Η λεγόμενη ποσοτική χαλάρωση (Quantitative Easing - QE) στη νομισματική πολιτική της ΕΚΤ, που εξήγγειλε στις 22 Ιανουαρίου ο πρόεδρος της Μάριο Ντράγκι, ίσως φέρει πράγματι κάποια τόνωση στις πραγματικές οικονομίες των χωρών της ευρωζώνης. Ίσως όμως αποδειχθεί ανώφελη και άστοχη, και απλώς τροφοδοτήσει μεγαλύτερες φούσκες περιουσιακών στοιχείων (π.χ. ακόμη μεγαλύτερη διόγκωση της χρηματιστηριακής φούσκας στις ΗΠΑ και στις μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες ή εξωπραγματικές τιμές ακινήτων στην μία ή στην άλλη ευρωπαϊκή χώρα). Αυτό θα το ξέρουμε μετά από αρκετό καιρό, όχι πριν περάσει ένας χρόνος τουλάχιστον.
Όμως, όσο η ΕΚΤ είναι υποχρεωμένη να κινείται μέσα στα πλαίσια της σημερινής ευρωπαϊκής οικονομικής πολιτικής, αυτό είναι το τελευταίο όπλο άμεσης εφαρμογής που διαθέτει η εκδοτική Τράπεζα της ζώνης του ευρώ. Έμμεσα, οι σημερινοί πολιτικοί ιθύνοντες της ΕΕ την χρησιμοποιούν ως διαχειριστή της κρίσης «υπεράνω πάσης κριτικής», μιας και η ΕΚΤ είναι όργανο που δεν υπόκειται στον έλεγχο των πολιτών και σε δημοκρατική νομιμοποίηση μέσω διαδικασίας. Άν τυχόν και αυτό το όπλο αποτύχει, η μέχρι τώρα διαχείριση της κρίσης στην ευρωζώνη θα αποδειχθεί ολικά αποτυχημένη. Τότε ακόμη και οι πιο φανατικοί υποστηρικτές της θα χρειαστούν μιαν άλλη πολιτική.