© Social Europe - Jürgen Habermas: Why The Necessary Cooperation Does Not Happen: Introduction To A Conversation Between Emmanuel Macron and Sigmar Gabriel on Europe’s Future, 20.3.2017
O Χένρικ Έντερλάιν [Henrik Enderlein, αντιπρόεδρος της Hertie School of Governance] μου παραχώρησε το προνόμιο να κάνω μια-δυο εισαγωγικές
παρατηρήσεις σχετικές με το θέμα της συζήτησης μεταξύ του επιφανούς μας φιλοξενούμενου Εμμανουέλ Μακρόν (Emmanuel Macron) και του Ζίγκμαρ Γκάμπριελ (Sigmar Gabriel), του υπουργού μας των Εξωτερικών, ο οποίος πρόσφατα ανυψώθηκε πάλι όπως ο φοίνικας από τις στάχτες του. Τα ονόματα και των δύο ανδρών είναι συσχετισμένα με τολμηρές αντιδράσεις σε μια δύσκολη κατάσταση. Στη Γαλλία, ο Εμμανουέλ
Μακρόν τόλμησε να περάσει μια κόκκινη γραμμή, η οποία έχει παραμείνει ιερή
και απαραβίαστη από το 1789. Παραβίασε ένα σχήμα που χωρίζει τις πολιτικές παρατάξεις σε δυό στρατόπεδα, της πολιτικής Δεξιάς και της πολιτικής Αριστεράς, το οποίο
φαίνεται να έχει φθάσει σε αδιέξοδο, πέρα από κάθε δυνατότητα συμβιβασμού. Επειδή σε μια δημοκρατία κανείς δεν μπορεί να σταθεί υπεράνω κομμάτων,
θα είχε ενδιαφέρον να δούμε πώς θα αναδιαταχθεί το πολιτικό φάσμα μετά
από μια νίκη του Μακρόν στις γαλλικές προεδρικές εκλογές.
[Η παραλυτική στασιμότητα των κυβερνώντων - Αποκλίσεις και βαθύ ρήγμα στην ευρωζώνη]
Είμαστε μάρτυρες μιας ανάλογης πολιτικής ώθησης και εδώ στη Γερμανία, άν και αυτή εμφανίστηκε υπό την αιγίδα διαφορετικών δυνάμεων. Εδώ, ο Ζίγκμαρ Γκάμπριελ επέλεξε τον φίλο του Μάρτιν Σουλτς (Martin Schulz) για να παίξει έναν ανορθόδοξο ρόλο. Ο Σουλτς απολαμβάνει τώρα ισχυρή υποστήριξη από την κοινή γνώμη ως ένας υποψήφιος καγκελάριος σε μεγάλο βαθμό ανεξάρτητος και θεωρείται ότι θα ανοίξει νέους ορίζοντες για το κόμμα του. Μολονότι υπάρχουν έντονες διαφορές μεταξύ των πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών καταστάσεων στις δυό χώρες μας - ιδίως όσον αφορά την οικονομία, οι διαφορές είναι πάρα πολύ έντονες - μου φαίνεται ότι το γενικό αίσθημα που επικρατεί στους πολίτες αντανακλά μια παρόμοια ευερέθιστη διάθεση. Είναι ευρέως διαδεδομένη η ενόχληση και ο εκνευρισμός τους για την φρενίτιδα στασιμότητας των κυβερνήσεων, οι οποίες, παρά την σημαντική αύξηση της πίεσης που ασκούν τα προβλήματα, αντιμετωπίζουν την κατάσταση αυτοσχεδιάζοντας κουτσά-στραβά, χωρίς να αναπτύσσουν κάποια προοπτική μακράς πνοής για την μορφοποίηση του μέλλοντος. Αυτή η έλλειψη πολιτικής βούλησης είναι παραλυτική, ιδίως όσον αφορά εκείνα τα προβλήματα που θα μπορούσαν να λυθούν μόνον από κοινού, σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Ο Εμμανουέλ Mακρόν προσωποποιεί το αντίθετο της αδράνειας και αταραξίας εκείνων που είναι εξουσιοδοτημένοι από τους πολίτες για να ενεργούν. Στις ταυτόχρονες θητείες τους ως υπουργοί με οικονομικές αρμοδιότητες, αυτός και ο Ζίγκμαρ Γκάμπριελ ανέλαβαν πρωτοβουλίες για την ενίσχυση της συνεργασίας εντός της ευρωζώνης στους τομείς της δημοσιονομικής, της οικονομικής και της κοινωνικής πολιτικής, αν και αυτό δεν παρήγαγε αποτελέσματα.
Αν θυμάμαι καλά, πρότειναν τη δημιουργία ενός υπουργείου Οικονομικών για την ευρωζώνη και ένα κοινό ευρωπαϊκό προϋπολογισμό υπό τον έλεγχο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Με την πρόταση αυτή προσπάθησαν να δημιουργήσουν περιθώρια ελιγμών σε ευρωπαϊκό επίπεδο, για μια ευέλικτη οικονομική πολιτική, σχεδιασμένη με τέτοιο τρόπο, ώστε να ξεπεραστεί το πρωταρχικό εμπόδιο για στενότερη συνεργασία μεταξύ των κρατών-μελών - δηλαδή το γεγονός ότι έχουν μεταξύ τους μεγάλες διαφορές στα επίπεδα των ποσοστών ανάπτυξης, της ανεργίας και του δημόσιου χρέους, ιδιαίτερα οι οικονομίες των βόρειων και των νότιων μελών μιας νομισματικής ένωσης η οποία πρέπει να μεριμνά για τη σύγκλιση, πόσο μάλλον όταν οι εν λόγω χώρες παρουσιάζουν απόκλιση. Εξαιτίας αυτής της επιμένουσας διαφοράς στις οικονομικές επιδόσεις, η οποία μάλιστα διευρύνεται, διαβρώνεται και η πολιτική συνοχή μεταξύ των κρατών-μελών. Καθώς προχωρούσε η διαδικασία επιβολής του σημερινού καθεστώτος λιτότητας, το οποίο ήταν επόμενο να έχει εντυπωσιακά ασύμμετρες επιπτώσεις στις εθνικές οικονομίες του Βορρά και του Νότου, οι εντελώς αντίθετες εμπειρίες και οι αντιμαχόμενες αφηγήσεις στις αντίστοιχες δημόσιες σφαίρες παρότρυναν σε υπερβολική, αμοιβαία επιθετικότητα και έσκαψαν ένα βαθύ ρήγμα που διασχίζει την ζώνη του ευρώ.
Η αλληλεγγύη και η φιλανθρωπία δεν είναι το ίδιο πράγμα
Οι πρωτοβουλίες για να αντιμετωπισθεί η επικίνδυνη αυτή εξέλιξη μπορούν να αποτύχουν για πολλούς λόγους, εκτός των άλλων και θεσμικούς. Έτσι, για παράδειγμα, οι κυβερνήσεις των κρατών-μελών, οι οποίες πρέπει να αντλούν την νομιμοποίησή τους από τα αντίστοιχα εθνικά ακροατήριά τους, είναι οι λιγότερο κατάλληλες για την εφαρμογή των Κοινοτικών συμφερόντων. Όμως, ενόσω δεν έχουμε ένα ευρωπαϊκό κομματικό σύστημα, αυτές είναι οι μόνοι παράγοντες που μπορούν να φέρουν σε πέρας ο,τιδήποτε. Αυτό που με απασχολεί, είναι το κατά πόσον η επέκταση των ευρωπαϊκών αρμοδιοτήτων είναι καταδικασμένη να αποτύχει, εξαιτίας έλλειψης αποδοχής από τους πολίτες των πιθανών αναδιανεμητικών τους συνεπειών, όταν η αναδιάρθρωση των οικονομικών βαρών φτάσει να διαπερνά τα εθνικά σύνορα. Συνοπτικά: Είναι καταδικασμένες σε αποτυχία, λόγου χάρη στη Γερμανία, οι εκκλήσεις για αλληλεγγύη, εξαιτίας της αντίδρασης του πληθυσμού σε μια «Ένωση αναδιανεμητικών μεταβιβάσεων», την οποία ορισμένοι πολιτικοί αρέσκονται τόσο πολύ να επιδεικνύουν ως φόβητρο; Ή μήπως οι πολιτικές ελίτ αποφεύγουν να αγγίξουν το πρόβλημα της δημοσιονομικής κρίσης, που εξακολουθεί να σιγοβράζει, επειδή απλά δεν έχουν το θάρρος να αντιμετωπίσουν το φλέγον θέμα του μέλλοντος της Ευρώπης;
Σχετικά με την έννοια της αλληλεγγύης, θα ήθελα απλώς να επισημάνω ότι, μετά τη Γαλλική Επανάσταση και τα πρώτα σοσιαλιστικά κινήματα, ή λέξη αυτή χρησιμοποιείται με πολιτική και όχι με ηθική σημασία. Η αλληλεγγύη και η φιλανθρωπία δεν είναι το ίδιο πράγμα. Κάποιος ή κάποια που ενεργεί με αλληλεγγύη, αποδέχεται ορισμένες επιπτώσεις εις βάρος των μακροπρόθεσμων ατομικών συμφερόντων του/της, με την προσδοκία ότι και οι άλλοι θα συμπεριφέρονται ομοίως σε παρόμοιες καταστάσεις. Η αμοιβαία εμπιστοσύνη (στην περίπτωσή μας, εμπιστοσύνη πέραν των εθνικών συνόρων) είναι πράγματι μια μεταβλητή που σχετίζεται με το ζήτημα· αλλά το ίδιο είναι και το μακροπρόθεσμο ιδιαίτερο συμφέρον μιας χώρας. Δεν είναι δεδομένο σαν τους νόμους της φύσης, όπως υποθέτουν ορισμένοι από τους συναδέλφους μου, ότι τα πολιτικά ζητήματα της διανεμητικής δικαιοσύνης είναι αποκλειστικά εθνικά θέματα και δεν μπορούν να γίνουν αντικείμενο μιας ανταγωνιστικής και ταυτόχρονα δίκαιης συζήτησης εντός της ευρύτερης οικογένειας των ευρωπαϊκών λαών, πέρα από εθνικά σύνορα· και μάλιστα, όταν οι λαοί αυτοί έχουν ήδη σχηματίσει μια κοινότητα δικαίου και οι περισσότεροι από αυτούς επηρεάζονται από τις συστημικές πιέσεις μιας κοινής νομισματικής ένωσης, αν και με αρκετά διαφορετικούς τρόπους.
Η ευρωπαϊκή ενοποίηση έχει παραμείνει μέχρι σήμερα ένα εγχείρημα των ελίτ, επειδή οι πολιτικές ελίτ δεν τόλμησαν να εμπλέξουν την κοινή γνώμη ως όλον σε μια τεκμηριωμένη συζήτηση με θέμα τα εναλλακτικά σενάρια για το μέλλον. Οι πληθυσμοί των εθνικών κρατών θα είναι σε θέση να αναγνωρίσουν και να αποφασίσουν, ο καθένας για την περίπτωση της χώρας του, τί είναι προς το δικό τους συμφέρον μακροπρόθεσμα, μόνον όταν η συζήτηση των εναλλακτικών λύσεων και των βασυσήμαντων συνεπειών τους δεν θα περιορίζεται πλέον σε ακαδημαϊκά περιοδικά· παραδείγματα είναι οι εναλλακτικές λύσεις της διάλυσης του ευρώ ή της επιστροφής σε ένα νομισματικό σύστημα με περιορισμένα όρια διακύμανσης, ή, αντίθετα, άν αυτές απορρίπτονται, η επιλογή της στενότερης συνεργασίας.
[Η παγκόσμια πολιτική κατάσταση επιδεινώνεται - Ανάγκη στενότερης συνεργασίας στην ΕΕ]
Πάντως, άλλα τρέχοντα προβλήματα που προσελκύουν περισσότερο
την προσοχή του κοινού, συνηγορούν υπέρ της ανάγκης να παραμείνουν οι Ευρωπαίοι ενωμένοι και
να ενεργούν από κοινού. Το ερέθισμα που οδηγεί σιγά-σιγά ακόμη και τις κυβερνήσεις-μέλη του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου «να αισθανθούν τον πόνο» και σαν σήμα συναγερμού αρχίζει να τους ωθεί έξω από τα εθνικά τους στενοκέφαλα πλαίσια, είναι το γεγονός ότι αντιλαμβάνονται την επιδείνωση της διεθνούς και της παγκόσμιας πολιτικής
κατάστασης. Δεν αποτελεί μυστικό, ότι βρισκόμαστε μπροστά σε κρίσεις οι οποίες καθιστούν αναγκαίο τουλάχιστον έναν σοβαρό προβληματισμό για στενότερη συνεργασία:
Είμαστε μάρτυρες μιας ανάλογης πολιτικής ώθησης και εδώ στη Γερμανία, άν και αυτή εμφανίστηκε υπό την αιγίδα διαφορετικών δυνάμεων. Εδώ, ο Ζίγκμαρ Γκάμπριελ επέλεξε τον φίλο του Μάρτιν Σουλτς (Martin Schulz) για να παίξει έναν ανορθόδοξο ρόλο. Ο Σουλτς απολαμβάνει τώρα ισχυρή υποστήριξη από την κοινή γνώμη ως ένας υποψήφιος καγκελάριος σε μεγάλο βαθμό ανεξάρτητος και θεωρείται ότι θα ανοίξει νέους ορίζοντες για το κόμμα του. Μολονότι υπάρχουν έντονες διαφορές μεταξύ των πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών καταστάσεων στις δυό χώρες μας - ιδίως όσον αφορά την οικονομία, οι διαφορές είναι πάρα πολύ έντονες - μου φαίνεται ότι το γενικό αίσθημα που επικρατεί στους πολίτες αντανακλά μια παρόμοια ευερέθιστη διάθεση. Είναι ευρέως διαδεδομένη η ενόχληση και ο εκνευρισμός τους για την φρενίτιδα στασιμότητας των κυβερνήσεων, οι οποίες, παρά την σημαντική αύξηση της πίεσης που ασκούν τα προβλήματα, αντιμετωπίζουν την κατάσταση αυτοσχεδιάζοντας κουτσά-στραβά, χωρίς να αναπτύσσουν κάποια προοπτική μακράς πνοής για την μορφοποίηση του μέλλοντος. Αυτή η έλλειψη πολιτικής βούλησης είναι παραλυτική, ιδίως όσον αφορά εκείνα τα προβλήματα που θα μπορούσαν να λυθούν μόνον από κοινού, σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Ο Εμμανουέλ Mακρόν προσωποποιεί το αντίθετο της αδράνειας και αταραξίας εκείνων που είναι εξουσιοδοτημένοι από τους πολίτες για να ενεργούν. Στις ταυτόχρονες θητείες τους ως υπουργοί με οικονομικές αρμοδιότητες, αυτός και ο Ζίγκμαρ Γκάμπριελ ανέλαβαν πρωτοβουλίες για την ενίσχυση της συνεργασίας εντός της ευρωζώνης στους τομείς της δημοσιονομικής, της οικονομικής και της κοινωνικής πολιτικής, αν και αυτό δεν παρήγαγε αποτελέσματα.
Αν θυμάμαι καλά, πρότειναν τη δημιουργία ενός υπουργείου Οικονομικών για την ευρωζώνη και ένα κοινό ευρωπαϊκό προϋπολογισμό υπό τον έλεγχο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Με την πρόταση αυτή προσπάθησαν να δημιουργήσουν περιθώρια ελιγμών σε ευρωπαϊκό επίπεδο, για μια ευέλικτη οικονομική πολιτική, σχεδιασμένη με τέτοιο τρόπο, ώστε να ξεπεραστεί το πρωταρχικό εμπόδιο για στενότερη συνεργασία μεταξύ των κρατών-μελών - δηλαδή το γεγονός ότι έχουν μεταξύ τους μεγάλες διαφορές στα επίπεδα των ποσοστών ανάπτυξης, της ανεργίας και του δημόσιου χρέους, ιδιαίτερα οι οικονομίες των βόρειων και των νότιων μελών μιας νομισματικής ένωσης η οποία πρέπει να μεριμνά για τη σύγκλιση, πόσο μάλλον όταν οι εν λόγω χώρες παρουσιάζουν απόκλιση. Εξαιτίας αυτής της επιμένουσας διαφοράς στις οικονομικές επιδόσεις, η οποία μάλιστα διευρύνεται, διαβρώνεται και η πολιτική συνοχή μεταξύ των κρατών-μελών. Καθώς προχωρούσε η διαδικασία επιβολής του σημερινού καθεστώτος λιτότητας, το οποίο ήταν επόμενο να έχει εντυπωσιακά ασύμμετρες επιπτώσεις στις εθνικές οικονομίες του Βορρά και του Νότου, οι εντελώς αντίθετες εμπειρίες και οι αντιμαχόμενες αφηγήσεις στις αντίστοιχες δημόσιες σφαίρες παρότρυναν σε υπερβολική, αμοιβαία επιθετικότητα και έσκαψαν ένα βαθύ ρήγμα που διασχίζει την ζώνη του ευρώ.
Η αλληλεγγύη και η φιλανθρωπία δεν είναι το ίδιο πράγμα
Οι πρωτοβουλίες για να αντιμετωπισθεί η επικίνδυνη αυτή εξέλιξη μπορούν να αποτύχουν για πολλούς λόγους, εκτός των άλλων και θεσμικούς. Έτσι, για παράδειγμα, οι κυβερνήσεις των κρατών-μελών, οι οποίες πρέπει να αντλούν την νομιμοποίησή τους από τα αντίστοιχα εθνικά ακροατήριά τους, είναι οι λιγότερο κατάλληλες για την εφαρμογή των Κοινοτικών συμφερόντων. Όμως, ενόσω δεν έχουμε ένα ευρωπαϊκό κομματικό σύστημα, αυτές είναι οι μόνοι παράγοντες που μπορούν να φέρουν σε πέρας ο,τιδήποτε. Αυτό που με απασχολεί, είναι το κατά πόσον η επέκταση των ευρωπαϊκών αρμοδιοτήτων είναι καταδικασμένη να αποτύχει, εξαιτίας έλλειψης αποδοχής από τους πολίτες των πιθανών αναδιανεμητικών τους συνεπειών, όταν η αναδιάρθρωση των οικονομικών βαρών φτάσει να διαπερνά τα εθνικά σύνορα. Συνοπτικά: Είναι καταδικασμένες σε αποτυχία, λόγου χάρη στη Γερμανία, οι εκκλήσεις για αλληλεγγύη, εξαιτίας της αντίδρασης του πληθυσμού σε μια «Ένωση αναδιανεμητικών μεταβιβάσεων», την οποία ορισμένοι πολιτικοί αρέσκονται τόσο πολύ να επιδεικνύουν ως φόβητρο; Ή μήπως οι πολιτικές ελίτ αποφεύγουν να αγγίξουν το πρόβλημα της δημοσιονομικής κρίσης, που εξακολουθεί να σιγοβράζει, επειδή απλά δεν έχουν το θάρρος να αντιμετωπίσουν το φλέγον θέμα του μέλλοντος της Ευρώπης;
Σχετικά με την έννοια της αλληλεγγύης, θα ήθελα απλώς να επισημάνω ότι, μετά τη Γαλλική Επανάσταση και τα πρώτα σοσιαλιστικά κινήματα, ή λέξη αυτή χρησιμοποιείται με πολιτική και όχι με ηθική σημασία. Η αλληλεγγύη και η φιλανθρωπία δεν είναι το ίδιο πράγμα. Κάποιος ή κάποια που ενεργεί με αλληλεγγύη, αποδέχεται ορισμένες επιπτώσεις εις βάρος των μακροπρόθεσμων ατομικών συμφερόντων του/της, με την προσδοκία ότι και οι άλλοι θα συμπεριφέρονται ομοίως σε παρόμοιες καταστάσεις. Η αμοιβαία εμπιστοσύνη (στην περίπτωσή μας, εμπιστοσύνη πέραν των εθνικών συνόρων) είναι πράγματι μια μεταβλητή που σχετίζεται με το ζήτημα· αλλά το ίδιο είναι και το μακροπρόθεσμο ιδιαίτερο συμφέρον μιας χώρας. Δεν είναι δεδομένο σαν τους νόμους της φύσης, όπως υποθέτουν ορισμένοι από τους συναδέλφους μου, ότι τα πολιτικά ζητήματα της διανεμητικής δικαιοσύνης είναι αποκλειστικά εθνικά θέματα και δεν μπορούν να γίνουν αντικείμενο μιας ανταγωνιστικής και ταυτόχρονα δίκαιης συζήτησης εντός της ευρύτερης οικογένειας των ευρωπαϊκών λαών, πέρα από εθνικά σύνορα· και μάλιστα, όταν οι λαοί αυτοί έχουν ήδη σχηματίσει μια κοινότητα δικαίου και οι περισσότεροι από αυτούς επηρεάζονται από τις συστημικές πιέσεις μιας κοινής νομισματικής ένωσης, αν και με αρκετά διαφορετικούς τρόπους.
Η ευρωπαϊκή ενοποίηση έχει παραμείνει μέχρι σήμερα ένα εγχείρημα των ελίτ, επειδή οι πολιτικές ελίτ δεν τόλμησαν να εμπλέξουν την κοινή γνώμη ως όλον σε μια τεκμηριωμένη συζήτηση με θέμα τα εναλλακτικά σενάρια για το μέλλον. Οι πληθυσμοί των εθνικών κρατών θα είναι σε θέση να αναγνωρίσουν και να αποφασίσουν, ο καθένας για την περίπτωση της χώρας του, τί είναι προς το δικό τους συμφέρον μακροπρόθεσμα, μόνον όταν η συζήτηση των εναλλακτικών λύσεων και των βασυσήμαντων συνεπειών τους δεν θα περιορίζεται πλέον σε ακαδημαϊκά περιοδικά· παραδείγματα είναι οι εναλλακτικές λύσεις της διάλυσης του ευρώ ή της επιστροφής σε ένα νομισματικό σύστημα με περιορισμένα όρια διακύμανσης, ή, αντίθετα, άν αυτές απορρίπτονται, η επιλογή της στενότερης συνεργασίας.
Κλάους Όφφε, Χάμπερμας, Γκάμπριελ, Μακρόν, Χένρικ Έντερλάιν, Χέλμουτ K. Aνχάιερ |
• Η γεωπολιτική κατάσταση της Ευρώπης είχε ήδη αλλάξει εξαιτίας του
εμφυλίου πολέμου στη Συρία, της κρίσης στην Ουκρανία και της σταδιακής απόσυρσης των
Ηνωμένων Πολιτειών από τον ρόλο τους ως δύναμης για τη διατήρηση της
παγκόσμιας τάξης. Όμως
τώρα που η αμερικανική υπερδύναμη φαίνεται να γυρνάει την πλάτη της στη διεθνιστική σχολή σκέψης η οποία επικρατούσε στο παρελθόν, τα πράγματα έχουν γίνει ακόμη πιο
απρόβλεπτα για την Ευρώπη. Και αυτά τα ζητήματα εξωτερικής ασφάλειας έχουν αποκτήσει ακόμη
μεγαλύτερη σημασία εξαιτίας της πίεσης του Τραμπ στα μέλη του ΝΑΤΟ να αυξήσουν τις στρατιωτικές τους δαπάνες
• Επίσης πρέπει να αντιμετωπίσουμε την τρομοκρατική απειλή μεσοπρόθεσμα. Και η Ευρώπη θα έχει να παλέψει με την πίεση της μετανάστευσης για ακόμη μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Και οι δύο εξελίξεις απαιτούν σαφώς από τους Ευρωπαίους να συνεργαστούν στενότερα
• Τέλος, η αλλαγή κυβέρνησης στις Ηνωμένες Πολιτείες οδηγεί σε διάσπαση της Δύσης, και όχι μόνον όσον αφορά το παγκόσμιο εμπόριο και τις οικονομικές πολιτικές. Τάσεις εθνικιστικές, ρατσιστικές, αντι-ισλαμικές και αντισημιτικές, που αποκτούν πολιτικό βάρος με το πρόγραμμα και το ύφος της νέας κυβέρνησης των ΗΠΑ, σε συνδυασμό με αυταρχικές εξελίξεις στη Ρωσία, στην Τουρκία, στην Αίγυπτο και σε άλλες χώρες, δημιουργούν μιαν απροσδόκητη πρόκληση για την πολιτική και πολιτισμική αυτο-κατανόηση της Δύσης. Ξαφνικά η Ευρώπη ανακαλύπτει ότι πρέπει και πάλι να στηριχτεί στις δικές της και μόνον δυνάμεις, για να παίξει τον ρόλο ενός αμυντικού θεματοφύλακα των αρχών της πολιτικής ελευθερίας (και να παράσχει, εκτός των άλλων, και υποστήριξη στην πλειοψηφία του αμερικανικού εκλογικού σώματος, η οποία έχει σπρωχτεί στο περιθώριο).
Αυτές οι τάσεις και κρίσεις δεν είναι το μόνο πράγμα που ωθεί τις χώρες της ΕΕ να συνεργαστούν στενότερα. Βέβαια, είναι αντιληπτά και τα εμπόδια για μια στενότερη συνεργασία, όπως αντίθετα και οι πολλοί λόγοι για να επιταχυνθεί η στροφή της ευρωπαϊκής πολιτικής. Όσο περισσότερο παραμένουν ανεπίλυτες οι κρίσεις, ενισχύοντας τον δεξιό λαϊκισμό και τους εξ αριστερών αντιφρονούντες περί την Ευρώπη, τόσο πιό δύσκολη θα γίνεται η πραγματοποίηση μιας τέτοιας στροφής. Χωρίς μια ελκυστική και αξιόπιστη προοπτική για τη μορφοποίηση της Ευρώπης, θα ενισχύεται ο αυταρχικός εθνικισμός σε κράτη-μέλη όπως η Ουγγαρία και η Πολωνία. Και αν δεν χαράξουμε μια σαφή γραμμή, μια προσφορά διμερών, διακρατικών εμπορικών συμφωνιών στις ΗΠΑ και - στην διαδικασία εφαρμογής της Brexit - στο Ηνωμένο Βασίλειο, θα απομακρύνει ακόμη πιό πολύ τη μια από την άλλη τις ευρωπαϊκές χώρες.
Από ιστορική σκοπιά, ενδεχόμενη αποτυχία του ευρωπαϊκού εγχειρήματος θα χρεωθεί - και δικαιολογημένα - στη γερμανική αναποφασιστικότητα
• Επίσης πρέπει να αντιμετωπίσουμε την τρομοκρατική απειλή μεσοπρόθεσμα. Και η Ευρώπη θα έχει να παλέψει με την πίεση της μετανάστευσης για ακόμη μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Και οι δύο εξελίξεις απαιτούν σαφώς από τους Ευρωπαίους να συνεργαστούν στενότερα
• Τέλος, η αλλαγή κυβέρνησης στις Ηνωμένες Πολιτείες οδηγεί σε διάσπαση της Δύσης, και όχι μόνον όσον αφορά το παγκόσμιο εμπόριο και τις οικονομικές πολιτικές. Τάσεις εθνικιστικές, ρατσιστικές, αντι-ισλαμικές και αντισημιτικές, που αποκτούν πολιτικό βάρος με το πρόγραμμα και το ύφος της νέας κυβέρνησης των ΗΠΑ, σε συνδυασμό με αυταρχικές εξελίξεις στη Ρωσία, στην Τουρκία, στην Αίγυπτο και σε άλλες χώρες, δημιουργούν μιαν απροσδόκητη πρόκληση για την πολιτική και πολιτισμική αυτο-κατανόηση της Δύσης. Ξαφνικά η Ευρώπη ανακαλύπτει ότι πρέπει και πάλι να στηριχτεί στις δικές της και μόνον δυνάμεις, για να παίξει τον ρόλο ενός αμυντικού θεματοφύλακα των αρχών της πολιτικής ελευθερίας (και να παράσχει, εκτός των άλλων, και υποστήριξη στην πλειοψηφία του αμερικανικού εκλογικού σώματος, η οποία έχει σπρωχτεί στο περιθώριο).
Αυτές οι τάσεις και κρίσεις δεν είναι το μόνο πράγμα που ωθεί τις χώρες της ΕΕ να συνεργαστούν στενότερα. Βέβαια, είναι αντιληπτά και τα εμπόδια για μια στενότερη συνεργασία, όπως αντίθετα και οι πολλοί λόγοι για να επιταχυνθεί η στροφή της ευρωπαϊκής πολιτικής. Όσο περισσότερο παραμένουν ανεπίλυτες οι κρίσεις, ενισχύοντας τον δεξιό λαϊκισμό και τους εξ αριστερών αντιφρονούντες περί την Ευρώπη, τόσο πιό δύσκολη θα γίνεται η πραγματοποίηση μιας τέτοιας στροφής. Χωρίς μια ελκυστική και αξιόπιστη προοπτική για τη μορφοποίηση της Ευρώπης, θα ενισχύεται ο αυταρχικός εθνικισμός σε κράτη-μέλη όπως η Ουγγαρία και η Πολωνία. Και αν δεν χαράξουμε μια σαφή γραμμή, μια προσφορά διμερών, διακρατικών εμπορικών συμφωνιών στις ΗΠΑ και - στην διαδικασία εφαρμογής της Brexit - στο Ηνωμένο Βασίλειο, θα απομακρύνει ακόμη πιό πολύ τη μια από την άλλη τις ευρωπαϊκές χώρες.
Από ιστορική σκοπιά, ενδεχόμενη αποτυχία του ευρωπαϊκού εγχειρήματος θα χρεωθεί - και δικαιολογημένα - στη γερμανική αναποφασιστικότητα
Η μόνη απάντηση που μπόρεσα να διακρίνω μέχρι
σήμερα σ' αυτές τις τεράστιες πιέσεις, πήρε τη μορφή της διερευνητικής προσπάθειας για την προώθηση μιας
«Ευρώπης των διαφορετικών ταχυτήτων» στον τομέα της στρατιωτικής
συνεργασίας. Κατά
την εκτίμησή μου, και αυτή η προσπάθεια είναι καταδικασμένη να αποτύχει, εάν
η Γερμανία παραμείνει απρόθυμη και δεν ενθαρρύνει τη λήψη ταυτόχρονων μέτρων για να εξουδετερωθεί η ωρολογιακή βόμβα των διαρθρωτικών ανισορροπιών μεταξύ των
εθνικών οικονομιών στην ευρωζώνη. Όσο απωθεί τη σύγκρουση αυτή, η συνεργασία θα είναι ανέφικτη και σε κάθε άλλο τομέα της πολιτικής. Επιπλέον, η ασαφής διατύπωση περί «διαφορετικών ταχυτήτων» αποτυγχάνει να βρεί τους κατάλληλους αποδέκτες. Προθυμία για συνεργασία είναι πιο πιθανό να επιδείξουν τα κράτη-μέλη
της νομισματικής ένωσης, δηλαδή αυτά των οποίων οι πληθυσμοί έχουν ήδη βιώσει την αμοιβαία εξάρτησή τους, από την έναρξη
της τραπεζικής κρίσης μέχρι σήμερα. Δεν είμαι της γνώμης ότι η μόνη χώρα που πρέπει να επανεξετάσει την πολιτική της είναι η Γερμανία. Ο Εμμανουέλ
Mακρόν ξεχωρίζει μέσα στις τάξεις των Ευρωπαίων πολιτικών, εκτός των άλλων και επειδή παραδέχεται με ειλικρίνεια ότι υπάρχουν προβλήματα που μπορούν να
αντιμετωπιστούν μόνον μέσα στην ίδια τη χώρα του, στη Γαλλία. Όμως, μολονότι η γερμανική
κυβέρνηση δεν επέλεξε αυτόν το ρόλο, σ΄ αυτήν εναπόκειται τώρα να συνεργαστεί με τη Γαλλία και να πάρουν μαζί την πρωτοβουλία για να τραβήξουν το
κάρο έξω από τη λάσπη. Το να είσαι ο μεγαλύτερος ωφελημένος από την Ευρωπαϊκή Ένωση, εκτός από ευλογία είναι και κατάρα. Διότι,
από ιστορική σκοπιά, ενδεχόμενη αποτυχία του ευρωπαϊκού εγχειρήματος θα χρεωθεί, και δικαιολογημένα, στη γερμανική αναποφασιστικότητα
[Η μη-απόφαση είναι και αυτή μια απόφαση]
Η μη-απόφαση είναι και αυτή μια απόφαση. Και οι επιπτώσεις μιας τέτοιας μη-απόφασης θα είναι τόσο μεγάλες, ώστε ό,τι και να πούμε τώρα, δύσκολα θα θεωρηθεί μετά υπερβολή. Η θεσμοθέτηση της στενότερης συνεργασίας είναι αυτό που καθιστά δυνατό το να ασκείται δημοκρατική επιρροή στον αυθόρμητο πολλαπλασιασμό και την εξάπλωση των παγκόσμιων δικτύων πρός όλες τις κατευθύνσεις, επειδή η
πολιτική είναι το μόνο μέσο με το οποίο μπορούμε να πάρουμε μέτρα κατόπιν σκέψης και διαβούλευσης, για να διαμορφώσουμε τις βάσεις της κοινωνικής μας ζωής. Σε
αντίθεση με ό,τι υποδηλώνει το σύνθημα Brexit, δεν θα ανακτήσουμε τον
έλεγχο αυτών των βάσεων της ζωής μέσω της υποχώρησης στα εθνικά φρούρια. Αντίθετα, η πολιτική πρέπει να συμβαδίζει με την παγκοσμιοποίηση, την οποία αυτή η ίδια έθεσε σε κίνηση. Ενόψει
των συστημικών πιέσεων και καταναγκασμών από τις ανεξέλεγκτες αγορές, ενόψει της αυξανόμενης
λειτουργικής αλληλεξάρτησης μιας όλο και πιο ολοκληρωμένης παγκόσμιας
κοινωνίας, αλλά και ενόψει των εντυπωσιακών δυνατοτήτων και επιλογών που έχουμε
δημιουργήσει - λόγου χάρη της ψηφιακής
επικοινωνίας που ακόμη παραμένει αδέσποτη ή των νέων διαδικασιών για τη βελτιστοποίηση του
ανθρώπινου οργανισμού - πρέπει να επεκτείνουμε υπεράνω εθνικών συνόρων τους χώρους όπου θα μπορεί να διαμορφώνεται
δημοκρατική βούληση, πολιτική δράση και ρύθμιση με κανόνες δικαίου.
Το άρθρο αυτό ήταν η εισαγωγή του Γιούργκεν Χάμπερμας σε μια συζήτηση του Emanuel Macron με τον Sigmar Gabriel στην Hertie School of Governance του Βερολίνου (16 Μαρτίου 2017):
Δημοκρατία ή καπιταλισμός - Η Ευρώπη σε κρίση - τόμοι A' και Β'. Η ελληνική έκδοση (επιμέλεια της Ρούλας Γκόλιου) του συλλογικού έργου Demokratie oder Kapitalismus - Europa in Krise στις εκδόσεις των Blätter, του πιο σημαντικού πολιτικού περιοδικού της Γερμανίας Blätter für deutsche & internationale Politik, ως μέρος της ευρείας συζήτησης για την κρίση. Περιλαμβάνει άρθρα και δοκίμια που δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό στην περίοδο 2010-2016.
Ο Γιούργκεν Χάμπερμας συμμετέχει στην έκδοση με 3 κείμενα: «Δομικό σφάλμα της νομισματικής ένωσης», «Πόσο δημοκρατική είναι η ΕΕ; Η κρίση της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπό το πρίσμα της συνταγματοποίησης του διεθνούς δικαίου» (Α' τ.), «Δημοκρατία ή καπιταλισμός; Από τη δυστυχία του κατακερματισμού σε εθνικά κράτη σε μια καπιταλιστική ενοποιημένη παγκόσμια κοινωνία (αντιπαραθετικός διάλογος με τον Β. Στρέεκ για τις προοπτικές του ευρώ - Β' τ.)
Στο έργο περιέχεται και μια συζήτηση μεταξύ των Jürgen Habermas, Joschka Fischer, Henrik Enderlein (σήμερα αντιπροέδρου της Hertie School of Governance) και Christian Calliess με θέμα «Η Ευρώπη και το νέο Γερμανικό ζήτημα», καθώς επίσης κείμενα των Elmar Altvater, Ulrich Beck, Peter Bofinger, Hauke Brunkhorst, Joschka Fischer, Ulrike Guérot, Rudolf Hickel, Paul Krugman, Isabell Lorey, Oskar Negt, Claus Offe, Ulrich Preuß, Stefan Schulmeister, Wolfgang Streeck, Hans-Jürgen Urban, Hubert Zimmermann, Karl Georg Zinn. Τα περιεχόμενα του Α' τόμου και του Β΄ τόμου και η εισαγωγή της επιμελήτριας της ελλ. έκδοσης στον Β' τόμο.
Για τη δίτομη ελληνική έκδοση του έργου Δημοκρατία ή καπιταλισμός - Η Ευρώπη σε κρίση (biblionet), βλ.: Παρουσίαση από τον Άρη Στυλιανού: Πολλά και καλά φιλοσοφικά βιβλία (Εφημερίδα των Συντακτών). Άρθρο του Τάσου Τσακίρογλου: Ευρώπη, Quo Vadis?
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου