Τρίτη 5 Ιανουαρίου 2016

Γυρίζοντας τον Κέυνς ανάποδα: Η κραιπάλη στην άνοδο και η λιτότητα στην πτώση - Το πολιτικό «κεφάλαιο» Καραμανλή του Νεότερου

Παραβλέποντας ορισμένες από τις προβληματικές απόψεις των λεγόμενων νεο-Κεϋνσιανών ή μετα-Κεϋνσιανών οικονομολόγων, οι οποίοι, παράλληλα με τους μαρξιστές συναδέλφους τους, αντιπολιτεύονται σήμερα τα νεοφιλελεύθερα ή νεοκλασικά δόγματα, αξίζει κανείς να θυμηθεί τις πηγές μιας μακροοικονομικής θεωρίας που φιλοδοξούσε να είναι (άλλο άν τελικά το πέτυχε) και ορθολογική και αξιόπιστη, δηλαδή συνεκτική και επαληθεύσιμη από τα γεγονότα ή τα εμπειρικά δεδομένα που συσσωρεύει η ιστορία. Και ιδίως, αξίζει μια αναδρομή στον πραγματικό Κέυνς και στους οικονομολόγους που άνοιξαν διάλογο μέ τις ιδέες του, από τον Μίχαλ Καλέτσκι (Michał Kalecki) και τον Πιέρο Σράφφα (Piero Sraffa) μέχρι την Τζόαν Ρόμπινσον (Joan Robinson) και τον Χάιμαν Μίνσκυ (Hyman Minsky). 
Άν εξαιρέσει κανείς τις πρωτόλειες προσπάθειες του Λούντβιχ φον Μίζες (Ludwig Von Mises) στο παρελθόν και τη συστημική ανάλυση του καπιταλισμού στη μακρά διάρκεια από τον Κάρολο Μαρξ, η μακροοικονομική θεωρία της βραχείας και μέσης διάρκειας έχει δύο βασικές πηγές: αφενός τις αφηρημένες θεωρητικές υποθέσεις για τους λεγόμενους επιχειρηματικούς κύκλους («business cycles») του Τζόζεφ Σουμπέτερ, ο οποίος εκλάμβανε τις κρίσεις και ως «δημιουργικές καταστροφές» καταλήγοντας στα μοντέλα «τεσσαρακονταετών» ανοδικών και καθοδικών μακροχρόνιων κυμάνσεων Σουμπέτερ-Κοντράτιεφ, κυρίως όμως τον Κέυνς (John Maynard Keynes), ο οποίος της έδωσε μορφή με το μοντέλο συναθροιστικής ζήτησης και προσφοράς και με πολύ συγκεκριμένα υποδείγματα για άσκηση μακροοικονομικής πολιτικής.
Άνταμ Σμιθ, Κάρολος Μαρξ, Τζόζεφ Σουμπέτερ, Τζ. Μ. Κέυνς

Πολλοί οικονομολόγοι της γενιάς μετά τον Κέυνς επιχείρησαν να συνδυάσουν (και να απορροφήσουν) τα μακροοικονομικά του της «Γενικής Θεωρίας» μέσα στις νεοκλασικές οικονομικές θεωρίες, οι οποίες ήταν μέχρι τότε επικεντρωμένες αποκλειστικά  και μόνον στο μικρο-οικονομικό επίπεδο της μεμονωμένης επιχείρησης. Δημιούργησαν έτσι τη λεγόμενη Νεοκλασική Σύνθεση, η οποία στη δεκαετία του 1950 επικράτησε ως μακροοικονομική θεωρία. Π.χ. η απόπειρα του Ρόμπερτ Σόλοου (Robert M. Solow) με το «Νεοκλασικό Υπόδειγμα Οικονομικής Μεγέθυνσης», στήθηκε πάνω σε επεξεργασίες για την κατανάλωση, για τις επενδύσεις και για τη ζήτηση που προέρχονταν απευθείας από το βασικό Κεϋνσιανό μοντέλο, ωστόσο ο Σόλοου στένευε την οικονομική πορεία μέσα στο χρόνο με αφηρημένες, πολύ περιοριστικές προϋποθέσεις (π.χ. υπέθετε σταθερά ανοδική οικονομία). 
Ο Κέυνς και η σύζυγός του Λίντια Βασίλιεβνα Λοπόκοβα
Η «νεοφιλελεύθερη επανάσταση»
Οι βάσεις των Κεϋνσιανών μακροοικονομικών αμφισβητήθηκαν ριζικά μόνον μετά το τέλος της δεκαετίας του 1960, από το ακραίο νεοκλασικό ρεύμα που αποκαλούμε σήμερα νεοφιλελεύθερο. Η αμφισβήτηση στηρίχτηκε σε ισχυρισμούς ουσιαστικά πολιτικής ή και οιονεί φιλοσοφικής φύσης παλαιότερων οικονομολόγων του Μεσοπολέμου και αμέσως μετά τον Β' Παγκ. Πόλεμο, αντιπάλων του Κέυνς αλλά τότε χωρίς μεγάλη επιρροή (π.χ. του Φρίντριχ Χάγιεκ - Friedrich Hayek). Ο Χάγιεκ, μεταξύ άλλων, ισχυριζόταν ότι οι μεγάλες ανοδικές φούσκες και βαθιές υφέσεις είναι δυνατόν να προλαμβάνονται μέσω της «ελεύθερης» και ανόθευτης δράσης της αγοράς και να αποτρέπονται πριν την έκρηξή τους, σε αντίθεση με τον Κέυνς ο οποίος θεωρούσε αυτές τις διακυμάνσεις αναπόφευκτες. Ο Κέυνς πάντα επικεντρωνόταν όχι σε μια ανέφικτη κατάργηση των ακραίων διακυμάνσεων, αλλά στην αντιμετώπιση και θεραπεία τους, κυρίως στην καταπολέμηση της ανεργίας.
Αυτό που αποκαλούμε σήμερα νεοφιλελευθερισμό (ο όρος αυτός, όταν χρησιμοποιήθηκε αρχικά από τον Αλεξάντερ Ρίστοβ - Rüstow είχε διαφορετική σημασία)*, έγινε συνεκτική οικονομική θεωρία με τη λεγόμενη Σχολή του Σικάγου· αλλά απέκτησε όμως θεωρητικές βάσεις κυρίως όταν ο Ρόμπερτ Λούκας (Robert Lucas) ισχυρίστηκε ότι στη μακροοικονομία ισχύουν ορθολογικές προσδοκίες, δηλαδή ότι οι παράγοντες που δρούν μέσα στις «αγορές» γενικά αντιλαμβάνονται και ερμηνεύουν σωστά τις πληροφορίες, άρα «προβλέπουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο το μέλλον» («best guess of the future»). Έτσι η θεσμική παρέμβαση (π.χ. από τα κράτη) για ρύθμιση των αγορών θεωρήθηκε περιττή, ίσως και επιζήμια. Για ισορροπία θα φρόντιζε το «αόρατο χέρι» του Άνταμ Σμιθ. 
J. M. Keynes και Harry Dexter White,
εκπρόσωπος των ΗΠΑ στο συνέδριο του Μπρέτον-Γούντς 1944
Η Αριστοτελική προτεραιότητα του Πολιτικού και το «Κεϋνσιανό παράδοξο»: Η ζωή του καπιταλισμού θα παραταθεί μόνον άν ηττηθούν οι πιο φανατικοί υποστηρικτές του
Αντίθετα, ο Κέυνς θεωρούσε απαραίτητη την κρατική ή άλλη εξωοικονομική θεσμική παρέμβαση και ρύθμιση των αγορών και μάλιστα την αντιλαμβάνονταν ως αναγκαία για την (επιθυμητή από τον Κέυνς) συνέχεια και μακροημέρευση του καπιταλιστικού συστήματος. Ουσιαστικά η θεωρία του Κέυνς ήταν απάντηση στον ισχυρισμό του Μαρξ ότι ο καπιταλισμός έχει ενσωματωμένο «μηχανισμό αυτοκαταστροφής», ή ότι εν πάσει περιπτώσει οι αντιφάσεις που περιέχει ή δημιουργεί, προετοιμάζουν την υπέρβασή του. Η απάντηση του Κέυνς ήταν αρνητική, αλλά ως προϋπόθεση της μακροημέρευσης του καπιταλισμού έθετε τη ρύθμιση των αγορών με παρέμβαση «εκ των έξω». Το έργο αυτό, της εξωοικονομικής ρύθμισης των οικονομικών πραγμάτων, ο Κέυνς, οικονομολόγος με πολύ ευρύτερη «Αναγεννησιακού» τύπου παιδεία, υιοθετώντας μια κλασική Αριστοτελική αντίληψη για την ανθρώπινη κατάσταση, το ανέθετε στο Πολιτικόν. 
Σε απόλυτη αντίθεση με τους όψιμους νεοκλασικούς, ο Κέυνς μας λέει ότι οι μεμονωμένοι παράγοντες που δρούν μέσα στις «αγορές» γενικά δεν αντιλαμβάνονται και δεν ερμηνεύουν σωστά τις πληροφορίες. Όμως οι άνθρωποι πρώτιστα είναι «ζώα πολιτικά» και όχι οικονομικά, δηλαδή η Πολιτεία και το Πολιτικόν είναι το θεμελιώδες «διαχωριστικό από τη βαρβαρότητα». Έτσι, ακόμη και άν υποθέσουμε ότι οι «ελεύθερες αγορές», λόγω της εγγενούς γνωστικής ανεπάρκειας του ανθρώπινου παράγοντα, αντί για ισορροπία γεννούν χάος, ακόμη και τότε το σημερινό κεφαλαιοκρατικό σύστημα παραγωγής και μαζί του οι σημερινής μορφής κοινωνίες δεν είναι αναπότρεπτα καταδικασμένα σε κατάρρευση. Τουλάχιστον προς το παρόν και για το ορατό μέλλον. Έτσι ο Κέυνς μετέθετε στο απώτερο μέλλον τη μαρξική υπόθεση και πρόβλεψη για την ανατροπή του καπιταλισμού, όμως με παράδοξη προϋπόθεση την εξωοικονομική ρύθμιση της οικονομίας, δηλαδή την ήττα της πιο ακραίας φιλο-καπιταλιστικής δοξασίας. 
Η Κεϋνσιανή συνταγή: Πολιτικές λιτότητας στην άνοδο, τόνωση στην πτώση
Ποιά ρύθμιση όμως; Πώς; Με ποιά μεθοδολογία, με ποιές αξιολογήσεις και με ποιά εργαλεία μέσα στο χρόνο, καθώς συμβαίνουν οικονομικές μεταβολές; Ο Κέυνς ισχυριζόταν κάτι απλό: «The boom, not the slump is the right time for austerity». Σε μια οικονομία, η εξω-οικονομική παρέμβαση που ωθεί σε λιτότητα είναι κατά καιρούς απαραίτητη. Αλλά προς Θεού, η παρέμβαση για λιτότητα (και μάλιστα με πρώτο προαπαιτούμενο να είναι κατά το δυνατόν κοινωνικά δίκαιη λιτότητα) είναι χρήσιμη, ενδείκνυται και είναι αναγκαία μόνον στη φάση της ανόδου του ΑΕΠ και όχι εκ των υστέρων, στην (αναπόφευκτη μετά την άνοδο) φάση της πτώσης.
Έτσι, σύμφωνα με τον Κέυνς,
όταν ο οικονομικός κύκλος είναι ανοδικός μπορούν και πρέπει να δημιουργούνται δημοσιονομικά πλεονάσματα, για να υπάρχουν δημοσιονομικά περιθώρια ελιγμών στην πτώση, δηλαδή δυνατότητες για δαπάνες τόνωσης της οικονομίας, εν ανάγκη και με βραχυχρόνια ελλειμματικούς προϋπολογισμούς (deficit spending). Σύμφωνα με τον Κέυνς, το Α και το Ω της ορθής μακροοικονομικής διαχείρισης είναι η αντι-κυκλική πολιτική.
Όμως την Κε
ϋνσιανή συνταγή οι κοινωνικές ελίτ τη βλέπουν όπως ο διάολος το λιβάνι. Στη φάση που ζούμε, του όψιμου καπιταλισμού, στις οικονομικές ελίτ και στους συμβιωτικούς τους ακόλουθους δεν έχει απομείνει τίποτε από την βεμπεριανή «προτεσταντική ηθική» και τώρα πιά η δεύτερη φύση τους έγινε άκρως ηδονιστική, εγωιστική, αδιάφορη για το αύριο. Σε περιόδους παχειών αγελάδων η πλεονεξία τους απαιτεί τη μέγιστη και ταχύτερη ατομική συσσώρευση περιουσιακών στοιχείων και χωρίς φραγμούς καταναλωτική σπατάλη, μεγεθύνοντας βέβαια έτσι την κοινωνική ανισότητα. Οι πολιτικές ελίτ (και πίσω από αυτές, ως ουρά τους, οι ακαδημαϊκές) είναι οι δούλοι και μικρομέτοχοι των κερδών της οικονομικής ελίτ. Τα πρότυπά τους είναι αυτά που κατ' εξοχήν διαδίδονται από τα Μέσα Ενημέρωσης και παγιδεύουν έτσι στο «σιδερένιο κλουβί» του lifestyle τα μεσαία κοινωνικά στρώματα.
Τελικά, τα μεσαία στρώματα εγκλωβίζονται σε ένα οικονομικό και βιοπολιτικό «ακκορντεόν»: πρώτα πρόσκαιρης ευμάρειας, άλλα χάρις σε απότομες εκρήξεις της εμπορευματικής κερδοφορίας, άλλα χάρις σε βραχυχρόνιες εκρηκτικές ανόδους των ανώτερων μισθολογικών κλιμακίων, συχνά και με δανεικά, που την ακολουθεί η πτώση στην κατάσταση του νεόπτωχου κατά την αλλαγή του οικονομικού κύκλου σε πτωτικό. Αντίθετα, τα ασθενέστερα κοινωνικά στρώματα χάνουν συνεχώς έδαφος, χάνουν στην άνοδο, χάνουν και στην πτώση, γιατί βλέπουν συνεχώς να αυξάνει η απόστασή τους από τους πιο εύπορους ή να πέφτουν σε όλο και βαθύτερη επισφάλεια.
Λίγες χώρες, π.χ. Σκανδιναβικές, της Βόρειας Ευρώπης, έχουν τέτοιους θεσμούς και κοινωνική δομή, ώστε, ακόμη και μετά την επικράτηση των φιλο-κυκλικών πολιτικών σε όλη τη Δύση (1980 και εντεύθεν),
άντεξαν να εφαρμόζουν εν μέρει αντι-κυκλικές συνταγές. Και αυτό έχει το στοχευμένο κόστος του: Πολύ υψηλούς φορολογικούς συντελεστές για τους πλούσιους. Όμως στον Αγγλοσαξωνικό κόσμο μετά το 1980 (με μερική εξαίρεση τη σημερινή περίοδο Ομπάμα στις ΗΠΑ) και στη Μεσογειακή Ευρώπη, η αντι-κυκλική πολιτική ήταν και παραμένει πολιτικά ανεπιθύμητη.
***
Κυβερνήσεις Καραμανλή του Νεότερου: Οι φιλοκυκλικές πολιτικές της Μεταπολίτευσης στην κορύφωσή τους
Η περίοδος Καραμανλή του Νεότερου – τόσο η πρώτη 2004-2007 που είχε πρωτογενή δημοσιονομικά πλεονάσματα, όσο και η δεύτερη 2007-2009, όταν η φούσκα είναι διογκωθεί σε τερατώδη βαθμό και απλώς περίμενε τη βελόνα για να σκάσει – ήταν χαρακτηριστικό παράδειγμα αντι-Κεϋνσιανής, δηλαδή φιλο-κυκλικής διαχείρησης. Η βελόνα που άγγιξε την ελληνική φούσκα ήταν η παγκόσμια κρίση του 2008, ως αποτέλεσμα της κατάρρευσης στην αγορά ακινήτων των ΗΠΑ. Τότε ήταν πια αργά: η κυβέρνηση και να ήθελε δεν μπορούσε να κάνει τίποτε. Το κωμικοτραγικό είναι ότι δεν πολυκατάλαβε τι συνέβαινε. Όσοι είχαν μάτια (δεν ήταν πολλοί) έβλεπαν ότι η μετα-ολυμπιακή οικονομία με το όλο και λιγότερο πραγματικό παραγωγικό δυναμικό, ήταν ένας πανωσηκωμένος πύργος από τραπουλόχαρτα. Και η «στιγμή Μίνσκυ» για τα ελληνικά δημοσιονομικά ήταν εκεί. Όμως η τότε κυβέρνηση λογάριαζε ότι η ελληνική οικονομία είχε αντισώματα (την πολλή παραοικονομία και φοροδιαφυγή!), που της πρόσφεραν ανοσία…
Ως συνήθως, για τα μεγάλα και καταστροφικά ατυχήματα δεν ευθύνεται μόνον ο κύριος υπαίτιος αλλά οι συνεργοί είναι πολλοί. Και η προηγούμενη διακυβέρνηση Σημίτη, κυρίως η μετά το 2000 «ολυμπιακή», δεν χειρίστηκε με ουσιαστικά αντι-κυκλικό τρόπο τη δική της περίοδο, άν και η περίοδος αυτή προσφέρονταν πολύ για αντι-κυκλική πολιτική εξαιτίας της πολύ σημαντικής και πολύχρονης ανόδου του ΑΕΠ. Ουσιαστικά ακολούθησε ίδιες, κατεστημένες πελατειακές λογικές, ωστόσο αρκετά πιο προσεκτικά.
Αν πάμε ακόμη πιο πίσω, στη φάση της
«ολικής επαναφοράς» του Α. Παπανδρέου (1993-1996) και στην περίοδο των αλλεπάλληλων εκλογών μετά το «βρώμικο 1989», η οποία περιλάμβανε τις πολύ βραχυχρόνιες πολυκομματικές κυβερνήσεις των δύο ή τριών κομμάτων (με το ποσοστιαίο διακομματικό μοίρασμα της πελατείας) και την επίσης βραχυχρόνια περίοδο Κωνσταντίνου Μητσοτάκη με τη φραξιονιστική πάλη χωρίς αρχές εντός της ΝΔ, η αξιολόγηση της μακροοικονομικής διαχείρισης από το ελληνικό πολιτικό προσωπικό δίνει εξαιρετικά ζοφερά συμπεράσματα διακομματικώς.
Το ενδιαφέρον άρθρο του Γ. Στρατόπουλου που ακολουθεί,
επικεντρώνεται στη δεύτερη κυβέρνηση Καραμανλή του Νεότερου μετά του 2007 (κυρίως στη διετία 2008-2009, μετά την κρίση στις ΗΠΑ) και αποκλειστικά στη δημοσιονομική της διαχείριση. Με αυτή την έννοια, δεν ασχολείται με την μακροοικονομική διαχείριση ως όλον (π.χ. με τη ρύθμιση του τραπεζικού συστήματος, με τις τομεακές πολιτικές στον πρωτογενή, δευτερογενή και τριτογενή τομέα ή στην αγορά ακινήτων, με τη διαχείριση των υποδομών της οικονομίας όπως η ενέργεια, οι μεταφορές, τα συστήματα δικαίου), ούτε με τα γενικά φιλο-κυκλικά χαρακτηριστικά της, τα οποία την τεκμηριώνουν ως αποκορύφωμα της ελληνικής (ή Νοτιοευρωπαϊκής) «ιδιόμορφης» εκδοχής της νεοφιλελεύθερης παθολογίας. Ωστόσο, το άρθρο δείχνει ανάγλυφα, προσωποποιώντας την στον τότε πρωθυπουργό, ποιά ήταν η λογική των κυβερνώντων και όχι μόνον εκείνων: Μετά από μας ο κατακλυσμός. 
 
Γιώργος Β. Ριτζούλης
  
Υ.Γ.: Το συμπέρασμα του κ. Γ. Στρατόπουλου: 
Ο κ. Καραμανλής τη διετία 2008-2009 έχασε τον έλεγχο των δημοσιονομικών. Αδράνεια, Αναβλητικότητα, Ανευθυνότητα. Τα «3Α» του πρώην Πρωθυπουργού έδωσαν στα προβλήματα της χώρας δυσθεώρητες διαστάσεις, σε μια μόλις διετία.
Το πολιτικό «κεφάλαιο» Καραμανλή
  
   
Υπάρχει καλός και κακός κόσμος. Στον καλό κόσμο, οι σοσιαλιστές αυξάνουν τους φόρους για να χρηματοδοτήσουν αύξηση των δαπανών, ενώ οι φιλελεύθεροι μειώνουν τις δαπάνες του κράτους για να μπορέσουν να μειώσουν τους φόρους. Στον κακό κόσμο, οι σοσιαλιστές αυξάνουν τις δαπάνες χωρίς όμως να αυξήσουν τους φόρους, ενώ οι φιλελεύθεροι μειώνουν τους φόρους χωρίς να μειώσουν τις δαπάνες. Η διαφορά μεταξύ καλού και κακού κόσμου δεν είναι ιδεολογική. Είναι μια κυβερνητική αξία, μια πολιτική αρετή, που στη χώρα μας ευδοκίμησε ελάχιστα: η δημοσιονομική υπευθυνότητα. Και στην περίοδο της χρεοκοπίας, που αποκαλούμε «κρίση», μάθαμε όλοι ότι δεν χρεοκοπήσαμε επειδή ασκήθηκαν φιλελεύθερες ή σοσιαλιστικές συνταγές διακυβέρνησης αλλά επειδή υπήρξε ένα ευρύ, βαθύ και διαχρονικό έλλειμμα δημοσιονομικής υπευθυνότητας. 
Ας δούμε, λοιπόν, πώς μπορούμε να ποσοτικοποιήσουμε τις επιδόσεις των ελληνικών κυβερνήσεων στην κλίμακα της δημοσιονομικής υπευθυνότητας. Είναι δύσκολο να προκύψει εύληπτη και ξεκάθαρη εικόνα της διαχείρισης των δημόσιων οικονομικών. Τη θολώνουν μεγέθη όπως οι τόκοι, οι αμυντικές δαπάνες, οι δημόσιες επενδύσεις, τα έκτακτα έσοδα (αποκρατικοποιήσεις π.χ.), αλλά και έκτακτα έξοδα (ολυμπιακά έργα π.χ.). Διαμορφώνονται έτσι τα τελικά μεγέθη των δημόσιων οικονομικών με τρόπο που παύουν να είναι αντιπροσωπευτικά και συγκρίσιμα. Υπάρχει, ωστόσο, ένας δείκτης που μπορεί να κάνει τη δουλειά, να δείξει με απλό και αξιόπιστο τρόπο τη δημοσιονομική ανευθυνότητα/υπευθυνότητα των κυβερνήσεων.

Η ερμηνεία των μεταβολών του δείκτη
Από τα δημόσια οικονομικά μπορούμε να απομονώσουμε εκείνες τις δαπάνες της Γενικής Κυβέρνησης που αφορούν μισθούς και κοινωνικές παροχές (συντάξεις, υγεία, πρόνοια) και εκείνα τα έσοδα που αφορούν φόρους (άμεσους και έμμεσους) και ασφαλιστικές εισφορές1. Ορίζουμε ως Δείκτη Δημοσιονομικής Υπευθυνότητας (ΔΔΥ) το λόγο των προαναφερθέντων εσόδων προς τις δαπάνες. Η απόλυτη τιμή του δείκτη δεν έχει μονοσήμαντη ερμηνεία, διότι δεν υπάρχει μία συγκεκριμένη τιμή του ΔΔΥ ως «ενδεδειγμένη». Οι μεταβολές του δείκτη, όμως, έχουν ξεκάθαρη ερμηνεία. Όταν ο Δείκτης Δημοσιονομικής Υπευθυνότητας μειώνεται, σημαίνει πως η κυβέρνηση αυξάνει τις παροχές προς τους πολίτες χωρίς να φροντίζει για την αντίστοιχη αύξηση των τακτικών εσόδων που θα χρηματοδοτήσουν τις αυξημένες παροχές. Και μεταφέρει έτσι το σχετικό βάρος στις επόμενες κυβερνήσεις και στις επόμενες γενιές. Η κυβέρνηση που αυξάνει τις δαπάνες του κράτους για μισθούς, συντάξεις και πρόνοια περισσότερο απ’ όσο αυξάνει τους φόρους, μπορεί να ειπωθεί πρόσκαιρα «φίλη του λαού», οπωσδήποτε πάντως είναι λιγότερο υπεύθυνη δημοσιονομικά.
Χρησιμοποιώντας τα στοιχεία της Eurostat2 (εδώ) -αξιόπιστα και συγκρίσιμα αλλά, δυστυχώς, περιορίζονται στην 20ετία 1995-2014-  μπορεί κανείς να δημιουργήσει το παρακάτω γράφημα για τον ΔΔΥ. Στον προσεκτικό αναγνώστη που γνωρίζει πως το ελληνικό κράτος ήταν συστηματικά λιγότερο ή περισσότερο ελλειμματικό, υπενθυμίζω ότι στο γράφημα τα έσοδα υπερισχύουν των δαπανών, διότι για τον υπολογισμό του ΔΔΥ έχουν εξαιρεθεί πολλές δαπάνες του κράτους (λειτουργικά έξοδα, αμυντικές δαπάνες, δημόσιες επενδύσεις κ.α.).
 
Αυτό το γράφημα αφηγείται πολλά για τη χώρα μας: υπήρξε μία περίοδος (η 1η τετραετία Σημίτη), κατά την οποία έγιναν προσπάθειες σχετικού νοικοκυρέματος στα πλαίσια της επίτευξης των στόχων για ένταξη στην Ευρωζώνη. Τότε ο ρυθμός αύξησης των δαπανών για μισθούς και κοινωνικές παροχές ήταν χαμηλότερος από τον ρυθμό αύξησης των τακτικών φορολογικών εσόδων του κράτους. Τη 2η τετραετία Σημίτη, όμως, αυτή η προσπάθεια «πήγε περίπατο», συνοδευόμενη από τη μεταρρύθμιση Γιαννίτση. 
Με άλλα λόγια: η δημοσιονομική υπευθυνότητα ήταν μια φωτεινή εξαίρεση, μια μόνο στιγμή της ιστορίας μας. Μετά την είσοδο στην Ευρωζώνη χαλαρώσαμε πάλι. Συνολικά η οκταετία Σημίτη παρέλαβε τη χώρα με ΔΔΥ 1,26 και τον παρέδωσε με 1,25, ουσιαστικά δηλαδή όσο αύξησε τις παροχές προς του πολίτες τόσο αύξησε και τα τακτικά έσοδα του κράτους.
Το γράφημα αφηγείται, επίσης, πως υπήρξε μια μαύρη διετία (2008-2009), κατά την οποία ο ΔΔΥ μειώθηκε απότομα από το 1,18 στο 0,97. Μετά τη μαύρη διετία ακολούθησε μια πενταετία (μνημονίων) με έντονα ανοδική πορεία του ΔΔΥ αλλά αυτό οφείλεται μάλλον σε έξωθεν παρέμβαση και αναγκαστικούς παράγοντες παρά σε κρίση υπευθυνότητας του εγχώριου πολιτικού συστήματος. Είναι δε αξιοσημείωτο πως χρειάστηκαν 5 χρόνια σκληρής λιτότητας και περικοπών (2010-2014) για να επιστρέψει ο ΔΔΥ στα επίπεδα του 2007!
Όποιος γνωρίζει πώς παρέλαβε και πώς παρέδωσε τη χώρα στο δημοσιονομικό πεδίο ο Κώστας Καραμανλής, εντυπωσιάζεται από το μέγεθος της δημοσιονομικής ανευθυνότητας. Παρέλαβε μια χώρα (2003) με δαπάνες 47 δισ.€ για μισθούς και κοινωνικές παροχές και έσοδα από φόρους και ασφαλιστικές εισφορές 58 δισ.€ και παρέδωσε μια χώρα με δαπάνες 80 δισ.€ και μόλις 77 δισ.€ έσοδα (2009).  Ήταν ο ΔΔΥ στο 1,25 το 2003  και το 2009 έπεσε κάτω από το 1 στο 0,97. Δηλαδή, σε 5μιση χρόνια αύξησε τη δαπάνη για μισθούς και κοινωνικές παροχές 28% περισσότερο απ’ ότι αύξησε τα τακτικά έσοδα του κράτους. Παρέδωσε ένα κράτος, στο οποίο όλα τα έσοδα από φόρους και εισφορές δεν επαρκούσαν για τις δαπάνες  μισθών και κοινωνικών παροχών- ούτε λόγος για περίσσευμα που θα χρηματοδοτούσε τα λειτουργικά έξοδα του κράτους, τις αμυντικές δαπάνες, τις δημόσιες επενδύσεις.
Το γράφημα και ο δείκτης ΔΔΥ βοηθά να διαπιστώσουμε και μια λεπτομέρεια της διακυβέρνησης Καραμανλή: τα πρώτα χρόνια (2004-2007) απλώς διατήρησε ένα «γενναιόδωρο κράτος» σε επίπεδα λίγο υψηλότερα εκείνων που παρέλαβε. Μετά όμως (2008-2009) έσπασαν τα φρένα, η πορεία έγινε ανεξέλεγκτη, το όχημα πορεύθηκε ακυβέρνητο.
Θα μπορούσε κάποιος να αναγνωρίσει ελαφρυντικά στην κυβέρνηση του Κώστα Καραμανλή; Στο κάτω κάτω την πεπατημένη ακολούθησε: αυξήσεις, συντάξεις, διορισμοί. Ίσως ακόμη και ότι επί πρωθυπουργίας του ξέσπασε η Παγκόσμια Χρηματοπιστωτική Κρίση. Όσα ελαφρυντικά όμως κι αν του αναγνωρίσουμε, είναι τεκμήρια εντυπωσιακά μειωμένης ευθύνης. Είναι ο Πρωθυπουργός που αγνόησε όλα τα σημάδια, μεγέθυνε και διαχειρίστηκε με τραγικό τρόπο την κρίση, αλλοίωσε τα στοιχεία και, όταν δεν υπήρχε άλλος χρόνος και τρόπος υπεκφυγής, παρέδωσε τη δημοσιονομική βόμβα στους επόμενους και κρύφτηκε.

Μπροστά στην κρίση του 2008
Στο γράφημα φαίνεται πώς αντιμετώπισε την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση το 2008 η κυβέρνηση Καραμανλή: Όσα έσοδα εισέπραξε το κράτος από φόρους και εισφορές το 2007, τόσα εισέπραξε και το 2009. Είχαμε δηλαδή μηδενική αύξηση φόρων και εισφορών, ενώ οι δαπάνες αυξήθηκαν κατά 22%, από τα 66 στα 80 δισ. Και δεν αύξησε τις  δαπάνες για δημόσιες επενδύσεις ως ανάχωμα στην επερχόμενη ύφεση. Αύξησε πολύ γενναιόδωρα τους μισθούς και τον αριθμό των δημοσίων υπαλλήλων και τις συντάξεις, σε πλήρη δυσαναλογία με την παγκόσμια και εγχώρια οικονομική κατάσταση. (Ενδεικτικά η κατά κεφαλήν δαπάνη ανά συνταξιούχο του δημοσίου αυξήθηκε τη διετία 2008-2009 κατά 19,6% εδώ.)  Μέσα σε μια διετία το χάσμα μεταξύ εσόδων και εξόδων αυξήθηκε κατά 14 δισ. €  από αλόγιστη πολιτική παροχών. Τι σκεφτόταν άραγε η ηγεσία εκείνη τη μαύρη διετία, ότι ασκούσε φιλολαϊκή, αναπτυξιακή πολιτική; Πώς φαντάζονταν ότι θα χρηματοδοτηθεί το gap  που γιγάντωναν με την πολιτική τους; Πώς θα έκλεινε στο μέλλον αυτό το gap, αν όχι με πόνο (μνημόνια) για τους πολίτες;
Το 2012, μετά από 3 χρόνια μνημονίων, περικοπών μισθών και συντάξεων, οι σχετικές δαπάνες ήταν ακόμα υψηλότερες από τα επίπεδα του 2007. Γιατί είναι πολύ πιο εύκολο να αντιμετωπίσεις το κακό στην αρχή παρά όταν θεριέψει. Είναι πιο εύκολο να μην δώσεις αυξήσεις παρά να τις πάρεις πίσω.
Το 2008 η χώρα βγήκε από το συννεφάκι της ανάπτυξης με δανεικά και ήρθε αντιμέτωπη με την οδυνηρή πραγματικότητα, τα χρόνια προβλήματα και τις αδυναμίες της οικονομίας της. Η διαχείριση της οποίας απαιτούσε σκληρή δουλειά, υπευθυνότητα, δύσκολες και δυσάρεστες αποφάσεις. Η ηγεσία της χώρας δηλώνοντας ότι η κρίση δεν μας αγγίζει, ότι η ελληνική οικονομία είναι θωρακισμένη, συνέχισε με αυξήσεις και προσλήψεις. Αδράνεια, Αναβλητικότητα, Ανευθυνότητα. Τα 3 «Α» του κ. Καραμανλή έδωσαν στα προβλήματα της χώρας δυσθεώρητες διαστάσεις, σε μια μόλις διετία. Δυστυχώς το timing  έχει σημασία και για το καλό και για το κακό. Μικρότερης έντασης αίτια δημιουργούν δυσανάλογα αρνητικά αποτελέσματα.
Δεν είναι βέβαια η διετία 2008-2009 η μοναδική αιτία των δεινών μας - η ελληνική οικονομία είχε ήδη πολλά χρόνια προβλήματα - έδωσε όμως άλλη διάσταση στο μέγεθος και την ένταση της δημοσιονομικής προσαρμογής που ακολούθησε. Ήταν μνημείο δημοσιονομικής ανευθυνότητας, αδράνειας και έλλειψης ηγεσίας. Είναι άξιο απορίας γιατί αριστεροί αντιμνημονιακοί αγωνιστές, που τόνιζαν διαρκώς τις ευθύνες των προηγούμενων κυβερνήσεων, αγκάλιασαν πολιτικά τον κ. Καραμανλή και επαίρονται για τη θερμή τους σχέση. Άξιον απορίας είναι, επίσης, πως η ίδια η Αριστερά, στην πρώτη της φορά, επιβράβευσε την κυβέρνηση Καραμανλή με το υψηλότερο πολιτειακό αξίωμα και την προστάτευσε εξαιρώντας την από τη διερεύνηση των ευθυνών της κρίσης.  Και ειλικρινά δεν κατανοώ ούτε τους σοβαρούς δεξιούς, που αντιμετωπίζουν τον κ. Καραμανλή ως «μέγιστο πολιτικό κεφάλαιο» και «ρυθμιστή» του μέλλοντός τους. Κι επειδή έχω ακούσει πως πρόκειται για έναν αξιοπρεπή άνθρωπο, ούτε τον ίδιο κατανοώ: πώς δέχεται πρωταγωνιστικό ρόλο στα παρασκήνια, πότε να παίζει τον μέντορα του Αλέξη, πότε τον αγαπημένο ηγέτη του Πάνου, πότε το μεγάλο τιμονιέρη που οδηγεί τη ΝΔ στο μέλλον! Με ρόλο αόρατο και  μουγκό, ένα tableau vivant σε ρόλο πρωταγωνιστή!
Τελικά, το πολιτικό κεφάλαιο του Κώστα Καραμανλή ήταν ένα παλιό οικογενειακό δάνειο που μετατράπηκε σε επαχθές εθνικό χρέος και το εξοφλούμε όλοι. Ο λαϊκισμός και η άρνηση της πραγματικότητας είναι στοιχεία πιο τοξικά από το χρέος. Αν θέλουμε να προχωρήσουμε μπροστά ως κοινωνία πρέπει να αφήσουμε πίσω και το δεξιό και τον αριστερό λαϊκισμό.
 Σημειώσεις
1 Η ΕΕ εξετάζει τα δημοσιονομικά μεγέθη σε επίπεδο Γενικής Κυβέρνησης, δηλαδή ενσωματώνοντας την Τοπική Αυτοδιοίκηση και τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης. Αυτό είναι και το πιο ακριβές, δεδομένου πως η Κυβέρνηση αναλαμβάνει να καλύψει όλα τα ελλείμματα των ασφαλιστικών ταμείων. Υπό αυτήν την έννοια είναι πιο σωστό στις δαπάνες του κράτους να συμπεριλαμβάνεται η δαπάνη για συντάξεις και στα έσοδα οι ασφαλιστικές εισφορές.

2 Επειδή είναι σημαντικό να μπορεί καθένας να ελέγξει τα πρωτογενή στοιχεία, στη σελίδα της Eurostat  που παραπέμπω, τα πεδία στα οποία αναφέρομαι είναι:
Μισθοί: «Compensation of employees, payable»
Κοινωνικές Παροχές: «Social benefits other than social transfers in kind and social transfers in kind purchased market production, payable»
Έμμεσοι Φόροι: «Taxes on production and imports, receivable»
Άμεσοι φόροι: «Current taxes on income, wealth, etc., receivable»
Ασφαλιστικές εισφορές: « Net social contributions, receivable»

Επίσης ο αναγνώστης μπορεί να ανατρέξει στην Ελληνική Στατιστική Υπηρεσία και να βρει αντίστοιχα στοιχεία στα ελληνικά για τα έτη 2000-2010 (εδώ σελ. 22-23).
Γιώργος Στρατόπουλος στο Protagon
   
Συντάξεις
   
Δαπάνη δημοσίου για συντάξεις πριν & μετά το μνημόνιο
    
   
   
   
   
   
   
   

2 σχόλια:

  1. Αφτερ η φωτογραφία που δείχνει τον Κέϋνς και το Χάγιεκ έχει ένα μικρό λάθος: Ο Χάγιεκ δεν είναι ο Χάγιεκ αλλά ο Harry Dexter White*, ανώτερος τότε αξιωματούχος του αμερικανικού υπουργείου οικονομικών και εκπρόσωπος των ΗΠΑ στο περίφημο συνέδριο του Μπρέτον-Γούντς το ΄44. (Και οι απόψεις που τελικά επικράτησαν ήταν αυτές των ΗΠΑ - τις οποίες εξέφραζε ο HDW - και όχι αυτές που εξέφραζε ο Κέϋνς.)

    * Ο οποίος, πέρα από ανώτερος αξιωματούχος του αμερικάνικου υπουργείου οικονομικών και κάποιος που είχε καθοριστική συμβολή στην δημιουργία της μεταπολεμικής οικονομικής τάξης πραγμάτων, διενεργούσε και κατασκπεία υπερ της Σοβιετικής Ένωσης.

    https://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/0/04/WhiteandKeynes.jpg

    https://en.wikipedia.org/wiki/Harry_Dexter_White

    Δύστροπη Πραγματικότητα

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Ευχαριστώ, το διόρθωσα.
      Του μοιάζει αρκετά ο αφιλότιμος και με παραπλάνησε, σε συνδυασμό με τη λεζάντα της φωτογραφίας στο άρθρο του Peter Strempel. Είναι στον ενδιαφέροντα ιστότοπο βιβλιοπαρουσίασης Minority Reports και του έστειλα ήδη μήνυμα.
      http://peterstrempel.com/2013/05/03/hayek-champion-of-western-liberalism/

      Διαγραφή

Δημοφιλείς αναρτήσεις 2013 - 2022

Το δημοκρατικό αίτημα των καιρών: Το δίκιο των νέων γενεών και των γενεών που έρχονται

Το δημοκρατικό αίτημα των καιρών: Το δίκιο των νέων γενεών και των γενεών που έρχονται
Χρίστος Αλεξόπουλος: Κλιματική κρίση και κοινωνική συνοχή

ΕΠΙΛΟΓΕΣ:
Αντρέϊ Αρσένιεβιτς Ταρκόφσκι

ΕΠΙΛΟΓΕΣ:<br>Αντρέϊ Αρσένιεβιτς Ταρκόφσκι
Πως η αγάπη επουλώνει τη φθορά του κόσμου

Danilo Kiš:

Danilo Kiš:
Συμβουλές σε νεαρούς συγγραφείς, και όχι μόνον

Predrag Matvejević:

Predrag Matvejević:
Ο Ρωσο-Κροάτης ανιχνευτής και λάτρης του Μεσογειακού κόσμου

Azra Nuhefendić

Azra Nuhefendić
Η δημοσιογράφος με τις πολλές διεθνείς διακρίσεις, γράφει για την οριακή, γειτονική Ευρώπη

Μάης του '36, Τάσος Τούσης

Μάης του '36, Τάσος Τούσης
Ο σκληρός Μεσοπόλεμος: η εποχή δοσμένη μέσα από τη ζωή ενός ανθρώπου - συμβόλου

Ετικέτες

«Γενιά του '30» «Μακεδονικό» 1968 1989 αειφορία Ανδρέας Παπανδρέου αντιπροσωπευτική δημοκρατία Αριστοτέλης Αρχιτεκτονική Αυστρομαρξισμός Βαλκανική Βαρουφάκης βιοποικιλότητα Βρετανία Γαλλία Γερμανία Γκράμσι Διακινδύνευση Έθνος και ΕΕ Εκπαίδευση Ελεφάντης Ενέργεια Επισφάλεια ηγεμονία ΗΠΑ Ήπειρος Θ. Αγγελόπουλος Θεοδωράκης Θεσσαλονίκη Θεωρία Συστημάτων Ιβάν Κράστεφ ιστορία Ιταλία Καντ Καρλ Σμιτ Καταναλωτισμός Κεντρική Ευρώπη Κέϋνς Κίνα Κλιματική αλλαγή Κοινοτισμός κοινωνική ανισότητα Κορνήλιος Καστοριάδης Κοσμάς Ψυχοπαίδης Κράτος Πρόνοιας Κώστας Καραμανλής Λιάκος Α. Λογοτεχνία Μάνεσης Μάξ Βέμπερ Μάρξ Μαρωνίτης Μέλισσες Μέσα «κοινωνικής» δικτύωσης Μέσα Ενημέρωσης Μεσόγειος Μεταπολίτευση Μιχ. Παπαγιαννάκης Μουσική Μπερλινγκουέρ Νεοφιλελευθερισμός Νίκος Πουλαντζάς Νίτσε Ο τόπος Οικολογία Ουκρανία Π. Κονδύλης Παγκοσμιοποίηση Παιδεία Πράσινοι Ρήγας Ρίτσος Ρωσία Σεφέρης Σημίτης Σολωμός Σοσιαλδημοκρατία Σχολή Φραγκφούρτης Ταρκόφσκι Τουρκία Τραμπ Τροβαδούροι Τσακαλώτος Τσίπρας Φιλελευθερισμός Φιλοσοφία Χαλκιδική Χέγκελ Χριστιανισμός Acemoglu/Robinson Adorno Albrecht von Lucke André Gorz Axel Honneth Azra Nuhefendić Balibar Brexit Carl Schmitt Chomsky Christopher Lasch Claus Offe Colin Crouch Elmar Altvater Ernst Bloch Ernst-W. Böckenförde Franklin Roosevelt Habermas Hannah Arendt Heidegger Jan-Werner Müller Jeremy Corbyn Laclau Le Corbusier Louis Althusser Marc Mazower Matvejević Michel Foucault Miroslav Krleža Mudde Otto Bauer PRAXIS International Ruskin Sandel Michael Strauss Leo Streeck T. S. Eliot Timothy Snyder Tolkien Ulrich Beck Wallerstein Walter Benjamin Wolfgang Münchau Zygmunt Bauman

Song for the Unification (Zbigniew Preisner -
Elzbieta Towarnicka - Kr. Kieślowski) - youtube

Song for the Unification (Zbigniew Preisner - <br>Elzbieta Towarnicka - Kr. Kieślowski) - youtube
Ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων,
ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον...
Ἡ ἀγάπη ...πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ἐλπίζει, πάντα ὑπομένει...
Νυνὶ δὲ μένει πίστις, ἐλπίς, ἀγάπη, τὰ τρία ταῦτα·
μείζων δὲ τούτων ἡ ἀγάπη (προς Κορινθ. Α΄ 13)

Zygmunt Bauman: «Ρευστές ζωές, ρευστός κόσμος, ρευστή αγάπη»

Zygmunt Bauman: «Ρευστές ζωές, ρευστός κόσμος, ρευστή αγάπη»
«Είμαι βραχυπρόθεσμα απαισιόδοξος αλλά μακροπρόθεσμα αισιόδοξος»

Μουσείο Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας

Μουσείο Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας
«Χριστούγεννα με τον Κοκκινολαίμη – Το Αηδόνι του Χειμώνα»

Ψηλά στην Πίνδο, στο Περτούλι

Ψηλά στην Πίνδο, στο Περτούλι