Χάιντς Μπούντε - μια συνέντευξη
© Frankfurter Rundschau - Heinz Bude: „Eine Trotzreaktion auf die Politik“, 10.3.2016
τη συνέντευξη πήρε ο Harry Nutt
Ένα μέρος της κοινωνίας έχει αποκλειστεί, έμεινε έξω από το παιχνίδι: «Έχει πιά εξατμιστεί η αίσθηση ότι όλοι μπορούν να επωφεληθούν από την κοινωνική μεταβολή που έφερε η παγκοσμιοποίηση», λέει ο κοινωνιολόγος Heinz Bude. «Η διάθεση των πολιτών, το κοινωνικό κλίμα, δεν μπορεί να αλλάξει με τη βοήθεια επιχειρημάτων, αλλά με τη βοήθεια άλλων, διαφορετικών διαθέσεων». Η πολιτική πρέπει να το κάνει αυτό, λέει. «Η πολιτική δεν πρέπει να χάνει την επαφή και την επικοινωνία με τις πικραμένες, δυσαρεστημένες κοινωνικές ομάδες».
Μολονότι δόθηκε 3 μήνες πριν το δημοψήφισμα της Brexit και πολύ πριν την εκλογή Τραμπ, με θέμα κυρίως τη γερμανική πολιτική, η συνέντευξη αυτή μοιάζει σημερινή και αφορά τις κοινωνίες σε κάθε χώρα της Δύσης. Οι ουσιαστικοί διχασμοί και ανισότητες της ελληνικής κοινωνίας δεν διαφέρουν πολύ από της γερμανικής ή ιταλικής ή βρετανικής ή άλλης Δυτικής.
Μολονότι δόθηκε 3 μήνες πριν το δημοψήφισμα της Brexit και πολύ πριν την εκλογή Τραμπ, με θέμα κυρίως τη γερμανική πολιτική, η συνέντευξη αυτή μοιάζει σημερινή και αφορά τις κοινωνίες σε κάθε χώρα της Δύσης. Οι ουσιαστικοί διχασμοί και ανισότητες της ελληνικής κοινωνίας δεν διαφέρουν πολύ από της γερμανικής ή ιταλικής ή βρετανικής ή άλλης Δυτικής.
Κύριε Bude, κάποιοι ισχυρίζονται πάλι ότι το κλίμα στην κοινωνία αλλάζει και αναφέρονται στην οξυμένη προσφυγική κρίση. Ωστόσο, στο νέο σας βιβλίο “Das Gefühl der Welt„ γράφετε ότι η κακή διάθεση των πολιτών δεν γεννήθηκε για πρώτη φορά όταν οι πρόσφυγες εμφανίστηκαν στα
σύνορα και έθεσαν την κοινωνία μπροστά σε προβλήματα, για τα οποία δεν διαθέτει σωστές λύσεις.
Ναι, πιστεύω ότι το βασικό πρόβλημα που ερεθίζει έντονα την κοινωνία είναι η αίσθηση του υπονομευμένου μέλλοντος. Εδώ αντιπαρατίθενται δύο στρατόπεδα στα οποία επικρατεί διαφορετικό κλίμα, διαφορετικές διαθέσεις. Μερικοί έχουν την αίσθηση ότι βρισκόμαστε μπροστά σε έναν μεγάλο «τελικό» της αναμέτρησης με ένα καπιταλιστικό σύστημα που έχει ξεφύγει από κάθε μέτρο και έλεγχο. Βλέπουν το όχημα της ιστορίας να ετοιμάζεται να πέσει πάνω σε τοίχο. Βλέπουν ότι ζούμε
σε έναν κόσμο επισφαλών προοπτικών επαγγελματικής σταδιοδρομίας, όλο και μεγαλύτερης εισοδηματικής ανισότητας, παγκόσμιας πολιτικής αστάθειας και επιδεινούμενης οικολογικής κρίσης, ωστόσο άλλοι από αυτούς πιστεύουν ότι μπορούν να προστατευτούν μέσω μιας στοχευμένης αποδοχής μεταναστών, άλλοι, αντίθετα, με το να αποκλεισθούν εντελώς έξω από τα σύνορα οι άνθρωποι που βρίσκονται σε ανάγκη. Όμως αυτή η ετερογενής αίσθηση δεν έχει συγκεκριμένη πολιτική στέγη. Την συναντάς σε απογοητευμένους Σοσιαλδημοκράτες, σε Χριστιανοδημοκράτες που έχουν χάσει φωνή και γνώμη, σε «αντι-γερμανούς» κοσμοπολίτες αλλά και σε βιο-τοπικιστές που πιστεύουν ότι «Γερμανός γεννιέσαι, δεν γίνεσαι». Στο αντίθετο στρατόπεδο έχουμε αυτούς που απο-δραματοποιούν την κατάσταση και ισχυρίζονται ότι τα πράγματα δεν είναι σε τόσο κακή κατάσταση. Αντιπροσωπευτικό για τη στάση τους είναι το σύνθημα: «Όλα θα πάνε καλά». Η αδυναμία να ρυθμιστεί το σύστημα κάνει τη μία πλευρά να υποφέρει· η άλλη πλευρά, προκειμένου να απαντήσει, απλά επανερμηνεύει αυτή την αδυναμία ως κάτι θετικό. Η αδιαφάνεια και πολυπλοκότητα της κατάστασης γίνεται αντιληπτή από τη δεύτερη πλευρά όχι ως πρόβλημα, αλλά ως κάτι σωτήριο. Για να συμβολίσουμε τη διαφωνία με γνωστά ονόματα του ακαδημαϊκού κόσμου, κατά κάποιο τρόπο, στέκονται αντιμέτωποι ο Βόλφγκανγκ Στρέεκ (Wolfgang Streeck) και ο Νίκλας Λούμαν (Niklas Luhmann).