του Γιώργου Γιαννουλόπουλου
© Εφημερίδα των Συντακτών
- Γιώργος Γιαννουλόπουλος: Ο γρίφος της Κεντροαριστεράς, 30.01.2016
Ολοι έχουμε την τάση να ανακαλύπτουμε με υπερβολική ευκολία ενδείξεις που επιβεβαιώνουν τις πεποιθήσεις και τις προβλέψεις μας. Συνεπώς, για να μη συγχέουμε τη φαντασία μας με την πραγματικότητα, καλό θα ήταν να περνάμε από ψιλό κόσκινο οτιδήποτε δείχνει, εκ πρώτης όψεως, πως αυτό που θα θέλαμε να συμβεί όντως συμβαίνει.
Με την ίδια λογική, αλλά αντίστροφα, όταν αναγκαζόμαστε να παραδεχτούμε ότι τα πράγματα δεν συμμορφώνονται με τις προσδοκίες μας, αυξάνονται οι πιθανότητες να μην πέφτουμε έξω. Κάπως έτσι αντιμετωπίζω τις επανειλημμένες και ισάριθμα αποτυχημένες απόπειρες να δημιουργηθεί μια κεντροαριστερή ή καλύτερα (για εμένα) μια σκέτα αριστερή σοσιαλδημοκρατική παράταξη.
Δυστυχώς, οφείλω να παραδεχτώ ότι, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, αυτή η προοπτική θυμίζει το γεφύρι της Αρτας: «Ολημερίς το χτίζανε, το βράδυ εγκρεμιζόταν»...
Πρώτη, προσωπικές φιλοδοξίες και στρατηγικές, ή αλλιώς μερικοί τα βάζουν με τον ΣΥΡΙΖΑ μόνο και μόνο επειδή βλέπουν την εξουσία όπως η γάτα το ποντίκι – δηλαδή είναι στη φύση τους να την κυνηγούν· δεύτερη, οι παλιοί έχουν ανεπανόρθωτα φθαρεί, ενώ οι καινούργιοι δεν διαθέτουν την απαραίτητη πείρα, τις ικανότητες ή τη στόφα του πολιτικού· τρίτη, οι περισσότεροι ψηφοφόροι μπορεί να λένε ότι δεν θα επιστρέψουμε στο αμαρτωλό παρελθόν, αλλά κατά βάθος νοσταλγούν τις παλιές καλές μέρες, τότε που λεφτά υπήρχαν.
Και κυρίως τότε που πάντα κάποιος άλλος έφταιγε, όπως μας διαβεβαιώνει καθησυχαστικά ο ΣΥΡΙΖΑ ως επικαιροποιημένη επανέκδοση του ΠΑΣΟΚ.
Θα έλεγα ότι όλες οι ανωτέρω διαγνώσεις ευσταθούν. Μήπως όμως υπάρχει και μια άλλη εξήγηση, πιο γενική και λιγότερο εμφανής, η οποία λειτουργεί ως δυνητική προϋπόθεση επειδή τις εμπεριέχει και κατά κάποιον έμμεσο τρόπο τις εξουσιοδοτεί;
Νομίζω ότι υπάρχει. Και θα τη βρούμε αν αποδεχτούμε ότι μέσα στην αντάρα της πολιτικής σύρραξης, το ζητούμενο δεν είναι μόνο με ποιους είμαστε και με ποιους τα βάζουμε, αλλά και ο τρόπος που το κάνουμε. Και ο τρόπος της εκκολαπτόμενης Κεντροαριστεράς είναι λανθασμένος επειδή έχει αναγάγει την κόντρα με τον ΣΥΡΙΖΑ σε κύριο και μοναδικό μέλημά της.
Οπως είπε ο Νίτσε (αν θυμάμαι καλά), τους εχθρούς μας πρέπει να τους διαλέγουμε πολύ προσεκτικά γιατί στο τέλος θα τους μοιάσουμε. Στην προκειμένη περίπτωση αυτό σημαίνει ότι η νέα κεντροαριστερή παράταξη, η οποία θα αλλάξει τους όρους του παιχνιδιού (λέει), απλώς επαναλαμβάνει αντεστραμμένο το τέχνασμα που χάρισε την εξουσία στον ΣΥΡΙΖΑ.
Πιο συγκεκριμένα, ο ΣΥΡΙΖΑ δαιμονοποίησε το Μνημόνιο. Δηλαδή δεν αντιτάχθηκε σε συγκεκριμένες αλλαγές προτείνοντας τις δικές του εφικτές λύσεις – η καταγγελία ενός μέτρου ως «μνημονιακού» αρκούσε για να απορριφθεί μετά βδελυγμίας – αλλά χάραξε μια ευδιάκριτη κόκκινη γραμμή ανάμεσα σε όσους το δέχονται ως έχει και όσους το καταδικάζουν ως έχει.
Από τη μια οι αντιστεκόμενοι (λόγω DNA) Ελληνες, από την άλλη οι γερμανοτσολιάδες.
Με τον τρόπο αυτό ο ΣΥΡΙΖΑ προέκτεινε την εκλογική πολυσυλλεκτική του εμβέλεια, κατασκευάζοντας μια τεράστια και ιδεολογικά ανεξίθρησκη συλλογικότητα όπου το μόνο κριτήριο εισδοχής ήταν η αντίσταση στο Μνημόνιο. Γενικώς και αορίστως.
Κάπως έτσι κάποια διαπρεπή στελέχη του βαθέος ΠΑΣΟΚ έγιναν βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ. Και η Ραχήλ Μακρή, για να μην ξεχνιόμαστε.
Την ίδια ακριβώς λογική έχει ανομολόγητα υιοθετήσει και η λεγόμενη Κεντροαριστερά: δαιμονοποίησε τον ΣΥΡΙΖΑ. Και δεν εννοώ ότι τον επικρίνει υπέρ το δέον.
Εννοώ ότι όπως ο ΣΥΡΙΖΑ κατασκεύασε δύο τσουβάλια, τους μνημονιακούς και τους αντιμνημονιακούς, ομογενοποιώντας το περιεχόμενό τους, δηλαδή αποφεύγοντας συνειδητά να θέσει το ερώτημα «για ποιο ακριβώς πράγμα έχετε αγανακτήσει;», έτσι και στην αντίπερα όχθη θεωρούν την αντίσταση στον ΣΥΡΙΖΑ μοναδικό κριτήριο για να γίνει κάποιος δεκτός στην παράταξη των αγγέλων.
Πρόκειται για χονδροειδή υπεραπλούστευση επειδή θεωρεί συμβατά πράγματα που δεν πάνε μαζί.
Πώς αλλιώς εξηγείται η ιδεολογική πανσπερμία της αυτοαποκαλούμενης Κεντροαριστεράς, όπου στριμώχνονται από σοσιαλδημοκράτες μέχρι νεοφιλελεύθεροι, από ριζοσπάστες μέχρι μεταρρυθμιστές και από κεντροαριστεροί μέχρι αριστεροί κεντρώοι; (Το κεντροαριστερός το καταλαβαίνω – το πώς μπορεί κάποιος να είναι και κεντρώος και αριστερός μαζί δεν το καταλαβαίνω.)
Πώς αλλιώς εξηγείται η μόνιμη επωδός περί μεταρρυθμίσεων χωρίς κανείς να μπαίνει στον κόπο να τις εξειδικεύσει, ωσάν να ήταν αυτονόητα ορθές και ιδεολογικά ουδέτερες;
Τι διαφορετικό έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ με την αγανάκτηση; Πώς αλλιώς εξηγείται το γεγονός ότι διάφοροι αυτοαποκαλούμενοι σοσιαλδημοκράτες δεν έκρυψαν τη χαρά τους για την εκλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη;
Για να προλάβω μια ενδεχόμενη παρανόηση, μιλάω με όρους ιδεολογικής σαφήνειας, όχι ιδεολογικής καθαρότητας που θεωρεί μολυσματική οποιαδήποτε επαφή με μη πιστούς.
Η σαφήνεια αντέχει τις συνεργασίες και τις τακτικές συγκλίσεις υπό την προϋπόθεση ότι ξέρουμε ποιος είναι ποιος και τι πιστεύει, αντί για συστρατεύσεις κάτω από λέξεις-σημαίες, όπως «μεταρρυθμίσεις» ή «αντικρατισμός», που ο καθένας ερμηνεύει κατά το δοκούν.
Επιπλέον, δεν ισχυρίζομαι ότι πρέπει να μετριαστεί η κριτική στάση απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ.
Απλώς θέλω να υπενθυμίσω κάτι που πολλοί προσπαθούν να μη δουν: ότι δεν μπορούμε από τη μια να εγκαλούμε τον ΣΥΡΙΖΑ επειδή κατάργησε την πολιτική κριτική σκέψη για να βάλει στη θέση της τη δαιμονοποίηση του αντιπάλου και την ίδια στιγμή να τον δαιμονοποιούμε γι’ αυτό.
Ο Γιώργος Γιαννουλόπουλος, πρώην διευθυντής της Ελληνικής υπηρεσίας του BBC, δημοσιογραφεί στην Εφημερίδα των Συντακτών. Από την συγγραφική του δραστηριότητα ξεχωρίζουν οι εργασίες του για τον Μακρυγιάννη, τον Σεφέρη και για τα Μέσα Ενημέρωσης.
Βιβλία του Γ. Γιαννουλόπουλου
Αρθρογραφία του Γιώργου Γιαννουλόπουλου στην «Εφημερίδα των Συντακτών»
Βιβλία του Γ. Γιαννουλόπουλου
Αρθρογραφία του Γιώργου Γιαννουλόπουλου στην «Εφημερίδα των Συντακτών»
«Κοίτα ποιος μιλάει!», 14.02.2016
« ...Η εκ προοιμίου απαξίωση των επικριτών της κυβέρνησης επιτυγχάνεται με δύο τρόπους. Ο πρώτος ξεκινάει από την ορθή διαπίστωση ότι υπάρχουν οργανωμένα συμφέροντα που την πολεμούν και κάποια απ’ αυτά έχουν οχυρωθεί σε κανάλια...
...Ο άλλος τρόπος παρουσιάζει μεγαλύτερο ενδιαφέρον επειδή μας δίνει την ευκαιρία να διεισδύσουμε στον χώρο των νεοελληνικών αυτονόητων, ανασύροντας στην επιφάνεια τους εθνικούς αυτοματισμούς τους οποίους ενεργοποιούμε ενστικτωδώς για να αντιδράσουμε όταν μας επικρίνουν.
Συγκεκριμένα, όταν δεν μας παίρνει να μην παραδεχθούμε ότι κάναμε κάτι επιλήψιμο, ο αντίλογος είναι ότι εκείνοι που μας το καταλογίζουν έχουν κάνει τα ίδια και χειρότερα. Ή αλλιώς, «κοίτα ποιος μιλάει!». Διότι σε αντίθεση με τους αυτομαστιγούμενους και μίζερους προτεστάντες που είναι υποχρεωμένοι να πληρώνουν τις αμαρτίες τους, εμείς θεωρούμε εαυτούς αθώους αν υπάρχουν κάποιοι που αμάρτησαν περισσότερο...
...Δεν είναι δυνατόν από τη μια να καταδικάζεις τις αθλιότητες του παρελθόντος επικαλούμενος το ανεπανόρθωτα πληγέν ηθικό πλεονέκτημα, κι από την άλλη να τις επαναλαμβάνεις, έστω και σε μικρότερη κλίμακα...»
Στον ιστότοπο Μετά την κρίση, Γ. Γιαννουλόπουλος:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου