του Αλέξανδρου Κιουπκιολή
από το διαδικτυακό περιοδικό © "Χρόνος" (τ. 21, 1/2015)
Από τεχνικός και απόκρυφος όρος στο λεξιλόγιο μιας δράκας μεταμαρξιστών και νοσταλγών της σοσιαλδημοκρατίας,1
η «μεταπολιτική» τείνει να γίνει τα τελευταία χρόνια μια λέξη του
αναλυτικού συρμού, μαζί με τη σχεδόν συνώνυμη «μεταδημοκρατία».2
Σημείο συμπύκνωσης όλης της παθολογίας των «υπαρκτών δημοκρατιών» της
Δύσης, κατονομάζει και καταγγέλλει καθεστώτα που διατηρούν το τυπικό
κέλυφος των φιλελεύθερων και δημοκρατικών θεσμών, ενώ σε αυτά η
κοινωνική επιρροή στην εξουσία φθίνει διαρκώς, όπως και η συμμετοχή στην
πολιτική των κομμάτων, στις μαζικές κινητοποιήσεις και τα συνδικάτα.
Στις συνθήκες της μεταπολιτικής, τα κατεστημένα κόμματα της
Κεντροαριστεράς και της Κεντροδεξιάς έχουν αποψιλωθεί από τις
ουσιαστικές διαφορές τους, συγκλίνοντας στα ίδια νεοφιλελεύθερα δόγματα
προς όφελος εταιρικών και διαπλεκόμενων συμφερόντων. Ο καταναλωτικός,
απολίτικος ατομικισμός, η πολιτική αδιαφορία και ο κυνισμός μιας
κρίσιμης μάζας των πολιτών είναι η άλλη όψη της κοινής πίστης των
κομμάτων εξουσίας στο νεοφιλελεύθερο credo.
Η οιονεί διαγραφή της διαχωριστικής γραμμής ανάμεσα στην Αριστερά και τη Δεξιά στην κεντρική πολιτική σκηνή· η συνακόλουθη έκλειψη των προγραμματικών διαφορών και των ριζικών ανταγωνισμών· η μετάφραση πολιτικών ζητημάτων σε τεχνικά ζητήματα που αφορούν την αποτελεσματικότερη επίτευξη δεδομένων στόχων· ο αυξανόμενος ρόλος των «ειδικών» στην πολιτική και οικονομική διακυβέρνηση: όλα αυτά είναι σήματα κατατεθέντα της ίδιας μεταπολιτικής δημοκρατίας.
Μεταπολιτική σημαίνει, εν ολίγοις, ότι οι θεμελιώδεις αποφάσεις για την οικονομία και την πολιτική δεν αποτελούν πλέον αντικείμενο συλλογικής αντιπαράθεσης και διαβούλευσης, η λαϊκή συμμετοχή στα κοινά είναι ελάχιστη, η διακυβέρνηση διολισθαίνει σε τεχνοκρατική, μανατζερίστικη διαχείριση, και οι πολιτικές διαμάχες ουσίας έχουν δώσει τη θέση τους σε έναν θεαματικό, μιντιακό αγώνα εξουσίας ανάμεσα σε αντιπάλους με ελάχιστες ουσιαστικές διαφορές. Ενώ το θεσμικό ένδυμα της δημοκρατίας παραμένει εν πολλοίς στη θέση του, η κυρίαρχη εξουσία περνάει στα χέρια εταιρικών και πολιτικών ελίτ όπως συμβαίνει σε μη δημοκρατικές πολιτείες. Οι υλικές και πολιτικές ανισότητες οξύνονται σε βάρος των απλών εργαζομένων, προς όφελος μεγάλων εταιρειών, πλούσιων ολιγαρχών και πολιτικών ηγετών του κατεστημένου.
Το σκηνικό αυτό και η συναφής θρηνωδία μας είναι σήμερα οικεία, πολύ οικεία, κι ο ίδιος ο γράφων έχει επιστρατεύσει συχνά αυτό το σχήμα κριτικής ανάλυσης. Η τωρινή συγκυρία ωστόσο, στις αρχές του 2015, δείχνει ότι ήρθε ίσως η ώρα να αλλάξουμε ματιά στα πράγματα και να δούμε φως μέσα στο μεταπολιτικό σκοτάδι. Ο λόγος δεν είναι μόνο ή κυρίως οι προοπτικές μίας και περισσότερων κυβερνήσεων της Αριστεράς στον ευρωπαϊκό Νότο. Είναι ότι συστατικά της ίδιας αυτής μεταπολιτικής λογικής δημιουργούν τους όρους για μια ριζικότερη αλλαγή του πολιτικού σκηνικού στις σύγχρονες δημοκρατίες, πέρα από μια απλή εναλλαγή κυβερνήσεων.
Ας ξεκινήσουμε με το Ποδέμος (Podemos), ένα κόμμα που γεννήθηκε ως εγχείρημα συγκερασμού της κινηματικής άμεσης δημοκρατίας και της θεσμικής αντιπροσώπευσης, και αναφέρεται ακόμη σε μια συντακτική διαδικασία επανίδρυσης της δημοκρατίας παρά την όλο και πιο ιεραρχική του συγκρότηση. Εξαρχής, μια ειδοποιός διαφορά του λόγου του Ποδέμος ήταν η ίδια αποκήρυξη της διαχωριστικής γραμμής μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς που σημαδεύει την πολιτική πράξη των κομμάτων εξουσίας από τη δεκαετία του ’90 και θεωρητικοποιήθηκε από κοινωνιολόγους όπως ο Anthony Giddens και ο Ulrich Beck. Η ηγεσία του Ποδέμος επιδιώκει να αρθρώσει έναν ριζοσπαστικό λόγο που θα βρίσκει απήχηση σε ευρύτερα στρώματα δυσαρεστημένων πολιτών, πέρα από όσους ταυτίζονται ιστορικά με την Αριστερά. Εγκαθιδρύει μεν μια νέα διχοτομία, τον ανταγωνισμό ανάμεσα στους «πολίτες» ή τον «λαό» και την «κάστα» της πολιτικής και οικονομικής ολιγαρχίας, αλλά το πρόγραμμα και η ρητορική της απευθύνονται πρωτίστως στον «κοινό νου» και διαμορφώνονται με άξονα κοινούς τόπους στη σκέψη των πολλών, ξεπερνώντας τις καθιερωμένες διαιρέσεις ανάμεσα σε Αριστερά και Δεξιά και άλλες ιδεολογικές αγκυλώσεις ή αποκλειστικές ταυτίσεις, στο πνεύμα ακριβώς του κινήματος της 15ης Μαΐου.
Το Ποδέμος αντλεί έτσι από την ιδεολογική αποστοίχιση της μεταπολιτικής, αλλά την προσανατολίζει προς μια ευρύτερη και πιο «πραγματική» δημοκρατία – του κοινού, του «απλού πολίτη», των πολλών… Στρατηγικά, στη δεδομένη συγκυρία, η απεύθυνση στον κοινό νου μπορεί να επιτύχει κάτι αδύνατο για την αριστερή ξύλινη γλώσσα, να συσπειρώσει δηλαδή έναν πλειοψηφικό κοινωνικό συνασπισμό και να ανατρέψει έτσι το κατεστημένο, στον βαθμό που δεν απεμπολεί πλήρως τη διάσταση του ανταγωνισμού, αλλά απεναντίας ορίζει ηχηρά ως εχθρό το κυρίαρχο σύστημα εξουσίας. Από μια ριζοσπαστική σκοπιά, η επίκληση του κοινού νου πέρα από τους ιδεολογικούς διαχωρισμούς του παρελθόντος δεν προδικάζει μια ευθυγράμμιση με τον πλειοψηφικό συντηρητισμό εφόσον επιλέγει και συναρθρώνει δυναμικά τα στοιχεία του, επικεντρώνοντας σε κοινές αντιλήψεις που μπορούν να προωθήσουν προοδευτικές πολιτικές («όλοι/-ες έχουν δικαίωμα σε μια αξιοπρεπή στέγαση», «οι τράπεζες κερδοσκοπούν ασύδοτα» κ.ά.), σε ένα ιστορικό πλαίσιο όπου η ίδια η κυρίαρχη λαϊκή αντίληψη έχει αλλάξει και κινείται σε μια πιο κριτική και κοινωνική-δημοκρατική κατεύθυνση υπό την επίδραση των πρόσφατων κινημάτων για μια «πραγματική δημοκρατία».
Η μεταπολιτική των πολιτών – η δυσπιστία προς την πολιτική αντιπροσώπευση και την κατεστημένη δημοκρατία, η πολιτική αποξένωση και ο κυνισμός – διακρίνεται και στη δεύτερη αφορμή για ένα (λελογισμένο) ζήτω: τη σημερινή στάση του ελληνικού εκλογικού σώματος όχι μόνο προς την κυβέρνηση αλλά και προς την αντιπολίτευση που διεκδικεί την εξουσία. Οι ισχνές ελπίδες, η έλλειψη πίστης και ταύτισης μπορούν προφανώς να ναρκοθετήσουν μια αναγκαία κυβερνητική αλλαγή αλλά και την πιο αναγκαία ίσως κοινωνική στήριξη προς πολιτικές ανατροπής που θα αποφασίσει μια αριστερή κυβέρνηση στο μέλλον. Από την άλλη όμως, η μεταπολιτική διάθεση των πολλών διασώζει την απαραίτητη κριτική απόσταση και διάσταση στην υποστήριξη η οποία παρέχεται προσωρινά και υπό όρους προς έναν πολιτικό σχηματισμό που διασχίζεται πράγματι από πολλές αντιφάσεις, διαθέτει ένα μετέωρο και δύσκολο πρόγραμμα και διατρέχει τον κίνδυνο σημαντικών συμβιβασμών και των υποχωρήσεων. Εμποδίζει, επίσης, μια απλή επιστροφή της πλειοψηφίας στη λογική της ανάθεσης, της εκχώρησης της πολιτικής σε επαγγελματίες, ηγέτες και σωτήρες, διαφυλάσσοντας συνειδησιακά ψήγματα από την αναζήτηση άλλων μορφών συμμετοχικής δημοκρατίας τα οποία αναδύθηκαν κινηματικά και στην ημεδαπή στα χρόνια του μνημονίου. Δεν έχουμε λοιπόν μια επιστροφή στο ’81 ούτε από την πλευρά των πολιτών. Κι αυτό είναι ευτύχημα. Όσο παραμένει ζωντανή η μεταπολιτική αποξένωση από την κατεστημένη αντιπροσώπευση, δηλαδή από τη διακυβέρνηση εξ ονόματος του λαού αλλά απόντος του λαού, αποτελεί υποθήκη για την ανανέωση και την επέκταση συλλογικών προσπαθειών για μια άλλη, καλύτερη δημοκρατία με μαζική συμμετοχή και ευρεία κοινωνική επιρροή στη διακυβέρνηση σε όλα τα επίπεδα. Οι πολίτες μπορούν έτσι σήμερα να ψηφίσουν για μια διαφορετική διακυβέρνηση χωρίς να διαπνέονται από τη λογική της ανάθεσης, χωρίς να εκχωρούν εν λευκώ την κυρίαρχη εξουσία να σκέφτονται και να αποφασίζουν, και χωρίς να περιμένουν τον κοινωνικό μετασχηματισμό από κανέναν άλλο πέρα από τη δική τους αυτενέργεια.
Το διάχυτο αίσθημα ότι μας τέλειωσαν οι σωτήρες και οι πεφωτισμένοι ηγέτες συνιστά ίσως ένα κρίσιμο βήμα στην πορεία του Διαφωτισμού όπως τον όριζε ο Καντ, ως την έξοδο δηλαδή από μια κατάσταση ανωριμότητας όπου αποδεχόμαστε εκούσια την εξουσία του Λόγου του Άλλου. Και αυτή είναι μια πραγματική σπίθα ελπίδας μέσα στον μεταπολιτικό ζόφο.
Η οιονεί διαγραφή της διαχωριστικής γραμμής ανάμεσα στην Αριστερά και τη Δεξιά στην κεντρική πολιτική σκηνή· η συνακόλουθη έκλειψη των προγραμματικών διαφορών και των ριζικών ανταγωνισμών· η μετάφραση πολιτικών ζητημάτων σε τεχνικά ζητήματα που αφορούν την αποτελεσματικότερη επίτευξη δεδομένων στόχων· ο αυξανόμενος ρόλος των «ειδικών» στην πολιτική και οικονομική διακυβέρνηση: όλα αυτά είναι σήματα κατατεθέντα της ίδιας μεταπολιτικής δημοκρατίας.
Μεταπολιτική σημαίνει, εν ολίγοις, ότι οι θεμελιώδεις αποφάσεις για την οικονομία και την πολιτική δεν αποτελούν πλέον αντικείμενο συλλογικής αντιπαράθεσης και διαβούλευσης, η λαϊκή συμμετοχή στα κοινά είναι ελάχιστη, η διακυβέρνηση διολισθαίνει σε τεχνοκρατική, μανατζερίστικη διαχείριση, και οι πολιτικές διαμάχες ουσίας έχουν δώσει τη θέση τους σε έναν θεαματικό, μιντιακό αγώνα εξουσίας ανάμεσα σε αντιπάλους με ελάχιστες ουσιαστικές διαφορές. Ενώ το θεσμικό ένδυμα της δημοκρατίας παραμένει εν πολλοίς στη θέση του, η κυρίαρχη εξουσία περνάει στα χέρια εταιρικών και πολιτικών ελίτ όπως συμβαίνει σε μη δημοκρατικές πολιτείες. Οι υλικές και πολιτικές ανισότητες οξύνονται σε βάρος των απλών εργαζομένων, προς όφελος μεγάλων εταιρειών, πλούσιων ολιγαρχών και πολιτικών ηγετών του κατεστημένου.
Το σκηνικό αυτό και η συναφής θρηνωδία μας είναι σήμερα οικεία, πολύ οικεία, κι ο ίδιος ο γράφων έχει επιστρατεύσει συχνά αυτό το σχήμα κριτικής ανάλυσης. Η τωρινή συγκυρία ωστόσο, στις αρχές του 2015, δείχνει ότι ήρθε ίσως η ώρα να αλλάξουμε ματιά στα πράγματα και να δούμε φως μέσα στο μεταπολιτικό σκοτάδι. Ο λόγος δεν είναι μόνο ή κυρίως οι προοπτικές μίας και περισσότερων κυβερνήσεων της Αριστεράς στον ευρωπαϊκό Νότο. Είναι ότι συστατικά της ίδιας αυτής μεταπολιτικής λογικής δημιουργούν τους όρους για μια ριζικότερη αλλαγή του πολιτικού σκηνικού στις σύγχρονες δημοκρατίες, πέρα από μια απλή εναλλαγή κυβερνήσεων.
Ας ξεκινήσουμε με το Ποδέμος (Podemos), ένα κόμμα που γεννήθηκε ως εγχείρημα συγκερασμού της κινηματικής άμεσης δημοκρατίας και της θεσμικής αντιπροσώπευσης, και αναφέρεται ακόμη σε μια συντακτική διαδικασία επανίδρυσης της δημοκρατίας παρά την όλο και πιο ιεραρχική του συγκρότηση. Εξαρχής, μια ειδοποιός διαφορά του λόγου του Ποδέμος ήταν η ίδια αποκήρυξη της διαχωριστικής γραμμής μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς που σημαδεύει την πολιτική πράξη των κομμάτων εξουσίας από τη δεκαετία του ’90 και θεωρητικοποιήθηκε από κοινωνιολόγους όπως ο Anthony Giddens και ο Ulrich Beck. Η ηγεσία του Ποδέμος επιδιώκει να αρθρώσει έναν ριζοσπαστικό λόγο που θα βρίσκει απήχηση σε ευρύτερα στρώματα δυσαρεστημένων πολιτών, πέρα από όσους ταυτίζονται ιστορικά με την Αριστερά. Εγκαθιδρύει μεν μια νέα διχοτομία, τον ανταγωνισμό ανάμεσα στους «πολίτες» ή τον «λαό» και την «κάστα» της πολιτικής και οικονομικής ολιγαρχίας, αλλά το πρόγραμμα και η ρητορική της απευθύνονται πρωτίστως στον «κοινό νου» και διαμορφώνονται με άξονα κοινούς τόπους στη σκέψη των πολλών, ξεπερνώντας τις καθιερωμένες διαιρέσεις ανάμεσα σε Αριστερά και Δεξιά και άλλες ιδεολογικές αγκυλώσεις ή αποκλειστικές ταυτίσεις, στο πνεύμα ακριβώς του κινήματος της 15ης Μαΐου.
Το Ποδέμος αντλεί έτσι από την ιδεολογική αποστοίχιση της μεταπολιτικής, αλλά την προσανατολίζει προς μια ευρύτερη και πιο «πραγματική» δημοκρατία – του κοινού, του «απλού πολίτη», των πολλών… Στρατηγικά, στη δεδομένη συγκυρία, η απεύθυνση στον κοινό νου μπορεί να επιτύχει κάτι αδύνατο για την αριστερή ξύλινη γλώσσα, να συσπειρώσει δηλαδή έναν πλειοψηφικό κοινωνικό συνασπισμό και να ανατρέψει έτσι το κατεστημένο, στον βαθμό που δεν απεμπολεί πλήρως τη διάσταση του ανταγωνισμού, αλλά απεναντίας ορίζει ηχηρά ως εχθρό το κυρίαρχο σύστημα εξουσίας. Από μια ριζοσπαστική σκοπιά, η επίκληση του κοινού νου πέρα από τους ιδεολογικούς διαχωρισμούς του παρελθόντος δεν προδικάζει μια ευθυγράμμιση με τον πλειοψηφικό συντηρητισμό εφόσον επιλέγει και συναρθρώνει δυναμικά τα στοιχεία του, επικεντρώνοντας σε κοινές αντιλήψεις που μπορούν να προωθήσουν προοδευτικές πολιτικές («όλοι/-ες έχουν δικαίωμα σε μια αξιοπρεπή στέγαση», «οι τράπεζες κερδοσκοπούν ασύδοτα» κ.ά.), σε ένα ιστορικό πλαίσιο όπου η ίδια η κυρίαρχη λαϊκή αντίληψη έχει αλλάξει και κινείται σε μια πιο κριτική και κοινωνική-δημοκρατική κατεύθυνση υπό την επίδραση των πρόσφατων κινημάτων για μια «πραγματική δημοκρατία».
Η μεταπολιτική των πολιτών – η δυσπιστία προς την πολιτική αντιπροσώπευση και την κατεστημένη δημοκρατία, η πολιτική αποξένωση και ο κυνισμός – διακρίνεται και στη δεύτερη αφορμή για ένα (λελογισμένο) ζήτω: τη σημερινή στάση του ελληνικού εκλογικού σώματος όχι μόνο προς την κυβέρνηση αλλά και προς την αντιπολίτευση που διεκδικεί την εξουσία. Οι ισχνές ελπίδες, η έλλειψη πίστης και ταύτισης μπορούν προφανώς να ναρκοθετήσουν μια αναγκαία κυβερνητική αλλαγή αλλά και την πιο αναγκαία ίσως κοινωνική στήριξη προς πολιτικές ανατροπής που θα αποφασίσει μια αριστερή κυβέρνηση στο μέλλον. Από την άλλη όμως, η μεταπολιτική διάθεση των πολλών διασώζει την απαραίτητη κριτική απόσταση και διάσταση στην υποστήριξη η οποία παρέχεται προσωρινά και υπό όρους προς έναν πολιτικό σχηματισμό που διασχίζεται πράγματι από πολλές αντιφάσεις, διαθέτει ένα μετέωρο και δύσκολο πρόγραμμα και διατρέχει τον κίνδυνο σημαντικών συμβιβασμών και των υποχωρήσεων. Εμποδίζει, επίσης, μια απλή επιστροφή της πλειοψηφίας στη λογική της ανάθεσης, της εκχώρησης της πολιτικής σε επαγγελματίες, ηγέτες και σωτήρες, διαφυλάσσοντας συνειδησιακά ψήγματα από την αναζήτηση άλλων μορφών συμμετοχικής δημοκρατίας τα οποία αναδύθηκαν κινηματικά και στην ημεδαπή στα χρόνια του μνημονίου. Δεν έχουμε λοιπόν μια επιστροφή στο ’81 ούτε από την πλευρά των πολιτών. Κι αυτό είναι ευτύχημα. Όσο παραμένει ζωντανή η μεταπολιτική αποξένωση από την κατεστημένη αντιπροσώπευση, δηλαδή από τη διακυβέρνηση εξ ονόματος του λαού αλλά απόντος του λαού, αποτελεί υποθήκη για την ανανέωση και την επέκταση συλλογικών προσπαθειών για μια άλλη, καλύτερη δημοκρατία με μαζική συμμετοχή και ευρεία κοινωνική επιρροή στη διακυβέρνηση σε όλα τα επίπεδα. Οι πολίτες μπορούν έτσι σήμερα να ψηφίσουν για μια διαφορετική διακυβέρνηση χωρίς να διαπνέονται από τη λογική της ανάθεσης, χωρίς να εκχωρούν εν λευκώ την κυρίαρχη εξουσία να σκέφτονται και να αποφασίζουν, και χωρίς να περιμένουν τον κοινωνικό μετασχηματισμό από κανέναν άλλο πέρα από τη δική τους αυτενέργεια.
Το διάχυτο αίσθημα ότι μας τέλειωσαν οι σωτήρες και οι πεφωτισμένοι ηγέτες συνιστά ίσως ένα κρίσιμο βήμα στην πορεία του Διαφωτισμού όπως τον όριζε ο Καντ, ως την έξοδο δηλαδή από μια κατάσταση ανωριμότητας όπου αποδεχόμαστε εκούσια την εξουσία του Λόγου του Άλλου. Και αυτή είναι μια πραγματική σπίθα ελπίδας μέσα στον μεταπολιτικό ζόφο.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Βλ. Σαντάλ Μουφ, Επί του πολιτικού, μτφρ. Α. Κιουπκιολής, Εκκρεμές, Αθήνα 2010· Kόλιν Κράουτς, Μεταδημοκρατία, μτφρ. Α. Κιουπκιολής, Εκκρεμές, Αθήνα 2006.
2. Βλ. π.χ., Γιάννης Μηλιός, «Μεταπολιτική: Ο σοβαρότερος κίνδυνος για την κοινωνία και τη δημοκρατία», στο http://www.avgi.gr/article/2074407/metapolitiki-o-sobaroteros-kindunos-gia-tin-koinonia-kai-ti-dimokratia, 2014.
Γιάννης Παπαθεοδώρου, «Οι άριστοι των Ελλήνων: Μεταρρύθμιση ή μεταπολιτική», στο https://enthemata.wordpress.com/2012/01/29/papatheodorou/, 2012.
Γιάννης Παπαθεοδώρου, «Οι άριστοι των Ελλήνων: Μεταρρύθμιση ή μεταπολιτική», στο https://enthemata.wordpress.com/2012/01/29/papatheodorou/, 2012.
Ο Αλέξανδρος Κιουπκιολής σπούδασε ελληνική φιλολογία (κλασική
κατεύθυνση) στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και πολιτική
θεωρία στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα του Πανεπιστημίου του Έσσεξ. Διδακτορικό δίπλωμα από το Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του
Πανεπιστημίου της Οξφόρδης. Δίδαξε πολιτική θεωρία στο
Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και στο Πανεπιστήμιο Κύπρου. Από τον Ιανουάριο του
2009 λέκτορας στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Α.Π.Θ. με
γνωστικό αντικείμενο «Σύγχρονες Πολιτικές Θεωρίες». Τα ερευνητικά του
ενδιαφέροντα εστιάζουν στη νεότερη φιλοσοφία της ελευθερίας, τη
φιλοσοφία του δικαίου, τις θεωρίες της δημοκρατίας, την ανάλυση και την
κριτική της εξουσίας.
Στα πρόσφατα βιβλία του συγκαταλέγεται τα εξής: Πολιτικές της ελευθερίας, Εκκρεμές 2011, Για τα κοινά της ελευθερίας, Εξάρχεια, Αθήνα 2015, και ο συλλογικός τόμος Radical democracy and collective movements today. The biopolitics of the multitude versus the hegemony of the people (επιμέλεια μαζί με τον Γ. Κατσαμπέκη) Ashgate, Λονδίνο 2014.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου