Οι 84 σελίδες που έγραψαν οι Γιάννης Δραγασάκης, Θοδωρής Δρίτσας και Αριστείδης Μπαλτάς ως σχεδίασμα απολογισμού (ή αυτοκριτικής) του ΣΥΡΙΖΑ για τα πεπραγμένα την επταετίας 2012-2019 ερμηνεύτηκαν στον Τύπο ποικιλοτρόπως. Όμως πολλοί ενδιαφέρθηκαν - και τους άσκησαν κριτική - κυρίως για τα γραφόμενα που ενδιαφέρουν την λεγόμενη επικοινωνιακή χρήση των συμβαινόντων. Παραδείγματος χάρη: Από όσα γράφονται στον απολογισμό για τις ευθύνες του κ. Γιάνη Βαρουφάκη, οι σχολιαστές συμπέραναν ότι οι 3 συγγραφείς (και το κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ) τον αντιμετωπίζουν ως «βασικό υπεύθυνο των όσων ακολούθησαν μέχρι τον Ιούλιο του 2015». Μετά από αυτό, και εάν μείνεις μόνον σ' αυτό, είναι εύκολο να εικάσεις ότι ο ΣΥΡΙΖΑ επιχειρεί να κάνει τον Βαρουφάκη αποδιοπομπαίο τράγο.
Υπάρχει και αυτό. Αλλά είναι το κρίσιμο και ουσιώδες; Και γράφουν μόνον αυτό οι τρεις συγγραφείς; Όχι. Στο 84σέλιδο παραδέχονται
Ψίθυροι, αποσιωπήσεις και ομολογημένες αλήθειες
Το πόσο αποπροσανατολίζει και συσκοτίζει η τέτοια συζήτηση, που περιορίζεται στην εφαρμογή της στρατηγικής, φαίνεται καθαρά, μεταξύ άλλων, από ένα σημείο της απάντησης Βαρουφάκη, στη μομφή των Δραγασάκη - Δρίτσα - Μπαλτά ότι «υποτιμήθηκε η ανάγκη να οικοδομήσουμε συμμαχίες ή γέφυρες με χώρες που ενδεχομένως θα μπορούσαν, λόγω δικών τους προβλημάτων, να συγκλίνουν με δικά μας αιτούμενα». Απαντά λοιπόν ο κ. Βαρουφάκης:
Όμως εκτός από τον πρώην Υπουργό Οικονομικών, και οι Δραγασάκης - Δρίτσας - Μπαλτάς αποφεύγουν να κάνουν θέμα του απολογισμού τους αυτές τις διαφορές από χώρα σε χώρα στο χειρισμό της κρίσης. Το ελληνικό μείγμα μέτρων λιτότητας ήταν βέβαια επιλογή των προηγούμενων κυβερνήσεων, αρχίζοντας από την κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ του 2010 και φθάνοντας - μέσω της κυβέρνησης Παπαδήμου - έως την κυβέρνηση Σαμαρά. Ωστόσο η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ το αποδέχτηκε αυτούσιο, τόσο επί υπουργίας Βαρουφάκη, όσο και μετά την εσωκομματική ρήξη τον Ιούλιο του 2015. Και για να είμαστε ακριβείς, τον «υποκατώτατο» μισθό δεν έσπευσαν να τον καταργήσουν επειγόντως στην εποχή Βαρουφάκη, αλλά μετά, στην περίοδο Τσακαλώτου - Αχτσιόγλου. Ωστόσο μας έμεινε ο κατάμαυρος ανθυποκατώτατος.
Είναι λοιπόν απολύτως εύλογο και αναγκαίο, να προβληματιστεί κανείς τώρα - και να μιλήσει ευθέως - εάν θα ήταν τότε προτιμότερη η επιλογή μιας διαπραγματευτικής στρατηγικής και τακτικής α λα Πορτογαλία ή α λα Ιρλανδία, αντί της αποτυχημένης των ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-Παπαδήμου, την οποία επικύρωσαν και συνέχισαν οι «αυταπάτες» του ΣΥΡΙΖΑ. Και διότι θα είχε, πιθανώς, επιτυχία, αλλά, κυρίως, διότι θα ήταν πιο επωφελής για τα ασθενέστερα κοινωνικά στρώματα.
Too late, too little - Ούτε λέξη για το ελληνικό μείγμα μέτρων λιτότητας;
Οι Δραγασάκης - Δρίτσας - Μπαλτάς στον απολογισμό τους δεν τολμούν να θέσουν καθαρά το ερώτημα, μολονότι τίθεται έμμεσα από τις επισημάνσεις που ήδη αναφέραμε. Επειδή ο απολογισμός τους αρχίζει από το 2012, οι «3» είναι τυπικά εντάξει να μην εξετάζουν επιλογές που έγιναν, αρχικά, πρίν από αυτό το χρονικό όριο. Ωστόσο, πέρα από το μέγιστο θέμα ουσίας, τώρα γίνεται φανερό ότι θα ήταν πλεονέκτημα για τον ΣΥΡΙΖΑ, ακόμη και από στενά κομματική σκοπιά, να διώξει αυτός πρώτος από πάνω του αυτό το βάρος, του ελληνικού μείγματος μέτρων λιτότητας και της αποτυχημένης διαπραγματευτικής στρατηγικής. Διότι το ιδιαίτερο ελληνικό μείγμα μέτρων λιτότητας ήταν «έργο ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-Παπαδήμου». Ο ΣΥΡΙΖΑ ακολούθησε και σύρθηκε πίσω από αυτό, όπως σύρθηκε πίσω από την «αντιμνημονιακή»-αντιΠΑΣΟΚική έκρηξη του Σαμαρά και της ΝΔ το 2010.
Ίσως θα πρόσφερε τακτικό πλεονέκτημα στον ΣΥΡΙΖΑ το να απαλλαγεί πρώτος από αυτό το βάρος, επίσης διότι η ΝΔ και το ΚΙΝΑΛ-ΠΑΣΟΚ δεν σκοπεύουν να διώξουν από πάνω τους αυτό που είναι κατά πρώτο λόγο δικό τους στίγμα, και αφορά την διαπραγματευτική στρατηγική 2010-2014 για το μείγμα μέτρων λιτότητας. Ούτε και θα το διώξουν εύκολα στο μέλλον, γιατί είχαν και έχουν σοβαρούς λόγους να επιλέξουν αυτό το μείγμα μέτρων και όχι άλλο: Λόγους που αφορούν το προτιμώμενο μοντέλο ανάπτυξης, εμμονή σε τύπο (πελατειακού) κράτους, επιλογές οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής. Αλλά μήπως άραγε και ο ΣΥΡΙΖΑ, πέρα από ιδεολογήματα που έσπειραν τις κατά Τσίπρα ψευδαισθήσεις, είχε και έχει και αυτός τους ίδιους λόγους και κάνει - ακόμη - παρόμοιες επιλογές; Οπότε, τζάμπα συζητάμε...
Ανάλογα ερωτήματα με τα περί επιλογής μείγματος λιτότητας και της διαπραγματευτικής τακτικής, ισχύουν και για άλλα πράγματα, που δεν λέγονται ρητά στον απολογισμό. Παραδείγματος χάρη, για τη διακομματική υποστήριξη προς το κούρεμα του ελληνικού χρέους (PSI), που επέβαλαν κόντρα στην ΕΚΤ οι Σαρκοζύ και Μέρκελ με τη συμφωνία τους στο Ντωβίλ. Τα αποτελέσματα είναι γνωστά, με γεγονότα και με αριθμούς, η αξιολόγηση από τον ΣΥΡΙΖΑ και τα άλλα ελληνικά κόμματα παραπέμπεται στις ελληνικές καλένδες.
Στο κείμενο υπάρχει όμως η παραδοχή ότι «η συγκατοίκηση με τους ΑΝΕΛ είχε αρνητικές επιπτώσεις στην εικόνα του ΣΥΡΙΖΑ και θα έπρεπε να έχει τερματιστεί νωρίτερα». Εδώ λένε too late too little. Και «άς πρόσεχες».
Η αριστερολογία και η κεντρο-αριστερολογία δεν λένε τίποτε σ' εκείνο τον κόσμο που έχει απογοητεύσει η ελληνική πολιτική
Τέλος, αλλά όχι τελευταίο σε σημασία. Από τα πρώτα, διότι ο κομματικός βιόκοσμος είναι αυτός που αποφασίζει, σε τελευταία ανάλυση, για την επιτυχία ή αποτυχία μιας (κατόπιν απολογισμού) προσπάθειας επανεκκίνησης και διεύρυνσης. Στο βαθμό που μιλάμε για τον ΣΥΡΙΖΑ ως ένα από τα δύο μεγαλύτερα κοινοβουλευτικά κόμματα στην Ελλάδα σήμερα, ένα μείζον μειονέκτημα είναι αυτό που επισημάνθηκε κατά τις πολλαπλές εκλογές του καλοκαιριού 2019.
Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι σήμερα, μετά από διακυβέρνηση μιας τετραετίας και κάτι, ένα κόμμα «πρόωρα γερασμένο». Εάν επιτρέπεται να μιλήσουμε λίγο προκλητικά, παρά τον Αλέξη Τσίπρα, παρά τον Ευκλείδη Τσακαλώτο και τον Νίκο Παπά, παρά την Αχτσιόγλου και αρκετούς άλλους εξίσου νέους ή και νεότερους, είναι κόμμα με πυρήνα μελών πενηντάρηδες και άνω, προερχόμενους από πολύ συγκεκριμένα μεσαία κοινωνικά στρώματα. Και παρά το ισχυρό του μερίδιο στην ψήφο των πολιτών για το Κοινοβούλιο, έχει εντελώς αναιμική παρουσία μελών στη νεολαία (στη φοιτητική είναι σχεδόν ανύπαρκτος), παρουσία στην τοπική αυτοδιοίκηση δυσανάλογα μικρή σε σχέση με την κοινοβουλευτική, εντελώς υποτονική σχέση με τον (εναπομένοντα) συνδικαλισμένο κόσμο, ιδίως τον εργατικό.
Εν όψει αυτής της αδυναμίας, και κυρίως της διαγενεακής ανισσορροπίας εντός των μελών, το ζήτημα πώς ακριβώς γίνεται και θα γίνει η περαιτέρω διεύρυνση προς τα στελέχη και τον κόσμο της «κεντροαριστεράς» (η οποία μαστίζεται από ανάλογη ή και εντονότερη διαγενεακή ανισορροπία), μοιάζει με απλό ψευδοπρόβλημα και καταντά πρόσχημα για διαγκωνισμούς εσωκομματικής ισχύος.
Στη χώρα, ένα μείζον πρόβλημα, τώρα και για αύριο, είναι η απομάκρυνση των ανθρώπων από το ρόλο του ενεργού πολίτη. Εν μέρει λόγω δυσκολιών και πολιτικών απογοητεύσεων της τελευταίας δεκαετίας, κυρίως όμως λόγω των συνολικών μεταβολών στην εργασία, στις κοινωνικές νοοτροπίες και στα πολιτισμικά πρότυπα. Η ακατάσχετη αριστερολογία και η κεντροαριστερολογία δεν λένε τίποτε στον κόσμο αυτό. Είναι και αυτή ένα παράδοξο σύμπτωμα της «πολιτικής των ταυτοτήτων» (identity politics). Η «πολιτική των ταυτοτήτων» είναι δομικό στοιχείο της ακροδεξιάς πολιτικής· ωστόσο έχει προσβάλλει σαν επιδημία και την Αριστερά όλων των αποχρώσεων διεθνώς, εμποδίζοντάς την να επικεντρωθεί στο πραγματικό της έργο, την προγραμματική πολιτική. Η Αριστερά τυφλώνεται από τα «ταυτοτικά» της· και έτσι, δεν βλέπει πόσο διψούν πολλοί ανενεργοί σήμερα πολίτες για συγκεκριμένες πολιτικές θέσεις σε συγκεκριμένα θέματα.
Τέλος, ελλείψει νεανικών κινημάτων στην Ελλάδα, διεκδικητικών, οικολογικών ή πολιτισμικής κριτικής, ευδοκιμούν αντ΄ αυτών, κυρίως μικρές αλλά θορυβώδεις εθνικιστικές και αντικοινοβουλευτικές ή αντιπολιτικές - αυτόνομες «συλλογικότητες», οι οποίες το μόνο που κάνουν είναι να «καίνε» πολύτιμη νεανική ενέργεια και να αυξάνουν έτσι την κοινωνική εντροπία. Τούτη η αντιπολιτική διάθεση, μαζί με το χαζοχαρούμενο λάιφστάιλ, λειτουργούν διαβρωτικά, στις νεότερες ηλικίες ιδίως.
«την απουσία προετοιμασίας του ΣΥΡΙΖΑ ενόψει των κυβερνητικών καθηκόντων που ανέλαβε το 2015» και ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είχε επακριβή εικόνα για την κατάσταση στον μηχανισμό του κράτους, στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και στα ΜΜΕ. Γράφουν επίσης ότι «είχαν παραγνωριστεί οι πραγματικές συνθήκες»· πιο συγκεκριμένα, ομολογούν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, ήδη ως αντιπολίτευση, κακώς δεν είχε αντιληφθεί πως εάν η Ελλάδα επιχειρούσε να ασκήσει «εκβιασμό» χρησιμοποιώντας το φόβητρο της ελληνικής χρεοκοπίας, αυτό θα δεν φόβιζε τους Ευρωπαίους εταίρους μας, διότι μετά το 2012 είχαν θωρακιστεί έναντι ενός πιθανού πιστωτικού επεισοδίου.Από τέτοιες επισημάνσεις, αβίαστα συμπεραίνει κανείς αυτό που είναι η πραγματικότητα, παρόλο που δεν την κατονομάζουν ρητά οι συγγραφείς του απολογισμού: Ο Γιάνης Βαρουφάκης επιλέχτηκε τον Ιανουάριο του 2015 για το Υπουργείο Οικονομικών προκειμένου να εφαρμόσει, ως «εργολαβία», μια ειλημμένη πολιτική εξαρχής στρατηγικά εσφαλμένη, καταδικασμένη σε αποτυχία, διότι βασιζόταν σε παραπλανητικές εικασίες και σε λάθος δεδομένα. Το πιο ουσιώδες είναι αυτό. Και δεν αλλάζει τίποτε στο συμπέρασμα περί προειλημμένης πολιτικής η απάντηση Βαρουφάκη, με την οποία - και αυτός - επιχειρεί να ενισχύσει την πλασματική εντύπωση ότι όλα κρίθηκαν στο πρώτο εξάμηνο του 2015, επί κυβερνήσεως ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, και ιδίως στα γεγονότα που συνέβησαν λίγο πρίν και αμέσως μετά το καλοκαιρινό δημοψήφισμα. Πράγμα που άρπαξε αμέσως ως χρήσιμο επιχείρημα ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης. Δεν τον βολεύει το επιχείρημα ότι η «ζημιά» έγινε το 2015 και όχι το 2011, το 2012 ή το 2014; Επίσης, χρησιμοποίησε αμέσως το επιχείρημα για το πρωτογενές πλεόνασμα, ως εργαλείο για να αντλήσει συναίνεση και «από αριστερά» σε μειώσεις φορολογίας των ευκατάστατων.
Ψίθυροι, αποσιωπήσεις και ομολογημένες αλήθειες
Το πόσο αποπροσανατολίζει και συσκοτίζει η τέτοια συζήτηση, που περιορίζεται στην εφαρμογή της στρατηγικής, φαίνεται καθαρά, μεταξύ άλλων, από ένα σημείο της απάντησης Βαρουφάκη, στη μομφή των Δραγασάκη - Δρίτσα - Μπαλτά ότι «υποτιμήθηκε η ανάγκη να οικοδομήσουμε συμμαχίες ή γέφυρες με χώρες που ενδεχομένως θα μπορούσαν, λόγω δικών τους προβλημάτων, να συγκλίνουν με δικά μας αιτούμενα». Απαντά λοιπόν ο κ. Βαρουφάκης:
«Ναι, δηλώνω ένοχος. Ποτέ δεν θεώρησα ότι Ισπανία, Ιρλανδία και Πορτογαλία θα συμμαχούσαν μαζί μας παρά τα, όντως, κοινά προβλήματα και την κοινή Μνημονιακή μας μοίρα. Ο λόγος, όπως εξηγούσα στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, ήταν απλός: Οι εν λόγω δεξιές κυβερνήσεις είχαν ασελγήσει πάνω στους λαούς τους έχοντας επιβάλει (όπως το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ εδώ) απαίσια Μνημόνια. Ο χειρότερος εφιάλτης τους ήταν η ιδέα ότι η Ελλάδα δεν θα επέβαλε ένα αντίστοιχα απαίσιο 3ο Μνημόνιο στο λαό μας. Είναι λογικό: Αν μας βοηθούσαν να ανακουφίσουμε τον λαό μας, τότε οι λαοί τους θα τους έλεγαν: “Κι εμείς; Εμάς γιατί μας βασανίζετε;”».Και «ξεχνά» ο κ. Βαρουφάκης να αναφέρει ότι η Ιρλανδία υποχρεώθηκε μεν με μνημόνιο να εφαρμόσει πολλά μέτρα λιτότητας, ωστόσο εκεί δεν υπήρξε μείωση του κατώτατου μισθού, ούτε βέβαια επέλεξαν ως μέτρο και νομοθέτησαν «υποκατώτατο» μισθό για τους νέους. Αυτό έγινε μόνον στην Ελλάδα· ήταν συμβολική και ουσιαστική πράξη σαδιστικής διαγενεακής σκληρότητας και αποκάλυψε ένα από τα πιο σκοτεινά σημεία μιας διακομματικής και διαχρονικής συναίνεσης, και μάλιστα σε μια χώρα όπου ακόμη και τριανταπεντάχρονοι, αντί να έχουν ανοίξει προ καιρού τα φτερά τους, αναγκάζονταν να ζουν με την μαμά ή με τον παππού ήδη πριν από την κρίση. Οι τότε ιρλανδικές κυβερνήσεις, άν και δεξιές, επέλεξαν άλλο μείγμα μέτρων λιτότητας. Αλλά και οι δεξιές κυβερνήσεις της Πορτογαλίας, η κρίση της οποίας έμοιαζε πιο πολύ με την ελληνική, δεν επέλεξαν να φορτώσουν δυσανάλογο βάρος της κρίσης σ' εκείνους ακριβώς, που λόγω ηλικίας, δεν ευθύνονται ούτε στο ελάχιστο για στεγαστικές ή χρηματοπιστωτικές φούσκες, ούτε για τους εμπεδωμένους δεσμούς πελατείας και πατρωνείας.
Όμως εκτός από τον πρώην Υπουργό Οικονομικών, και οι Δραγασάκης - Δρίτσας - Μπαλτάς αποφεύγουν να κάνουν θέμα του απολογισμού τους αυτές τις διαφορές από χώρα σε χώρα στο χειρισμό της κρίσης. Το ελληνικό μείγμα μέτρων λιτότητας ήταν βέβαια επιλογή των προηγούμενων κυβερνήσεων, αρχίζοντας από την κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ του 2010 και φθάνοντας - μέσω της κυβέρνησης Παπαδήμου - έως την κυβέρνηση Σαμαρά. Ωστόσο η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ το αποδέχτηκε αυτούσιο, τόσο επί υπουργίας Βαρουφάκη, όσο και μετά την εσωκομματική ρήξη τον Ιούλιο του 2015. Και για να είμαστε ακριβείς, τον «υποκατώτατο» μισθό δεν έσπευσαν να τον καταργήσουν επειγόντως στην εποχή Βαρουφάκη, αλλά μετά, στην περίοδο Τσακαλώτου - Αχτσιόγλου. Ωστόσο μας έμεινε ο κατάμαυρος ανθυποκατώτατος.
Είναι λοιπόν απολύτως εύλογο και αναγκαίο, να προβληματιστεί κανείς τώρα - και να μιλήσει ευθέως - εάν θα ήταν τότε προτιμότερη η επιλογή μιας διαπραγματευτικής στρατηγικής και τακτικής α λα Πορτογαλία ή α λα Ιρλανδία, αντί της αποτυχημένης των ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-Παπαδήμου, την οποία επικύρωσαν και συνέχισαν οι «αυταπάτες» του ΣΥΡΙΖΑ. Και διότι θα είχε, πιθανώς, επιτυχία, αλλά, κυρίως, διότι θα ήταν πιο επωφελής για τα ασθενέστερα κοινωνικά στρώματα.
Too late, too little - Ούτε λέξη για το ελληνικό μείγμα μέτρων λιτότητας;
Οι Δραγασάκης - Δρίτσας - Μπαλτάς στον απολογισμό τους δεν τολμούν να θέσουν καθαρά το ερώτημα, μολονότι τίθεται έμμεσα από τις επισημάνσεις που ήδη αναφέραμε. Επειδή ο απολογισμός τους αρχίζει από το 2012, οι «3» είναι τυπικά εντάξει να μην εξετάζουν επιλογές που έγιναν, αρχικά, πρίν από αυτό το χρονικό όριο. Ωστόσο, πέρα από το μέγιστο θέμα ουσίας, τώρα γίνεται φανερό ότι θα ήταν πλεονέκτημα για τον ΣΥΡΙΖΑ, ακόμη και από στενά κομματική σκοπιά, να διώξει αυτός πρώτος από πάνω του αυτό το βάρος, του ελληνικού μείγματος μέτρων λιτότητας και της αποτυχημένης διαπραγματευτικής στρατηγικής. Διότι το ιδιαίτερο ελληνικό μείγμα μέτρων λιτότητας ήταν «έργο ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-Παπαδήμου». Ο ΣΥΡΙΖΑ ακολούθησε και σύρθηκε πίσω από αυτό, όπως σύρθηκε πίσω από την «αντιμνημονιακή»-αντιΠΑΣΟΚική έκρηξη του Σαμαρά και της ΝΔ το 2010.
Ίσως θα πρόσφερε τακτικό πλεονέκτημα στον ΣΥΡΙΖΑ το να απαλλαγεί πρώτος από αυτό το βάρος, επίσης διότι η ΝΔ και το ΚΙΝΑΛ-ΠΑΣΟΚ δεν σκοπεύουν να διώξουν από πάνω τους αυτό που είναι κατά πρώτο λόγο δικό τους στίγμα, και αφορά την διαπραγματευτική στρατηγική 2010-2014 για το μείγμα μέτρων λιτότητας. Ούτε και θα το διώξουν εύκολα στο μέλλον, γιατί είχαν και έχουν σοβαρούς λόγους να επιλέξουν αυτό το μείγμα μέτρων και όχι άλλο: Λόγους που αφορούν το προτιμώμενο μοντέλο ανάπτυξης, εμμονή σε τύπο (πελατειακού) κράτους, επιλογές οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής. Αλλά μήπως άραγε και ο ΣΥΡΙΖΑ, πέρα από ιδεολογήματα που έσπειραν τις κατά Τσίπρα ψευδαισθήσεις, είχε και έχει και αυτός τους ίδιους λόγους και κάνει - ακόμη - παρόμοιες επιλογές; Οπότε, τζάμπα συζητάμε...
Ανάλογα ερωτήματα με τα περί επιλογής μείγματος λιτότητας και της διαπραγματευτικής τακτικής, ισχύουν και για άλλα πράγματα, που δεν λέγονται ρητά στον απολογισμό. Παραδείγματος χάρη, για τη διακομματική υποστήριξη προς το κούρεμα του ελληνικού χρέους (PSI), που επέβαλαν κόντρα στην ΕΚΤ οι Σαρκοζύ και Μέρκελ με τη συμφωνία τους στο Ντωβίλ. Τα αποτελέσματα είναι γνωστά, με γεγονότα και με αριθμούς, η αξιολόγηση από τον ΣΥΡΙΖΑ και τα άλλα ελληνικά κόμματα παραπέμπεται στις ελληνικές καλένδες.
Στο κείμενο υπάρχει όμως η παραδοχή ότι «η συγκατοίκηση με τους ΑΝΕΛ είχε αρνητικές επιπτώσεις στην εικόνα του ΣΥΡΙΖΑ και θα έπρεπε να έχει τερματιστεί νωρίτερα». Εδώ λένε too late too little. Και «άς πρόσεχες».
Η αριστερολογία και η κεντρο-αριστερολογία δεν λένε τίποτε σ' εκείνο τον κόσμο που έχει απογοητεύσει η ελληνική πολιτική
Τέλος, αλλά όχι τελευταίο σε σημασία. Από τα πρώτα, διότι ο κομματικός βιόκοσμος είναι αυτός που αποφασίζει, σε τελευταία ανάλυση, για την επιτυχία ή αποτυχία μιας (κατόπιν απολογισμού) προσπάθειας επανεκκίνησης και διεύρυνσης. Στο βαθμό που μιλάμε για τον ΣΥΡΙΖΑ ως ένα από τα δύο μεγαλύτερα κοινοβουλευτικά κόμματα στην Ελλάδα σήμερα, ένα μείζον μειονέκτημα είναι αυτό που επισημάνθηκε κατά τις πολλαπλές εκλογές του καλοκαιριού 2019.
Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι σήμερα, μετά από διακυβέρνηση μιας τετραετίας και κάτι, ένα κόμμα «πρόωρα γερασμένο». Εάν επιτρέπεται να μιλήσουμε λίγο προκλητικά, παρά τον Αλέξη Τσίπρα, παρά τον Ευκλείδη Τσακαλώτο και τον Νίκο Παπά, παρά την Αχτσιόγλου και αρκετούς άλλους εξίσου νέους ή και νεότερους, είναι κόμμα με πυρήνα μελών πενηντάρηδες και άνω, προερχόμενους από πολύ συγκεκριμένα μεσαία κοινωνικά στρώματα. Και παρά το ισχυρό του μερίδιο στην ψήφο των πολιτών για το Κοινοβούλιο, έχει εντελώς αναιμική παρουσία μελών στη νεολαία (στη φοιτητική είναι σχεδόν ανύπαρκτος), παρουσία στην τοπική αυτοδιοίκηση δυσανάλογα μικρή σε σχέση με την κοινοβουλευτική, εντελώς υποτονική σχέση με τον (εναπομένοντα) συνδικαλισμένο κόσμο, ιδίως τον εργατικό.
Εν όψει αυτής της αδυναμίας, και κυρίως της διαγενεακής ανισσορροπίας εντός των μελών, το ζήτημα πώς ακριβώς γίνεται και θα γίνει η περαιτέρω διεύρυνση προς τα στελέχη και τον κόσμο της «κεντροαριστεράς» (η οποία μαστίζεται από ανάλογη ή και εντονότερη διαγενεακή ανισορροπία), μοιάζει με απλό ψευδοπρόβλημα και καταντά πρόσχημα για διαγκωνισμούς εσωκομματικής ισχύος.
Στη χώρα, ένα μείζον πρόβλημα, τώρα και για αύριο, είναι η απομάκρυνση των ανθρώπων από το ρόλο του ενεργού πολίτη. Εν μέρει λόγω δυσκολιών και πολιτικών απογοητεύσεων της τελευταίας δεκαετίας, κυρίως όμως λόγω των συνολικών μεταβολών στην εργασία, στις κοινωνικές νοοτροπίες και στα πολιτισμικά πρότυπα. Η ακατάσχετη αριστερολογία και η κεντροαριστερολογία δεν λένε τίποτε στον κόσμο αυτό. Είναι και αυτή ένα παράδοξο σύμπτωμα της «πολιτικής των ταυτοτήτων» (identity politics). Η «πολιτική των ταυτοτήτων» είναι δομικό στοιχείο της ακροδεξιάς πολιτικής· ωστόσο έχει προσβάλλει σαν επιδημία και την Αριστερά όλων των αποχρώσεων διεθνώς, εμποδίζοντάς την να επικεντρωθεί στο πραγματικό της έργο, την προγραμματική πολιτική. Η Αριστερά τυφλώνεται από τα «ταυτοτικά» της· και έτσι, δεν βλέπει πόσο διψούν πολλοί ανενεργοί σήμερα πολίτες για συγκεκριμένες πολιτικές θέσεις σε συγκεκριμένα θέματα.
Τέλος, ελλείψει νεανικών κινημάτων στην Ελλάδα, διεκδικητικών, οικολογικών ή πολιτισμικής κριτικής, ευδοκιμούν αντ΄ αυτών, κυρίως μικρές αλλά θορυβώδεις εθνικιστικές και αντικοινοβουλευτικές ή αντιπολιτικές - αυτόνομες «συλλογικότητες», οι οποίες το μόνο που κάνουν είναι να «καίνε» πολύτιμη νεανική ενέργεια και να αυξάνουν έτσι την κοινωνική εντροπία. Τούτη η αντιπολιτική διάθεση, μαζί με το χαζοχαρούμενο λάιφστάιλ, λειτουργούν διαβρωτικά, στις νεότερες ηλικίες ιδίως.
«Μια χώρα παραδόξως νεωτερική»: Το πολιτικό σύστημα κυνηγάει σα σκυλί την ουρά του
Υπάρχουν δύο τρόποι για να κάνεις πολιτικούς απολογισμούς. Ο πρώτος είναι να σκέφτεσαι, πρώτα-πρώτα, σε ποιούς θ' αρέσουν και σε ποιούς όχι αυτά που θα πείς· ποιούς θα δυσαρεστήσεις ποιούς θα ευχαριστήσεις, ποιούς θα ευνοήσεις, ποιούς θα φέρεις σε δύσκολη θέση. Δηλαδή να δώσεις προτεραιότητα στα «επικοινωνιακά», φθείροντας έτσι κι εσύ λίγο ακόμη την ωραία λέξη επικοινωνία. Οι Γιάννης Δραγασάκης, Θοδωρής Δρίτσας και Αριστείδης Μπαλτάς, προς τιμήν τους, δεν έκαναν ακριβώς αυτό. Το ίδιο ισχύει και για το απολογιστικό βιβλίο του Α. Μπαλτά ως «σολίστα». Αλλά ο πειρασμός τού να αρέσεις στον ευρύ περίγυρο, ο πειρασμός της «πλατφόρμας», είναι μεγάλος· και παρόλο που προσπάθησαν, δεν γκρέμισαν ταμπού.
Ο δεύτερος τρόπος είναι να αξιοποιήσεις τη σοφία που γεννά ο χρόνος και η προστιθέμενη πείρα και να ξανασκεφτείς (1) ποιά ήταν και ποιά είναι η πραγματική πραγματικότητα, (2) τί ήθελες και τί προσδοκούσες να πετύχεις, αλλά και εάν ήταν σωστό και δίκαιο αυτό που ήθελες και όχι άλλο, τέλος εάν θα ήταν επωφελές και για ποιούς ακριβώς θα ήταν επωφελές (3) τί ήθελαν οι «συμπαίκτες» σου σ΄ αυτόν τον αγώνα, φίλοι, αντίπαλοι και ουδέτεροι, ποιά τα επιχειρήματά τους, ποιές οι δυνάμεις τους τότε και τώρα, και (4) ποιά ήταν τα συνακόλουθα όριά σου τότε, ποιά είναι τώρα.
Όποιος θέλει «να αλλάξει τη χώρα» ή τον κόσμο, πρέπει να κάνει αυτά που ανήκουν στο δεύτερο τρόπο· μόνον τότε μπορεί και πάλι να σκεφτεί κόντρα στην υπάρχουσα πραγματικότητα (counterfactual), δηλαδή να φέρει το υπάρχον σε αντιπαραβολή ή και σε σύγκρουση με ένα δέον· και να το κάνει αυτό διεκδικώντας εγκυρότητα και αξιοπιστία για την κρίση του. Και αδιαφιλονίκητη ειλικρίνεια για τις προθέσεις του.
Αλλά αυτό πάλι δεν συμβαίνει. Κάπως έτσι, σαν το σκυλί, το ελληνικό πολιτικό σύστημα κυνηγάει την ουρά του και γυρίζει γύρω-γύρω από ένα τίποτε.
Ζούμε σε «μια χώρα παραδόξως νεωτερική», αλλά ίσως αξίζει να σκεφτούμε, μήπως σ' αυτόν τον τίτλο του τελευταίου βιβλίου του Γιάννη Βούλγαρη, η έμφαση πρέπει να πέσει στη λέξη «παραδόξως» και όχι στη λέξη «νεωτερική». Παρά τα άλλα, τα φωτεινά και καινοτομικά, που σωστά αναφέρει ο Βούλγαρης, τόσο παραδόξως και στραμπουληγμένα νεωτερική, ώστε πρόλαβε, ως εθνικό κράτος και ως εθνική δημόσια σφαίρα, να παγιδευτεί σε αδιέξοδα των μεταμοντέρνων νοοτροπιών, όχι νεωτερικών και ανανεωτικών, αλλά γεροντόφιλων ή κενών περιεχομένου, πριν ακόμη γίνει νεωτερική. «Η ιδιωτική ιδιοποίηση του δημόσιου», που τόσο εύστοχα επισημαίνει ο Γιάννης Βούλγαρης ως «βασική αιτία της χρεοκοπίας» («2021, η γιορτή και η αυτογνωσία», Τα Νέα 15.2.2020), είναι χαρακτηριστικό σύμπτωμα της μετανεωτερικής-αποδομητικής επίθεσης ενάντια στις νοοτροπίες της κοινωνικής συνοχής: Αυτό που οι ημεδαποί νεοφιλελεύθεροι ζηλωτές - και όχι μόνον αυτοί - εκλαμβάνουν ως κρατισμό της Ελλάδας, στην πραγματικότητα είναι αντικρατική αποθέωση του ιδιώτη, του «πολυμήχανου αστού όλο φιγούρα», ξεσάλωμα της παρεοκρατίας. Καθαρό μεταμοντέρνο μπάχαλο· όλα μοιάζουν μαγική εικόνα, πλήρης διάσταση του είναι και του φαίνεσθαι. «Ετσι είναι αν έτσι νομίζετε»· μόνο που ο Λουίτζι Πιραντέλλο ειρωνευόταν και σατίριζε, ενώ οι πολυμήχανοι όλο φιγούρα και οι μεταμοντέρνοι το εννοούν στα σοβαρά.
Ο δεύτερος τρόπος είναι να αξιοποιήσεις τη σοφία που γεννά ο χρόνος και η προστιθέμενη πείρα και να ξανασκεφτείς (1) ποιά ήταν και ποιά είναι η πραγματική πραγματικότητα, (2) τί ήθελες και τί προσδοκούσες να πετύχεις, αλλά και εάν ήταν σωστό και δίκαιο αυτό που ήθελες και όχι άλλο, τέλος εάν θα ήταν επωφελές και για ποιούς ακριβώς θα ήταν επωφελές (3) τί ήθελαν οι «συμπαίκτες» σου σ΄ αυτόν τον αγώνα, φίλοι, αντίπαλοι και ουδέτεροι, ποιά τα επιχειρήματά τους, ποιές οι δυνάμεις τους τότε και τώρα, και (4) ποιά ήταν τα συνακόλουθα όριά σου τότε, ποιά είναι τώρα.
Όποιος θέλει «να αλλάξει τη χώρα» ή τον κόσμο, πρέπει να κάνει αυτά που ανήκουν στο δεύτερο τρόπο· μόνον τότε μπορεί και πάλι να σκεφτεί κόντρα στην υπάρχουσα πραγματικότητα (counterfactual), δηλαδή να φέρει το υπάρχον σε αντιπαραβολή ή και σε σύγκρουση με ένα δέον· και να το κάνει αυτό διεκδικώντας εγκυρότητα και αξιοπιστία για την κρίση του. Και αδιαφιλονίκητη ειλικρίνεια για τις προθέσεις του.
Αλλά αυτό πάλι δεν συμβαίνει. Κάπως έτσι, σαν το σκυλί, το ελληνικό πολιτικό σύστημα κυνηγάει την ουρά του και γυρίζει γύρω-γύρω από ένα τίποτε.
Ζούμε σε «μια χώρα παραδόξως νεωτερική», αλλά ίσως αξίζει να σκεφτούμε, μήπως σ' αυτόν τον τίτλο του τελευταίου βιβλίου του Γιάννη Βούλγαρη, η έμφαση πρέπει να πέσει στη λέξη «παραδόξως» και όχι στη λέξη «νεωτερική». Παρά τα άλλα, τα φωτεινά και καινοτομικά, που σωστά αναφέρει ο Βούλγαρης, τόσο παραδόξως και στραμπουληγμένα νεωτερική, ώστε πρόλαβε, ως εθνικό κράτος και ως εθνική δημόσια σφαίρα, να παγιδευτεί σε αδιέξοδα των μεταμοντέρνων νοοτροπιών, όχι νεωτερικών και ανανεωτικών, αλλά γεροντόφιλων ή κενών περιεχομένου, πριν ακόμη γίνει νεωτερική. «Η ιδιωτική ιδιοποίηση του δημόσιου», που τόσο εύστοχα επισημαίνει ο Γιάννης Βούλγαρης ως «βασική αιτία της χρεοκοπίας» («2021, η γιορτή και η αυτογνωσία», Τα Νέα 15.2.2020), είναι χαρακτηριστικό σύμπτωμα της μετανεωτερικής-αποδομητικής επίθεσης ενάντια στις νοοτροπίες της κοινωνικής συνοχής: Αυτό που οι ημεδαποί νεοφιλελεύθεροι ζηλωτές - και όχι μόνον αυτοί - εκλαμβάνουν ως κρατισμό της Ελλάδας, στην πραγματικότητα είναι αντικρατική αποθέωση του ιδιώτη, του «πολυμήχανου αστού όλο φιγούρα», ξεσάλωμα της παρεοκρατίας. Καθαρό μεταμοντέρνο μπάχαλο· όλα μοιάζουν μαγική εικόνα, πλήρης διάσταση του είναι και του φαίνεσθαι. «Ετσι είναι αν έτσι νομίζετε»· μόνο που ο Λουίτζι Πιραντέλλο ειρωνευόταν και σατίριζε, ενώ οι πολυμήχανοι όλο φιγούρα και οι μεταμοντέρνοι το εννοούν στα σοβαρά.
Το ρητό του Κώστα Σημίτη «αυτή είναι η Ελλάδα» ηχούσε ήδη τότε σαν επική συνθηκολόγηση και σηματοδότησε, μάλλον άθελά του και χωρίς ο ίδιος να το έχει συνειδητοποιήσει, την παραδοχή ότι το πολιτικό εγχείρημά του ήταν και αυτό επαγγελία ενός αδύνατου μεταρρυθμιστικού εκσυγχρονισμού. Αδύνατου, επειδή έλειπαν οι αναγκαίες κινητήριες δυνάμεις, οι πολιτικές και κυρίως οι κοινωνικές και πνευματικές. Άλλωστε, αμέσως μετά άρχισε η ...επανίδρυση του κράτους.
Από τότε πολύ νερό κύλισε στην υπόγεια κοίτη του ποταμού Ιλισού κάτω από τους αυτοκινητόδρομους. Αλλά «αυτή η Ελλάδα» άντεξε· άντεξε ακόμη και το σεισμικό σοκ πολλών Ρίχτερ της οικονομικής κρίσης. Ακόμη και υπό την «πρώτη φορά κυβερνώσα Αριστερά», έδωσε σ' αυτήν και πήρε από αυτήν ένα χέρι βοήθειας, όπως έκανε με άλλους προηγούμενους.
Από τότε πολύ νερό κύλισε στην υπόγεια κοίτη του ποταμού Ιλισού κάτω από τους αυτοκινητόδρομους. Αλλά «αυτή η Ελλάδα» άντεξε· άντεξε ακόμη και το σεισμικό σοκ πολλών Ρίχτερ της οικονομικής κρίσης. Ακόμη και υπό την «πρώτη φορά κυβερνώσα Αριστερά», έδωσε σ' αυτήν και πήρε από αυτήν ένα χέρι βοήθειας, όπως έκανε με άλλους προηγούμενους.
Ανανεωτικές νοοτροπίες, κοινωνικές και πολιτικές, χρειάζεται η χώρα· δυστυχώς αυτές αλλάζουν αργά. Ερεθίσματα για ανανέωση έρχονται - εάν και όποτε έλθουν, συχνά πολύ αργά, μερικές φορές υπερβολικά νωρίς - συνήθως «απ΄ έξω»· και ιδού, ο έξω κόσμος, ευτυχώς ή δυστυχώς, είναι σήμερα σε μεγάλο αναβρασμό. Όσοι δεν ομφαλοσκοπούν ελλαδοκεντρικά, ήδη νοιώθουν τον επίμονο κραδασμό, την «αναταραχή στη Δύναμη», σαν τον Γιόντα, τον Δάσκαλο Τζεντάι στον Πόλεμο των Άστρων. Μέσα ακινησία, όμως «έξω» εγκυμονούνται μεταβολές, με σημασία και βάρος ισοδύναμα ή μεγαλύτερα εκείνων που συνέβησαν στην εποχή γύρω στο 1980.
Άγνωστο ακόμη εάν θα είναι για το καλύτερο ή για το χειρότερο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου