι και
διάφορες μικτές μορφές εθνικού και
πολυεθνικού κράτους (αφού, καθώς είπαμε
στην αρχή, η επιβίωση του έθνους διόλου
δεν ταυτίζεται με τη διατήρηση του
κλασικού εθνικού κράτους, όπως και η
εξαφάνιση του έθνους δεν σημαίνει
οπωσδήποτε το τέλος του κράτους ως μορφής
πολιτικής οργάνωσης). Όμως, δυνατό είναι
επίσης να ενταθούν οι κεντρόφυγες τάσεις
εξ αιτίας εξωτερικής πίεσης ή της
προσπάθειας ενός μέρους να επιβάλει
την ηγεμονία του. Mια τέτοια εξέλιξη
ίσως να χαροποιούσε μερικούς κοντόθωρους
εθνικιστές, όμως θα ξόδευε άσκοπα ένα
μεγάλο μέρος της ευρωπαϊκής ζωτικότητας.
Aπό τη σκοπιά
ενός οικονομιστικού φιλελευθερισμού
(με τον οποίο ταυτίζεται έμπρακτα η
κοσμοπολίτικη «αριστερά», μολονότι
συνεχίζει να χρησιμοποιεί χειραφετητικές
κενολογίες), φαίνεται ότι το ζήτημα του
έθνους και του εθνικισμού θα λυθεί από
μόνο του χάρη στη διαπλοκή των οικονομικών
και στον διεθνή καταμερισμό της εργασίας.
Όπως ο καταμερισμός της εργασίας στην
εκτεχνικευμένη μαζική
δημοκρατία συνεπέφερε τον
κατακερματισμό της κοινωνίας σε άτομα
και την κατάλυση των κοινωνικών τάξεων
της εποχής του φιλελευθερισμού, έτσι
και τώρα, λέγεται, η ίδια διαδικασία
καθώς θα επεκτείνεται σ’ ολόκληρο τον
πλανήτη, θα κατακερματίσει τα έθνη σε
άτομα και θα εξανεμίσει κάθε αίσθημα
εθνικής συνοχής.
Δεν επιθυμούμε
εδώ να υπενθυμίσουμε τα βάσιμα
επιχειρήματα, τα οποία διατυπώθηκαν
στην κοινωνιολογική συζήτηση των
τελευταίων δεκαετιών εναντίον όσων
προσπάθησαν να ερμηνεύσουν τη «συλλογική
δράση», με αφετηρία την οικονομική
στάθμιση οφέλους και ζημίας. Aς δούμε
καλύτερα το πράγμα από τη σκοπιά του
ζητήματος της κατανομής. Ακόμα κι αν
περιοριστούμε στο οικονομικό αυτό
κριτήριο, διόλου δεν αποκλείεται η
πιθανότητα ότι το τάδε ή το δείνα
ανθρώπινο σύνολο αντιλαμβάνεται το
έθνος και την αντίστοιχη μορφή πολιτικής
οργάνωσης ως το καλύτερο μέσο προάσπισης
των συμφερόντων του· η άσκηση πολιτικής
με στόχο την προάσπιση οικονομικών
συμφερόντων θα μπορούσε να συνδεθεί
τελεσφόρα με εθνικιστικά ιδεολογήματα. Αν πάλι το έθνος θεωρηθεί ξεπερασμένο,
τότε η συλλογική οντότητα θα πρέπει να
διευρυνθεί και να επιλέξει μιαν άλλη
μορφή οργάνωσης της πολιτικής μονάδας.
Όμως πάντοτε θα υπάρχουν και θα δρουν
συλλογικές οντότητες με σκοπό να
διασφαλίσουν για τον εαυτό τους
πλεονεκτική θέση στον αγώνα κατανομής,
εκτός πια κι αν καταστεί περιττή κάθε
πολιτική οργάνωση. Οι οικονομιστές φιλελεύθεροι, που
περιμένουν κάτι τέτοιο, θα όφειλαν να
διαβάσουν προσεκτικότερα τον Adam Smith.
Το αν και πώς
θα διατηρηθεί το έθνος ως πολιτική ή
και πολιτισμική μονάδα δεν εξαρτάται
λοιπόν από κάποιαν εγγενή και αμετάβλητη
ουσία του, αλλά από τις μακροπρόθεσμες
απαιτήσεις της πλανητικής κατάστασης
ακριβέστερα: από τον τρόπο, με τον οποίο
τα ενεργά υποκείμενα θα αντιληφθούν
και θα αντιμετωπίσουν τις απαιτήσεις
αυτές. Mπορούμε να φαντασθούμε πλείστους
όσους συνδυασμούς και παραλλαγές. Σε
πλεονεκτικότερη θέση βρίσκονται έθνη,
τα οποία χάρη στο δυναμικό τους είναι
σε θέση να αποτελέσουν ανταγωνιστικές
πολιτικές μονάδες και μέσα στην πλανητική
εποχή. Στη δυτική και κεντρική Eυρώπη,
εξαιτίας της εθνικής της σύνθεσης, το
εθνικό ζήτημα είναι ιδιαίτερα λεπτό.
Kαι ακόμα λεπτότερο παρουσιάζεται στην
περίπτωση της Γερμανίας, ως χώρας, η
οποία είναι μεν η μεγαλύτερη στο χώρο
αυτό, αλλά από πλανητική άποψη δεν είναι
τίποτε παραπάνω από μεσαία δύναμη.