Α. Η Κλειώ και το παιχνίδι της ειρωνείας
του Δημήτρη Β. ΤριανταφυλλίδηΑπό την σελίδα του ρ/σταθμού «Αθήνα 9.84 fm» ( Η Κλειώ και το παιχνίδι της ειρωνείας, 8.2.2014)
και το samizdat project самиздат проджект
Υπάρχει η παροιμία «βρήκαμε παπά, να θάψουμε πέντε - δέκα» και απ’ ότι φαίνεται ανταποκρίνεται πλήρως στις διαθέσεις και τις πολιτικές που «οραματίζονται» και υλοποιούν διάφοροι φωστήρες του παλαιοκομματικού κατεστημένου που αργοπεθαίνει εδώ και μερικά χρόνια.
Εκπρόσωποι των μεν και των δε, κυβέρνησης και αντιπολίτευσης, με το πρόσχημα της κρίσης και των απαιτήσεων της δημοσιοοικονομικής προσαρμογής, έχουν πάρει σβάρνα θεσμούς και οργανισμούς, καταργώντας τους, χωρίς ιδιαίτερη μελέτη, αλλά με μοναδικό κριτήριο τον «αδύναμο κρίκο» του συστήματος. Το αποτέλεσμα είναι η δημιουργία μιας νέας γενιάς ανισοτήτων, με θύματα τους πλέον αδύναμους της κοινωνίας.
Η ευκολία με την οποία, με διοικητικές αποφάσεις αλλάζουν δραματικά οι συνθήκες ζωής πολλών συμπολιτών μας, είναι ενδεικτική του αμοραλιστικού, πελατειακού κράτους, το οποίο φτιάξαμε πολιτικοί και πολίτες την μεταπολεμική εποχή. Κανείς πολιτικός δεν λαμβάνει επώδυνες εκλογικά αποφάσεις αν μπορεί να τις αποφύγει. Γνωρίζει ότι θα κληθεί να καταβάλει μεγάλο κόστος για τέτοιες πράξεις. Όταν όμως το μαχαίρι φτάσει στο κόκαλο, τότε το ξίφος της μοίρας δεν θα πέσει επί των κεφαλών εκείνων που δημιούργησαν ή/και συντηρούν το πρόβλημα, αλλά εκείνων που δεν μπορούν να αντιδράσουν ή που η αντίδρασή τους δεν θα ακουστεί.Το περίφημο κράτος πρόνοιας στην Ελλάδα στήθηκε εξ αρχής σε πελατειακή βάση και όχι στη βάση της ανακατανομής του πλούτου μέσα από δίκαια συστήματα. Έτσι, θεωρούμε αυτονόητο ότι η παιδεία είναι «δωρεάν», αλλά όλοι γνωρίζουμε ότι τα ελάχιστα γράμματα που γνωρίζουν τα παιδιά μας τελειώνοντας το σχολείο δεν οφείλεται σε αυτό αλλά στα φροντιστήρια. Το ίδιο ισχύει για την περίφημη δωρεάν υγεία, όπου όλα χορηγούνται «δωρεάν» αλλά η υγεία σου δεν αποκαθίσταται αν δε δώσεις το γνωστό «φακελάκι».
Το πελατειακό «κράτος πρόνοια» στην Ελλάδα, ακολούθησε τη διαδρομή και τη μοίρα όλων των άλλων θεσμών του νεοελληνικού κράτους: στηρίχθηκε πάνω σε δύο βασικές αρχές: στους δεσμούς του αίματος (φατρίες - δίκτυα γνωριμιών/επαφών-πολιτικά κόμματα) και τον ανορθολογισμό. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, να δανείζεται για να συντηρείται, ενώ ταυτόχρονα οι υπηρεσίες που πρόσφερε στους πολίτες να βρίσκονται στο χαμηλότερο αποδεκτό επίπεδο στον πολιτισμένο κόσμο της Δύσης (αν αμφιβάλει κανείς περί αυτού δεν έχει παρά να ανατρέξει στις μελέτες διαφόρων διεθνών οργανισμών).
Διαιρεμένο σε σύγχρονα τιμάρια (συντεχνίες), το νεοελληνικό κράτος, ιδίως μετά τον εμφύλιο πόλεμο, δομήθηκε με βάση της αρχή της παραχώρησης προσόδου σε ορισμένες ομάδες που τάχθηκαν με το μέρος των νικητών. Τα «έπαθλα» αυτά δημιούργησαν τις βασικές ανισότητες που ταλανίζουν τη χώρα, είτε με τη μορφή των κλειστών επαγγελμάτων, είτε με τη μορφή ειδικής επιδοματικής πολιτικής. Η ειρωνεία της ιστορίας είναι ότι την υπεράσπιση αυτών των παρά φύση προσόδων, έχουν αναλάβει εργολαβικά οι εκπρόσωποι και οι διάδοχοι των ηττημένων του εμφυλίου.
Αλλά είπαμε, όταν η Κλειώ, η μούσα της ιστορίας έχει κέφια, τότε τα γλέντια στον τόπο που προαιώνια τη λάτρευαν ξεπερνάνε και την πιο αχαλίνωτη φαντασία. Οι ρίζες αυτού του δέντρου των πολλών μικρών και μεγαλύτερων ομάδων συμφερόντων, είναι τόσο βαθιές, που εδώ και 4 χρόνια στάθηκε αδύνατο να πειραχθούν στο παραμικρό. Απεναντίας, εκείνοι που πλήρωσαν, για άλλη μια φορά, την κρίση που ενέσκηψε, δεν ήταν άλλοι από τα συνήθη υποζύγια αυτού του κράτους, οι αδύναμοι και οι μη έχοντας φωνή.
του Δημήτρη Β. Τριανταφυλλίδη
Από τo portal του
ρ/σταθμού «Αθήνα 9.84 fm» (Η κουλτούρα της δυσφορίας και η φιλοσοφία της κατανόησης, 19.2.2014) και το samizdat project самиздат проджект
Στο «Τι πιστεύω» γραμμένο το
1974 στον απόηχο του Μάη του ’68, η Ζακλίν ντε Ρομιγί (μτφ ΣώτηΤριανταφύλλου, εκδόσεις Πατάκη) αντιπαραβάλει την κουλτούρα της δυσφορίας με τη
φιλοσοφία της κατανόησης. Παρ’ ότι το κείμενο γράφτηκε πριν από τέσσερις
δεκαετίες, ο σημερινός αναγνώστης το βρίσκει εξαιρετικά επίκαιρο και ιδιαίτερα
χρήσιμο για να κατανοήσει την περιρρέουσα ατμόσφαιρα στην ύστερη μνημονιακή
εποχή της χώρας μας.
Η κουλτούρα της δυσφορίας, η
οποία απορρέει από ένα συγκεκριμένο τρόπο σκέψης που με τη σειρά του είναι
γέννημα ενός ιδιαίτερο ανθρωπολογικού τύπου, εξετάζει την ιστορία και την
πραγματικότητα μέσα από το πρίσμα της διαρκούς γκρίνιας, της ακόρεστης
μιζέριας, της ατελεύτητης στέρησης εξαιτίας της απουσίας ενός φαντασιακού
πατέρα – κράτους – αφέντη που στο δικό της ιδανικό κόσμο θα έλυνε όλα τα
προβλήματα και θα έβρισκε τη θεραπεία δια πάσα νόσο και πάσα μαλακία.
Απεναντίας, η φιλοσοφία της κατανόησης εδράζεται στο γεγονός ότι δεν υπάρχουν βεβαιότητες, ότι δεν υπάρχουν απαντήσεις στις ερωτήσεις πριν καν αυτές τεθούν, ότι δεν υπάρχει παρά μόνο μια διαρκώς ανανεούμενη σειρά ερωτηματικών γιατί, οι απαντήσεις στα οποία θα αλλάζουν ανάλογα με τις αλλαγές που υφίσταται η ίδια η πραγματικότητα.
Οι δύο, διαφορετικές αυτές προσεγγίσεις της ζωής, καθορίζουν και δύο διαφορετικούς ανθρωπολογικούς τύπους ανθρώπων αλλά και τους τρόπους με τους οποίους συμπεριφέρονται στην ατομική και τη συλλογική τους ζωής. Έτσι, με το ξέσπασμα της σφοδρότατης κρίσης, αναδύθηκαν από τα βάθη του ατομικού και συλλογικού υποσυνείδητου οι οπαδοί της κουλτούρας της δυσφορίας, αντί να αναζητήσουν απαντήσεις στα ερωτήματα που αφορούν την πορεία που έφεραν την κοινωνία στο χείλος της καταστροφής, αποφάσισαν πως το σύμπτωμα (το μνημόνιο) είναι η γενεσιουργός αιτία της κρίσης και όχι το αντίθετο. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη διαμόρφωση μιας νοοτροπίας δεκτικής σε κάθε είδους συνομωσιολογικές «ερμηνείες», σε παρά φύση συμμαχίες με απόψεις ολοκληρωτικού χαρακτήρα και σε θεοποίηση του θυμού ως βασικό εργαλείο ανάλυσης της ζωής. Δημιουργήθηκε έτσι ένα περιβάλλον όπου ευδοκίμησαν και άνθισαν διάφορα αντιλήψεις που θεωρούν πως η συντήρηση (μέσω της διατήρησης των νεκρών πια μορφών κοινωνικής οργάνωσης) είναι πρόοδος και πως η υπεράσπιση άδικων μορφών ανακατανομής του πλούτου (μέσω της υπεράσπισης των συντεχνιών που δημιούργησαν οι νικητές του Εμφυλίου πολέμου δωρίζοντας συστήματα εγγυημένης προσόδου στους συνεργάτες τους) είναι το πρώτιστο επαναστατικό καθήκον. Είναι το περιβάλλον της θεολογικά θεμελιωμένης βεβαιότητας, όπου και μόνο η διατύπωση ερωτημάτων θεωρείται έγκλημα καθοσιώσεως και εσχάτης προδοσίας στην ιδεολογία του μίσους.
Από την άλλη πλευρά, υπάρχει ένα κοινωνικό ρεύμα, ανθρώπων που προβληματίζονται τόσο για τις αιτίες της κατάρρευσης του μεταπολιτευτικού κοινωνικού συμβολαίου όσο και για τις προοπτικές που θα πρέπει να έχει τούτος ο τόπος. Είναι το περιβάλλον όπου κυριαρχεί ο πλατωνικός θάμβος, η διαρκής αναζήτηση των αιτιών, η απορία ως πηγή της γνώσης και της κατανόησης της βαθύτερης ουσίας των πραγμάτων. Η πνευματική αυτή στάση καθορίζει και τις συμπεριφορές σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο. Οι άνθρωποι αυτού του πνευματικού και κοινωνικο-πολιτικού συστήματος είναι εκείνοι που μέσα στις δυσκολίες και τα βάρη της ζωής, κράτησαν ζωντανή τη χώρα, δημιουργώντας ο καθένας στο δικό του περιβάλλον, τα μικρά και μεγάλα εκείνα έργα και πράξεις που έδωσαν κουράγιο και σε άλλους. Πηγή αισιοδοξίας και ελπίδας οι άνθρωποι αυτοί, στην αέναη κίνηση τους, εκπέμπουν φως, προτιμώντας τη δημιουργία από τον καταγγελτικό λόγο, ο οποίος παραμένει στείρος και οπισθοδρομικός σε μια κοινωνία που διαρκώς αλλάζει με ραγδαίους ρυθμούς.
Η χώρα αυτή τη στιγμή είναι το θέατρο της μάχης ανάμεσα στην κουλτούρα της δυσφορίας και της φιλοσοφίας της κατανόησης. Η μάχη αυτή ούτε σύντομη θα είναι, ούτε θα περάσει χωρίς να αφήσει τα ίχνη της στην ιστορία του τόπου. Από την έκβασή της θα κριθεί η θέση της Ελλάδας στον 21ο αιώνα, μια θέση μέσα στη μεγάλη ευρωπαϊκή οικογένεια, επιλογή που έγινε με μεγάλες θυσίες που πριν 7 περίπου δεκαετίες.
Απεναντίας, η φιλοσοφία της κατανόησης εδράζεται στο γεγονός ότι δεν υπάρχουν βεβαιότητες, ότι δεν υπάρχουν απαντήσεις στις ερωτήσεις πριν καν αυτές τεθούν, ότι δεν υπάρχει παρά μόνο μια διαρκώς ανανεούμενη σειρά ερωτηματικών γιατί, οι απαντήσεις στα οποία θα αλλάζουν ανάλογα με τις αλλαγές που υφίσταται η ίδια η πραγματικότητα.
Οι δύο, διαφορετικές αυτές προσεγγίσεις της ζωής, καθορίζουν και δύο διαφορετικούς ανθρωπολογικούς τύπους ανθρώπων αλλά και τους τρόπους με τους οποίους συμπεριφέρονται στην ατομική και τη συλλογική τους ζωής. Έτσι, με το ξέσπασμα της σφοδρότατης κρίσης, αναδύθηκαν από τα βάθη του ατομικού και συλλογικού υποσυνείδητου οι οπαδοί της κουλτούρας της δυσφορίας, αντί να αναζητήσουν απαντήσεις στα ερωτήματα που αφορούν την πορεία που έφεραν την κοινωνία στο χείλος της καταστροφής, αποφάσισαν πως το σύμπτωμα (το μνημόνιο) είναι η γενεσιουργός αιτία της κρίσης και όχι το αντίθετο. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη διαμόρφωση μιας νοοτροπίας δεκτικής σε κάθε είδους συνομωσιολογικές «ερμηνείες», σε παρά φύση συμμαχίες με απόψεις ολοκληρωτικού χαρακτήρα και σε θεοποίηση του θυμού ως βασικό εργαλείο ανάλυσης της ζωής. Δημιουργήθηκε έτσι ένα περιβάλλον όπου ευδοκίμησαν και άνθισαν διάφορα αντιλήψεις που θεωρούν πως η συντήρηση (μέσω της διατήρησης των νεκρών πια μορφών κοινωνικής οργάνωσης) είναι πρόοδος και πως η υπεράσπιση άδικων μορφών ανακατανομής του πλούτου (μέσω της υπεράσπισης των συντεχνιών που δημιούργησαν οι νικητές του Εμφυλίου πολέμου δωρίζοντας συστήματα εγγυημένης προσόδου στους συνεργάτες τους) είναι το πρώτιστο επαναστατικό καθήκον. Είναι το περιβάλλον της θεολογικά θεμελιωμένης βεβαιότητας, όπου και μόνο η διατύπωση ερωτημάτων θεωρείται έγκλημα καθοσιώσεως και εσχάτης προδοσίας στην ιδεολογία του μίσους.
Από την άλλη πλευρά, υπάρχει ένα κοινωνικό ρεύμα, ανθρώπων που προβληματίζονται τόσο για τις αιτίες της κατάρρευσης του μεταπολιτευτικού κοινωνικού συμβολαίου όσο και για τις προοπτικές που θα πρέπει να έχει τούτος ο τόπος. Είναι το περιβάλλον όπου κυριαρχεί ο πλατωνικός θάμβος, η διαρκής αναζήτηση των αιτιών, η απορία ως πηγή της γνώσης και της κατανόησης της βαθύτερης ουσίας των πραγμάτων. Η πνευματική αυτή στάση καθορίζει και τις συμπεριφορές σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο. Οι άνθρωποι αυτού του πνευματικού και κοινωνικο-πολιτικού συστήματος είναι εκείνοι που μέσα στις δυσκολίες και τα βάρη της ζωής, κράτησαν ζωντανή τη χώρα, δημιουργώντας ο καθένας στο δικό του περιβάλλον, τα μικρά και μεγάλα εκείνα έργα και πράξεις που έδωσαν κουράγιο και σε άλλους. Πηγή αισιοδοξίας και ελπίδας οι άνθρωποι αυτοί, στην αέναη κίνηση τους, εκπέμπουν φως, προτιμώντας τη δημιουργία από τον καταγγελτικό λόγο, ο οποίος παραμένει στείρος και οπισθοδρομικός σε μια κοινωνία που διαρκώς αλλάζει με ραγδαίους ρυθμούς.
Η χώρα αυτή τη στιγμή είναι το θέατρο της μάχης ανάμεσα στην κουλτούρα της δυσφορίας και της φιλοσοφίας της κατανόησης. Η μάχη αυτή ούτε σύντομη θα είναι, ούτε θα περάσει χωρίς να αφήσει τα ίχνη της στην ιστορία του τόπου. Από την έκβασή της θα κριθεί η θέση της Ελλάδας στον 21ο αιώνα, μια θέση μέσα στη μεγάλη ευρωπαϊκή οικογένεια, επιλογή που έγινε με μεγάλες θυσίες που πριν 7 περίπου δεκαετίες.
Ο Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης, από τη Θεσσαλονίκη, σπούδασε
φιλοσοφία στο Κίεβο και Θεολογία στο Α.Π.Θ. Εργάσθηκε ως δημοσιογράφος σε
εφημερίδες και περιοδικά. Είναι αρχισυντάκτης στο
ραδιοφωνικό σταθμό "Αθήνα 9.84 FM" και υπεύθυνος για τις εκπομπές που
απευθύνονται στις μεταναστευτικές κοινότητες της πόλης. Έχει μεταφράσει πολλά βιβλία Ρώσων
συγγραφέων, ποιητών και στοχαστών.
Βιβλία και μεταφράσεις του Δημήτρη Β. Τριανταφυλλίδη
Βιογραφικό, κριτικογραφία
Βιβλία και μεταφράσεις του Δημήτρη Β. Τριανταφυλλίδη
Βιογραφικό, κριτικογραφία
Η ιστοσελίδα του Δημήτρη Β. Τριανταφυλλίδη samizdat project самиздат проджект
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου