Συνέχεια, μέρος ΙΙI:
[Βασικά επιχειρήματα της σοσιαλιστικής-αριστερής κριτικής: Το υπάρχον κράτος πρόνοιας δρα κατόπιν εορτής, «επισκευάζοντας ζημίες». Επίσης, είναι αναποτελεσματικό, αντιπαραγωγικό και καταπιεστικό. Τέλος παράγει και αυτό «ιδεολογία», δηλαδή ψευδή συνείδηση]
Με τους αγώνες που διεξήγαγε το κίνημα της εργατικής τάξης επί ένα αιώνα και κάτι, αγώνες για να νομοθετηθούν κανόνες δικαίου που προστατεύουν την εργασία, για να αναπτυχθούν σε ευρεία κλίμακα οι υπηρεσίες κοινωνικής πρόνοιας, για κοινωνική ασφάλιση και για αναγνώριση των συνδικαλιστικών οργανώσεων, έδρεψε ως καρπούς ουσιαστικές βελτιώσεις στις συνθήκες διαβίωσης των περισσότερων μισθωτών. Θα ήταν ανόητο να το αρνηθεί κανείς αυτό. Ωστόσο, η σοσιαλιστική κριτική του κράτους πρόνοιας είναι θεμελιώδης. Μπορεί να συνοψιστεί σε τρία σημεία, τα οποία θα εξετάσουμε στη σειρά: Η κριτική αυτή υποστηρίζει ότι το κράτος πρόνοιας είναι (1) αναποτελεσματικό και αντιπαραγωγικό - δηλαδή κάνει κακή χρήση των πόρων που τίθενται στη διάθεσή του, (2) είναι καταπιεστικό, δηλαδή περιορίζει τις ελευθερίες του ατόμου, και (3) συνεισφέρει και αυτό στο να δημιουργούνται προϋποθέσεις για να κατανοείται η κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα εκ μέρους της εργατικής τάξης με τρόπο ψευδή (ή αλλιώς «ιδεολογικό»). Εν ολίγοις, είναι ένα εργαλείο που σταθεροποιεί την καπιταλιστική κοινωνία και όχι ένα βήμα προς την μεταμόρφωσή της. Η κριτική αυτή υποστηρίζει ότι παρά τα αναμφισβήτητα οφέλη στις συνθήκες διαβίωσης των μισθωτών, το κράτος πρόνοιας, με τη συγκεκριμένη θεσμική του διάρθρωση, έχει κάνει ελάχιστα πράγματα ή τίποτε για να αλλάξει η κατανομή του παραγόμενου κοινωνικού προϊόντος μεταξύ των δύο βασικών τάξεων της κοινωνίας, δηλαδή μεταξύ εργασίας και κεφαλαίου.
Ο τεράστιος μηχανισμός της αναδιανομής δεν λειτουργεί σε κατακόρυφη αλλά σε οριζόντια κατεύθυνση, δηλαδή αναδιανέμει εισοδήματα εντός της κατηγορίας των μισθωτών και μόνον. Μια άλλη πτυχή αναποτελεσματικότητας είναι ότι το κράτος πρόνοιας δεν αντιμετωπίζει τις αιτίες των δυσάρεστων ενδεχόμενων και καταστάσεων ανάγκης στην εργασιακή και κοινωνική ζωή των ανθρώπων (όπως είναι ασθένειες οι σχετικές με την εργασία τους, η αποδιοργάνωση των πόλεων που προκαλεί η καπιταλιστική αγορά ακινήτων, η απαξίωση των δεξιοτήτων τους [που επιφέρουν οι τεχνολογικές αλλαγές], η ανεργία κλπ), αλλά αντισταθμίζει (μερικές από τις) συνέπειες τέτοιων συμβάντων, π.χ. με την παροχή υπηρεσιών υγείας και ασφάλισης έναντι ασθενειών, με επιδοτήσεις της στέγασης, με θεσμούς κατάρτισης και επανεκπαίδευσης, με επιδόματα ανεργίας κ.λπ. Σε γενικές γραμμές, το είδος της κοινωνικής παρέμβασης που είναι το πιο τυπικό για το κράτος πρόνοιας, έρχεται πάντα «πολύ αργά»· και γι΄ αυτό τον λόγο, τούτα τα μέτρα που λαμβάνονται εκ των υστέρων είναι πιό δαπανηρά και λιγότερο αποτελεσματικά από όσο θα μπορούσαν να είναι, εάν οι παρεμβάσεις του κράτους πρόνοιας ήταν διαφορετικού, «προληπτικού» τύπου, δηλαδή εάν στόχευαν πιο πολύ στά «αίτια». Πρόκειται για ένα ευρέως αναγνωρισμένο και παραδεκτό δίλημμα της χάραξης κοινωνικής πολιτικής· η τυπική απάντηση είναι σύσταση για υιοθέτηση περισσότερο «προληπτικών» στρατηγικών. Ωστόσο, είναι επίσης παραδεκτό εξίσου ευρέως, ότι μια αποτελεσματική δράση προληπτικού τύπου θα ισοδυναμούσε σε όλες σχεδόν τις περιπτώσεις με δραστική παρέμβαση στις προνομίες των επενδυτών και των διαχειριστών κεφαλαίων, δηλαδή στη σφαίρα της αγοράς και της ιδιωτικής ιδιοκτησίας· αλλά το κράτος πρόνοιας έχει μόνον πολύ περιορισμένες νομικές και de facto εξουσίες για να παρεμβαίνει ρυθμιστικά στη σφαίρα αυτή.