αγγλικά (μετάφραση Alex J. Kay): © Eurozine Critique and communication: Philosophy's missions - A conversation with Jürgen Habermas • pdf / γερμανικό πρωτότυπο • pdf
Πολλές δεκαετίες
μετά τα νεανικά του χρόνια στην
κατεχόμενη μεταπολεμική Γερμανία και την πρώτη του γνωριμία με
τον τρόπο που βλέπουν τη δημοκρατία οι
Αγγλοσάξονες, ο Γιούργκεν Χάμπερμας
εξακολουθεί να τηρεί τη δέσμευσή του
σε μια κριτική κοινωνική θεωρία που
προωθεί την υπόθεση της ανθρώπινης
χειραφέτησης. Αυτή η δέσμευση συνοδεύει
σταθερά μιαν ολόκληρη ζωή φιλοσοφικού
διαλόγου.
[Τα νεανικά χρόνια. O Αντόρνο και η Σχολή της Φρανκφούρτης ως «εύνοια της τύχης»]
Michaël Foessel (Esprit): Έχει γίνει κοινός τόπος το να συνδέουν το έργο σας με το εγχείρημα που ξεκίνησε η Σχολή της Φρανκφούρτης στη δεκαετία του 1930: την επεξεργασία μιας κριτικής θεωρίας της κοινωνίας, ικανής να δώσει νέα πνοή στο έργο της χειραφέτησης μέσα σε έναν κόσμο που διαμορφώνεται από τον τεχνοκρατικό καπιταλισμό. Όταν, μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, αρχίσατε τις πανεπιστημιακές σπουδές σας, ήταν διαδεδομένη στη Γερμανία μια διαφορετική εικόνα της φιλοσοφίας: η ελάχιστα ηρωική εικόνα μιας ανίκανης φιλοσοφίας που την είχε υπoδουλώσει ο εθνικοσοσιαλισμός. Τι σας παρακίνησε να επιλέξετε αυτόν τον κλάδο; Μήπως η απαισιόδοξη κρίση για τον Λόγο, όπως εκφράζεται στην Διαλεκτική του Διαφωτισμού (Dialektik der Aufklärung) των Χορκχάιμερ και Αντόρνο, έπαιζε κάποιο ρόλο στις αρχικές επιλογές σας εντός της φιλοσοφίας, δηλαδή στη μελέτη του Σέλλινγκ (Schelling);
Γιούργκεν
Χάμπερμας: Όχι, δεν συνέβησαν έτσι τα πράγματα. Στη Φρανκφούρτη πήγα για πρώτη φορά το 1956, δύο χρόνια μετά την ολοκλήρωση στη Βόννη της διδακτορικής διατριβής μου για τον Σέλλινγκ. Για να εξηγήσω πώς πλησίασα την Κριτική Θεωρία, θα πρέπει να αναφερθώ σε περισσότερες λεπτομέρειες. Στα γερμανικά πανεπιστήμια, μεταξύ των ετών 1949 και 1954, γενικά ήταν κανείς αναγκασμένος να σπουδάζει δίπλα σε καθηγητές οι οποίοι είτε είχαν διατελέσει οι ίδιοι Ναζιστές, είτε είχαν συμμορφωθεί με το καθεστώς. Από πολιτική και ηθική σκοπιά, τα γερμανικά πανεπιστήμια ήταν κατεστραμμένα. Υπήρχε επομένως ένα παράδοξο χάσμα μεταξύ των φιλοσοφικών σπουδών μου και των αριστερών πεποιθήσεων που διαμορφώθηκαν στις συχνές νυχτερινές συζητήσεις για τη σύγχρονη λογοτεχνία, για τις σημαντικές θεατρικές παραγωγές και για τον κινηματογράφο, στον οποίο κυριαρχούσαν την εποχή εκείνη η Γαλλία και η Ιταλία κυρίως. Όμως, ήδη από τα τελευταία μου χρόνια στο γυμνάσιο, είχα γνωρίσει τα έργα του Μαρξ και του Ένγκελς και είχα ασχοληθεί με το θέμα του ιστορικού υλισμού. Με δεδομένα αυτά τα ενδιαφέροντα μου, η προφανής επιλογή κλάδου σπουδών θα έπρεπε να είναι η κοινωνιολογία, όμως η επιστήμη αυτή δεν είχε ακόμη αρχίσει να διδάσκεται στα πανεπιστήμια μου, στο Γκέτινγκεν και στη Βόννη. Μετά τις σπουδές μου, μου χορηγήθηκε υποτροφία για την μελέτη της «έννοιας της ιδεολογίας». Στη διάρκεια εκείνης της περιόδου, εξοικειώθηκα με τη θεωρητική βιβλιογραφία της δεκαετίας του 1920, τη σχετική με το μαρξισμό και προπαντός με την εγελιανή-μαρξιστική παράδοση. Τότε ακριβώς, το 1955, με ηλέκτρισε η δημοσίευση του βιβλίου του Αντόρνο Πρίσματα (Prismen). Γνώριζα ήδη την Διαλεκτική του Διαφωτισμού των Χορκχάιμερ και Αντόρνο, όμως το βασικό μήνυμα εκείνης της εντελώς «σκοτεινής» θεωρίας δεν ταίριαζε με τη στάση απέναντι στη ζωή των νέων ανθρώπων, οι οποίοι ήθελαν, πάνω απ' όλα, να κάνουν τον κόσμο καλύτερο.