των Aboo Aumeeruddy και Ramon
Tortajada
© Verso - Aboo Aumeeruddy και Ramon Tortajada : Reading Marx on Value 30.9.2015
© Verso - Aboo Aumeeruddy και Ramon Tortajada : Reading Marx on Value 30.9.2015
Εισαγωγή
Η μαρξική θεωρία (και ειδικότερα η θεωρία της αξίας) ήταν πάντοτε και παραμένει πηγή πολλών αντιπαραθέσεων. Από τη μία πλευρά, η άρχουσα τάξη επιτίθεται αδιάκοπα και συστηματικά στους «μαρξιστές», ενώ ταυτόχρονα προσπαθεί να χρησιμοποιήσει τη μαρξιστική θεωρία, αν όχι να τη σφετεριστεί, αποστερώντας την από το επαναστατικό της περιεχόμενο. Από την άλλη πλευρά, ακόμη και μερικοί μαρξιστές προσπαθούν να μετατρέψουν τον μαρξισμό σε μια «βελτιωμένη Πολιτική Οικονομία».
Στην πράξη, ο αναγνώστης των μαρξικών έργων μπορεί να αρχίσει με οποιοδήποτε από αυτά. Παρ' όλα αυτά, δύο από τα έργα μπορούν να προταθούν ως σημεία εκκίνησης: είναι δύο σειρές διαλέξεων που είχε προετοιμάσει ο Μαρξ για να τις παρουσιάσει σε οργανώσεις εργαζομένων και οι οποίες πραγματεύονται κυρίως τους πολιτικούς και κοινωνικούς αγώνες ενάντια στο κεφάλαιο, ασχολούνται όμως και με τις αντιπαραθέσεις στο εσωτερικό αυτών των ίδιων των οργανώσεων.
[Ήταν ο Κάρολος Μαρξ συνεχιστής του Ντέιβιντ Ρικάρντο και της Πολιτικής Οικονομίας του;]
Το έργο του Μαρξ μπορεί να διαβαστεί και διαβάζεται, εκτός των άλλων, και με τρόπο «οικονομίστικο». Αυτό συμβαίνει επειδή υπάρχουν ορισμένα κείμενα του Μαρξ που επιδέχονται αυτή την ανάγνωση, ενώ άλλα κείμενα του Μαρξ επικρίνουν μια τέτοια προσέγγιση. Η σχέση του Μαρξ με την Πολιτική Οικονομία είναι λοιπόν πολύ περίπλοκη και αναμφίβολα δεν μπορεί να υπάρξει ένα αυθεντικό «κλειδί» για την ερμηνεία της, ούτε ένα σύνολο οδηγιών για την αυθεντική ανάγνωση των έργων του Μαρξ.
Καζιμίρ Μάλεβιτς: Μαύρο Τετράγωνο, 1915 |
[Ήταν ο Κάρολος Μαρξ συνεχιστής του Ντέιβιντ Ρικάρντο και της Πολιτικής Οικονομίας του;]
Η πρώτη σειρά διαλέξεων - η οποία ταξινομήθηκε μεταγενέστερα με επιμέλεια του Ένγκελς υπό τον τίτλο Μισθωτή Εργασία και Κεφάλαιο - χρονολογείται από τον Αύγουστο του 1847 και γράφτηκε για τη Γερμανική Εργατική Ένωση των Βρυξελλών, ως συμβολή στην «πολιτική παιδεία» αυτών των εργαζομένων.
Η δεύτερη σειρά διαλέξεων προορίζονταν από τον ίδιο τον Μαρξ για να αποτελέσει μια «σειρά μαθημάτων Πολιτικής Οικονομίας», παρόλο που ο ίδιος τόνιζε ότι «δεν είναι εύκολο να εξηγήσει όλα τα οικονομικά ζητήματα σε μη γνώστες» (Επιστολή προς τον Ένγκελς της 20ης Μαΐου 1865). Χρονολογείται από τον Ιούνιο του 1865 και γράφτηκε για το Γενικό Συμβούλιο της Διεθνούς Ένωσης Εργατών. Στη συνέχεια δημοσιεύτηκε υπό τον τίτλο Μισθός, Τιμή και Κέρδος και κυκλοφόρησε σε μεγάλους αριθμούς υπό μορφή φυλλαδίων, όπως και η πρώτη σειρά.
Το πλεονέκτημα που προσέφερε το ξεκίνημα με αυτά τα κείμενα δεν έγκειται μόνο στο γεγονός ότι είναι μικρά, κυκλοφορούν ευρέως, είναι φθηνά, άρα μπορούσαν να αποκτηθούν εύκολα απο τον καθένα, αλλά και στο γεγονός ότι ο ίδιος ο Μαρξ, γράφοντάς τα, τους προσέδωσε τον παιδαγωγικό χαρακτήρα που τα διακρίνει. Συνεχίζουν να αποτελούν υποδείγματα που δείχνουν πώς να εξαπλωθεί η θεωρία του Μαρξ στην εργατική τάξη.
Υπάρχει ωστόσο το φαινομενικά παράδοξο, ότι τα κείμενα αυτά αφήνουν σχετικά αδιαφώτιστες (ή μάλλον πραγματεύονται με περιληπτικό τρόπο) ορισμένες πτυχές που βρίσκονται σήμερα στο επίκεντρο της συζήτησης περί την θεωρία του Μαρξ, ιδίως τις έννοιες της αξίας [Wert], της μορφής της αξίας [Wertform], του μεγέθους της αξίας [Wertmaß], της ύπαρξης του εμπορεύματος [Warenexistenz] κ.λ.π.
Αυτό οφείλεται στο εξής: στην πραγματικότητα, σ' αυτές τις διαλέξεις, η βασική πρόθεση του Μαρξ δεν ήταν να έλθει σε ρήξη με την Πολιτική Οικονομία, αλλά να στρέψει την προσοχή στο κεφάλαιο αυτό καθ΄ εαυτό, ή μάλλον στην κοινωνική σχέση η οποία εμφανίζεται υπό τη μορφή παραγωγικού εξοπλισμού ως «συσσωρευμένη εργασία». Για να φέρει σε πέρας το εγχείρημα αυτό, ο Μαρξ στηρίχθηκε πολλές φορές και ο ίδιος στην Πολιτική Οικονομία, και ειδικότερα, όσον αφορά την έννοια της αξίας, στους Σμιθ και Ρικάρντο, ενώ ταυτόχρονα επιτίθεται και καταγγέλλει την «χυδαία οικονομική θεωρία» που αντικατέστησε τη σκέψη του Ρικάρντο στη δεκαετία του 1830 (βλ. τον «Επίλογο» στη δεύτερη γερμανική έκδοση του Κεφαλαίου, Τόμος Ι).
[Υπήρξαν «πολλοί Μαρξ»; Ο κοινωνιολόγος, οικονομολόγος, ο φιλόσοφος, ο νεαρός, ο ώριμος...]Υπάρχει ωστόσο το φαινομενικά παράδοξο, ότι τα κείμενα αυτά αφήνουν σχετικά αδιαφώτιστες (ή μάλλον πραγματεύονται με περιληπτικό τρόπο) ορισμένες πτυχές που βρίσκονται σήμερα στο επίκεντρο της συζήτησης περί την θεωρία του Μαρξ, ιδίως τις έννοιες της αξίας [Wert], της μορφής της αξίας [Wertform], του μεγέθους της αξίας [Wertmaß], της ύπαρξης του εμπορεύματος [Warenexistenz] κ.λ.π.
Αυτό οφείλεται στο εξής: στην πραγματικότητα, σ' αυτές τις διαλέξεις, η βασική πρόθεση του Μαρξ δεν ήταν να έλθει σε ρήξη με την Πολιτική Οικονομία, αλλά να στρέψει την προσοχή στο κεφάλαιο αυτό καθ΄ εαυτό, ή μάλλον στην κοινωνική σχέση η οποία εμφανίζεται υπό τη μορφή παραγωγικού εξοπλισμού ως «συσσωρευμένη εργασία». Για να φέρει σε πέρας το εγχείρημα αυτό, ο Μαρξ στηρίχθηκε πολλές φορές και ο ίδιος στην Πολιτική Οικονομία, και ειδικότερα, όσον αφορά την έννοια της αξίας, στους Σμιθ και Ρικάρντο, ενώ ταυτόχρονα επιτίθεται και καταγγέλλει την «χυδαία οικονομική θεωρία» που αντικατέστησε τη σκέψη του Ρικάρντο στη δεκαετία του 1830 (βλ. τον «Επίλογο» στη δεύτερη γερμανική έκδοση του Κεφαλαίου, Τόμος Ι).
Κ. Μάλεβιτς: Μαύρο & Κόκκινο Τετράγωνο. Τρίγωνο & Ορθογώνιο |
Για να κατανοηθεί σε βάθος η σχέση του Μαρξ με την Πολιτική Οικονομία, είναι απαραίτητο να καταφύγουμε σε άλλα γραπτά του. Ο σκοπός του παρόντος κειμένου είναι να παρουσιάσει μια επιλογή από αυτά. Προφανώς αυτή η επιλογή δεν μπορεί να είναι ούτε ουδέτερη ως προς τις προτιμήσεις ούτε πλήρης, δεδομένου μάλιστα ότι η μαρξιστική θεωρία αυτή καθεαυτή ούτε μπορεί να γίνει κατανοητή με ουδέτερο τρόπο, ούτε ολοκληρωμένη είναι, εκτός αν μετα-μορφωθεί στο αντίθετό της – σε δόγμα. Τα κείμενα που καταθέτουμε είναι επομένως αυτά που μας φαίνονται ως τα πιο κατάλληλα για να κατανοηθεί η σχέση του Μαρξ με την Πολιτική Οικονομία, αλλά και βρίσκονται με ένα ή με τον άλλο τρόπο στο επίκεντρο της σημερινής συζήτησης για τη σχέση αυτή.
Είναι σύνηθες, ιδιαίτερα μεταξύ των «οικονομολόγων», να ξεκινούν με το Πρώτο Τόμο του Κεφαλαίου, ή σε ορισμένες περιπτώσεις με τους «προγόνους» του, τη Συμβολή στην Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας ή τις Grundrisse, ή ακόμη και με τις Θεωρίες για την Υπεραξία, παραμελώντας συχνά τα έργα του «νεαρού Μαρξ», που θεωρείται ότι ανήκουν στο πεδίο της «φιλοσοφίας». Αυτού του είδους η προσέγγιση, στην πραγματικότητα αντικατοπτρίζει τον ακαδημαϊκό διαχωρισμό των «κοινωνικών επιστημών» και κατά συνέπεια δεν αποτελεί έκπληξη που είδαμε έναν ακαδημαϊκό όπως τον Σουμπέτερ (Joseph Schumpeter) να διακρίνει έναν Μαρξ «κοινωνιολόγο», έναν Μαρξ «φιλόσοφο», έναν Μαρξ «οικονομολόγο», κ.λ.π. Ωστόσο, ο δρόμος που ακολούθησε ο ίδιος ο Μαρξ γράφοντας το έργο του, μας καλεί να απορρίψουμε αυτό το χωρισμό και να μη βλέπουμε το Κεφάλαιο ως ένα έργο Πολιτικής Οικονομίας (αλλά «αριστερής κατεύθυνσης»), ούτε ως το αποκορύφωμα ενός συστήματος σκέψης, αλλά ως μια στιγμή στην ανάπτυξη μιας θεωρίας, η οποία έχει ως στόχο να αμφισβητήσει την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων.
Η σειρά με την οποία παρουσιάζονται εδώ τα κείμενα αυτά, δεν επιδιώκει σε καμία περίπτωση να ορίσει την καλύτερη σειρά για την ανάγνωση τους, ούτε τα ταξινομεί χρονικά κατά σειρά γραφής ή δημοσίευσης. Όπως ειπώθηκε παραπάνω, δεν υπάρχει «κλειδί» για την ανάγνωση του Μαρξ. Οι Σημειώσεις Περιθωρίου στο Εγχειρίδιο Πολιτικής Οικονομίας του Αδόλφου Βάγκνερ [Adolph Wagner, «Lehrbuch der politischen Okonomie»] κατατάσσονται στην πρώτη θέση όχι επειδή αυτές οι σημειώσεις είναι η τελευταία γνωστή εργασία του Μαρξ για την Πολιτική Οικονομία, αλλά απλώς και μόνο επειδή αυτό είναι ένα από τα σπάνια κείμενα, στα οποία ο Μαρξ απαντά άμεσα σε έναν οικονομολόγο που επιχείρησε να ασκήσει κριτική στη θεωρία του περί αξίας.
Ι. Οι Σημειώσεις Περιθωρίου στο Εγχειρίδιο Πολιτικής Οικονομίας του Αδόλφου Βάγκνερ (Adolph Wagner, «Lehrbuch der politischen Okonomie»)
Γράφτηκαν το 1881-1882 (ή 1879 - 1880) και δημοσιεύτηκαν για πρώτη φορά το 1932, ως παράρτημα στην έκδοση του Κεφαλαίου, από το Ινστιτούτο Μαρξ-Ένγκελς-Λένιν της Μόσχας.
Εδώ ο Μαρξ υπενθυμίζει την ανάλυσή του για τις σχέσεις μεταξύ της αξίας, της αξίας χρήσης και της ανταλλακτικής αξίας. Ο ίδιος τονίζει:
α) ότι η ανταλλακτική αξία και η αξία δεν πρέπει να συγχέονται: η ανταλλακτική αξία είναι απλώς η «φαινόμενη μορφή» ή ο «αναγκαίος τρόπος έκφρασης» της αξίας,β) ότι ο ίδιος, σε αντίθεση με την κλασική πολιτική οικονομία, δεν παραγκωνίζει την αξία χρήσης: Η αξία ενός εμπορεύματος εκφράζεται στην αξία χρήσης, δηλαδή στη φυσική μορφή του άλλου εμπορεύματος.γ) ότι η αξία, η αξία χρήσης και η ανταλλακτική αξία δεν είναι εναλλακτικές έννοιες, δεν βρίσκονται σε λογική αντίθεση η μία με την άλλη, αλλά είναι οι μορφές με τις οποίες παρουσιάζεται το εμπόρευμα: με άλλα λόγια, είναι τρεις μορφές που συνυπάρχουν.
Αυτό είναι το κείμενο στο οποίο ο Μαρξ τονίζει επανειλημμένα ότι δεν εκκινεί από την «αξία», αλλά από το «εμπόρευμα», δηλαδή από «την απλούστερη κοινωνική μορφή, με την οποία το προϊόν της εργασίας παρουσιάζεται στη σύγχρονη κοινωνία». Και θα πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι τα πρώτα κεφάλαια τόσο της Συμβολής στην Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας (1859) όσο και του Πρώτου Τόμου του Κεφαλαίου (1867) έχουν πράγματι ως τίτλο «Το εμπόρευμα».
II. Οι διαφορετικές εκδοχές του Κεφ. 1 στον Πρώτο Τόμο του Κεφαλαίου
Κατά την ανάγνωση του Κεφαλαίου είναι απαραίτητο να έχουμε κατά νου την Εισαγωγή που σκιαγράφησε ο Mαρξ το Αύγουστο του 1857 για τη Συμβολή στην Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας. Σε αυτή την «Εισαγωγή» (η οποία τελικά δεν δημοσιεύθηκε μαζί με την Κριτική, αλλά μπορεί να βρεθεί στην έκδοση των Grundrisse που επιμελήθηκε ο Μ. Nicolaus και δημοσιεύτηκε από τα Penguin Books, 1973, σελ. 81-111), ο Μαρξ δείχνει ότι κατά την παρουσίαση της θεωρίας του, για να γίνει πιο εποπτική η έκθεσή της, ήταν στην πράξη απαραίτητο να αντιστραφεί η σειρά με την οποία συντάχθηκε η θεωρία. Είναι μια αντιστροφή η οποία αποτελεί μια σημαντική μορφική πτυχή του Κεφαλαίου. Πρέπει επίσης να υπενθυμίσουμε ότι τα κείμενα που δημοσιεύτηκαν μεταθανάτια υπό τον τίτλο Κεφάλαιο, τόμοι ΙΙ και ΙΙΙ και οι αναλύσεις που συγκεντρώθηκαν υπό τον τίτλο Θεωρίες για την Υπεραξία, υπήρχαν ήδη γραμμένα, όσον αφορά τα ουσιώδη τους, ήδη πριν ο Μαρξ γράψει τον Πρώτο Τόμο του Κεφαλαίου.
Συνακόλουθα, ούτε οι Τόμοι ΙΙ και ΙΙΙ του Κεφαλαίου, ούτε οι Θεωρίες για την Υπεραξία προορίζονταν για να «συμπληρώσουν» ή να «εξειδικεύσουν» τις «αφαιρέσεις» του Πρώτου Τόμου του Κεφαλαίου. Αντιθέτως, μόνον με βάση την ανάγνωση αυτού του τελευταίου, και ειδικότερα του κεφαλαίου 1 του Πρώτου Τόμου, μπορούν να αναλυθούν ορισμένα από τα ζητήματα που τέθηκαν στους Τόμους ΙΙ, ΙΙΙ και στις Θεωρίες για την Υπεραξία. Αυτό δεν σημαίνει ότι αυτά τα έργα δεν είναι άξια προσοχής. Αντιθέτως, η μελέτη τους αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της ερευνητικής εργασίας με στόχο την αποσαφήνιση των σχέσεων μεταξύ του Μαρξ και της Πολιτικής Οικονομίας.
Τα ερωτήματα που εμφανίζονται σήμερα στο επίκεντρο πολλών συζητήσεων σχετικά με τη μαρξική θεωρία, τίθενται από το Πρώτο κεφάλαιο του Κεφαλαίου (ένα κεφάλαιο το οποίο, όπως ο ίδιος ο Μαρξ έγραφε στον πρόλογό του στην πρώτη έκδοση του Κεφαλαίου, παρουσιάζει «τη μεγαλύτερη δυσκολία»). Μεταξύ αυτών είναι: η προτεραιότητα της κατηγορίας «εμπόρευμα» για την κατανόηση των καπιταλιστικών σχέσεων, η αξία και οι μορφές της, το μέγεθος και η μέτρηση της αξίας, το καθεστώς της εργασίας και η αφαίρεση [Abstraktion], η σχέση μεταξύ της μαρξικής θεωρίας και της ρικαρδιανής θεωρίας και τέλος, ο φετιχισμός του εμπορεύματος.
Ωστόσο, δύο από τα ερωτήματα που τέθηκαν, φαίνονται κατά τη γνώμη μας να απαιτούν ιδιαίτερη προσοχή, δεδομένου ότι το ένα από αυτά οδήγησε τον Μαρξ να ξαναγράψει την αρχή του Κεφαλαίου Τόμος Ι και το άλλο ορίζει έναν συγκεκριμένο τρόπο για την ανάγνωση όχι μόνον αυτού του έργου αλλά και της όλης μαρξικής θεωρίας.
Το πρώτο ερώτημα αφορά τη σχέση μεταξύ της μελέτης της αξίας και των διαφορετικών μορφών που αυτή παίρνει. Είναι σημαντικό, πρώτον, επειδή η σχέση μεταξύ της «αξίας» ενός εμπορεύματος και φαινόμενης μορφής της που αποκαλούμε «ανταλλακτική αξία», βρίσκεται στο επίκεντρο των συζητήσεων γύρω από τη σχέση του Μαρξ με την Πολιτική Οικονομία. Επιπλέον, η κατανόηση του «γενικού ισοδυνάμου» [allgemeine Äquivalent] και συνακόλουθα του χρήματος, είναι παράγωγο, κατά την άποψη του Μαρξ, της κατανόησης των μορφών της αξίας. Τέλος, πρόκειται για το ίδιο ερώτημα που βρίσκεται στη ρίζα της βαθιάς επανεπεξεργασίας του Κεφαλαίου Τόμος Ι από τον ίδιο τον Μαρξ, ανάμεσα στην πρώτη και στη δεύτερη έκδοση του Κεφαλαίου. Η αναμόρφωση αυτή διατηρήθηκε στις επόμενες εκδόσεις.
Στην πρώτη έκδοση, το κεφάλαιο 1 ήταν στην πραγματικότητα αφιερωμένο στο «εμπόρευμα» και στο «χρήμα» και χωριζόταν σε τρία τμήματα: Το Εμπόρευμα, Η Διαδικασία της Ανταλλαγής Εμπορευμάτων, Χρήμα και Κυκλοφορία του Εμπορεύματος. Η ανάλυση των μορφών της αξίας είχε παραπεμφθεί σε ένα Προσάρτημα στο τέλος του έργου, στο οποίο ο Μαρξ ανέλυε αυτές τις μορφές συστηματικά και λεπτομερώς. Τα τρία τμήματα έγιναν τα τρία πρώτα κεφάλαια στις επόμενες εκδόσεις και το προσάρτημα επανεντάχθηκε στο πρώτο από αυτά τα κεφάλαια.
Το δεύτερο ερώτημα αφορά τη διαδικασία της αφαίρεσης [Abstraktion]. Στο Κεφάλαιο, και ειδικά στο πρώτο του κεφάλαιο, δεν υπάρχει μία και μοναδική διαδικασία της αφαίρεσης, αλλά δύο διαδικασίες αφαίρεσης με βαθιά διαφορετικό χαρακτήρα. Αξίζει επομένως να τις διακρίνουμε με μεγάλη ακρίβεια, έστω και μόνο για να αποφευχθεί η πολύ συχνή σύγχυση, με την οποία
α) Ο Τόμος Ι του Κεφαλαίου θεωρείται ως μια «αφηρημένη» κατασκευή, με την έννοια ότι διατηρεί μια απόσταση από την πραγματικότητα, εξαιτίας της υιοθέτησης εξαιρετικά περιοριστικών υποθέσεων. Παραδείγματά τους που αναφέρονται συχνά είναι η ταυτόσημη οργανική σύνθεση μεταξύ των διαφόρων κλάδων της παραγωγής και η ομοιογενής εργασία.
β) Οι Τόμοι ΙΙ και ΙΙΙ θεωρούνται ως προσπάθειες του Μαρξ να συσχετίσει κάπως την «αφηρημένη» θεωρία του με την πραγματικότητα, πράγμα που χαρακτηρίζει τον Καρλ Μαρξ ως «κατασκευαστή» οικονομικών μοντέλων προορισμένων να δοκιμαστούν απέναντι στην «πραγματικότητα».
Από τη μία πλευρά υπάρχει μια διαδικασία της σκέψης, ή λογική αφαίρεση, για να χρησιμοποιήσουμε τους όρους που ο ίδιος ο Μαρξ χρησιμοποιεί στην Εισαγωγή. Από την άλλη πλευρά, σε ένα εντελώς διαφορετικό επίπεδο, υπάρχει μια διαδικασία πραγματικής αφαίρεσης [reale Abstraktion].
Η έλλογη αφαίρεση έχει να κάνει με την ανακάλυψη των κατηγοριών, οι οποίες επιτρέπουν να γίνουν κατανοητές οι αστικές κοινωνικές σχέσεις. Όπως ο Μαρξ τόνισε στο μικρό βιβλίο που έγραψε του εναντίον του Προυντόν, «οι οικονομικές κατηγορίες είναι μόνο η θεωρητική έκφραση, οι αφαιρέσεις των κοινωνικών σχέσεων παραγωγής» (Η αθλιότητα της φιλοσοφίας, 1846 - 1847, Lawrence & Wishart, χ.χ., Κεφάλαιο ΙΙ, Δεύτερη Παρατήρηση, σ 105). Ταυτόχρονα, καθιστά σαφές ότι αυτές οι αφαιρέσεις δεν πρέπει να συγχέονται με τις ίδιες τις κοινωνικές σχέσεις. Αργότερα, γράφοντας τον Πρόλογο της πρώτης έκδοσης του Κεφαλαίου, επιστρέφει σ' αυτήν την εκδοχή της αφαίρεσης και επισημαίνει: «επιπλέον, στην ανάλυση των οικονομικών μορφών, δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν ούτε μικροσκόπια ούτε χημικά αντιδραστήρια. Πρέπει να τα αντικαταστήσουμε και τα δύο με τη δύναμη της αφαίρεσης». Στην αστική κοινωνία αυτό μας καθοδηγεί να ξεκινάμε από την πιο απλή και όπως φαίνεται, την πιο άμεση μορφή, το εμπόρευμα. Η μελέτη του εμπορεύματος είναι επομένως ο ακρογωνιαίος λίθος της ανάλυσης μιας κοινωνίας που χαρακτηρίζεται από τη γενίκευση των εμπορευματικών σχέσεων σε τέτοιο βαθμό ώστε να συμπεριλάβει και τον ίδιο τον εργαζόμενο.
Από την άλλη πλευρά, η πραγματική αφαίρεση δεν είναι το αποτέλεσμα μιας αναλυτικής προσπάθειας, αλλά συνέπεια μιας πραγματικής διαδικασίας η οποία βρίσκεται στο επίκεντρο των αστικών κοινωνικών σχέσεων – της ανταλλαγής εμπορευμάτων.
Στην αστική κοινωνία, όπου επικρατεί ο ιδιωτικός καταμερισμός της κοινωνικής εργασίας, τα προϊόντα είναι το αποτέλεσμα ιδιωτικών, απομονωμένων διαδικασιών παραγωγής οι οποίες διαδραματίζονται ανεξάρτητα η μία από την άλλη. Μόνον όταν η παραγωγή έχει ολοκληρωθεί, δηλαδή όταν η εργασία που ενεργοποιήθηκε έχει εξαντικειμενευθεί σε ένα συγκεκριμένο προϊόν, μόνον τότε οι αντίστοιχες δράσεις των παραγωγών συναντούν η μία την άλλη στην αγορά, ως προϊόντα που προσφέρονται για ανταλλαγή επί χρήμασι. Και οι παραγωγοί θα πληροφορηθούν αν τα προϊόντα τους απαντούν αποτελεσματικά σε μια κοινωνική ανάγκη, μόνον εφόσον αυτά ανταλλαγούν επιτυχώς. Η ανταλλαγή εμπορευμάτων είναι ο κοινωνικός τρόπος της αναγνώρισης των διαφόρων προϊόντων και μόνον μέσω αυτής της ανταλλαγής αυτά παύουν να είναι προϊόντα και γίνονται εμπορεύματα. Ή ακριβέστερα: όταν το προϊόν είναι παρόν στην αγορά είναι δυνητικό εμπόρευμα και μέσω της ανταλλαγής γίνεται πραγματικό εμπόρευμα – δηλαδή πραγματοποιείται. Συνακόλουθα, οι διαφορετικές δράσεις της εργασίας που διενεργούνται ιδιωτικά και σε διαχωρισμό μία από την άλλη, μετατρέπονται σε κλάσματα της κοινωνικής εργασίας μόνον ως εμπορεύματα.
Όμως η ανταλλαγή εμπορευμάτων είναι νοητή μόνον αν υπάρχει μια σχέση ισοδυναμίας μεταξύ των διαφόρων προϊόντων. Από την άποψη της αξίας χρήσης τους – δηλαδή των φυσικών χαρακτηριστικών των προϊόντων – τα εμπορεύματα είναι βέβαια διαφορετικά, δηλαδή μη-ισοδύναμα, και ακριβώς αυτή η διαφορά είναι η κινητήρια δύναμη της ανταλλαγής. Όμως στην διαδικασία της ανταλλαγής, η αξία χρήσης των εμπορευμάτων «αφαιρείται» [...ist es gerade die Abstraktion von ihren Gebrauchswerten, was das Austauschverhältnis der Waren augenscheinlich charakterisiert] και αναγνωρίζεται μόνον η ικανότητα και λειτουργικότητα των εμπορευμάτων που πρόκειται να ανταλλαγούν. Σύμφωνα με την ορολογία του Μαρξ, αυτή η «αφαίρεση» συνεπάγεται αφαίρεση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών των κατά περίπτωση δράσεων της εργασίας, που είναι εξαντικειμενευμένη, «ενσωματωμένη» στα εμπορεύματα. Αυτό κάνει τα εμπορεύματα να μήν είναι τίποτε άλλο παρά μόνον το αποτέλεσμα ανθρώπινης εργασίας, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η ιδιαίτερη μορφή που παίρνει η εργασία. Με άλλα λόγια, είναι αποτέλεσμα της εργασίας ακολουθούμενης από «τελεία». Αυτό είναι η αφηρημένη εργασία.
Επειδή όλα τα προϊόντα, όταν γίνονται εμπορεύματα, λαμβάνουν μέρος σε αυτή τη διαδικασία της αφαίρεσης και συνεπώς αναγνωρίζονται ως κλάσματα της αφηρημένης κοινωνικής εργασίας, ακριβώς γι' αυτό μπορεί να γίνει νοητό ότι υπάρχει σχέση ισοδυναμίας μεταξύ τους. Ανήκουν στην ίδια σφαίρα. Για να αποφευχθεί οποιαδήποτε ασάφεια, αξίζει να τονισθεί ότι η διαδικασία κατά την οποία διαφορετικές δράσεις της εργασίας ανάγονται σε αφηρημένη εργασία (abstrakte Arbeit), δεν έχει καμία σχέση με τη διαδικασία με την οποία η «σύνθετη εργασία» ανάγεται σε «απλή εργασία». Πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η πρώτη διαδικασία εμπλέκεται στην δημιουργία της αξίας, ενώ η δεύτερη ανήκει σε μια διαφορετική λογική: αφορά τη μέτρηση μεγεθών ήδη συγκροτημένων.
III. Αποτελέσματα
της Άμεσης Διαδικασίας Παραγωγής
Το κείμενο αυτό γράφτηκε μεταξύ Ιουνίου του 1863 και Δεκεμβρίου του 1866 και μερικές φορές αναφέρεται ως το «χαμένο κεφάλαιο» του Κεφαλαίου. Εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1933, ταυτόχρονα στα γερμανικά και ρωσικά. Η αγγλική μετάφραση από τον Rodney Livingstone είναι πρόσφατη και εμφανίζεται ως παράρτημα στη νέα μετάφραση του Κεφαλαίου Τόμος Ι από τον Fowkes, Penguin Books, 1976, σελ. 948 – 1084.
Αρχικά προορίζονταν ως μεταβατικό κεφάλαιο μεταξύ του Τόμου Ι και Τόμου ΙΙ του Κεφαλαίου και δεν γνωρίζουμε επακριβώς για ποιο λόγο ο Μαρξ το παρέλειψε. Περιέχει μια σύνοψη της επιχειρηματολογίας του Τόμου Ι καθώς και μια περαιτέρω ανάπτυξη των σχέσεων μεταξύ της «αξίας» και «αξίας χρήσης», διατυπωμένη με όρους υπαγωγής της εργασίας στο κεφάλαιο. Ολοκληρώνει την επιχειρηματολογία του Τόμου Ι, διερευνώντας το εμπόρευμα όχι μόνον ως προϋπόθεση του σχηματισμού του κεφαλαίου αλλά και ως αποτέλεσμα της καπιταλιστικής παραγωγής. «Μόνον πάνω στη βάση της καπιταλιστικής παραγωγής, το εμπόρευμα γίνεται πραγματικά η καθολική στοιχειώδης μορφή του πλούτου». (Op. Cit., σελ. 951).
Ναταλία Γκοντσάροβα, Πράσινο-Κίτρινο Δάσος |
Ν. Γκοντσάροβα, Πράσινο-Μπλέ Δάσος |
IV. Το κείμενο που συντάχθηκε ως εισαγωγή για την Συμβολή στην Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας
Γράφτηκε το 1857 (με ημερομηνία 29 Αυγούστου) και εκδόθηκε για πρώτη
φορά στην εφημερίδα Die Neue Zeit, 1903 (;). Αναδημοσιεύτηκε το 1939 από
το Ινστιτούτο Μαρξ-Ένγκελς-Λένιν στη Μόσχα.
Παρά το γεγονός ότι ο
Μαρξ δεν δημοσίευσε αυτή την «Εισαγωγή», με το σκεπτικό ότι εκ των
προτέρων επαναλαμβάνει σε μεγάλο βαθμό ιδέες που αναπτύσσονται ούτως ή
άλλως στο ίδιο το έργο, το κείμενο αυτό είναι θεμελιώδους σημασίας, για
δύο λόγους: τόσο για να κατανοήσουμε τις «μεθόδους» του Μαρξ, όσο και
για την κριτική που ασκεί στην οικονομική ανάλυση η οποία είχε ως
αφετηρία το απομονωμένο «άτομο» και πραγματεύονταν την «παραγωγή», τη
«διανομή», την «ανταλλαγή» και την «κατανάλωση» απλά ως ξεχωριστές
«στιγμές» της οικονομίας και όχι ως διαδικασίες που αλληλοδιεισδύουν και
εμπλέκονται η μία με την άλλη.
V.
Συμβολή στην
Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας.
Το έργο γράφτηκε το 1858 -1859, εκδόθηκε για πρώτη φορά στο Βερολίνο το 1859 υπό τον τίτλο Zur Kritik der Politischen Ökonomie. Μια αγγλική μετάφραση με επιμέλεια του Maurice Dobb δημοσιεύτηκε από τον οίκο Lawrence & Wishart το 1971. Το πιο γνωστό τμήμα της είναι ο Πρόλογος, αλλά πιο σχετική με το ζήτημα της τιμής είναι το πρώτο κεφάλαιο, υπό τον τίτλο Το Εμπόρευμα. Είναι ένα από τα λίγα έργα που δημοσιεύθηκαν από τον ίδιο τον Μαρξ ενόσω ζούσε.
Μιχαήλ Λαριόνωφ, Καθιστός Στρατιώτης |
Ναταλία Γκοντσάροβα, Δάσος |
VI.
Επιστολές με θέμα το
Κεφάλαιο
Η αλληλογραφία των Μαρξ και Ένγκελς είναι ογκώδης. Μια επιλογή της δόθηκε στη δημοσιότητα από τους Progress Publishers της Μόσχας και κυκλοφόρησε μέσω του οίκου Lawrence & Wishart. Οι ακόλουθες τρεις επιστολές παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον (οι παραπομπές σελίδων αναφέρονται στην έκδοση Μαρξ-Ένγκελς, Selected Correspondence, Progress Publishers Μόσχα)
(α) Επιστολές από τον Μαρξ στον Ένγκελς, 2ας και 9ης Αυγούστου 1862 (σελ. 157-161, 164-165).
Για πρώτη φορά ο Μαρξ κατάφερε να αποσαφηνίσει τη σχέση μεταξύ της «αξίας» [Wert] και της «τιμής» [Preis], μέσω της συζήτησης που σχετίζεται με τη θεωρία του Ρικάρντο για τη γαιοπρόσοδο. Το έκανε μάλιστα με όρους που βρίσκονται πολύ κοντά σ' αυτούς που χρησιμοποίησε αργότερα στο κείμενο που αποτελεί το Μέρος VI στον Τόμο ΙΙΙ του Κεφαλαίου.
Στην
αρχή ο Μαρξ συμπεραίνει με έμφαση ότι: «ο ανταγωνισμός
δεν εξισώνει τα εμπορεύματα με την αξία τους, αλλά
με τις τιμές κόστους, οι οποίες είναι
υψηλότερες, χαμηλότερες ή ίσες προς τις
αξίες τους ανάλογα με την οργανική
σύνθεση των κεφαλαίων». Φαίνεται ότι ο
Μαρξ ανακάλυψε εκ νέου τη δυσκολία που
αντιμετώπισε προηγουμένως ο Ρικάρντο:
η ανταλλαγή δεν βασίζεται στον ενσωματωμένο στο
εμπόρευμα χρόνο εργασίας εάν οι τιμές ενσωματώνουν
το γενικό ποσοστό κέρδους.
Από
τη δυσκολία αυτή προκύπτουν ως αποτέλεσμα
δύο είδη εξελικτικής ανάπτυξης της
θεωρίας. Αφενός η ανάλυση των μορφών
της αξίας, η οποία εκδηλώνεται στις
διαδοχικές εκδόσεις του Κεφαλαίου,
Τόμος Ι, κεφάλαιο 1 (βλ. παράγραφο ΙΙ
ανωτέρω). Αφετέρου ο γνωστός «μετασχηματισμός
των αξιών σε τιμές». Εκτός από αυτή την
πρώτη αναλυτική διατύπωση της σχέσης
μεταξύ αξίας και τιμής, μπορούμε να
δούμε την φροντίδα του Μαρξ να δημιουργήσει
όσο το δυνατόν γρηγορότερα τους δεσμούς
μεταξύ της ανάπτυξης της θεωρίας και
της πρακτικής, δηλαδή του αγώνα στον
οποίο ελάμβανε μέρος. Στη συγκεκριμένη
περίπτωση, το θέμα ήταν η ανάλυση των αντιφάσεων
μιας ορισμένης αλληλεγγύης που αναπτύσσονταν στην πράξη
μεταξύ καπιταλιστών και γαιοκτημόνων.
Και
πράγματι, αυτή ακριβώς η φροντίδα τον
καθοδηγούσε: πρώτον, σε αντίθεση με τον
Ricardo, διέκρινε ότι μπορεί να υπάρχει μια
«απόλυτη» πρόσοδος, ανεξάρτητη
από τη
«διαφορική» πρόσοδο. Και δεύτερον, θεμελίωσε την
ύπαρξη της γαιοπροσόδου στη σύγκριση
των αξιών με τις «τιμές κόστους» (τις
οποίες συνέχεε, εκείνη την εποχή, με τις
«τιμές παραγωγής»). Η διαδικασία αυτή
κατέστησε δυνατό να ταυτίζονται μεταξύ τους οι
σφαίρες της «αξίας» και της «ανταλλακτικής
αξίας». Ο ίδιος ο Μαρξ αλλού επέκρινε
αυτή την ταύτιση, η οποία ανακύπτει και
πάλι στο πρόβλημα της «μεταμόρφωσης»
(βλ Τμήματα Ι και VIII στο παρόν σημείωμα).
(β)
Επιστολή προς Kugelmann, 11ης Ιουλίου 1868 (σ.
250-253). Η επιστολή αυτή αναφέρεται τόσο
συχνά, ώστε, έστω και μόνο εξαιτίας του
γεγονότος αυτού, πρέπει να διαβαστεί
στο σύνολό της. Ωστόσο, ας επαναλαμβάνουμε
το εξής: όπως και όλα τα κείμενα του Μαρξ
που αναφέρονται εδώ, η επιστολή αυτή
δεν μπορεί να δημιουργήσει ένα «κλειδί»
ή μια μέθοδο για την ανάγνωση του
Κεφαλαίου. Ασφαλώς θέτει το ζήτημα της
πολύπλοκης σχέσης του Μαρξ με την
Πολιτική Οικονομία, στην οποία ο Μαρξ
εμβάθυνε ενώ ταυτόχρονα ήρθε σε ρήξη
με την δική της ανάλυση. Θα θέλαμε να
τονίσουμε τρία σημεία σχετικά με αυτή
την επιστολή:
(i)
Όπως και στις Σημειώσεις
Περιθωρίου στο Εγχειρίδιο Πολιτικής
Οικονομίας του Αδόλφου Βάγκνερ (Adolph
Wagner, «Lehrbuch der politischen Okonomie»),
ο Μαρξ αποστασιοποιείται από τη «θεωρία»
της αξίας, υποδεικνύοντας ότι η έννοια
της αξίας λαμβάνει τη δεύτερη θέση στο
έργο του, με πρώτη την ανάλυση των
πραγματικών σχέσεων [reale Verhältnisse]. «Ο ατυχήσας
συνάδελφος (ο συντάκτης μιας κριτικής
παρουσίασης του Κεφαλαίου,
Τόμος Ι)
δεν βλέπει ότι, ακόμη και αν δεν υπήρχε
στο βιβλίο μου κεφάλαιο για την Αξία, η
ανάλυση των πραγματικών σχέσεων που
παρουσιάζω θα περιείχε την απόδειξη
και την παρουσίαση της πραγματικής
αξιακής σχέσης» (όπ. πρ. σ. 251, και εδώ).
(ii)
Το δεύτερο σημείο αφορά τη συσχέτιση
μεταξύ των μεγεθών των αξιών και των
σχέσεων ανταλλαγής. Ανατρέποντας τους
χυδαίους οικονομολόγους, ο Μαρξ τονίζει
ότι δεν μπορεί να υπάρξει άμεση
ταυτότητα των «πραγματικών σχέσεων της
καθημερινής ανταλλαγής» με τα «μεγέθη
των αξιών» στην αστική κοινωνία. Αλλά
αν και δεν υπάρχει άμεση ταυτότητα, ο
Μαρξ ωστόσο αφήνει περιθώριο για κάποια
ασάφεια σχετικά με τη δυνατότητα
διαμεσολαβήσεων.
Ο «διάμεσος που λειτουργεί τυφλά» στην
πραγματικότητα έχει ερμηνευτεί με
«οικονομίστικο» τρόπο, ώστε να διαμορφώνει
τη βάση για την προσέγγιση του
«μετασχηματισμού».
(iii)
Τέλος, η επιστολή αυτή αφήνει ανοικτό
το ενδεχόμενο μιας ερμηνείας της έννοιας
του «νόμου» [οικονομικού, κοινωνικού, ιστορικού] με
τον τρόπο των φυσικών επιστημών: «Κανένας
φυσικός νόμος δεν μπορεί να καταργηθεί.
Αυτό που μπορεί να αλλάξει σε διαφορετικές
ιστορικές συνθήκες είναι μόνον η μορφή
με την οποία αυτοί οι ίδιοι νόμοι
εκδηλώνονται και επιβάλλονται» (όπ. π., σ. 251). Συνακόλουθα, φαίνεται ότι
ο Μαρξ θεωρεί εδώ την αξία ως ανιστορική
έννοια·
και ότι μόνον η μορφή με την οποία
εκδηλώνεται η αξία, δηλαδή η ανταλλακτική αξία, είναι
ιστορικά προσδιορισμένη.
Όλγα Ροζάνοβα, Φωτιά, 1914 |
Ναταλία Γκοντσάροβα, Γάτες |
VII.
Τα Χειρόγραφα του
1844
Στο
τέλος του 1843 ο Μαρξ άρχισε να μελετά
σοβαρά τα έργα των κυριότερων οικονομολόγων.
Τα πρώτα γραπτά του που ασχολούνται
ρητά με την Πολιτική Οικονομία έγιναν
γνωστά μεταγενέστερα υπό τον τίτλο
«Χειρόγραφα του 1844». Περιλαμβάνουν τις
Σημειώσεις
για τον James Mill
και τα πιο σημαντικά Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα.
Η
«οικονομίστικη» ερμηνεία του μαρξισμού
έχει παραμελήσει τα «νεανικά» έργα του
Μαρξ και συνεχίζει να το πράττει. Δεν
έχουμε πρόθεση να εισέλθουμε στη συζήτηση
περί «συνέχειας» (Meszaros, Colletti) ή του
«ρήγματος» (Αλτουσέρ) μεταξύ του «νεαρού»
και του «ώριμου» Μαρξ, αλλά απλώς να
τονίσουμε ότι η ανάγνωση των Χειρογράφων
του 1844 είναι
σημαντική, στο μέτρο που αποτελούν ένα
«σημείο καμπής» ανάμεσα στην κριτική
της φιλοσοφίας, του δικαίου και του
κράτους (στα γραπτά του 1843, ιδίως την Κριτική της Διδασκαλίας του Χέγκελ περί Κράτους,
το
Εβραϊκό Ζήτημα και
την
Εισαγωγή στην Κριτική της Φιλοσοφίας του Δικαίου του Χέγκελ)
και την κριτική της πολιτικής οικονομίας.
Όχι για να φτάσει κανείς στη «σωστή»
ερμηνεία της σκέψης του Μαρξ (προφανώς
δεν υπάρχει μια και μοναδική ερμηνεία
των Χειρογράφων του 1844),
αλλά προκειμένου να εξεταστούν ερωτήματα
όπως αυτό της σχέσης μεταξύ της «αφαίρεσης
της εργασίας» [Arbeitsabstraktion]
η οποία αναλύεται στα Χειρόγραφα
του 1844
και στην έννοια της «αφηρημένης εργασίας» [abstrakte Arbeit] – η
ουσία και το μέτρο
της αξίας – η οποία αναλύεται στο
Κεφάλαιο.
Γι. αυτό το ζήτημα, τα πιο χρήσιμα
αποσπάσματα είναι το τμήμα για την
αλλοτριωμένη εργασίας στο πρώτο από τα
Οικονομικά
και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα
και στα Αποσπάσματα
από τα Στοιχεία της Πολιτικής Οικονομίας
του James Mill,
οπ. π. σ. 265-278. Βλ., λόγου χάρη, το ακόλουθο
χωρίο από το τελευταίο:
«Η
ιδιωτική ιδιοκτησία αυτή καθεαυτή,
είναι λοιπόν ένα υποκατάστατο, ένα
ισοδύναμο. Η άμεση ενότητά της με τον
εαυτό της έχει δώσει τη θέση της σε μια
σχέση με ένα άλλο. Δεδομένου ότι είναι
ένα ισοδύναμο, η ύπαρξή της δεν αποτελεί
πλέον κάτι το ιδιαίτερο.
Γίνεται λοιπόν μια αξία, στην πράξη μια
άμεση ανταλλακτική αξία. Η ύπαρξή της
ως αξία είναι ένας προσδιορισμός αυτής
της ίδιας που αποκλίνει από την άμεση
φύση της, είναι εξωτερική ως προς αυτήν,
αποξενωμένη από αυτήν, είναι απλώς μια
ύπαρξη σχετική. Το πρόβλημα του
ακριβέστερου προσδιορισμού αυτής της
αξίας, καθώς και το να δειχθεί πώς αυτή
μετατρέπεται σε τιμή, πρέπει να το
πραγματευθούμε αλλού. Σε μια κατάσταση
που βασίζεται στην ανταλλαγή, η εργασία
μετατρέπεται αμέσως σε μισθωτή εργασία».
(όπ. π. σελ. 268.)
Ν. Γκοντσάρεβα Αυτοπροσωπογραφία (1907) |
Λιούμποβ Πόποβα,Ταξιδιώτισσα (1915) |
VIII.
Θεωρίες για την Υπεραξία. Μέρος Πρώτο,
Δεύτερο, Τρίτο
Ας
σημειωθεί επίσης, η κριτική που ασκεί
ο Μαρξ στους «χυδαίους οικονομολόγους»
και ιδιαίτερα στον S. Bailey και στον
(άγνωστο) συγγραφέα των Παρατηρήσεων
επί Ορισμένων Λεκτικών Διαφωνιών στην
Πολιτική Οικονομία,
στα πλαίσιο της οποίας ο Μαρξ αντιμετώπισε
το πρόβλημα των σχέσεων μεταξύ «πάγιου - αμετάβλητου μέτρου» [unveränderliche Maß] και «αξίας» (βλ. Μέρος ΙΙΙ στο
κεφάλαιο XX, σ. 124 – 168, βλέπε επίσης σ.
110-117). Θα θέλαμε να τονίσουμε τρία σημεία
αυτής της κριτικής:
(i) Πρώτα απ' όλα, υπάρχει το ζήτημα της σχέσης ανάμεσα στην αναζήτηση ενός «πάγιου – αμετάβλητου μέτρου» και στη θεωρία της αξίας του Μαρξ. Σε ό,τι αφορά τον Μαρξ, η αναζήτηση ενός «αμετάβλητου μέτρου» είναι κάτι έξω από την προβληματική περί αξίας. Αντικείμενο της θεωρίας της αξίας δεν είναι να συσταθεί ένα «πάγιο – αμετάβλητο μέτρο» στις σχέσεις ανταλλαγής των εμπορευμάτων. Κατά την άποψη του Μαρξ, ένα «μέτρο» αυτού του είδους μπορεί να είναι νοητό μόνον αν έχει προηγουμένως συσταθεί μια θεωρία της αξίας. Αυτό ισχύει για τον εξής λόγο: για να μπορούν συγκριθούν τα εμπορεύματα μεταξύ τους κατά την ανταλλαγή με όρους ανταλλακτικής αξίας, είναι απαραίτητο τα διάφορα εμπορεύματα να είναι εκφράσεις της ίδιας ουσίας. «Τα εμπορεύματα πρέπει ήδη να είναι πανομοιότυπα ως αξίες». (όπ. π., σελ. 134).
(i) Πρώτα απ' όλα, υπάρχει το ζήτημα της σχέσης ανάμεσα στην αναζήτηση ενός «πάγιου – αμετάβλητου μέτρου» και στη θεωρία της αξίας του Μαρξ. Σε ό,τι αφορά τον Μαρξ, η αναζήτηση ενός «αμετάβλητου μέτρου» είναι κάτι έξω από την προβληματική περί αξίας. Αντικείμενο της θεωρίας της αξίας δεν είναι να συσταθεί ένα «πάγιο – αμετάβλητο μέτρο» στις σχέσεις ανταλλαγής των εμπορευμάτων. Κατά την άποψη του Μαρξ, ένα «μέτρο» αυτού του είδους μπορεί να είναι νοητό μόνον αν έχει προηγουμένως συσταθεί μια θεωρία της αξίας. Αυτό ισχύει για τον εξής λόγο: για να μπορούν συγκριθούν τα εμπορεύματα μεταξύ τους κατά την ανταλλαγή με όρους ανταλλακτικής αξίας, είναι απαραίτητο τα διάφορα εμπορεύματα να είναι εκφράσεις της ίδιας ουσίας. «Τα εμπορεύματα πρέπει ήδη να είναι πανομοιότυπα ως αξίες». (όπ. π., σελ. 134).
Μόνον
στο μέτρο που είναι κλάσματα της
αφηρημένης κοινωνικής εργασίας, τα
εμπορεύματα είναι εκφράσεις της ίδιας
ουσίας. Η αφαίρεση αυτή δεν έχει σε
τίποτε να κάνει με οποιοδήποτε είδος
νοητικής διεργασίας: είναι ο κοινωνικός
τρόπος σύμφωνα με τον οποίο αναγνωρίζονται
οι διαφορετικές δράσεις της εργασίας
των ανθρώπων σε μια κοινωνία, στην οποία
επικρατεί η ανταλλαγή εμπορευμάτων.
(ii) Αν και ο Μαρξ τονίζει επανειλημμένα τη διαφορά μεταξύ του status της αξίας και των μορφών που μπορεί να λάβει αυτή, καθώς επίσης τη διαφορά μεταξύ του status της εργασίας στην Ρικαρδιανή θεωρία και στη δική του θεωρία της αξίας, ωστόσο ο ίδιος χρησιμοποιεί αμφίσημες διατυπώσεις σε αυτά τα δύο σημεία. Αυτές οι ασάφειες άλλωστε, μόνο εν μέρει επιλύθηκαν όταν πραγματεύθηκε το θέμα και πάλι στο Κεφάλαιο, Τόμος Ι. Η πρώτη ασάφεια προκύπτει από το γεγονός ότι ο Μαρξ, σε ορισμένες περιπτώσεις, αποδίδει στην Πολιτική Οικονομία στόχους που αυτή δεν επιδιώκει, για παράδειγμα, τη διατύπωση μιας θεωρίας της «αξίας» ή της «υπεραξίας», τη στιγμή που ο στόχος της, όπως ο ίδιος ο Μαρξ συχνά τονίζει, ήταν κυρίως η ανάλυση της ανταλλακτικής αξίας ή των μορφών της υπεραξίας. Σε αυτό το συγκεκριμένο απόσπασμα, ο Μαρξ επισημαίνει ότι η αναζήτηση ενός «πάγιου - αμετάβλητου μέτρου» συμπίπτει με την αναζήτηση για την «αξία» των εμπορευμάτων:
(ii) Αν και ο Μαρξ τονίζει επανειλημμένα τη διαφορά μεταξύ του status της αξίας και των μορφών που μπορεί να λάβει αυτή, καθώς επίσης τη διαφορά μεταξύ του status της εργασίας στην Ρικαρδιανή θεωρία και στη δική του θεωρία της αξίας, ωστόσο ο ίδιος χρησιμοποιεί αμφίσημες διατυπώσεις σε αυτά τα δύο σημεία. Αυτές οι ασάφειες άλλωστε, μόνο εν μέρει επιλύθηκαν όταν πραγματεύθηκε το θέμα και πάλι στο Κεφάλαιο, Τόμος Ι. Η πρώτη ασάφεια προκύπτει από το γεγονός ότι ο Μαρξ, σε ορισμένες περιπτώσεις, αποδίδει στην Πολιτική Οικονομία στόχους που αυτή δεν επιδιώκει, για παράδειγμα, τη διατύπωση μιας θεωρίας της «αξίας» ή της «υπεραξίας», τη στιγμή που ο στόχος της, όπως ο ίδιος ο Μαρξ συχνά τονίζει, ήταν κυρίως η ανάλυση της ανταλλακτικής αξίας ή των μορφών της υπεραξίας. Σε αυτό το συγκεκριμένο απόσπασμα, ο Μαρξ επισημαίνει ότι η αναζήτηση ενός «πάγιου - αμετάβλητου μέτρου» συμπίπτει με την αναζήτηση για την «αξία» των εμπορευμάτων:
«Το
πρόβλημα ενός «πάγιου - αμετάβλητου μέτρου της αξίας» ήταν απλά μια
ψευδεπίγραφη ονομασία για την αναζήτηση
της έννοιας, της φύσης της ίδιας της
αξίας, ο ορισμός της οποίας δεν θα
μπορούσε να είναι μια άλλη αξία, και
κατά συνέπεια δεν θα μπορούσε να υπόκειται
σε διακυμάνσεις της αξίας» (όπ.π., σ. 134)
Μια
δεύτερη ασάφεια, η οποία απορρέει από
την πρώτη, αφορά το status της εργασίας. Η κύρια μομφή του Μαρξ προς
τον Ρικάρντο
δεν αφορά τόσο το γεγονός ότι δεν έχει
ιδέα για το τι είναι «αφηρημένη εργασία»,
αλλά ότι «συνεχώς την συγχέει» (όπ. π.,
σ.139) με την εργασία η οποία αντιπροσωπεύεται
στην αξία χρήσης.
(iii) Τέλος, κατά την ανάπτυξη της κριτικής του προς τον Bailey, ο Μαρξ τονίζει με ιδιαίτερη σαφήνεια γιατί ο ορισμός της ανταλλακτικής σχέσης δεν μπορεί να βασίζεται αποκλειστικά και μόνον στην ίδια την ανταλλακτική σχέση.
(iii) Τέλος, κατά την ανάπτυξη της κριτικής του προς τον Bailey, ο Μαρξ τονίζει με ιδιαίτερη σαφήνεια γιατί ο ορισμός της ανταλλακτικής σχέσης δεν μπορεί να βασίζεται αποκλειστικά και μόνον στην ίδια την ανταλλακτική σχέση.
Αυτή η κριτική, η οποία έχει ως άμεσο στόχο τον Bailey, αποτελεί επίσης τον ακρογωνιαίο λίθο της κριτικής που απευθύνεται σε διάφορες θεωρίες οι οποίες βασίζουν τη θεωρία της αξίας αποκλειστικά και μόνο στην ανταλλακτική σχέση, δηλαδή στην προσφορά και στη ζήτηση.
Ν. Γκοντσάρεβα, Αυτοπροσωπογραφία (1904) |
Μ. Λαριόνωφ, Ναταλία Γκοντσάρεβα (1915) |
Πρόκειται
για μια σειρά από επτά σημειωματάρια
που συντάχθηκαν πρόχειρα από τον Μαρξ,
κυρίως με το σκοπό να διευκρινίσει για
τον εαυτό του ορισμένα θέματα, κατά τη
διάρκεια του χειμώνα 1857-1858. Τα χειρόγραφα
χάθηκαν κάτω από συνθήκες που παραμένουν
άγνωστες και για πρώτη φορά δημοσιεύθηκαν
στο γερμανικό πρωτότυπο, στο Βερολίνο
το 1953.
Σε
αυτές τις «πρόχειρες σκιτσογραφικές σημειώσεις», ο Μαρξ αντιμετωπίζει μια σειρά θέματα
και τα επιλύει εδώ μόνον με πρόχειρο τρόπο. Αφορούν ιδίως την αξία, τη σχέση
του χρήματος με την αξία (βλ. έκδοση
Penguin, σελ. 136 - 172) και τη σχέση μεταξύ της
ανταλλακτικής αξίας και της ιδιωτικής
ιδιοκτησίας (με την οποία ασχολήθηκε
και στο παρελθόν, στα Χειρόγραφα
του 1844).
Ας επισημανθούν επίσης τα χωρία που
αφορούν «Μορφές που προηγήθηκαν του
καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής»
(Penguin, σελ. 471-514), όχι μόνον επειδή αυτά
τα χωρία έχουν συζητηθεί πολύ (και
υποστεί κριτικές), αλλά και επειδή
περιέχουν σε εμβρυακή μορφή μιαν ανάλυση
της ιστορικής γένεσης της αξίας και του
«αφηρημένου χαρακτήρα της εργασίας»,
ένα πρόβλημα το οποίο βρίσκεται στο
επίκεντρο των ενασχολήσεών μας.
[Οι μικροί μεσότιτλοι προστέθηκαν στον ιστότοπο Μετά την Κρίση]
[Οι μικροί μεσότιτλοι προστέθηκαν στον ιστότοπο Μετά την Κρίση]
Τα πρωτότυπα έργα των Κ. Μαρξ και Φρ. Ένγκελς σε pdf. Η νέα συγκεντρωτική ιστορική-κριτική έκδοση MEGA από το διεθνές δίκτυο Ινστιτούτων Internationale Marx-Engels-Stiftung :
The Charnel-House → From Bauhaus to Beinhaus : MEGA [Marx-Engels-Gesamtausgabe] on MEGA
'Η απευθείας από το → cloud της MEGA
Γιατί είναι τόσο σημαντική η μαρξική θεωρία της αξίας; Μια συλλογή δοκιμίων: 'Η απευθείας από το → cloud της MEGA
To celebrate the publication of Radical Thinkers set 11, a set of 4 classics of Marxist economic thought, and in the run-up to the launch event at the ICA in London on Tuesday October 6th, ...an exclusive extract from Diane Elson's Value.
Value was one of the first major contributions to value-theory in the
English language, and contains seminal contributions to the study of the
value-form by Jairus Banaji, Elson and Chris Arthur. This essay,
written by A Aumeeruddy and R Tortajada, introduces the main works of
Marx's that form basis for the study of the value-form, from his early 1844 maunscripts right through to Capital and the marginal notes on Adolph Wagner.
This influential collection of essays focuses
on the elusive concept of “value,” and aims to answer the question “Why
is Marx’s theory of value so important?” Aboo Aumeeruddy and Ramon
Tortajada introduce the key interpretive debates surrounding “value
form,” leading to seminal essays by Jairus Banaji and Chris Arthur. The
labour theory of value is interrogated by Geoffrey Kay and Athar
Hussain, and Diane Elson concludes with an argument for the importance
of Marx’s “Value Theory of Labour.” These incisive and erudite texts
provide a crucial introduction to Marxist political economy, as well as
advancing critical arguments for those already well versed in the field. With contributions by Chris Arthur, Aboo Aumeeruddy, Jairus Banaji, Diane Elson, Athar Hussain, Makoto Itoh, Geoffrey Kay, Ramon Tortajada, and Nobuharu Yokokawa
Ο σημαντικός και ξεχασμένος Λετονός ερευνητής Ισαάκ Ιλίτς Ρούμπιν
Ποια είναι η θέση του Κεφαλαίου στην οικονομική θεωρία; Αποτελεί ο μαρξισμός προέκταση της εργασιακής θεωρίας της αξίας του Ρικάρντο ή βασίζεται σε μια «αλλαγή παραδείγματος»; Σε τι συνίσταται η επιστημονικότητα της μαρξικής θεωρίας και πάνω σε ποιες προϋποθέσεις μπορεί να συγκροτηθεί μια σύγχρονη ανάγνωση του Μαρξ; Ο Ισαάκ Ιλίτς Ρούμπιν αναλύει τις βασικές έννοιες της μαρξικής θεωρίας ως το αποτέλεσμα μιας δομής σχέσεων παραγωγής, όπου το χρήμα δεν αποτελεί ένα απλό μέσο αντιπραγματισμού/ανταλλαγής αλλά το στοιχείο συγκρότησης της κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας. Ο Ισαάκ Ιλίτς Ρούμπιν γεννήθηκε το 1896 στο Ντάουγκαβπιλς της Λετονίας. Νεαρός εντάχθηκε στο εργατικό κίνημα προσχωρώντας στην Bund, ενώ αργότερα έγινε μέλος των μενσεβίκων-διεθνιστών, της αριστερής πτέρυγας του κόμματος των μενσεβίκων. Σπούδασε νομικά, έγινε καθηγητής στο πρώτο Πανεπιστήμιο της Μόσχας (1921). Εργάστηκε ως ερευνητής στο Ινστιτούτο Μαρξ-Ένγκελς της Μόσχας. Δημοσίευσε σειρά βιβλίων ανάμεσα στα οποία οι Μελέτες για τη θεωρία της αξίας του Μαρξ (1923) και η Ιστορία της οικονομικής σκέψης (1926), ενώ μετέφρασε στη ρωσική γλώσσα σημαντικά έργα του Μαρξ. Φυλακίστηκε πρώτη φορά από την GPU του Στάλιν το 1923-1924, συνελήφθη ξανά το 1930, ενώ το 1931 περιλήφθηκε στη δίκη των μενσεβίκων, όπου καταδικάστηκε σε φυλάκιση πέντε χρόνων. Ύστερα από τρία χρόνια απομόνωσης εξορίστηκε στο Καζαχστάν. Το 1937 συνελήφθη πάλι, καταδικάστηκε σε θάνατο και εκτελέστηκε στις 27 Νοεμβρίου.
Αλλοτρίωση, πραγμοποίηση και η Σχολή της Φρανκφούρτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου